Ανάγνωση και γραφή, ένα προβληματικό ζευγάρι

5
1094

 

Της Βενετίας Αποστολίδου.

Η ανάγνωση και η γραφή πάνε χέρι χέρι και μας συνοδεύουν από την πρώτη Δημοτικού. Οι περισσότεροι νομίζουν τη σχέση τους ομαλή αλλά, αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, βρίσκουμε ένα προβληματικό ζευγάρι. Ανέκαθεν νόμιζα ότι η ανάγνωση είναι πιο προσιτή ενώ η γραφή απαιτεί κάποια κλίση, προσπάθεια και ειδικό κίνητρο. Τελευταία βλέπω γύρω μου ανθρώπους που προτιμούν να γράφουν παρά να διαβάζουν και μπερδεύομαι. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Στα πολύ μικρά παιδιά, η επιθυμία της ανάγνωσης και της γραφής εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα. Στις πρώτες τάξεις του σχολείου ωστόσο αρχίζουν να ξεχωρίζουν στη συνείδησή τους οι δύο ενέργειες και είναι πιο πρόθυμα να διαβάζουν παρά να γράφουν. Εικάζουμε ότι αυτό συμβαίνει διότι η ανάγνωση συνδέεται με την πρόσληψη ενώ η γραφή με την παραγωγή λόγου και το εκπαιδευτικό μας σύστημα δίνει απείρως μεγαλύτερη σημασία στην πρώτη.  Στις σπουδές γραμματισμού είναι πάντως γενικά παραδεκτό πως η διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής δεν ταυτίζονται, δεν πετυχαίνεις δηλαδή με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια· χρειάζεται ειδική προσπάθεια για την κάθε μία και εντοπισμένες διδακτικές πρακτικές, ενώ το κάθε άτομο παρουσιάζει διαφορετικούς ρυθμούς εξέλιξης στην κάθε μία.

Στους ενήλικες συναντώνται όλες οι παραλλαγές του ζεύγους ανάγνωση/γραφή:  υπάρχουν συστηματικοί αναγνώστες οι οποίοι δεν προσπάθησαν ποτέ να γράψουν κάτι δικό τους, και δεν εννοώ εδώ τα γραψίματα που μπορεί να χρειάζονται για τη δουλειά του καθενός. Υπάρχουν, στο άλλο άκρο, εκείνοι που είναι παθιασμένοι και αποφασισμένοι να γράψουν αλλά δεν έχουν ιδιαίτερη επιθυμία για ανάγνωση, διαβάζουν ελάχιστα, η ανάγνωση είναι γι αυτούς ένα μουρουνόλαδο που θα δυναμώσει τη γραφή τους. ΄Εχω δεχτεί πολλές φορές ερωτήσεις του τύπου «γράφω κάποια πεζά (ή ποιήματα), τι νομίζετε ότι πρέπει να διαβάσω;» Είναι παρατηρημένο πάντως ότι οι πιο φανατικοί αναγνώστες είναι εκείνοι οι οποίοι είτε προσπάθησαν στα νιάτα τους να γράψουν αλλά σταμάτησαν είτε γράφουν έτσι κι αλλιώς. Δεν χωράει αμφιβολία εξάλλου ότι οι καλοί ποιητές και πεζογράφοι διάβασαν στη ζωή τους πάρα πολύ. Εν κατακλείδι, ανάγνωση χωρίς γραφή γίνεται, γραφή χωρίς ανάγνωση μόνο σε γελοία αποτελέσματα μπορεί να καταλήξει.

Τα τελευταία αρκετά χρόνια ζούμε και στη χώρα μας την έξαρση της δημιουργικής γραφής. Κάποια άλλη στιγμή θα συζητήσουμε τις σημασίες του επιθέτου «δημιουργικός» τόσο σε σχέση με την ανάγνωση όσο και σε σχέση με τη γραφή.  Λειτουργούν λοιπόν πάρα πολλά εργαστήρια δημιουργικής γραφής και ήδη οι απόφοιτοι ή οι φοιτώντες σε αυτά πρέπει να αριθμούν εκατοντάδες. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μόδα, ένα πολιτισμικό φαινόμενο το οποίο μόνο θετικά μπορεί να το δει κανείς, στο βαθμό που κατέβασε τη γραφή από το απρόσιτο βάθρο του μύθου, την έκανε προσιτή, έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους που φλέρταραν μαζί της, που αγωνιούσαν γι αυτά που γράφουν ή θέλουν να γράψουν, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να πειραματιστούν, να γνωρίσουν συγγραφείς και είδη λόγου και, βέβαια, να διαβάσουν. Διότι, όποιο εργαστήριο δημιουργικής γραφής θέλει να κάνει καλή δουλειά δε μπορεί παρά να απαιτεί από τους συμμετέχοντες να διαβάζουν και να διαβάζουν πολύ.

