της Ζέτας Παπανδρέου (*)
Τα βιβλία Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου και Μαύρο νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου εξετάζονται ως το ξεδίπλωμα μιας οικολογικής και μνημονικής δυστοπίας. Με ποια κριτήρια άραγε μπορεί να χαρακτηριστεί ένα λογοτεχνικό κείμενο δυστοπικό; Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός συνδέεται «με τη μορφή του έργου, το θέμα του, την πρόθεση του συγγραφέα να απεικονίσει έναν εφιαλτικό κόσμο, τους σκοπούς και τις πεποιθήσεις των χαρακτήρων που ζουν στη μυθιστορηματική κοινωνία ή και την ανταπόκριση του αναγνώστη»;[1]
Ξεκινώντας την ανάγνωση του Τζίντιλι, είχα την αίσθηση ότι βρέθηκα στον κόσμο της Οδύσσειας του Μπομπ Γουίλσον. «Η αιωνιότητα. Ο Χρόνος. Το Χάος. Τούτη η νύχτα. […] Άνθρωπος χλωμός και λιπόσαρκος με επισκέφτηκε όταν ο ύπνος με τύλιξε και αέρας δυνατός άνοιξε αίφνης το παράθυρο. Με ρωγμές σαν την ξερή κοίτη ενός χειμάρρου, με δέρμα όλο πτυχές και ζάρες. Κινήθηκε προς το μέρος μου με βλέμμα πυρετικό και με άγγιξε στο μέτωπο, λες κι ερχόταν από το παρελθόν, λες κι ερχόταν από το μέλλον. Σίγουρα, από την απέναντι όχθη. “Πάντα με βασάνιζε το Τέλος”, μου ψιθύρισε. […] Η επιθυμία σου μ’ έφερε εδώ, στο μεταίχμιο του Χρόνου. Φέρνω ιστορίες από το αύριο για να περάσει κι αυτή η νύχτα. Εγώ ο αυτόπτης μάρτυρας, εσύ το αλάτι της γης».[2]
Ο «χλωμός, λιπόσαρκος άνθρωπος» του Χριστόπουλου ανακάλεσε στη μνήμη μου ότι πριν ξεκινήσει η συγκεκριμένη θεατρική παράσταση, στη σκηνή η φιγούρα του γέροντα Ομήρου αφουγκραζόταν τη βαρύτητα των στίχων που θα ακολουθήσουν και ταυτόχρονα υπέβαλλε στους θεατές την πραγματικότητα της δικής του θεατρικής σύμβασης, «την αρχιτεκτονική αντιμετώπιση της σκηνικής πράξης, τη δομική σημασία των φωτισμών με τη βοήθεια των οποίων ορίζεται ο χώρος και της χρήσης της σκιάς που ανακαλεί παραδοσιακούς τρόπους της ανατολής», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ματίνα Καλτάκη.[3]
Υπαινικτικά προτάσσουν και οι δύο συγγραφείς, Χριστόπουλος και Μακρόπουλος, τη δική τους –όχι θεατρική ασφαλώς, αλλά λογοτεχνική– σύμβαση, την ιδέα της ευτοπίας, δηλαδή «εκείνη την κοινωνία την οποία ο συγγραφέας είχε πρόθεση να δει ένας σύγχρονος αναγνώστης ως αξιοσημείωτα καλύτερη από την κοινωνία στην οποία “ζει” ο ίδιος μέσα στο δημιούργημα που κατασκεύασε».[4] Και χρησιμοποίησα το επίρρημα υπαινικτικά γιατί σε κανένα από τα δύο βιβλία δεν έχουμε «ροπή προς τον ανθρωπισμό, με τους κεντρικούς ήρωες, ατομικούς ή συλλογικούς, να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, πιστεύοντας ότι μπορούν να βοηθήσουν την κοινωνία και να φέρουν σε αρμονικότερη σύζευξη την εξουσία με αυτήν».[5]
Τα πρόσωπα που γνωρίζουμε στο Μαύρο νερό και στο Τζίντιλι βαδίζουν σε κινούμενη άμμο. Θα αναφερθώ τώρα σε κάποια ψήγματα ανάγνωσης ιστορικών δεδομένων από τη δυτική βόρεια Ελλάδα. Από το 1900 κάποιοι κάτοικοι περιοχών της Δ. Μακεδονίας έφευγαν μετανάστες στην Αμερική. Πάλευαν να στήσουν νέα ζωή ως εργάτες ή μικροπωλητές με όχι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη επιτυχία, όπως σημειώνει η Μπούσχοτεν στο βιβλίο της Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών. Από τα Μαστοροχώρια μπουλούκια μαστόρων βιοπορίζονταν από τις επαγγελματικές μετακινήσεις τους στα Βαλκάνια. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 οδήγησαν στον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και την ενσωμάτωση στην Ελλάδα του 51% από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας. Οι συνεχείς πόλεμοι καθόρισαν την επιβίωση των ανθρώπων. Πολλοί άντρες απουσίαζαν ως κληρωτοί επί 7 χρόνια. Η περιφερειακή θέση σε σχέση με το κέντρο κρατικού ελέγχου δυσκόλεψε τους κατοίκους να ταυτιστούν άμεσα με το ελληνικό κράτος. Στην ιστοριογραφία καταγράφεται ευθαρσώς ότι οι υπάλληλοι, που έρχονταν από την Αθήνα για να διεκπεραιώσουν διοικητικές υποθέσεις, δεν έκρυβαν την περιφρόνησή τους για τους κατοίκους αυτής της «καθυστερημένης» περιοχής. Σε βάθος χρόνου η ύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων εκεί είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων εντάσεων.
Οι πρωταγωνιστές/στριες των δύο βιβλίων, παλεύουν με γεγονότα, στάση ζωής, μνήμες, αποσιωπήσεις.
Η μνήμη με τη λήθη σαν να παίρνουν μέρος σε παρτίδα σκάκι στο Μαύρο νερό. «Στον Χριστόφορο άρεσε πολύ εκεί κάτω [στο υπόγειο]. Στο μισόφωτο που ’μπαινε από την ανοιχτή πόρτα όλα τα παλιά πράγματα κι έπιπλα ήταν σιωπηλές, μαγεμένες παρουσίες που περίμεναν πότε ένα χέρι θα έλυνε τα μάγια και θα αποκτούσαν ξανά την πρακτική τους χρησιμότητα. Υπήρχε μια παλιά κασέλα, […] μέσα είχε παλιές βαλίτσες και μες στις βαλίτσες ήταν κουτιά που το ένα μπορεί να είχε βίδες και το άλλο φωτογραφίες. Ο Χριστόφορος του ζητούσε συχνά να του τις δείξει. Τον πατέρα δεν τον ένοιαζε. Ήταν φωτογραφίες από μια άλλη ζωή – η τωρινή ήταν όλη το αγόρι. Δεν τις είχε φυλαγμένες εδώ γιατί είχαν σημασία, μα γιατί η σημασία τους ήταν πλέον τόσο λίγη, που ξεχνούσε ακόμα και να τις πετάξει».[6] Προφανώς η κατάσταση που βίωναν πατέρας και γιος ακύρωνε την έμφαση στην ανάγκη συντήρησης της μνήμης. Ο Νίτσε άλλωστε έχει υποδείξει τη σημασία της λήθης για τον άνθρωπο, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως μπορεί κάποιος να ζήσει ευτυχισμένος χωρίς μνήμη. Πατέρας και γιος αντιστέκονταν με τον δικό τους τρόπο στον αφανισμό, την εγκατάλειψη της υπόλοιπης ζωής, σαν να τους ήταν αδύνατον να ζήσουν χωρίς να ξεχάσουν.
Στον αντίποδα των παραπάνω και πάντοτε σχετικά με τη μνήμη και τη διάσταση της δυστοπίας στη λογοτεχνική έκφραση, στο δυστοπικό βιβλίο της Γιόκο Ογκάουα, Η αστυνομία της μνήμης,[7] σε ένα νησί χωρίς όνομα, στο οποίο αποφασίστηκε από την αστυνομία της μνήμης εκεί να εξαφανιστούν πολλά πράγματα από τη ζωή των ανθρώπων με απώτερο στόχο τη λήθη τους, οι πολίτες αρνούνται να ξεχάσουν και με μεγάλες δυσκολίες αγωνίζονται να διατηρήσουν τις αναμνήσεις τους.
