της Μαρίας Πολίτου (*)
Σε λεξο-γραφία Butoh: Αναστασία Γκίτση, ό,τι Λύπει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ τοπιο_ραφίες, (Σαιξπηρικόν, 2023).
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Και εν αρχή και πάντοτε και παντού τα πάντα διέπει ο λόγος. Η ιστορία του ανθρώπου και του πολιτισμού του συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του λόγου και της γλώσσας του. «Τη λέξη! Να σώσουμε τη λέξη», φωνάζει ο Υβ Μπονφουά! Το «ονομάζειν» είναι το ουσιαστικό πέρασμα από το ον στο μη ον, γιατί η γλώσσα είναι η κατοικία του είναι, σύμφωνα με τον Heidegger.
Kαι η ποιήτρια Αναστασία Γκίτση εξομολογείται, αυτοσυστηνόμενη:
«Και οι λέξεις είναι σάρκα μου, το δέρμα της ψυχής μου. Άλλοτε συνωστίζονται στο στόμα μου και άλλοτε τρέμουν στα ακροδάχτυλα των χεριών μου. Τις ονομάζω ποίηση, αρθρογραφία, πεζογραφία. Άλλοτε προηγούνται κι άλλοτε έπονται της ανάγκης τους για επαφή, για μοίρασμα με τον άλλον.
Οι λέξεις που επιμένουν να γεννιούνται μόνες, που επιμένω να τις επιβάλλω σε συνάντηση. Τοπίο σύμμειξης ο καμβάς ενός πίνακα, το καρέ μιας κάμερας, ο ήχος ενός οργάνου, το black white μιας φωτογραφίας , το άκαμπτο ενός γλυπτού, η σκηνή ενός θεάτρου.
Οι λέξεις φλερτάρουν με τις εικαστικές τέχνες, τις νέες τεχνολογίες. Ερωτοτροπούν με άλλες λέξεις από τον χώρο της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της αρχιτεκτονικής. Οι λέξεις αποζητούν την τέχνη σε κάθε της έκφανση (photo, music, theater, visual art, painting, sculpture, collage, video).
Οι λέξεις που παρατηρούν, που κριτικάρουν, που συμμετέχουν, που εκ νέου δημιουργούν».[i]
Και οι λέξεις της Αναστασίας χορεύουν σε αιρετικούς ρυθμούς butoh σε αυτή την ποιητική συλλογή με τον παράδοξο αλλά καθόλα περιεκτικό και πολύσημο τίτλο «ό, τι ΛύΠει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ, τοπιο_ραφίες». Από το εξώφυλλο ακόμη η ποιήτρια διαρρηγνύει τις ποιητικές συμβάσεις τις εγγεγραμμένες στην μέση αναγνωστική συνείδηση και προχωράει σε μορφολογικές ακροβασίες, ξεκινώντας δυναμικά την δική της ανασκαφή στη γλώσσα, όχημα και ένδυμα ταυτόχρονα κάθε νοήματος.
Και ο Γιώργος Χειμωνάς -με τον οποίο, θεωρώ, συγγενεύει η Αναστασία, ως προς την αιρετική γραφή- δηλώνει στο βιβλίο του Έξι μαθήματα για τον λόγο: «Η γλώσσα μου είναι μια ανασκαφή. Σ’ εκείνους τους τόπους της ανθρώπινης ζωής (έρωτας, θάνατος, φόνος, λύπη) όπου με φτωχικές, γρήγορες, μικρές τελετές θάβεται η αρχαία χλιδή του λόγου».[ii]
Ο τίτλος αυτής της κριτικής μου παρουσίασης προέκυψε από ένα σχεδόν ομότιτλο ποίημα του βιβλίου της Αναστασίας, το «butoh mood». Ομολογώ απολογούμενη ότι δεν γνώριζα αυτό το είδος γιαπωνέζικου χορού. Διαβάζοντας όμως γι’ αυτόν και προσπαθώντας να εισχωρήσω στην αντισυμβατική σκέψη της ποιήτριας, συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο αυτό που κρατώ στα χέρια μου «χορεύει» και εναρμονίζεται με βάση τη φιλοσοφία του butoh. Και πώς θα ήταν δυνατόν η Αναστασία Γκίτση να μην συνομιλήσει αβίαστα στην ποίησή της με τις άλλες παραστατικές τέχνες τις οποίες αγαπάει και υπηρετεί πιστά και με συνέπεια εδώ και χρόνια;
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πληροφορίες που συνέλεξα,[iii] ο χορός butoh εμφανίστηκε στην Ιαπωνία μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και τη βόμβα στη Χιροσίμα, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Συνδυάζοντας το παραδοσιακό με το πρωτοποριακό, θεωρήθηκε χορός παραβατικός και περιθωριακός και χορευόταν αρχικά στα καταγώγια της πόλης του Τόκυο. Καταδείκνυε την ωμή αλήθεια και συχνά την αγριότητα. Συνδέθηκε με τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό και το κίνημα Dada και θεωρείται ως μια avant-garde μορφή παραστατικής τέχνης.
