Ανασυνθέτοντας το παζλ της θρυμματισμένης πραγματικότητας (του Χρήστου Δανιήλ)

0
490

 

του Χρήστου Δανιήλ

 

 

Τα Έξοδα Νοσηλείας είναι το έβδομο λογοτεχνικό βιβλίο του πεζογράφου Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Μολονότι στα προηγούμενα βιβλία του ο Χατζημωυσιάδης ακολουθούσε περισσότερο ρεαλιστικές φόρμες, σε αυτό ο συγγραφέας συναντάται με τις αναζητήσεις του μοντερνισμού. Εν συντομία, και καθώς τα παρακάτω χαρακτηριστικά, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τα συναντά κανείς και στα Έξοδα νοσηλείας, θυμίζω πως ο μοντερνισμός είναι η τέχνη των μεγαλουπόλεων, της τεχνολογίας, η τέχνη της ανθρώπινης αποξένωσης και του άγχους, της αποσύνθεσης και της ανασύνθεσης της επιφάνειας της πραγματικότητας· ο μοντέρνος άνθρωπος νιώθει να συνθλίβεται από την ταχύτητα και την ένταση των αλλαγών της κοινωνίας που δεν ελέγχει ούτε και, πολλές φορές, κατανοεί, και να βιώνει αισθήματα απώλειας της αθωότητας, απαισιοδοξίας, ανασφάλειας, συνειδησιακής κρίσης, υπαρξιακών αδιεξόδων· οδηγείται σε προσωπική μόνωση και εσωστρέφεια. Ζητούμενο για τον  μοντερνισμό δεν είναι η απόδοση ή η φυγή από την ρεαλιστική πραγματικότητα, αλλά η διερεύνηση των πολλαπλών εκδοχών της πραγματικότητας, εξωτερικής και εσωτερικής, η διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης και η αναγόρευση της αισθητικής (αυτο)συνείδησης, της φαντασίας, της τύχης και του παράλογου σε κύριους παράγοντες διαμόρφωσης της τέχνης. Στο μοντερνιστικό έργο κατακερματίζεται η συνοχή της αναπαριστάμενης εικόνας, ενσωματώνονται θραύσματα της πραγματικότητας, διαταράσσεται η λογική αλληλουχία της παραδοσιακής αφήγησης. Επιχειρείται η απόδοση της ροής της συνείδησης των προσώπων καθώς ο μοντερνισμός οφείλει πολλά στην επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, όπως επίσης και στην ανάπτυξη εν γένει των επιστημών και της φιλοσοφίας.

Τα Έξοδα νοσηλείας είναι, με τον τρόπο του, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα· αποτελείται από διαδοχικούς γραπτούς μονολόγους, εξομολόγησης και απολογισμού, των δύο βασικών του ηρώων, ενός νοσηλευτή-φροντιστή και ενός ασθενή. Και οι δύο ήρωες, σε οριακές στιγμές του βίου τους και αντιμετωπίζοντας το φάσμα του θανάτου, επιλέγουν να αποτυπώσουν γραπτώς το στίγμα τους, να καταθέσουν τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους, τις εμπειρίες, τις προσδοκίες, τις διαψεύσεις και τις ήττες τους, επιζητώντας, μέσω της γραφής, την επικοινωνία, πρωτίστως με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αναμετρώνται με το παρελθόν, τα φαντάσματά του και τους φόβους τους, αναπολούν έναν χαμένο παιδικό παράδεισο που δεν υπήρξε ποτέ και προσδοκούν ένα ευοίωνο μέλλον που δεν θα υπάρξει. Πρόκειται για ήρωες μέσης ηλικίας που ζουν σε δυσαρμονία με το περιβάλλον τους και που οδηγούνται σε μια επώδυνη ωριμότητα. Έχουν και οι δύο σχέση με τη λογοτεχνία (ο ένας ως απόφοιτος παιδαγωγικής και λάτρης της λογοτεχνίας, ο άλλος έχοντας, κατά δήλωσή του, λάβει μαθήματα δημιουργικής γραφής) και αυξημένη αισθητική αυτοσυνείδηση. Στο βιβλίο ακούγεται επίσης και μια τρίτη φωνή, και πάλι μέσω της συνειδητής απόπειρας γραφής έντεχνου λόγου· το τετράδιο όπου σημείωνε τα ποιήματά της μια ηλικιωμένη ασθενής που πρόσφατα απεβίωσε έφτασε στα χέρια του νοσηλευτή ο οποίος και ενσωματώνει στη δική του αφήγηση κάποια από αυτά, ενισχύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την πολυφωνικότητα του έργου.

