Της Ειρήνη Σταματοπούλου.
Εάν επιχειρούσε κανείς να χαρακτηρίσει το βιβλίο του Δημήτρη Βούλγαρη θα προσέκρουε στην ανεπάρκεια των λέξεων. Εάν προσπαθούσε να το εντάξει σε κατηγορίες, θα έβρισκε μπροστά του την αδιαπερατότητα όσο και τη διαφάνεια της γραφής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον συγγραφέα που μετεωρίζεται μεταξύ των ατραπών των λέξεων, των αναγνώσεων και του υβριδικού λογοτεχνικού εγχειρήματός του. Ο λόγος του, συνειρμικός αλλά όχι αφηρημένος, πληθωρικός και οικονομικός ταυτόχρονα, ανερμάτιστος αλλά και στιβαρός, δαιδαλώδης μα όχι ερμητικός, αντιστέκεται σε κάθε ευκολία και προχειρότητα και διαφεύγει κάθε απόπειρας εννοιολογήσεων και ερμηνειών. «Ποίηση είναι οτιδήποτε ξεφεύγει από τη μετάφραση», μας λένε οι λόγιοι και οι μελετητές, και η γοητεία του κειμένου οτιδήποτε εκκρεμεί μεταξύ των αρθρώσεων του λόγου και της στοίχισης των λέξεων, οτιδήποτε δεν αποτυπώνεται στον παραμορφωτικό καθρέφτη της γλώσσας. Άλλωστε, το ομολογεί και ο ίδιος ο συγγραφέας: «Βλέπεις, η σχέση μου μαζί τους [με τις λέξεις δηλαδή] είναι αμοιβαία. Είναι επιλογή μου να με προδώσουν γιατί είναι εγώ». Ή αλλού: «Σου πήρα δώρο ένα βιβλίο. Ενός κανονικού συγγραφέα. Με κανονικές λέξεις. Όχι σαν τις δικές μου που ξεπηδούν από τις σελίδες και τις αφήνουν λευκές». Οποιαδήποτε, λοιπόν, προσπάθεια αξιολογικής, κριτικής ή ερμηνευτικής προσέγγισης, εν προκειμένω αστοχεί. Η δημιουργική ανάγνωση είναι το μόνο που απομένει.
Ο Δημήτρης Βούλγαρης καταθέτει τις Σημειώσεις του, αποδομώντας έτσι την έννοια της αφήγησης, της γλώσσας, της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη σχέση της σκέψης με τη ρηματική της έκφραση, την ίδια τη σχέση του γράφοντος με το κείμενό του, όσο και με τον εαυτό του ως υπερβατικό υποκείμενο. «Κάρφωσα την σκιά μου στον τοίχο για να της ξεφύγω αλλά βρέθηκαν άλλες για να αναλάβουν το πόστο της», διαβάζουμε στη Σημείωση 30. Κυρίως όμως, ως γνήσιος ρομαντικός λειτουργός της τέχνης, αναμετράται με την απειρία του ανολοκλήρωτου, το αποσπασματικό πεπρωμένο της γραφής, το ανερμήνευτο της έγχρονης εμπειρίας και τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας. Και όπως είναι φυσικό αποτυγχάνει. Διότι μόνο στην αποτυχία δικαιώνεται. Αποτυγχάνει να βρει αγκυροβόλι στις σελίδες του και ως αμετανόητος πλάνητας της γραφής παρασύρει και τον αναγνώστη στις περιπλανήσεις των σημαινόντων του που μόνο σημαινόμενο έχουν τους αντικατοπτρισμούς των κειμενικών σπαραγμάτων του πάνω στην επιφάνεια του κόσμου και της ζωής. «Η λέξη είναι ο θάνατος του πράγματος» μας λέει ο Λακάν. Και ο Δημήτρης Βούλγαρης συναινεί: «Κυλιέμαι ως τη γραφομηχανή μου, εκεί όπου θα σε σκοτώσω. Θα σε σπάσω σε λέξεις και θα σε βάλω στη σειρά όπως εγώ θέλω. Θα σε κάνω βιβλίο για να σε κρύψω στο ράφι μου και να σε κατεβάζω κάθε που ο περασμένος χρόνος θα μου χτυπά την πόρτα» (Σημείωση 2). Και στη Σημείωση 29, αντεστραμμένο το ίδιο νόμισμα της ματαιότητας της νοηματοδότησης: «Κι όσο λιγοστεύουν οι λέξεις, τόσο αυξάνεις εσύ».