Το Butoh προέρχεται από το «Ankoku Butoh» και σημαίνει «Χορός του απόλυτου σκοταδιού». Όλα τα ανθρώπινα όντα φέρουν μια ασυνείδητη πλευρά, την οποία κάθε μορφή τέχνης προσπαθεί να ανιχνεύσει και να φέρει στην επιφάνεια. Ο πυρήνας της φιλοσοφίας του χορού αυτού δεν είναι άλλος από το ταξίδι προς την ψυχή.
Επίσης, η ουσία του Butoh προέρχεται από την σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια. Το butoh, καθώς δεν υιοθετεί βηματολόγιο, έχει μια μεγάλη ελευθερία ως προς τους κανόνες και αυτό το καθιστά δύσκολο αλλά και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρον, διότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει ένα δικό του μοναδικό χορό.
Και η ποίηση της Αναστασίας Γκίτση στο βιβλίο αυτό, λεπτομερής σαν κεντημένος καμβάς από δεξιοτέχνιδα του είδους, απόλυτα ελεύθερη από συμβάσεις και εξωκειμενικές προσδοκίες, υιοθετεί το απόλυτα δικό της βηματολόγιο και λικνίζεται άναρχα και αντισυμβατικά, άλλοτε ωμά και βίαια, κι άλλοτε ρομαντικά και τρυφερά, προσπαθώντας να συναρμολογήσει ό,τι λείπει κι ό,τι λυπεί, αναζητώντας, με τον χορό των λέξεων, τα μύχια της ψυχής, ατομικής και συλλογικής:
Συναρμολογώ τον τοίχο με τη σάρκα μου
όταν κατεδαφιστεί
ξανά
– πριν αλέκτωρ φονευτεί –
θα τρώω τις δικές σας
με όρισαν γυναίκα
με ορίζω θηρίο.
Μια και μιλάμε για χορό, πώς, διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Αναστασίας Γκίτση, να μην πάει ο νους μου στο ρεύμα του εξπρεσιονισμού των αρχών του 20ου αιώνα και του νέο-εξπρεσιονισμού της δεκαετίας του 1980; Η παραμορφωτική απεικόνιση της πραγματικότητας,[iv] η αδιαφορία για μια αντικειμενική αναπαράστασή της, η έντονη συναισθηματική αγωνία, ο κόσμος σε σπαράγματα, η προσωπική διαπεραστική κραυγή, το ουρλιαχτό, όλα αυτά και άλλα δεν θυμίζουν μόνο τον πίνακα του Μουνχ αλλά αποτελούν και βασικά χαρακτηριστικά των ποιημάτων αυτής της συλλογής:
τώρα
εμφανίζεται ο δρόμος
ράγες τοίχου
ραφές τοπίων
ρωγμές
ρωγμές
ρωγ
μές μες μες μες
πότε θα μάθω
ν’ ακουμπώ
σε δικό μου
σώ
μα μα μα μα μα μα μα μα;
Σαν μια άλλη Πίνα Μπάους χορεύει με το σώμα των λέξεων η Αναστασία Γκίτση: απεικονίζει έναν κόσμο τεμαχισμένο (ατομικό και οικουμενικό), με απόντα μέλη, που μόνο η εκάστοτε τέχνη μπορεί να συναρμολογήσει και να οδηγήσει από το σκοτάδι στο φως:
είναι ένα κομμάτι κόκκαλου σπασμένου
//
συναρμολογώ τον τοίχο με τη σάρκα μου
//
η βρεγμένη κραυγή που στεγνώνει/ στην πλάτη σου/ μου/ σπάζει/ τον αγκώνα
//
σπάζω μέσα σου
//
πρώτα θα φύγουν τα δάχτυλα/ εγκαταλελειμένος μί/ μη μη μη μη σχος
έπειτα/ θα αφωνήσουν τα χείλη/ λησμονημένος ψί/ ψι ψι ψι ψι θυρος
//
μέσα στο ράγισμα
ανακάλυψα το ατελείωτο της διαδρομής
μέχρι να βγω στο φως
πολλά τοπία έραψα
χρόνος πολύς το ρήμαγμα
Αλλά και οι σιωπές συχνά πιο δυνατές κι από τις κραυγές:
πολύ πριν τη γραφή
είχα βρει γλώσσα
να σιωπήσω
//
μια σιωπή αρκεί να με ράψει
εκ νέου σε φόδρα αμφιβολίας
//
από καιρό
με σφραγισμένα χείλη
τινάζω σκόνες και πλευρά
//
κάποτε
όσοι αγαπάμε απροϋπόθετα το φως