Η δυσαρμονία με το περιβάλλον των ηρώων, η αδυναμία προσαρμογής αναπόφευκτά επιφέρει συγκρούσεις και οδηγεί τους ήρωες σε οριακές καταστάσεις. Το έργο δομείται επάνω σε αντιθετικά δίπολα όπως: ζωή vs θάνατος (ο κεντρικός ήρωας εργάζεται ως φροντιστής ασθενών με  ανίατες ασθένειες, οι θάνατοι αγαπημένων προσώπων έχουν στοιχειώσει τους ήρωες, ως σκηνικός χώρος έχει επιλεγεί ο χώρος των νοσοκομείων, νεκροτομείων, αιθουσών ανατομίας, η εγκυμοσύνη της ηρωίδας και η προσμονή της νέας ζωής έρχεται ταυτόχρονα με την συνειδητοποίηση της ασθένειας), μνήμη vs λήθη (πολλά από τα πρόσωπα του έργου είναι ανοϊκά, ο κεντρικός ήρωας έχει απωθήσει επώδυνες για τον ίδιο μνήμες), κίνηση vs ακινησία (ήρωες καθηλωμένοι σε νοσοκομειακά κρεβάτια, ανήμποροι να περπατήσουν ή να κινηθούν, δεμένοι σε θαλάμους μαγνητικών τομογράφων), πράξη vs αδράνεια (οι ήρωες επιθυμούν να δράσουν, οραματίζονται ή φαντασιώνονται  ηρωικές δράσεις, παραμένουν όμως αδρανείς, απλοί παρατηρητές, ηττημένοι και προδομένοι, πρωτίστως από τους ίδιους τους τους εαυτούς), αστικό vs αγροτικό περιβάλλον (το αφηγηματικό παρόν έχει ως χώρο δράσης τον αφιλόξενο χώρο μιας μεγαλούπολης που βιώνεται με τρόπο αρνητικό από τους ήρωες, το παρελθόν  στρέφεται στις μνήμες από τα χωριά καταγωγής τους), τραγικό vs κωμικό (παρά τη σοβαρότητα ή την τραγικότητα των θεμάτων που θίγονται -ή ακριβώς εξαιτίας αυτών- η αφήγηση σε αρκετά σημεία συνειδητά αποκτά μια λυτρωτικά κωμική διάσταση ή ακροβατεί σε κωμικοτραγικές καταστάσεις), ατομικό/υπαρξιακό vs συλλογικό/κοινωνικό (μολονότι οι αφηγήσεις των ηρώων χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση, εντοπίζεται έντονο, κυρίως στην αφήγηση του δεύτερου ήρωα, του ασθενή, το στοιχείο του κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού).

Όσο κι αν κοιτάζω να συνθέσω σε ενιαία εικόνα τα επιμέρους κομμάτια […] θα εμφανίζεται πάντα ένα εντελώς αταίριαστο τεμάχιο […] για να μου προκαλέσει μεγαλύτερη αναταραχή και σύγχυση στη θρυμματισμένη πραγματικότητα που προσπαθώ να εννοήσω.

Π. Χατζημωυσιάδης, Έξοδα νοσηλείας

 

 

Χαρακτηριστικό της μοντερνιστικής διάστασης του έργου αποτελεί και ένα από τα κεντρικά του leit motiv:  η συνεχής ενασχόληση του ήρωα/νοσηλευτή με τα παζλ και συγκεκριμένα με την προσπάθεια ανασύνθεσης του πίνακα του Vincent van Gogh «Σιταροχώραφο με κοράκια», ο οποίος και βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την πολυτροπικότητά του. «Πάνε πολλά χρόνια που επιδίδομαι στις συγκολλήσεις των τεμαχισμένων μερών και στις συνθέσεις των φαινομενικά ασυνάρτητων μονάδων σε ενιαίο σύνολο» σχολιάζει σχετικά ο ήρωας, παρατήρηση που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες: την ενασχόλησή του με τα παζλ σε επίπεδο καταδήλωσης, αλλά και την προσπάθειά του να κατανοήσει το παρελθόν του και να ανασυνθέσει φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους περιστατικά· η ίδια παρατήρηση θα μπορούσε όμως να αποτελεί και ένα αυτοαναφορικό σχόλιο του ήρωα ως προς τη συγγραφική του προσπάθεια ή και του ίδιου του συγγραφέα ως προς το ζήτημα αυτό. Το κείμενο, με ανάλογα σχόλια και παρατηρήσεις, διανοίγεται σε πολλαπλές ερμηνείες και λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα «Θέλω μια οριστική απάντηση χωρίς καμιά υποσημείωση, έχω ανάγκη από μια στέρεη γνώση χωρίς κανένα ‘αλλά’. Δεν αντέχω αυτή τη σχετικότητα που πάει να σχετικοποιήσει ακόμη και την πιο απτή πραγματικότητα» αναφέρει σε κάποιο άλλο σημείο ο ήρωας, δήλωση που σχηματικά συμπυκνώνει την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου σε ένα περιβάλλον που δεν κατανοεί και δεν ελέγχει, σε έναν κόσμο που εδώ και έναν τουλάχιστον αιώνα έχει σχετικοποιήσει ακόμη και την έννοια του χρόνου. Η σταθερότητα και οι οριστικές απαντήσεις (και αλήθειες) είναι γνωρίσματα και αιτήματα άλλων, προγενέστερων και παραδοσιακότερων, κοινωνιών και εποχών (και ίσως αυτό εξηγεί την προσκόλληση των ηρώων στην παιδική τους ηλικία και στα χωριά καταγωγής τους).

Ο αναγνώστης συχνά καλείται να ενεργοποιήσει την αναλογική λειτουργία για την κατανόηση/πρόσληψη του έργου. Οι ήρωες αξιοποιούν την αναλογία συχνά στο λόγο τους. Ο Χατζημωυσιάδης μέσα από τους ήρωες και τις ιστορίες τους φαίνεται να επιζητά να εκληφθούν αυτές ως αντικειμενικά σύστοιχα της ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής ιστορίας του τόπου. Κάποιες φορές τούτο επιτυγχάνεται με τρόπο σχεδόν προφητικό, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την αναφορά του ήρωα/ασθενή σε συνθήκες καραντίνας που βιώνει κλεισμένος μέσα στο θάλαμό του (ένα κείμενο άλλωστε αποκτά τη δική του δυναμική στην επικοινωνία του με την εκάστοτε αναγνωστική πραγματικότητα, ανεξάρτητα και πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα). Κάποιες άλλες όμως φορές ο Χατζημωυσιάδης επιδιώκει να κατευθύνει και να καθοδηγήσει σχετικά τους αναγνώστες, δρώντας όμως περιοριστικά στην ίδια τη λειτουργία του κειμένου. Το παράδειγμα αντλείται από τον δεύτερο μονόλογο, τον μονόλογο του ασθενή, ο οποίος, κατά τα γραφόμενά του, «διαθέτει προοδευτική πολιτική συνείδηση  και ανθρωπιστική παιδεία», έναν μονόλογο που ενώ ξεκινά από το προσωπικό καταλήγει σε έναν έντονα πολιτικό λόγο. Πρόκειται για έναν ήρωα που για χρόνια «διακον[ει] αναγνωστικά και συγγραφικά στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον του εμφυλίου», νοσταλγεί το ηρωικό/αγωνιστικό πνεύμα παρελθόντων ετών, φαντασιώνεται τη συμμετοχή τη δική του ή των μελών της οικογένειάς του σε σημαντικές ιστορικοπολιτικές στιγμές που στιγμάτισαν την πορεία της αριστεράς (ηρωοποιώντας ή και αγιοποιώντας πρόσωπα του αριστερού, του αριστερίστικου και του περιθωριακού χώρου, ενίοτε και πρόσωπα που κινούνται στα όρια του γραφικού), ο ίδιος όμως έχει να επιδείξει στην πραγματικότητα μόνο τη συμμετοχή του στα φοιτητικά του χρόνια σε δυο τρεις διαδηλώσεις «για να πλευρίσ[ει] μια όμορφη φοιτητριούλα των Συσπειρώσεων» καθώς και τη συμμετοχή του σε επεισόδια με μολότωφ και καμένους κάδους «όταν αποκλείστηκε η ποδοσφαιρική [τ]ου ομάδα απ’ το κύπελο», ενώ τη μόνη φορά που χρειάστηκε να επιδείξει ηρωισμό κατά τα παιδικά του χρόνια για να εντυπωσιάσει φίλους και κορίτσια, βρήκε εύκολο άλλοθι για να αναβάλει την πράξη του. Η πάθησή του τον κρατά καθηλωμένο στο κρεβάτι αν και διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες σε πλήρη λειτουργία. «Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι μοιάζω με την Ελλάδα των χουντικών και με την Ελλάδα των μνημονίων, ως προς την κρισιμότητα της κατάστασης, τη συνταγή της θεραπείας και τις προοπτικές της ίασης αλλά και ως προς το είδος αυτής της κατάστασης και τις βαθύτερες αιτίες της». Προσωπικά, και λόγω χρονικής απόστασης, δεν έχω βιώματα ή μνήμες από την Ελλάδα των χουντικών, με την οποία επιθυμεί ο ήρωας/Χατζημωυσιάδης να παρομοιάσουμε την κατάσταση του ασθενή, φαντάζομαι ούτε ο ίδιος ο Χατζημωυσιάδης αλλά ούτε και ο σαρανταπεντάχρονος ήρωάς του. Η βασική αναλογία που ως αναγνώστης εντοπίζω σε αυτόν τον αριστερό των λόγων και των διαβασμάτων, της ανυπαρξίας της πράξης, τον αριστερό που ηρωοποιεί το παρελθόν και οικειοποιείται τον αγώνα των προγενέστερων ενώ αυτός την κρίσιμη στιγμή εφευρίσκει άλλοθι για αναβολές προέρχεται από την πολύ πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας, την οποία παραδόξως ο ήρωας αφήνει εκτός σχολιασμού. Αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο τίθεται ένα ζήτημα, καθώς στις ιστορικές/ηρωικές στιγμές στις οποίες φαντασιώνεται ο ήρωας πως συμμετέχει συμπεριλαμβάνονται και κάποια ιστορικά γεγονότα που στη συνείδηση ενός αριστερού «που διαθέτει ανθρωπιστική παιδεία» θα ήταν τουλάχιστον ελέγξιμα ως προς την εθνικιστική τους διάσταση (κι εδώ η αναλογία είναι με μια άλλη συνοίκηση αριστερών, αριστερίστικων και εθνικιστικών στοιχείων από την πολύ πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου)· συγκεκριμένα ο ήρωας αναφέρει «σηκώνω το γυμνό γιαταγάνι μπροστά στην πύλη της πολιορκημένης Τριπολιτσάς, καίω τούρκικα χωριά κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού απ’ τα ενδότερα της Μικρασίας, φορτώνομαι τα εκρηκτικά για την ανατίναξη του Γοργοποτάμου, μεταφέρομαι σιδεροδέσμιος απ’ τους ασφαλίτες γι’ ανάκριση στην οδό Μπουμπουλίνας, παίρνω μέρος στην αιματοβαμμένη πορεία της 17ης Νοεμβρίου του 1980 κι όταν αρχίζω να κουράζομαι επιστρέφω αμέσως στο δωμάτιό μου, φοράω τις πιτζάμες και αφήνω από κάτω τακτοποιημένες τις παντόφλες».

