Του Δημήτρη Σωκιαλίδη.
Πόσο δύσκολο παραμένει το να ξεπεράσουμε πατροπαράδοτα φιλοσοφικά διλήμματα όπως, ύλη ή πνεύμα, κληρονομικότητα ή περιβάλλον (nature or nurture), παρόλο που η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης της τελευταίες δεκαετίες επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό τους;
Η ανάγνωση, φυσικά και είναι μια πνευματική διαδικασία. Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που μας έρχεται στο μυαλό σαν απάντηση στον τίτλο. Όμως, διαβάζοντας, οι νευρώνες μας αναπτύσσουν καινούργιες συνάψεις και τα δίκτυα συνδεσμολογίας τους τροποποιούνται και καταλήγουμε στο τέλος με ένα διαφορετικό εγκέφαλο από ό,τι πριν αρχίσουμε την ανάγνωση. Μία υλική βιολογική διαδικασία υποφώσκει της πνευματικής.
Αντιλαμβανόμαστε την λειτουργία της μνήμης ως μια ενιαία ικανότητα του νου. Δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελεί σύνθεση λειτουργίας πολλών διαφορετικών συστημάτων του εγκεφάλου. Το ατύχημα ενός 13χρονου αγοριού, που είχε ως επακόλουθο σοβαρές κρίσεις επιληψίας, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν τελικά με επέμβαση αφαίρεσης του ιππόκαμπου και από τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια, οδήγησε την νευροεπιστήμη σε μία περιπέτεια συναρπαστική σαν αστυνομική ιστορία που ανέδειξε πολλούς Sherlock Holmes. Δύο από αυτούς είναι και οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου.
Ως αποτέλεσμα της επέμβασης, ο γνωστός μας από τα περισσότερα textbooks νευρολογίας ως HM (πρόσφατα δε μετά το θάνατό του και με το πραγματικό του όνομα Henry Molaison) έχασε την ικανότητα να δημιουργεί καινούργιες μνήμες. Διατήρησε, βέβαια, στην μνήμη του όλη την πριν την επέμβαση βιογραφία του και μπορούσε να συζητήσει απόλυτα λογικά οποιοδήποτε θέμα με τον γιατρό του. Αλλά μόλις ο γιατρός του έβγαινε από την πόρτα και ξαναρχόταν μετά από λίγα λεπτά, έπρεπε να ξανασυστηθεί γιατί ο HM «δεν τον είχε ξαναδεί». Δεν ίσχυε το ίδιο όμως για όλες τις μορφές μνήμης του ΗΜ. Μπορούσε να μάθει μία καινούργια κινητική δεξιότητα π.χ. ποδήλατο, άσχετα εάν δεν θυμόταν πώς και πότε το είχε μάθει.
Αυτή η περίπτωση άνοιξε πολλά παράθυρα στον εγκέφαλο και έφερε στο φως τις πολλές διαφορετικές μορφές μνήμης που κρύβονται πίσω από αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως μία ενιαία ικανότητα.
Υπάρχει μία μεγάλη κατηγορία μνημών που αποτυπώνονται και γίνονται μάθηση, οι οποίες είναι ασυνείδητες. Δεν γνωρίζουμε πότε και πώς τις αποκτήσαμε. Διέπονται από διαφορετικά συστήματα του εγκεφάλου και επηρεάζουν σημαντικά την συμπεριφορά μας. Δεν συνειδητοποιούμε πώς αποκτήσαμε μία συνήθεια ή πώς ακριβώς έμαθε το σώμα μας μία κινητική δεξιότητα π.χ. ποδήλατο ή να ισορροπεί στο windsurf ή μία μη κινητική δεξιότητα όπως το διάβασμα. Δεν γνωρίζουμε πώς διαμορφώθηκαν και αποτυπώθηκαν μέσα μας επιθυμίες ή δυσαρέσκειες, γιατί μας αρέσουν π.χ. τα μακαρόνια και όχι τα φασόλια, τα κορίτσια και όχι τα αγόρια, πώς αποκτήσαμε τον φόβο μας για τους κλειστούς χώρους ή για τα ύψη. Το πώς αποκτήσαμε και αφομοιώσαμε τις ηθικές αρχές που διέπουν την ζωή μας και το πώς βρίσκουμε γοητευτικό ό,τι συνδέεται με το αγαπημένο πρόσωπο.