Όπως αναφέρει ο Κούντερα, γνωρίζουμε την πραγματικότητα σε παρελθοντικό χρόνο γιατί την αναλύουμε, όπως αυτή παρουσιάζεται στη μνήμη μας. Το να θυμάσαι δεν είναι το αντίθετο του να ξεχνάς. Το να θυμάσαι είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας τρόπος για να ξεχνάς.[8] Ουσιαστικά, εδώ αναφερόμαστε στη διαχείριση του τραύματος, στη σταδιακή άμβλυνσή του.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί το μείζον τραυματικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο νόμος της σιωπής, άρα η άρνηση της μνήμης, λειτούργησε ως ένας τρόπος διαφύλαξης των κοινωνικών ισορροπιών που είχαν διαταραχθεί ή και ανατραπεί. Το πεζογραφικό ύφος του Χριστόπουλου είναι μια αφηγηματική εντολή μνήμης. Από τους πρόσφυγες του ’22 που βρέθηκαν στη βόρεια Ελλάδα, οι πρωταγωνίστριες/ές του Χριστόπουλου με «παραμιλητά» μάς οδηγούν σε αντίποινα, σε έναν φούρνο οι Γερμανοί κάψαν ανθρώπους που δεν πρόδωσαν τους αντάρτες στα βουνά, και στη συνέχεια τα μάτια των ανθρώπων του Τζίντιλι μάς ταξιδεύουν στην υπερορία, «χρόνια αυτοεξόριστος γιατί δεν του επέτρεπαν οι αρχές να γυρίσει πίσω και τη μάνα του να δει, που την πήρανε μια νύχτα οι χωροφύλακες και την κούρεψαν γουλί».
Η πολιτικο-ιδεολογική αναμέτρηση των δύο αντίθετων κόσμων, η αναμέτρηση μεταξύ της αριστεράς και της δεξιάς, είναι εμφανής στο απόσπασμα από το Τζίντιλι. «Ήταν μια μέρα από εκείνες που νιώθεις ευλογημένος που γεννήθηκες σ’ αυτά τα μέρη, όταν πρωί-πρωί οι δυο τους ακολούθησαν τα σημάδια διασχίζοντας την πλαγιά διαγώνια προς την κορυφογραμμή του βουνού και τράβηξαν βαθιά μέσα στο δάσος του Βέρνου με τις βελανιδιές και τις οξιές που φτάνουν ίσαμε τον ουρανό, αναζητώντας τις καφετιές αρκούδες που θα ξυπνούσαν όπου να ’ναι απ’ τον χειμέριο ύπνο τους, “τα παιδιά και τα εγγόνια της δικής μου καφετιάς αρκούδας”, του ’πε τότε ο Κωνσταντής, “που πριν από χρόνια, τον Αύγουστο του ’49, που έπεσα σε ενέδρα, βγήκε από ένα ξέφωτο στην κορφή της ψηλότερης χαράδρας, ίσια στα μάτια με κοίταξε, στύλωσε τα πισινά της πόδια μουγκρίζοντας δυνατά και μετά έβαλε το κορμί της μπροστά κι έφαγε όλα τα σκάγια που προορίζονταν για μένα, και όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν μπόρεσα ποτέ να τη βγάλω από το μυαλό μου, πώς γίνεται ένα άγριο θηρίο να θυσιάζεται για έναν άοπλο και σχεδόν ξυπόλητο άνθρωπο στα πρόθυρα του θανάτου, να τρέπει σε φυγή τους διώκτες του».[9]