Ο συγγραφέας προσθέτει στο κείμενό του τον «υπότιτλο»: «71 σημειώσεις, απόπειρες συμφιλίωσης με τον χώρο, το χρόνο και σένα που όλο φεύγεις», και «μιλάει» σε δεύτερο πρόσωπο, απευθυνόμενος σε μια απουσία που είναι πιο παρούσα, επιβλητική και υποβλητική, από οποιαδήποτε παρουσία. Η έννοια του χρόνου χωρικοποιείται, ενώ οι γραμματικοί χρόνοι εναλλάσσονται και συγχέονται μεταξύ τους, αόριστος, ενεστώτας και μέλλοντας δημιουργώντας καθόλη την έκταση του βιβλίου, μια συμπαγή και ρευστή μάζα πάντα παρούσας χρονικότητας μέσα στην οποία κολυμπά ο ομιλών και άλλοτε τον παρασύρει στις άγριες δίνες των αναθυμήσεων, άλλοτε τον προστατεύει, σαν αμνιακό υγρό, μέσα στους κόλπους των διαφορετικών προσωπείων του. «Τα βήματά σου στο χρόνο, αφήνουν τα αποτυπώματά τους σε όλα τα καλοκαιρινά μου μπλουζάκια», σημειώνει ο συγγραφέας (Σημείωση 51), και αλλού, «Κύλησε από μέσα σου ο χρόνος και γέμισε τις χούφτες μου. Μύριζε γιασεμί. Σαν αυτά που φυτρώνουν στα μαλλιά σου».
Στην πραγματικότητα όμως, το θέμα του Δημήτρη Βούλγαρη δεν είναι η απουσία. Είναι η κατάκτηση της υποκειμενικότητας ως συνειδητοποίηση της κατοχής του Άλλου από το Ίδιο. Της ταυτότητας μέσω της ετερότητας· σε ένα διακύβευμα απεγνωσμένο και παθιασμένο, το πιο δοξασμένο και άδοξο της ανθρώπινης κατάστασης. Όπως παρατηρεί ο Emmanuel Levinas, «Ο άλλος είναι σώμα που ενοικεί στο σώμα μου όχι ως απτότητα και βεβαιότητα, αλλά ως ουτοπικό σώμα, ως κατάφαση του φαντασιακού, ως το πριν της κίνησης, από το οποίο αναδύεται η επιθυμία, και επιπλέον ως το πριν του βλέμματος που τον οράται. Η ετερότητα ως ουτοπία ενοικεί στον εαυτό, όχι ως άλλος εαυτός, αλλά ως επιστροφή στον ίδιο τον εαυτό μέσω της αποκάλυψης του άλλου. Και η αποκάλυψη του άλλου δεν είναι παρά κατ’ εξοχήν φαντασιακό γεγονός, δηλαδή μια ουτοπική κίνηση προς τον άλλο προς χάρη του άλλου, ο οποίος, ωστόσο, φαντασιακά συγκροτεί τον εαυτό μου […] Το άλλο σώμα είναι τώρα ο ωκεανός της δυνατότητας να υπάρξει το δικό μου σώμα, κατά το μέτρο που η δυνατότητα ύπαρξης του άλλου παρέχει τη δυνατότητα της ύπαρξης του εαυτού μου […] Ο άλλος είναι το ουτοπικό μου καθρέφτισμα σ’ ένα συνημμένο σώμα που με διακατέχει και το διακατέχω. Είναι επιπλέον η επιστροφή στον εαυτό μου και η επιστροφή του εαυτού μου στον κόσμο».[1]
Η εικαστικότητα του Δημήτρη Βούλγαρη, σε συνδυασμό με τον σολιψιμό του, γίνεται ανάγλυφη στα άυλα, συχνά φαντασματικά, αλλού εκστατικά μορφώματα των εικόνων του. «Πήραμε το καλοκαίρι από το αυτί και το σύραμε μαζί μας για να το κάνουμε να κρατήσει», διαβάζουμε στη Σημείωση 4. «Τα χέρια σου έλιωσαν κι ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο. Θα έλεγε κανείς ότι ζητιανεύεις. Στην πραγματικότητα ζητιάνευες λίγο από τον εαυτό σου. Σου πρότεινα λίγο από αυτόν που είχα κρατημένο στην τσέπη μου».
Τελειώνω με μια φράση του ίδιου του κειμένου: «Ο χρόνος συνέχισε και μετά το θανατηφόρο βλέμμα του φακού». Και ο χρόνος αυτής της ανάγνωσης δεν θα πάψει να μας ακολουθεί, να μας «καταδιώκει» και μετά την «διεκπεραίωσή» της, σε όλες τις μυθολογήσεις της ζωής, σε όλα τα ατελή και ατελεύτητα ταξίδια μας.
[1] Emmanuel Levinas, Ελευθερία και εντολή, μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, Αθήνα: Εστία, 2007 και Στέφανος Ροζάνης, Για το πνεύμα της ουτοπίας, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003.