Σας θυμίζει αυτό κάπου το υποσυνείδητο του Φρόυντ και την ψυχανάλυση; Δεν ταυτίζεται με αυτό, αλλά έχει πολλά κοινά στοιχεία με αυτό. Όλες αυτές οι μορφές μνήμης ονομάζονται μη δηλωτικές σε αντίθεση με την άλλη μεγάλη κατηγορία μνήμης που είναι συνειδητή και ονομάζεται δηλωτική.
«Η δηλωτική μνήμη είναι η μνήμη για τα συμβάντα, τα γεγονότα, τις λέξεις τα πρόσωπα, τη μουσική – όλα τα κομμάτια της γνώσης που έχουμε αποκτήσει στην διάρκεια μιας ζωής εμπειριών και μάθησης, της γνώσης που δυνητικά μπορεί να δηλωθεί – δηλαδή, να έρθει στον νου ως μία λεκτική πρόταση ή νοερή εικόνα.» Για αυτό ονομάζεται επίσης και έκδηλη ή συνειδητή μνήμη.
Και οι δύο μορφές μνήμης έχουν μία βραχύχρονη λειτουργία (διάρκεια μερικών λεπτών και μία μακρόχρονη λειτουργία (διάρκεια μερικών ημερών ή και πολύ περισσότερων). Και οι δύο περιπτώσεις στηρίζονται σε αλλαγή της συναπτικής ισχύος, στην ενίσχυση δηλαδή της επικοινωνίας των νευρώνων στο σημείο αλληλεπίδρασης τους, την σύναψη. Στην βραχύχρονη λειτουργία η αλλαγή της συναπτικής ισχύος είναι παροδική. Στην μακρόχρονη λειτουργία είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση γονιδίων και πρωτεϊνών για την ανάπτυξη νέων συνάψεων και τη μετατροπή της βραχύχρονης μνήμης σε μακρόχρονη μνήμη.
Δεν είναι το είδος της αλλαγής στις συνάψεις εκείνο που καθορίζει τι θυμόμαστε, αλλά μάλλον το κατά μήκος ποιων οδών (σε ποιο εγκεφαλικό σύστημα δηλαδή), λαμβάνει χώρα η συναπτική αλλαγή.
Το ενδιαφέρον είναι ότι κατά κανόνα χρησιμοποιούμε όλα αυτά τα μνημονικά συστήματα μαζί. Η περίφημη μαντλέν του Μαρσέλ Προύστ στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, είναι ένα πολύ ωραίο παράδειγμα μιας αδήλωτης μνήμης που διεγείρει έναν καταρράκτη δηλωτικών μνημών.
Βρίσκεται λοιπόν ο συνειδητός εγκέφαλός μας στην περίεργη κατάσταση να προσπαθεί να βγάλει άκρη από ένα συνονθύλευμα αισθημάτων, εμπειριών και γεγονότων για τα οποία διαθέτει μερική μόνο γνώση. Αναζητά κατά συνέπεια μια αφήγηση που θα προσδώσει μια κάποια λογική και θα μας χαρίσει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε λογικά όντα.
Το βιβλίο εξετάζει σε βάθος το θέμα μνήμη. Μπορεί να διαβαστεί και από φοιτητές και από ειδικούς της νευροεπιστήμης. Παραμένει όμως βατό για τον μη εξειδικευμένο, αλλά περίεργο και επίμονο αναγνώστη. Περιέχει δε και πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την παιδαγωγική, όπως π.χ. ότι η προσπάθεια ανάκλησης ενός κειμένου που έχετε διαβάσει, βελτιώνει την μακρόχρονη συγκράτηση περισσότερο απ’ ότι η επιπρόσθετη μελέτη του κειμένου, ή «ότι η εστίαση της προσοχής στις λεπτομέρειες είναι καλή προετοιμασία για μια εξέταση πολλαπλών επιλογών, ενώ η εστίαση στις έννοιες είναι μία καλή προετοιμασία για μια εξέταση ανάπτυξης θέματος».
Η μετάφραση είναι εξαιρετική.
Συμπέρασμα; «Αν δεν έχετε τη δυνατότητα να το αγοράσετε, τότε κλέψτε το» όπως λέει ο Semir Zeki, καθηγητής νευροβιολογίας, University College του Λονδίνου.
^^^^^^^^
Ο Larry Squire είναι καθηγητής ψυχιατρικής, Νευροεπιστημών και ψυχολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία.
O Eric Kandel ίδρυσε το Κέντρο Νευροβιολογίας και Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας ή Ιατρικής του 2000 για τις ανακαλύψεις του για το πώς αποτυπώνεται η μνήμη στον εγκέφαλο καθώς και με πολλά άλλα σημαντικά βραβεία.