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα που μ΄ ενδιαφέρει. Η δημοκρατικοποίηση της γραφής, η αύξηση της παραγωγής κειμένων τα οποία τώρα έχουν και τη δυνατότητα της δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, συνοδεύεται άραγε από αύξηση της ανάγνωσης, από πολλαπλασιασμό των αναγνωστών; Δεν έχει γίνει σχετική έρευνα αλλά έχω την αίσθηση ότι για πολλούς ανθρώπους η γραφή έχει αποκτήσει προτεραιότητα έναντι της ανάγνωσης· ίσως επειδή προσδίδει κύρος, επειδή σε καθιστά συγγραφέα, σου δίνει την αίσθηση (ή την ψευδαίσθηση) ότι πάτησες το πρώτο σκαλί, έγινες «πολίτης εις των ιδεών την πόλι». Ενώ η πτωχή ανάγνωση τι έχει να προσδώσει στον αναγνώστη σε μια κοινωνία και μια εικονική πραγματικότητα όπου όλα συμβαίνουν για να επιδεικνύονται;

Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι απλώς η ισορροπία: η πολλή και δημιουργική ανάγνωση (και όχι μόνο λογοτεχνίας) είναι η μόνη οδός για να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει γραφή, με ποια κριτήρια την κρίνουμε, πώς δουλεύει το λογοτεχνικό σύστημα, τι χρειάζεται για να γίνει  συγγραφέας·  να διακρίνει τα όρια των δικών του γραπτών και να αποφασίσει, υποψιασμένος αρκετά, αν θέλει και μπορεί να επενδύσει τον άπειρο κόπο και χρόνο που χρειάζεται, διότι πάντα θα είναι «πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα».

Προηγούμενο άρθροΌλες οι ιδέες ξεκινούν από μια τρέλα
Επόμενο άρθροΜε ξένη ταυτότητα

5 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Πιστεύω ότι πάσχουμε κυρίως από σοβαρούς αναγνώστες. Εχει σημασία τι διαβάζουμε, πώς το διαβάζουμε και κυρίως πόσο αυτό που διαβάζουμε επηρεάζει τη ζωή μας και σε ιδανικές περιπτώσεις την αλλάζει. Το διάβασμα μπορεί κάποια στιγμή να σε παρακινήσει να δοκιμάσεις την ικανότητά σου στο γράψιμο, όμως αυτό είναι κάτι που συγγενεύει μεν, διαφέρει όμως από την ανάγνωση ως προς τις ικανότητες που απαιτεί.

  2. […] Της Βενετίας Αποστολίδου. Η ανάγνωση και η γραφή πάνε χέρι χέρι και μας συνοδεύουν από την πρώτη Δημοτικού. Οι περισσότεροι νομίζουν τη σχέση τους ομαλ  […]

  3. Αγαπητή, εύστοχη αλλά περίμενα να κάνετε αναφορά και στο μοναδικό μεταπτυχιακό “δημιουργικής γραφής” που υπάρχει στην Ελλάδα, στο παιδαγωγικό της Φλώρινας, το οποίο δημιούργησε ο αείμνηστος Μίμης Σουλιώτης-ποιητής και το συνεχίζει ο Τρ. Κωτόπουλος επίσης ποιητής. Η εισήγησή μου στο 1ο διεθνές συνέδριο δημιουργικής γραφής στην Αθήνα ήταν “η αναγνωστική πρακτική ως συνιστώσα της δημιουργικής γραφής” και με άγγιξε η προβληματική σας. Άλλωστε στο μεταπτυχιακό στην Φλώρινα ένα από τα εξεταζόμενα μαθήματα, έχει την λίστα από 100 και πλέον βιβλίων, στα οποία εξεταζόμαστε πριν την παρουσίαση της διπλωματικής μας εργασίας. Με εκτίμηση Αστέρης

  4. Πάσχουμε από σοβαρούς αναγνώστες, ναι είναι αλήθεια. Όπως λέει η προλαλήσασα η ανάγνωση θέλει άλλες αρετές από αυτές που θέλει η γραφή. Το φαινόμενο της αθρόας συγγραφής είναι κατ’ εμε το ίδιο με το φαινόμενο της ραγδαίας εξάπλωσης της φωτογραφίας ή ακόμα της εύκολης παραγωγής μουσικής μέσω ηλεκτρονικών τρόπων. Είναι ίδιο της εποχής που ο άνθρωπος θέλει να εκφραστεί, να ικανοποιήσει την πηγαία και αρχέγονη ανάγκη του για δημιουργία αλλά δεν έχει καμία υπομονή να αναπτύξει ποιοτικά τις δεξιότητες που χρειάζονται. Ο Ελύτης είχε αναφερθεί -ίσως άθελά του- στο φαινόμενο αυτό όταν έλεγε πως “η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών”. Τελικά η λειτουργία της τέχνης είναι η αποδόμηση της πραγματικότητας στα εξ’ων συνετέθη στοιχεία αλλά και η μόνη ελπίδα του ανθρώπου να νικήσει τον θάνατο. Η ποιοτική διαφορά βέβαια μεταξύ αυτών που στέκονται στην αιχμή του δόρατος σ’αυτή την πάλη και σε εκείνους που με λιγοστές δυνάμεις διαμορφώνουν και συνεισφέρουν στην δική τους και όχι στην παγκόσμια πραγματικότητα, δεν πρέπει ούτε να μας φοβίζει, ούτε να μας προβληματίζει. Αντιθέτως να μας χαροποιεί και να μας καθησυχάζει ως κάτι απολύτως φυσιολογικό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