Ανατολικός άνεμος, δυτικός άνεμος στα βραβεία Άντερσεν  (της Ελένης Σβορώνου)

0
443

 

της Ελένης Σβορώνου

 

Το Μπρούντζος και Ηλιοτρόπιο, του Τσάο Γουέν Σουέν, και το Αν έρθεις σαν τον άνεμο, της Τζάκλιν Γούντσον, είναι γραμμένα από δυο καταξιωμένους συγγραφείς που απέσπασαν την ύψιστη διάκριση στην παιδική και νεανική λογοτεχνία, το βραβείο Άντερσεν, το 2016 και  το 2020 αντίστοιχα. Το βραβείο αυτό απονέμεται για το σύνολο του έργου ενός δημιουργού και όχι για ένα συγκεκριμένο βιβλίο του. Η εκδοτική συγκυρία όμως, η πρόσφατη έκδοση των δυο βιβλίων στα ελληνικά, βάζει τον αναγνώστη στον πειρασμό μιας παράλληλης ανάγνωσης με το βλέμμα στον ίδιο τον θεσμό των βραβείων Άντερσεν. Τι είδους λογοτεχνία κρίνεται άξια διάκρισης; Τι είδους γραφή και θεματολογία θεωρείται σήμερα, την εποχή της έκρηξης του παιδικού βιβλίου, άξια να θεωρηθεί κλασική ή έστω με προοπτικές να μείνει κλασική;

Ο Τσάο Γουέν Σουέν μας μεταφέρει στα τέλη της δεκαετίας του ’60, σε ένα αγροτικό χωριό της Κίνας. Η αγροτική ζωή στο Ντα Μάι Ντι κυλά στον ρυθμό της εποχής του ησιόδειου άροτρου. Ένα ποτάμι μόνο χωρίζει το χωριό αυτό από τον απέναντι οικισμό στο οποίο έχει μόλις ανοίξει ένα από «Σχολεία των Στελεχών της 7ης Μαίου». Τα «Σχολεία» αυτά που ιδρύθηκαν, όπως σημειώνει ο μεταφραστής, ο Δ. Σωτάκης, σύμφωνα με οδηγία του Μάο Τσε Ντογκ, ήταν στην ουσία αγροκτήματα όπου στέλνονταν καλλιτέχνες και διανοούμενοι από τις πόλεις για χειρωνακτικές εργασίες και ιδεολογική επανεκπαίδευση. Το Ντα Μάι Ντι λοιπόν βρίσκεται ένα ποτάμι μακριά από την καρδιά της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο, και απομονωμένο, πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πόλη.

Το Ηλιοτρόπιο, ένα κορίτσι γύρω στα έξι, είναι κόρη ενός καλλιτέχνη που «φοιτά στο Σχολείο» της αντικρινής όχθης. Ο πατέρας του είναι γνωστός για τα υπέροχα μπρούτζινα ηλιοτρόπια που στολίζουν όλες τις γωνιές της πόλης που κατοικούσε πριν έρθει στο Σχολείο. Νιώθει μια ιδιαίτερη έλξη γι’ αυτό το λουλούδι. Έχει αναπτύξει μια εμμονή, από αυτές τις δημιουργικές εμμονές των καλλιτεχνών, αλλά και μια μυστικιστική σχεδόν σχέση με το φυτό, χαρακτηριστική της θρησκείας και φιλοσοφίας της Ανατολής.

Το Ηλιοτρόπιο, ορφανό από μητέρα, τις ατελείωτες ώρες που ο πατέρας του εργάζεται, τριγυρίζει ολομόναχα στο ποτάμι μια και στον οικισμό του «Σχολείου» δεν υπάρχει κανένα άλλο παιδί. Έλκεται, λοιπόν, από αυτό που φαντάζεται ότι υπάρχει στην απέναντι όχθη: ένα κανονικό χωριό με παιδιά.

Εκεί, στο ποτάμι, στο σύνορο των δυο κόσμων που εκπροσωπούν οι δυο οικισμοί, το Ηλιοτρόπιο θα συναντήσει τον Μπρούτζο, το  μουγγό παιδί που θα της σώσει τη ζωή. Το Ηλιοτρόπιο, λαχταρώντας να φτάσει στην απέναντι όχθη, μπαίνει σε μια βάρκα. Ένα αγόρι από το Ντα Μάι Ντι, ο μόνος ίσως κακόβουλος ήρωας, λύνει το σχοινί της βάρκας που τώρα πλέει ακυβέρνητη στο ποτάμι. Κανείς, από όσους τυχαίνει να πλέουν το ποτάμι, δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Μόνο ο Μπρούτζος, που βόσκει το βουβάλι του, βλέπει, καταλαβαίνει, και, μαζί με το ζώο του, καταφέρνει να ανακόψει την πορεία της βάρκας και να σώσει το κορίτσι.

Από τότε οι δυο τους συναντιούνται στο ποτάμι και αναπτύσσουν μια βαθιά, δίχως λόγια φιλία. Ο Μπρούτζος έχει χάσει τη λαλιά του από τον τρόμο του, το βράδυ που μια πυρκαγιά τύλιξε στις φλόγες της τα σπίτια του χωριού. Όλοι έτρεξαν στο ποτάμι να σωθούν εγκαταλείποντας σπίτια, χωράφια και ζώα στο έλεος της φωτιάς. Μόνο να σωθούν οι άνθρωποι, αυτό μετράει αυτές τις ώρες. Σε αυτές τις στιγμές απελπισίας και πανικού, κάποιοι κινούνταν πιο αργά. Ήταν η οικογένεια του Μπρούτζου, οι γονείς του, η γιαγιά και το βουβάλι τους. Ούτε στιγμή δε σκέφτηκαν ν’ αφήσουνε το ζώο πίσω. Ήταν μέλος της οικογένειας. Μικρό μοσχαράκι ακόμη είχε αρρωστήσει και όλα έδειχναν πως δε θα τα έβγαζε πέρα. Μα η οικογένεια είχε υπομονή και καρδιά. Το γιάτρεψε το ζώο κι εκείνο ένιωσε, λες, εκείνο το περίσσευμα αγάπης και δέθηκε με τους αφέντες του αλλιώς. Ιδίως με τον Μπρούτζο, που αφού είπε την τελευταία του λέξη τη νύχτα του πύρινου ολέθρου, αφιερώθηκε στο βουβάλι του. Αποκλεισμένος από το σχολείο, ο μουγγός δεν είχε θέση εκεί, τριγυρνούσε με το βουβάλι του και μαθήτευε στο σχολείο της φύσης.

Ο Μπρούτζος είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη ευφυία. Κάθε πέταγμα πουλιού, κάθε ριπή του ανέμου αλλά και κάθε κίνηση ψυχής έμβιου όντος ήταν για κείνον ανοιχτό βιβλίο. Συνδεόταν με τον κόσμο με έναν βαθύ, μοναδικό τρόπο που καθιστά τους όρους «συναισθηματική νοημοσύνη» και «ενσυναίσθηση» ανεπαρκείς για να περιγράψουν το μυαλό και την καρδιά του Μπρούτζου. Γι ‘αυτό ήταν ο μόνος που παρατήρησε εκείνη την βάρκα που κατέβαινε ακυβέρνητη τον ποταμό.

Στις συναντήσεις των δυο παιδιών, στις όχθες του ποταμού, ο Μπρούτζος επικοινωνεί με το Ηλιοτρόπιο με το σώμα του, δίνοντας μια κανονική παράσταση μαζί με το βουβάλι του. Κάνει ακροβατικά πάνω στο ζώο, ορμά μαζί του μες στις καλαμιές, χάνεται, εμφανίζεται από το πουθενά και το Ηλιοτρόπιο γελά. Επιτέλους το κορίτσι έχει ένα φίλο. Ο πατέρας της χαίρεται. Και όταν εκείνος χάσει τη ζωή του –πνίγηκε στο ποτάμι σε μια ανεμοθύελλα–  θα είναι ο Μπρούτζος και η οικογένειά του που θα υιοθετήσουν το ορφανό κορίτσι για το μεγαλώσουν.

Όταν οι άνθρωποι του Σχολείου αποφασίζουν να δώσουν το κορίτσι για υιοθεσία, βρίσκεται μία ακόμη οικογένεια που διεκδικεί το Ηλιοτρόπιο. Είναι η οικογένεια του «κακού» παιδιού που είχε λύσει το σκοινί της βάρκας. Είναι η πιο πλούσια στο Ντα Μάι Ντι! Το Ηλιοτρόπιο καλείται να αποφασίσει ανάμεσα στις δυο οικογένειες, ανάμεσα στον πλούτο και την ακραία φτώχεια, γιατί η οικογένεια του Μπρούτζου είναι η πιο φτωχή του χωριού. Μα το Ηλιοτρόπιο διαλέγει τον φίλο της εκπλήσσοντας τους χωρικούς που ξέρουν καλά τι πάει να πει πείνα. Από εκείνη τη στιγμή η οικογένεια του Μπρούτζου, οι γονείς του, η σοφή και γενναιόδωρη γιαγιά του, και το βουβάλι, με τον τρόπο του, ορκίζονται να κάνουν το παν για να προσφέρουν στην κόρη τους μια καλή ζωή.

Η οικογένεια τηρεί τον λόγο της με πρώτο και καλύτερο τον Μπρούτζο που κάνει το παν για να αποκτήσει η αδερφή του ό,τι στερήθηκε αυτός: το γεμάτο στομάχι, το ζεστό ρούχο, το σχολείο, το γιορτινό ρούχο, το στολίδι, ακόμη και τη δυνατότητα να βγει φωτογραφία, κάτι που στοίχιζε ακριβά. Ως και στο τσίρκο πηγαίνει ο Μπρούτζος την αδερφή του, μια σπάνια εμπειρία για τα παιδιά του χωριού, και της προσφέρει τη μοναδική θέση που υπάρχει: τους ώμους του. Ο ίδιος δε θα μπορέσει να δει τίποτα από το θέαμα. Χαλάλι της.  Όλα για την αδερφή του. Κι όταν έρχεται η ώρα να ρίξουνε κλήρο ποιο από τα δυο παιδιά θα πάει στο σχολείο –ο Μπρούτζος θα μπορούσε να πάει στο ειδικό σχολείο– εκείνος φροντίζει ο κλήρος να πέσει στην αδερφή του.

Αλλά και το Ηλιοτρόπιο, που μεγαλώνει και γίνεται ένα όμορφο και έξυπνο κορίτσι, δένεται βαθιά με τον αδερφό της και όλη την οικογένεια. Η αγάπη που απαιτεί θυσίες θριαμβεύει. Μεταδίδεται σαν ωστικό κύμα. Έρχονται δύσκολες στιγμές, ακρίδες πέφτουν και διαλύουνε τα πάντα, όλο το χωριό λιμοκτονεί κι ο Μπρούτζος  καταφέρνει να πιάσει μια άγρια πάπια. Η μυρωδιά από τη σούπα τυλίγει το Ηλιοτρόπιο καθώς επιστρέφει από το σχολείο, αδύναμη, νηστική, έτοιμη να επιστρατεύσει τις τελευταίες της δυνάμεις για να πάει με τον αδερφό της να μαζέψουν τους τρυφερούς βλαστούς από τα χόρτα. Αντί γι’ αυτό την περιμένει η ευωδιαστή σούπα! Αλλά αρνείται να την αγγίξει αν δε βεβαιωθεί πως θα φτάσει για όλους.

Επεισόδιο το επεισόδιο, οι δεσμοί αγάπης δυναμώνουν παρά ή και χάρη στις αντίξοες συνθήκες. Ώσπου έρχεται το θλιβερό μαντάτο. Οι προύχοντες της πόλης από όπου κατάγεται το Ηλιοτρόπιο θέλουνε το κορίτσι πίσω. Η νέα διοίκηση έχει μάθει ποιος ήτανε ο γλύπτης που φιλοτέχνησε τα όμορφα μπρούτζινα ηλιοτρόπια που στόλιζαν κάθε γωνιά της καθώς και τον τραγικό χαμό του. Θέλει, λοιπόν, να ανταποδώσει στην κόρη του το καλό που έκανε ο πατέρας της στην πόλη. Θα πάρουν το Ηλιοτρόπιο από το χωριό και θα του χαρίσουν μια πραγματικά καλή ζωή, φοίτηση στα καλύτερα σχολεία κι ένα λαμπρό μέλλον. Η απειλή πλησιάζει. Η θέληση του συστήματος είναι σιδερένια. Δεν υπάρχει βία, όλα θα γίνουν «με τη θέληση» του παιδιού που εκβιάζεται με τακτ. Τα προσχήματα τηρούνται.

Κέντημα είναι η κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου. Ο τρόπος που χτίζονται οι σχέσεις των ηρώων, έτσι ώστε όλοι να εξελίσσονται προς τον καλύτερο εαυτό τους –ακόμη και το «κακό αγόρι» θα αλλάξει—, ο τρόπος που αποδίδεται η φύση, οργανικά παρούσα, με το καλό και το κακό της πρόσωπο, και η γνήσια συγκίνηση που προκαλεί το κάθε επεισόδιο, παραπέμπουν σε ποιότητες λογοτεχνίας που θα αντέξει στον χρόνο.

Είναι, επίσης, μια λογοτεχνία που συστήνει έναν σχετικά άγνωστο για μας πολιτισμό. Αυτό το βιβλίο είναι ένα παράθυρο σε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ίσως «αυθεντική Κίνα». Ο Μπρούτζος και το Ηλιοτρόπιο συστήνουν μια κοινωνία που προτάσσει το σύνολο έναντι του ατόμου, τους δεσμούς της μεγάλης οικογένειας που είναι η κοινότητα έναντι της προσωπικής ανόδου. Εδώ το Άτομο καθρεφτίζει την οικογένεια και την κοινότητα. Και αντίστροφα. Όλο για έναν και έναν για όλους αλλά όχι όπως στους Τρεις Σωματοφύλακες! Εδώ όλα γίνονται σιωπηλά, υπομονετικά, μέσα από αυτή τη μυστική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και με την πλάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι άγνωστοι άνθρωποι αποκαλούνται μεταξύ τους «αδερφέ, αδερφή» και «θείε, θεία». Όπως και πάλι εξηγεί ο μεταφραστής, οι Κινέζοι αντιλαμβάνονται όλους τους συμπατριώτες τους ως μέλη μιας μεγάλης οικογένειας.

Είναι αυτή η στάση ζωής που θριαμβεύει στο τέλος όταν ο Μπρούτζος και το Ηλιοτρόπιο θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τον βίαιο αποχωρισμό τους μέσα από την γενναία στάση τους και την επιμονή τους να υπερασπιστούν την αγαπητική σχέση τους. Τολμάνε να αγαπήσουν πέρα από κάθε λογική. Και τότε θα γίνει η μεγάλη ανατροπή.

Δυο κόσμοι χωριστά, παρά τη φαινομενικά αρμονική συμβίωσή τους, πρωταγωνιστούν στο βιβλίο της Τζάκλιν Γούντσον Αν έρθεις σαν τον άνεμο. Ένας έρωτας ανάμεσα σε δυο δεκαπεντάχρονους εφήβους, μία λευκή και έναν μαύρο, στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970 ή 1980 γίνεται αφορμή για να αναδειχθεί το πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων μέσα από την ιδιαίτερη γραφή τη Γούντσον. Τι καινούργιο φέρνει όμως η συγγραφέας στον χειρισμό ενός θέματος που έχει απασχολήσει πολύ την παιδική και εφηβική λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την τέχνη γενικότερα;

Η Ελάισα και ο Τζερεμάια συναντιούνται την πρώτη τους μέρα στο καινούργιο τους σχολείο, σε ένα από τα πολύ καλά λύκεια της Νέας Υόρκης. Σκοντάφτουν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον και ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Όχι, δεν πρόκειται για χολιγουντιανής υφής ρομάντζο. Αντίθετα, η Γούντσον αποδίδει με μοναδική ευαισθησία το γλυκόπικρο του εφηβικού έρωτα. Οι δυο νέοι επικοινωνούν μέσα από το πρόωρα ώριμο κομμάτι του εαυτού τους. Έχουν κι οι δυο χάσει προ καιρού την παιδική ανεμελιά. Η μάνα της Ελάισα έχει εγκαταλείψει την οικογένειά της, την Ελάισα και τα άλλα τέσσερα αδέρφια της, δυο φορές στο παρελθόν για να επιστρέψει, τη δεύτερη φορά οριστικά, όπως ισχυρίζεται. Δεν έχει σημασία πια αν λέει αλήθεια. Για την Ελάισα ο φόβος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου θα είναι πάντα εκεί.

Ο Τζερεμάια είναι γιος διάσημου σκηνοθέτη και συγγραφέα. Ωστόσο η εικόνα της ιδανικής οικογένειας διαρρηγνύεται όταν ο πατέρας ερωτεύεται μία άλλη γυναίκα και εγκαθίσταται στον αντικρινό δρόμο. Ο γιος αναγκάζεται να περνάει μία εβδομάδα με τον έναν γονιό και μία με τον άλλον. Στο νέο του σχολείο προσπαθεί να αποκρύψει την ταυτότητά του, τους διάσημους γονείς του. Κρατά για τον εαυτό του την απατηλή λάμψη της πατρικής και μητρικής κληρονομιάς αλλά και τη θλίψη του. Εκείνος έχει συντροφιά τη μπάλα του μπάσκετ. Και χαράζει το δικό του δρόμο στο παρκέ ως έμπειρος και πετυχημένος πλέι μέικερ.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται με εναλλαγή οπτικής γωνίας. Η Ελάισα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ενώ η πλευρά του Τζερεμάια αποδίδεται με τριτοπρόσωπη γραφή. Το τέλος το γνωρίζουμε ήδη, αν και όχι στις λεπτομέρειές του. Ξέρουμε ότι διαβάζουμε μία αναδρομή στο παρελθόν η οποία συντίθεται μέσα από το καλειδοσκόπιο της μνήμης:  το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο φιλί κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων στο Σέντραλ Παρκ, οι νέοι ορίζοντες, τα φτερά που δίνει ο έρωτας, αλλά και τα καχύποπτα βλέμματα του κόσμου, οι αποδοκιμασίες, και η σκιά που ακολουθεί διαρκώς το νεαρό ζευγάρι. Σαν την βροχή, λένε οι ήρωες, είναι αυτός ο φόβος, αυτή η καχυποψία που προκαλούνε στον κόσμο. Ξέρεις πως η βροχή θα σταματήσει, θα βγει ο ήλιος, μα είναι βέβαιο πως η βροχή θα ξανάρθει.

Και ήρθε για να φέρει την οριστική ανατροπή σε αυτή την ιστορία που λειτουργεί όπως ακριβώς λέει το ποίημα στην προμετωπίδα:

«Αν έρθεις κοντά μου ανάλαφρα και σιγανά,
Σαν τον άνεμο στα δέντρα που φυσάει,
Ν’ ακούσεις μπορεί ό,τι κι εγώ
Να δεις ό,τι η θλίψη εδώ κοιτάει.»

(Audre Lorde)

Η γραφή της Γούντσον δε βοά, ψιθυρίζει ανάλαφρα και σιγανά, σαν τον άνεμο που φυσάει στα δέντρα. Αποκαλύπτει όχι μόνο ένα πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα αλλά και το θλιμμένο παιδί που κλαίει σιωπηλά τον χαμένο του παράδεισο.

Θρυμματισμένες σχέσεις, οικογένειες μοιρασμένες στις δυο όχθες μιας λεωφόρου, κοινότητες που έχουν καταλήξει εσωστρεφείς και φοβικές (η οικογένεια της Ελάισα είναι Εβραίοι, αλλά η αδερφή της, Εβραία και ομοφυλόφιλη, είναι η πρώτη που αντιδρά στη σχέση της Ελάισα με έναν μαύρο!) και το μίσος κατά των μαύρων να παραφυλά με ένα μαχαίρι στο πάρκο της πόλης: αυτός είναι ο κόσμος των δυο ηρώων. Αυτή είναι η Νέα Υόρκη τους.

Αυτή είναι η Δύση.

Η Ελάισα και ο Τζερεμάια είναι παιδιά του αμερικάνικου ονείρου κι ας είναι θύματα της σκοτεινής όψης του. Όσο κι αν κρατάνε αποστάσεις από τους επιτυχημένους γονείς τους και από την καλή κοινωνία του ακριβού ιδιωτικού σχολείου τους, δεν μπορούν παρά να ονειρεύονται τη δική τους λαμπερή πορεία. Είναι παιδιά της Δύσης.

Το Ντα Μάι Ντι απέχει έτη φωτός από το Μανχάταν.

Ωστόσο οι τέσσερις βασικοί ήρωες, ο Μπρούτζος και το Ηλιοτρόπιο, η Ελάισα και ο Τζερεμάια είναι οικουμενικοί. Φτάνουν στα άκρα για να υπερασπιστούν την αλήθεια τους, την αλήθεια της καρδιάς τους. Είναι ήρωες της αγάπης.

Οι γεννήτορές τους, οι συγγραφείς που κρίθηκαν άξιοι για το βραβείο Άντερσεν, δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την περίτεχνη πλοκή, το σασπένς ή το «μήνυμα» της ιστορίας τους. Είναι μάλλον αυτό που γράφει ο Τσάο Γουέν Σουέν στον πρόλογο του βιβλίου του για τον τρόπο συγγραφής του:

«..είχα ακριβώς ό,τι χρειαζόμουνα: το σκηνικό, τους χαρακτήρες και την πλοκή. Αλλά τα διαφορετικά κομμάτια της ιστορίας δεν έδεναν καλά μεταξύ τους –ήταν σαν νησιά στη θάλασσα—και δεν ένιωθα έτοιμος να αρχίσω να γράφω, οπότε το άφησα στην άκρη.

Μερικά χρόνια αργότερα […] σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσω να γράφω αυτό το βιβλίο. Αλλά […] ένοιωθα ότι κάτι λείπει. Τότε, περίπου στις πέντε και μισή το επόμενο πρωί –το θυμάμαι καθαρά—ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, ξαφνικά τέσσερα ιδεογράμματα εμφανίστηκαν μπροστά μου: [τα ιδεογράμματα]: Μπρούτζος και Ηλιοτρόπιο.

[…] Επιτέλους η ιστορία μου είχε ψυχή. Έσταξε πάνω σε όλο το υλικό που είχα ετοιμάσει και το ζωντάνεψε. Και συνειδητοποίησα ότι αυτό ακριβώς ήταν που περίμενα τόσο καιρό.»

Περισσότερο από κάθε τι άλλο στην καλή αυτή λογοτεχνία φαίνεται ο χρόνος ωρίμανσης.

Ίσως ο αθέατος αυτός χρόνος είναι που τιμάται, ανάμεσα σε άλλα, στα βραβεία Άντερσεν. Αθέατος εκ πρώτης όψεως, αλλά απολύτως ορατός στην ποιότητα γραφής και στην πειστικότητα και οικουμενικότητα των ηρώων που πλάθουν.

 

INFO

Τσάο Γουέν Σουέν, Μπρούντζος και Ηλιοτρόπιο, Μτφρ. Δημήτρης Σωτάκης, Εκδ. Πατάκη, 2021

 

Βρες  το εδώ 

 

 

 

Τζάκλιν Γούντσον, Αν έρθεις σαν τον άνεμο, Μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη, Εκδ. Πατάκη, 2021

Βρες το εδώ 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧρήστος Αρμάντο Γκέζος: Για την απώλεια και την αναζήτηση (της Θεοδώρας Πατρώνα)
Επόμενο άρθροΔυσφορεί η νύχτα – διπλή κριτική (γράφουν οι Δήμητρα Ρουμπούλα, Δέσποινα Παπαστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