θα μαζευτούμε δίπλα στη θάλασσα
χωρίς να μιλάμε
Ο άνθρωπος και η σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους, ο άνθρωπος και το σάρκινο σώμα του σε όλες τις εκφάνσεις και τις φάσεις του αποτελεί τον πυρήνα και το κέντρο της ποιητικής συλλογής. «Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα ναός στον κόσμο και αυτός είναι
το ανθρώπινο σώμα. Όποιος αγγίζει ένα ανθρώπινο σώμα, αγγίζει με τις άκρες των δακτύλων του τον ουρανό», είχε πει ο Novalis.[v]
κάποτε/ βρεθήκαμε/ στο ξαφνικά/ για/ ν’ αγκαλιαστούμε/ μόνο/ κάθε μου δάχτυλο/ μια χώρα που/ την κατάπιε/ σπασμένος στίχος/ -δεν χορταίνει η παλάμη-/ τοπιο_ραφ_ιστορίες
//
χτισμένη μέσα τους
οι άνθρωποί μου
με ανοίγουν και με κλείνουν
Οι άνθρωποι και οι τόποι της Αναστασίας Γκίτση παρελαύνουν και υπεισέρχονται στα ποιήματα, η μνήμη και η απουσία βοά, ο χρόνος αμείλικτος, ανοικτίρμων, «ο χρόνος δεν συγχωρεί πισωγυρίσματα», «ο χρόνος δεν συγχωρεί αναποφάσιστους», «η στιγμή στοχεύει κατευθείαν στο στόμα της μνήμης»,[vi] «μην κάνεις πως δεν ακούς!»[vii]:
Κάποτε τα πράγματα μας προλαβαίνουν
προτού ακόμα το φύλλο μετεωριστεί στη μέση του δρόμου
προτού στεγνώσει η πληγή στο γδαρμένο φρύδι
κάποτε το μνήμα θα σκαλίσουμε
με νύχια και με δόντια
για
να ζητήσουμε
πίσω τους άρρωστους λεπτοδείκτες
ενός αμετανόητα ακριβέστατου ρολογιού
«Ό, τι ΛείΠει ΛυΠεί» τελικά. Η μορφή του πατέρα δεσπόζει στο τελευταίο μέρος της ποιητικής συλλογής της Αναστασίας κι η παρουσία του μέσω της αιώνιας πια απουσίας είναι καταλυτική και συγκλονίζει τον αναγνώστη:
ο πατέρας αλλάζει πλευρό στον ουρανό
η μητέρα ξεκλειδώνει το άδειο σπίτι
//
Τρία χρόνια που δεν είσαι
τρία χρόνια που δεν είμαι ό, τι ήμουν
πατέρα ο θάνατος είναι πράξη μαθηματική
είναι αφαίρεση
Όμως «Ο πατέρας δεν θα φύγει ποτέ», δηλώνει η ποιήτρια κατηγορηματικά και αμετάκλητα. Μετά από τρία χρόνια απουσίας του γεννήτορα, «τρία χρόνια που δεν είναι ό, τι ήταν», συνειδητοποιεί την σκληρή πραγματικότητα, ωστόσο, επικοινωνεί μαζί του, συνδιαλέγεται (γιατί «όσοι κοιμήθηκαν βαθιά/ σε ακούνε στο σκοτάδι») και τον καθιστά αθάνατο μέσω της τέχνης της:
εδώ και τρεις ώρες
γρατζουνάει τον τοίχο
του λέω αίμα να γίνεις
δεν μπορείς
βγάζει τα δόντια
μασάει το καρφί του κάδρου
ούτε μνήμη
του λέω
έχεις πεθάνει
άλλο μη σπαρταράς
Τα κείμενα της Αναστασίας Γκίτση, συνιστούν γροθιά στο στομάχι, γδάρσιμο, κοφτερή μαχαιριά, βαθιά δαγκωματιά. Τα καταβροχθίζουμε με λαιμαργία και μας καταβροχθίζουν κι αυτά. Δεν είναι τυχαίο που τα νύχια και τα δόντια επανέρχονται συνεχώς στα ποιήματα. Όργανα του σώματος αιχμηρά και τα δύο, απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου και του ζώου: εργαλεία για την κατανάλωση τροφής, εργαλεία επίθεσης και άμυνας. Κάτι σαν τον έρωτα και τον θάνατο. Ο πρώτος μπορεί να οδηγήσει στον δεύτερο: πράξη σχεδόν κανιβαλισμού. Λέξεις που ασυνείδητα δηλώνουν την ανάγκη να καταβροχθίσουμε το αντικείμενο της αγάπης και του έρωτά μας:
ενόσω σε ξοδεύω
σε τελετή λατρείας
σε τρώω με τα δάχτυλα
[…]
ενόσω σε γλείφω στα κόκκαλα
στο αίμα
Η ποίηση της Αναστασίας Γκίτση, έτσι όπως την βιώνουμε σε αυτήν την ποιητική της συλλογή, απηχεί τη μετανεωτερική αντίληψη: αποστρέφεται την υπαγωγή του ατόμου σε γενικά χαρακτηριστικά (γι’ αυτό και δεν διαχωρίζει φύλα, παίζοντας με τη λέξη), ο κόσμος ως ένα ασταθές και συχνά χαώδες πεδίο, όπου όλα τα νοήματα είναι σχετικά και κυμαινόμενα, ενώ η ίδια η γλώσσα αποτελεί το πεδίο της κατασκευής των εκάστοτε νοημάτων.[viii] Όλα είναι γλώσσα. Από εκεί πηγάζει και η αποσπασματικότητα και θραυσματοποίηση των λέξεων, το παιχνίδι με τις συλλαβές και τους φθόγγους, οι ηχητικές εικόνες. Λακανική απήχηση: ο κόσμος των λέξεων δημιουργεί τον κόσμο των πραγμάτων. Ο λόγος της Αναστασίας δεν είναι αποκλειστικά και μόνο μέσο για την έκφραση της εμπειρίας, αλλά μεταμορφώνεται σε λόγο-εμπειρία· είναι το περιέχον και συνάμα το περιεχόμενο.[ix] Αυτονομείται από την αντικειμενική πραγματικότητα, ανατρέπει τις παραδοσιακές αφηγήσεις, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτείται από αυτές, αφού βρίθουν διακείμενων τα ποιήματά της, με βιβλικές και άλλες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές νύξεις και αναφορές:
να τους πεις πως/ τίποτα/ δεν δάγκωσα/ απαγορευμένο
//
σαύρα με διάφανη κοιλιά/ στην εσοχή του ονείρου/ με γλείφει απ’ άκρη σ’ άκρη/ φιδίσια γλώσσα δεν με ξεγελά
//
επί κοίτην μου εν νυξίν/ ξενυχτούν τα αγγίγματα// επί τον τύπον των ήλων
//
-μ’ ένα κεφάλι περιφέρομαι σε πλήρη σηψαιμία/ δικό του αν είναι ξέχασα ή άλλου προμηνύει-
//
οι φίλοι μου είναι μπλε [….]
οι φίλες μου/είναι κόκκινες [….]
οι φίλες μου/ είναι αίμα/ και ζούνε στα κόκκινα/ γίνονται κόκκινο
Η κριτική προσέγγιση των κειμένων της Αναστασίας μοιάζει με κατάδυση σε βαθιά νερά, από όπου η ανάδυση είναι αβέβαιη. Λόγω της ανοικείωσης αντιστέκονται σε μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Σημαίνουν και συνάμα υπονομεύουν τη σήμανση. Και στο σημείο αυτό, πώς να μην καταφύγω στην ψυχανάλυση; Τα πρώτα ακόμη κείμενα των ψυχαναλυτών για την τέχνη διακήρυτταν ότι ένα έργο έχει ενσωματώσει σχεδόν αυτούσιες, έστω και κρυπτογραφημένες, τις ασυνείδητες επιθυμίες και τις ψυχικές περιπέτειες του δημιουργού της. Κατά τον προσφιλή μου Λακάν, το ανθρώπινο ον γεννιέται σαν μια «άμορφη μάζα» υποταγμένη στις επιταγές της ανάγκης, μέσα σε έναν ωκεανό λέξεων και συμβολικών συντεταγμένων. Για τον Λακάν, όπως ήδη έχουμε πει, τα κείμενα αυτονομούνται. Και οι δύο, συγγραφέας και αναγνώστης, βρίσκονται στο έλεος της γλώσσας, και βυθίζονται σε ένα συνεχώς μεταλλασσόμενο κείμενο. Ο αναγνώστης ιχνηλατεί την πορεία επιθυμιών που θα διαφεύγουν αέναα από την απόλυτη αποκάλυψη, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να τις δεσμεύσουν απόλυτα και γιατί η έλλειψη θα χάσκει πάντα εκεί υπονομεύοντας την αυταπάτη επανάκτησης μιας θρυμματισμένης ολότητας.[x]