Τα βιβλία και των δύο αποτελούν βασικά πανεπιστημιακά συγγράμματα για την διδασκαλία της νευροεπιστήμης.
Larry R. Squire & Eric R Kandel
ΜΝΗΜΗ: Από τον Νου στα Μόρια
Μετάφραση-Επιστημονική Επιμέλεια
Αζαρίας Καραμανλίδης
Εκδόσεις Κάτοπτρο, Νοέμβριος 2012
[…] Του Δημήτρη Σωκιαλίδη. Πόσο δύσκολο παραμένει το να ξεπεράσουμε πατροπαράδοτα φιλοσοφικά διλήμματα όπως, ύλη ή πνεύμα, κληρονομικότητα ή περιβάλ […]
Η εξαιρετική παρουσίασή σας του σημαντικού αυτού βιβλίου με παρωθούν σε κάποιες προεκτάσεις όπως, για παράδειγμα, η κοινή σήμερα διαπίστωση ότι οι περί την μνήμη και τον χρόνο σύγχρονοι προβληματισμοί κατέχουν κεντρική θέση τόσο στο ψυχαναλυτικό όσο και στο νευροβιολογικό πεδίο που σήμερα διασταυρώνονται, αλλά δεν [πρέπει να] συγχέονται. Το «νοητικό (εγκεφαλικό) ασυνείδητο» της γνωσιακής επιστήμης δεν είναι ίδιο με το «φροϋδικό ασυνείδητο». Πλην όμως ο ψυχαναλυτής Michel Neyraut έβρισκε, εδώ και κάμποσα χρόνια, γόνιμες τις αντιλήψεις του Edelman για τη μνήμη: δεν είναι πιστό αντίγραφο, δεν είναι ίχνος που κωδικοποιήθηκε για να αναπαραστήσει ένα αντικείμενο, δεν είναι ακριβής αλλά διαθέτει απεριόριστες ικανότητες γενίκευσης, δεν ταυτίζεται με τους μηχανισμούς της –π.χ. τις συναπτικές τροποποιήσεις. Γόνιμες, καθώς του δίνουν τη δυνατότητα να αναφερθεί στην «ασυνείδητη μνήμη» με φροϋδικούς όρους και να φέρει στο προσκήνιο γενικότερες έννοιες, όπως «δεν υπάρχει γνώση χωρίς παραγνώριση, δεν υπάρχει βεβαίωση χωρίς άρνηση» για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι σύγχρονες νευροβιολογικές γνώσεις για τη συνείδηση επαναφέρουν και το ερώτημα εάν για την εξελικτική της ανάδυση δεν ήταν αναγκαία η οργάνωση μιας ασύνειδης μνήμης- [La memoire inconsciente comme limite epistemologique, στό: C. Couvreur, A, Oppenheimer, R. Pron, J. Schaeffer (eds) Psychanalyse, neurosciences, cognitivismes, Monographie de la Revue Française de Psychanalyse, Paris, PUF 1996, 43-50]. Ανάγκη, βέβαια, να λαμβάνουμε στα σοβαρά και τους περιορισμούς που έθετε ο αείμνηστος Marc Jeannerod: «Τα βιώματα ενός υποκειμένου είναι εξ ορισμού ατομικά και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τεθούν σε πειραματικές συνθήκες […]. Γι’ αυτό άλλωστε η ψυχανάλυση και οι νευροεπιστήμες δυσκολεύονται να αλληλοκατανοηθούν, ακόμα κι όταν, παρά τα όσα ισχυρίζονται κάποιοι, η ψυχανάλυση αναζητά κι αυτή τρόπους να εντάξει σε γενικούς νόμους τα βιώματα. […]. Είναι βέβαιο ότι και οι ατομικές συμπεριφορές μπορούν να επισυμβαίνουν κατά τους πειραματισμούς, αλλά δεν είναι αυτές ακριβώς οι συμπεριφορές που θέλει να αναδείξει ο πειραματισμός. […] Τελικά το πρόβλημα της ατομικότητας αποτελεί ένα από τα μεγάλα προβλήματα των νευροεπιστημών: πώς να αντληθούν γενικά συμπεράσματα εκκινώντας από δεδομένα που είναι, εξ ορισμού ατομικά; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην πειραματική μεθοδολογία» -ο [Busto G. Entretien avec le Pr Marc Jeannerod. Revue Tracés. Revue de Sciences Humaines 2005, 9, 53-66]. Και στην περαιτέρω διερεύνηση της πλαστικότητας, θα έλεγα, του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος.