Σωτηρία Καλασαρίδου.
Τρόπος αποκάλυψης μιας μυστηριώδους ιστορίας που υπερβαίνει τα τετριμμένα, τα συμβατικά και τα καθημερινά; Εμφιλοχώρηση στο μυστήριο της σύγχρονης πραγματικότητας που ωστόσο δεν ερμηνεύεται με τα μέτρα της λογικής και τα σταθμά του οφθαλμοφανούς; Μέσα από το δεύτερο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα Ο ψίθυρος της Ευδοκίας, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο (2015) από τις εκδόσεις Πόλις ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα παραπάνω ερωτήματα σε ένα έργο που η μαγεία και η πραγματικότητα συνυφαίνονται άρρηκτα, καθηλώνοντας τους αναγνώστες.
Όταν η καφεμάντης και χαρτομάντης Ευδοκία Δημουλίδου εξαφανίζεται δίχως να αφήσει ίχνη πίσω της, οι τρεις μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδερφές της αποφασίζουν να δηλώσουν στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα την εξαφάνισή της. Η ιδιάζουσα υπόθεση εξαφάνισης έρχεται να αναμειχθεί με το παρελθόν των αδερφών και της οικογένειάς τους με τρόπο που η ιστορία ακροβατεί στο μεταίχμιο λογικής και παραλόγου, πραγματικότητας και φαντασίας και μετεξελίσσεται σε ένα αστυνομικό αστικό θρίλερ που μας παραπέμπει την ίδια στιγμή σε παραμύθι της λαϊκής μας παράδοσης.
Το βιβλίο εντάσσεται στο είδος του μαγικού ρεαλισμού και ενσωματώνει πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους, όπως επί παραδείγματι είναι οι λεπτομερείς περιγραφές και η παραστατική γλώσσα, το στοιχείο της υπερβολής, η αμφισβήτηση της πραγματικότητας, αλλά και οι πολυάριθμες οπτικές γωνίες αφήγησης. Στα μυθιστορήματα του μαγικού ρεαλισμού ― με σημαντικούς εκπροσώπους τον Ζοζέ Σαραμάγκου (Η πέτρινη σχεδία), την Ιζαμπέλ Αλιέντε, (Ιστορίες της Εύα Λούνα, Του έρωτα και της σκιάς), και κορυφαίο όλων τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου) ― η χρήση του μύθου αλλά και της μαγείας ως συστατικών στοιχείων σύνθεσης και απόδοσης της «πραγματικότητας» οδηγούν στη συγγραφή έργων που στήνουν γέφυρες επικοινωνίας με τον ρεαλισμό, κατατείνοντας στην υπονόμευση της πραγματικότητας και εντέλει της λογικής. Τούτο επιτυγχάνεται καθώς οι «μαγικές» ιστορίες κερδίζουν την αληθοφάνειά τους, δεδομένου ότι χρονικά ανάγονται είτε στο παρελθόν, αποδίδοντας κάποια ιστορική περίοδο, είτε στο παρόν περιγράφοντας και ερμηνεύοντας μέσα από την αλληγορία την κοινωνική πραγματικότητα. Η Καράμπελα επιτυγχάνει το ζεύγμα αλήθειας και φαντασίας με απώτερο σκοπό και εδώ την υπονόμευση και εντέλει την αμφισβήτηση της συμβατικής πραγματικότητας μόνο που αυτή η πραγματικότητα ερείδεται στην αστυνομική ιστορία, ενώ το εντόπιο φολκλορικό στοιχείο, χαρακτηριστικό επίσης του εν λόγω μυθιστορηματικού είδους, έχει άρωμα παραμυθιού της ελληνικής παράδοσης.