Οι όποιες ενστάσεις όμως για το τελικό αποτέλεσμα δεν εδράζονται μόνο σε ερμηνευτικά ή ιδεολογικά ζητήματα, τα οποία, ούτως ή άλλως, ενέχουν μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας. Στο βιβλίο εντοπίζονται και ορισμένες αβλεψίες που υπονομεύουν την τελική του πρόσληψη (και αξιολόγηση) και την αρχική πολύ θετική εντύπωση που αφήνει στον αναγνώστη το πρώτο μέρος του βιβλίου· αστοχίες που θεωρώ πως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί έπειτα από μια πιο αποστασιοποιημένη θεώρησή του από τον συγγραφέα ή έστω κατά τη φάση της επιμέλειάς του. Συγκεκριμένα, καθώς αναφέρθηκε προηγουμένως, πυρήνας του βιβλίου είναι οι διαδοχικοί μονόλογοι δύο διαφορετικών (όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο) ανθρώπων. Εφόσον πρόθεση του συγγραφέα ήταν η απόδοση μονολόγων από διαφορετικά πρόσωπα προκειμένου να φωτιστούν διαφορετικές οπτικές της πραγματικότητας και να ενισχυθεί η πολυφωνικότητα του έργου, θα έπρεπε αυτή η διαφορετικότητα να στηρίζεται και σε κειμενικά δεδομένα. Όμως οι δύο αυτοί ήρωες έχουν τόσα κοινά που από ένα σημείο και έπειτα εκλαμβάνονται από τον αναγνώστη ως το ίδιο πρόσωπο: είναι συνομήλικοι, φέρουν ανάλογα τραύματα από την παιδική τους ηλικία, έχουν τις ίδιες περίπου υπαρξιακές και κοινωνικές ανησυχίες, έχουν τις ίδιες φοβίες και διαταραχές άγχους, έχουν ακόμη και το ίδιο αγαπημένο ποτό, το τσίπουρο. Τούτο υποθέτω πως έως έναν βαθμό είναι ηθελημένο ώστε να δοθεί η αίσθηση της καθολικότητας στα γραφόμενά τους, η αίσθηση δηλαδή πως τα όσα αναφέρονται στους μονολόγους τους αφορούν μια ολόκληρη γενιά «ο ασθενής είναι ο φίλος που ποτέ δεν είχα […] στο κείμενό του αναγνώρισα τη γενιά μου, την κοινωνία μου και μένα τον ίδιο»  (αν και δεν ξέρω πόσοι θα ήταν οι σημερινοί σαραντάρηδες που θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους στη φράση «Κακά τα ψέματα, στα σαράντα τρία δεν έχεις και πολλά περιθώρια για ριζικές ανατροπές στη ζωή σου, το πολύ πολύ κάτι ελάχιστες τροποποιήσεις στις καθημερινές συνήθειες, ίσως μια μικρή αλλαγή στο πρόγραμμα ή στο ωράριο εργασίας, έτσι για να διασκεδάσεις τη ρουτίνα και να ξορκίσεις τις πλήξεις»). Από το σημείο όμως αυτό, έως το σημείο να εκφράζονται με το ίδιο ύφος στα γραπτά τους, να αξιοποιούν τα ίδια εκφραστικά σχήματα («Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι σε μια όμοια κατάσταση…» «Θέλω να πω ότι παρ’ όλα τα προβλήματα…» ο ένας, «Και μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι πέρα από πατέρας…», «Θέλω να πω ότι ακόμη και αυτές οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις…», ο άλλος· «Λέω για το τι μέρα είναι…», «Λέω για ό,τι έχει απομείνει…», «Λέω για εκείνη ακριβώς τη σκηνή» ο ένας, «Λέω για την οικειότητα…», «Λέω για όσους είχαμε την τύχη…», «Λέω γι’ αυτές τις αγωνίες…» ο άλλος), να υποπίπτουν στα ίδια ακριβώς γλωσσικά ολισθήματα («το έχω ληγμένο αυτό το θέμα» ο ένας, «Ναι, ας το λήξω κι αυτό» ο άλλος) η απόσταση είναι μεγάλη.