Κάθε προσπάθεια να ανατάμουμε με χειρουργική λεπτομέρεια το ποίημα είναι ανώφελη, καθώς, κατά τον Χειμωνά, «το ποίημα [και ιδιαίτερα το ποίημα της Αναστασίας Γκίτση, θα πρόσθετα εγώ] δεν “αποφαίνεται”, δεν “ορίζει”, δεν “εξηγεί”, δεν “ερμηνεύει”, κινείται στο φάσμα της έλλειψης του Άλλου ως εγγυητή της αρχής του νοήματος», «βγάζει ολοζώντανο (…) το ανατομικό σπλάγχνο της πτώσης του ανθρώπου (…) και υπόσχεται το πέρασμα από το πραγματικό στο πραγματικότερο». [xi]
Και κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, το «κέντρο της ποίησης είναι απερινόητο. Για να καταλάβουμε την ποίηση ή το μεγάλο μυστήριο κοντά στο οποίο μας φέρνει πάντα, σε τίποτα δε χρησιμεύει να αναλύσουμε αυτό το μυστήριο ή να το απομυστηριώσουμε. Το ανερεύνητο δε σηκώνει έρευνες. Και στο σημείο τούτο πλησιάζουν πίστη και ποίηση».[xii]
Και θα κλείσουμε το ταξίδι μας αυτό στο τρίτο ποιητικό βιβλίο της Αναστασίας Γκίτση με τη φωνή της ίδιας, με ένα απόσπασμα από το ποίημα «ένας περίπατος η ζωή ή αλλιώς έτσι μας είπαν», γιατί «στη μήτρα ήδη/ αποφασίστηκε από κοινού η εκδρομή/πριν καν σχηματιστούν μέλη και νευρώνες», γιατί «το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει»[xiii] από την πρώτη μας πνοή ως την τελευταία:
[…]
τα βράδια έρχονται οι μοίρες
σε σκουντάνε από τον ύπνο που σου τσαλάκωσε το πρόσωπο
στο σανίδι του γραφείου με τον χυμένο καφέ
στα χαρτιά στα μαλλιά
σου τραβάνε το κεφάλι πίσω
γράψε!
σου λένε μέχρι να γράψεις στο τινάζουν πάλι μπροστά
σπάνε τα δόντια
βαθουλώνουν τα μάτια
η γλώσσα ξερή
άλλου εσύ κι άλλου το χέρι
γράφεις
σακατεμένος ή όχι
γράφεις
επειδή πρέπει να γραφτεί ό, τι με λόγια
να περιγράψεις δεν περιγράφεται
[i] https://www.anastasiagkitsi.com/.
[ii] https://www.poeticanet.gr/anagnwsi-ergoy-exthros-poiiti-giwrgoy-a-22.html?category_id=98.
[iii] https://www.lifo.gr/tropos-zois/health-fitness/mia-ellinida-horeytria-exigei-pos-o-iaponikos-horos-butoh-allaxe-ti-zoi.
https://olafaq.gr/culture/theater/butoh-o-choros-toy-apolytoy-skotadioy/.
[iv] ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΗΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ» ΧΟΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ (https://gadt.gr/wp-content/uploads/2021/03/ECARTE-GR.pdf).
[v] βλ. ό.π.
[vi] Σε εισαγωγικά στίχοι από ποιήματα της συλλογής.
[vii] Ομότιτλο ποίημα που παρατίθεται παρακάτω ολόκληρο.
[viii] https://www.poeticanet.gr/pragmatiko-poiima-symptwma-a-4.html.
[ix] https://www.poeticanet.gr/anagnwsi-ergoy-exthros-poiiti-giwrgoy-a-22.html?category_id=98.
[x] https://www.avgi.gr/tehnes/124571_psyhanalysi-kai-logotehnia-ena-anagkaio-synapantima.
[xi] Γιώργος Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για τον λόγο, Αθήνα, Ύψιλον 1984.
[xii] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ένα τετράστιχο του Χαίλντερλιν, Αθήνα, Ίκαρος 2006.
[xiii] Ανέστης Ευαγγέλου, «Ars Poetica».
(*) H Μαρία Πολίτου είναι φιλόλογος και ποιήτρια
Αναστασία Γκίτση, ό,τι Λύπει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ τοπιο_ραφίες, (Σαιξπηρικόν, 2023).