Και εδώ έρχονται να συνδράμουν οι αφηγηματικές τεχνικές του είδους του μαγικού ρεαλισμού που η συγγραφέας εξελίσσει δημιουργικά. Πρώτα από όλα η παραστατική γλώσσα και οι λεπτομερείς περιγραφές από ορισμένους ήρωες, όχι μόνο δεν απουσιάζουν από το μυθιστόρημα της Καράμπελα αλλά προικοδοτούν την αφήγηση με λεπτή ειρωνεία, ενώ το είδος του λόγου που πολλοί από τους πρωταγωνιστές υιοθετούν, συντείνει στη δημιουργία μυθιστορηματικών τύπων και χαρακτήρων: η μεγαλύτερη εκ των αδερφών, η Ακριβή Παρασκευαΐδου μας αποκαλύπτεται σχολαστική, ιδιόρρυθμη και επιτηδευμένα απρόσιτη μέσα από τη χαρακτηριστικά αυστηρή, καλοζυγισμένη και αναχρονιστική καθαρεύουσά της, η δεύτερη, η Πέτρα Σαββίδου με τον κοφτό, στακάτο λόγο της, που μας θυμίζει έντονα τηλεγράφημα, μας παρουσιάζει το προφίλ μιας μυστικοπαθούς, ύποπτα ολιγόλογης ηρωίδας στα όρια του αινιγματικού, ενώ η μικρότερη εκ των αδερφών, η Σώτω Κυριακίδου μοιάζει να κρύβει στην ασυνέχεια της προφορικής ομιλίας της με τον ατέρμονο, ασθματικό ρυθμό της την αμηχανία μιας τρομακτικής αλήθειας.
Αλλά και η πολυφωνία του μυθιστορήματος με τις πολυάριθμες οπτικές γωνίες και κατά συνέπεια την ποικιλία εκδοχών της «πραγματικότητας» και ερμηνείας ενός γεγονότος, δημιουργούν τις συνθήκες ενός «παιχνιδιού» επίλυσης του γρίφου, κερδίζοντας μάλιστα τη συμμετοχή του αναγνώστη πολύ εύκολα σ’ αυτήν την παρτίδα ανατροπής της μιας ερμηνείας από την επόμενη και επιλογής της πιο σωστής εκδοχής της. Η Καράμπελα διακρίνεται για την ικανότητά της να συνθέτει πολυφωνικά μυθιστορήματα, κάτι που μας είχε δείξει ακόμη από το πρώτο της μυθιστόρημα Καιροί τέσσερεις (Πόλις, 2014). Εν προκειμένω όμως η πολυφωνία έχει έναν χαρακτήρα ιδιότυπο: επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον μέσα από τις πολλαπλές ερμηνείες του ίδιου γεγονότος, αυτού δηλαδή της εξαφάνισης μιας ηρωίδας, χωρίς να ξεχειλώνει τον πυρήνα της ιστορίας της· αντιθέτως καταφέρνει να σφυρηλατεί μέσα από τις συνεχείς ανατροπές των ερμηνειών της αλήθειας που προσφέρουν οι πρωταγωνιστές μια πλοκή σφιχτοδεμένη με μια συνετή επιλογή και οικονομία των λέξεων.
Στην αρραγή εξύφανση της πλοκής ωστόσο καίρια συμβάλλει και ο συνδυασμός των δύο διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών ή καλύτερα η παράλληλη εξιστόρηση της ίδιας ιστορίας με τη γλώσσα και την τεχνοτροπία τόσο του αστυνομικού μυθιστορήματος όσο και του λαϊκού παραμυθιού. Και είναι το παραμύθι στο έργο της Καράμπελα που με τον πλούτο των συμβόλων και των συμβολισμών του ανάγει το βιβλίο σε έργο σπουδής για τις οικογενειακές σχέσεις, δίνοντάς μας όχι εντέλει πρώτιστα την απάντηση στον αστυνομικό γρίφο της υπόθεσης, αλλά κυρίως πυροδοτώντας ερωτήματα και εγείροντας προβληματισμούς γύρω από τους δεσμούς αίματος διαχρονικά, καταφέρνει να ανασύρει αλήθειες, αλήθειες που μόνο το παραμύθι ξέρει να προσφέρει με την καίρια και δυναμική απλότητά του αιώνες τώρα στους αναγνώστες όλων των εποχών και όλων των τόπων.
INFO: Χριστίνας Καράμπελα Ο ψίθυρος της Ευδοκίας,Πόλις