Συναφές με το προηγούμενο είναι και το ζήτημα της ταυτότητας των ηρώων. Εννοώ πως είναι διαφορετικό πράγμα το να παρακολουθεί κανείς σε ένα μυθιστόρημα την αφήγηση ή τη ροή της συνείδησης ενός ήδη πλασμένου και δομημένου χαρακτήρα κι άλλο το να διαμορφώνει και να μεταλλάσσει ο χαρακτήρας αυτός τα χαρακτηριστικά του στην πορεία ανάπτυξης του έργου ανάλογα με το θέμα συζήτησης. Έτσι, για παράδειγμα, στην αρχή του έργου, μαθαίνουμε πως ο κεντρικός ήρωας, ο νοσηλευτής, δουλεύει εδώ και δύο μήνες σε ένα συνεργείο παροχής φροντίδας με δύο άλλους συναδέλφους του. Του κάνει εντύπωση ο κυνισμός τους «Τους έχω πετύχει να ακούνε σπαραχτικές ιστορίες του εμφυλίου με το πιο προσποιητό ενδιαφέρον ή να κάνουν μπάνιο μια οχτάχρονη καρκινοπαθή σαν να πλένουν το χαλί του σαλονιού τους […] Στην αρχή δεν άντεχα τον κυνισμό, θεωρούσα ότι πάσχουν από ένα είδος ψυχικής διαστροφής, δυο τρεις φορές αρπάχτηκα κιόλας μαζί τους, αλλά με τον καιρό (σσ. προφανώς μέσα στο δίμηνο της συνεργασίας) κατάλαβα ότι δεν γίνεται διαφορετικά […] ‘Δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά’ μου ’πε στην αρχή της συνεργασίας η κοινωνική λειτουργός». Στην πορεία όμως του έργου μαθαίνουμε πως ο νοσηλευτής όχι μόνο κάνει αυτή τη δουλειά στην ίδια εταιρεία εδώ και 18 χρόνια (προφανώς με άλλα συνεργεία) αλλά και πως κατά το παρελθόν έχει πρωτοστατήσει σε ανάλογα περιστατικά κυνισμού «Όμως λίγο καιρό αργότερα που άρχισε να χαζεύει (σσ. η ηλικιωμένη που φρόντιζαν και υπέβαλε το συνεργείο σε ερωτήσεις σχετικές με την ποίηση), πήραμε το αίμα μας πίσω. Επινοούσαμε ό,τι πιο ηλίθιο μπορεί να φανταστεί κανείς, ‘Πετεινός λαλεί, κοτούλες προσκαλεί’, Δροσίνης μας έλεγε, μπριτς της απαντούσαμε όλοι μαζί, Λορέντζος Μαβίλης […] Την αποτρελάναμε την έρμη, να ’ναι καλά εκεί που είναι – έχει χρόνια που πέθανε».

Αλλά και σε υφολογικό επίπεδο ανακύπτουν ανάλογα ζητήματα. Προφανώς και ο κάθε συγγραφέας δικαιούται ή και επιβάλλεται να πλάθει το δικό του ιδιαίτερο ύφος γραφής (για το οποίο και κρίνεται άλλωστε από τους αναγνώστες) όταν όμως η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και όχι μέσω ενός παντογνώστη αφηγητή, το ύφος θα πρέπει να είναι συμβατό με τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε ήρωα. Με όλα αυτά θέλω να πω πως δεν είναι και το πλέον σύνηθες να συναντήσει κανείς έναν νοσηλευτή, ακόμη κι αν έχει τελειώσει προ εικοσαετίας κάποιο παιδαγωγικό τμήμα, που να εκφράζεται με το «μεν» και με το «δε», να χρησιμοποιεί το «ήγουν», το «δηλοί», το «αφ’ ης στιγμής», το «εντρύφυση», και να διατυπώνει σχόλια για «μινιμαλιστικές συνθέσεις στο πιάνο με διατονικές αρμονίες» ή για «το προτεταμένο χέρι του επαίτη». Αλλά και συνολικά στο έργο, με εξαίρεση το πρώτο μέρος όπου ο λόγος ρέει πιο φυσικός υπηρετώντας και αναδεικνύοντας περισσότερο την ουσία των πραγμάτων και των καταστάσεων, οι περίτεχνες συντάξεις, η σε βαθμό λεξιθηρίας αναζήτηση και επιλογή των λέξεων, τα πολλά και συχνά επαναλαμβανόμενα αυτοαναφορικά σχόλια για τη γραφή και τη λειτουργία της, η αναφορά στο είδος των συλλογισμών που παραθέτει ο ήρωας (επαγωγικός ή παραγωγικός) θεωρώ πως βαραίνουν αναιτίως το όλο εγχείρημα. Τέλος, αίσθησή μου είναι πως σε επίπεδο πλοκής η ολοκλήρωση της ιστορίας με τον τρόπο που γίνεται (δεν θα αναφερθώ εδώ περισσότερο στο θέμα για να μην στερήσω από τον αναγνώστη το στοιχείο της έκπληξης) φαντάζει αρκετά βεβιασμένη και, κυρίως, αρκετά σχηματοποιημένη.

Καταληκτικά για τα Έξοδα νοσηλείας, πρόκειται για μια φροντισμένη αισθητικά έκδοση, με ένα πρωτότυπο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον θέμα, ένα φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα, θεματικά και μορφικά, που θέτει στον πυρήνα του υπαρξιακές αλλά και πολιτικές ανησυχίες και αγωνίες καθώς και την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Το πρώτο μέρος του έργου διαθέτει ευρηματικότητα, ορθή οργάνωση και υφολογική ποικιλία και δημιουργεί αυξημένες προσδοκίες για τη συνέχεια. Καθώς όμως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι προσδοκίες αυτές μερικώς βρίσκουν τη δικαίωσή τους στα επόμενα δύο μέρη εξαιτίας της ύπαρξης ορισμένων, κατά τη γνώμη μου, αστοχιών που θα έχρηζαν καλύτερης διαχείρισης. Ο Χατζημωυσιάδης είναι ένας επίμονος συγγραφέας που υπηρετεί εδώ και χρόνια την τέχνη του με συνέπεια και μεθοδικότητα. Με τα Έξοδα νοσηλείας δείχνει να εξελίσσει τη γραφή του και ανανεώνεται αρκετά τόσο ως προς τα μέσα που αξιοποιεί όσο και ως προς τα θέματα που θίγει. Με το νέο του βιβλίο ανανεώνει το ενδιαφέρον μας για τη γραφή του και αυξάνει τις προσδοκίες μας για τη συνέχεια.

 

 

Info: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Έξοδα Νοσηλείας, Ενύπνιο 2020.

 

Προηγούμενο άρθροΜέρος Γ΄. Οι γυναίκες του Παβέζε – ο μοιραίος έρωτας (Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς)
Επόμενο άρθροΈμφυλες αναζητήσεις και απορίες στον Τόμας Μαν (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