Στα δύσκολα ζητήματα της ιστορίας, φίλοι τα ζώα –εδώ η αρκούδα– και μου έρχεται στον νου κάτι αντίστοιχο, στον Νότο των ΗΠΑ, σε μια άλλη ιστορική / κοινωνική δυστοπία –τα χρόνια μετά τη δουλεία– και μέχρι τη δεκαετία του 1960, έχουν καταγραφεί μαρτυρίες μαύρων ότι, διασχίζοντας την περιοχή τους, δεν φοβόντουσαν ότι μπορεί να τους επιτεθούν ζώα αλλά το τι μπορεί να υποστούν από τους λευκούς, εάν τους εντόπιζαν. Γι’ αυτό όταν έβλεπαν ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει έτρεχαν μέσα στο δάσος.[10]
Όπως ήδη αναφέρθηκε, για κάποια από τα πρόσωπα των δύο βιβλίων προτάσσεται η ευτοπία, γίνεται σαφές ότι «η πολιτική και ιδεολογική φύση της δυστοπίας ή της ουτοπίας δεν δημιουργεί υποχρεωτικά ή και καθόλου έναν ώριμο χώρο για αγώνες».[11]
Απτή η έννοια της ευτοπίας λοιπόν στο Μαύρο νερό, στο απόσπασμα που γράφει ο Μακρόπουλος ότι ανέβασαν τον νεαρό «σε μια κατάμαυρη φοράδα και τον έδεσαν στη σάλα. Ο Χριστόφορος μεμιάς μεταμορφώθηκε από μισερός άνθρωπος σε Κένταυρο, με την όψη του εκστατική και με το κορμί του να πάλλεται από το αναγάλλιασμα».
«Έφαγαν στην κουζίνα της που ήταν συγυρισμένη και καθαρή, με το φως να πέφτει πιτσιλωτό από παλιές δαντελωτές κουρτίνες που ’ριχναν τα αραβουργήματα της σκιάς τους στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν μαγειρευτό, κι ο πατέρας δεν τη ρώτησε πώς ήταν σίγουρη ότι μες στη νοστιμιά του δεν καραδοκούσε ο θάνατος – απλώς έφαγε ώσπου δεν άντεχε να βάλει στο στόμα του άλλη μπουκιά. […] Μέσα στη νύχτα, εκείνη μπήκε στην κάμαρα του πατέρα και πλάγιασε δίπλα του. “Είμαι άρρωστη” του ’πε σιγανά. Κι έπειτα: “Όσο κρατήσει…”».[12]
Οδυνηρές οι ιστορίες, λειτουργούν ως υπερενσυναίσθηση, έντονη ευαισθησία για ό,τι νιώθουν οι πρωταγωνιστές. Αφουγκραζόμαστε και τα δύο βιβλία, αφενός, σαν παλλόμενα κοινωνικά ψυχογραφήματα και, αφετέρου, ως ψηλάφηση πολιτικών διακυβευμάτων και ηθικών αδιεξόδων.
Απόλαυσα, θαύμασα τη γραφή, γοητεύτηκα από τη μαεστρία στο ξετύλιγμα των πολλαπλών ιστοριών τους. Επιτομή και τα δύο βιβλία στην κατηγορία των λογοτεχνικών δυστοπιών, στιγμές-στιγμές έρχονται πολύ κοντά σε science fiction δυστοπίες. Το πλύσιμο του Χριστόφορου από τον πατέρα με το πράσινο σαπούνι και το παλιό σφουγγάρι στο Μαύρο νερό μού θύμισε σκηνή από την ταινία Στάλκερ.[13] Και τα λόγια του Ταρκόφσκι από την ταινία Ο καθρέφτης, «οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες είναι εξωτερικά στατικοί, αλλά εσωτερικά φορτισμένοι από ένα υπερισχύον πάθος», με βοηθούν να περιγράψω την εγγραφή των πρωταγωνιστών/στριών των δύο βιβλίων στους/στις αναγνώστες/στριες. Ο ανεμοστρόβιλος, το Τζίντιλι, με τη δυνατή αφηγηματική συμπύκνωση με αναστάτωσε. Γεμάτο είναι το βιβλίο με ζοφερές εικόνες από το παρελθόν, αλλά και από το μέλλον. Η έντονη αγωνία μου αποσυμπιέστηκε σε κάποια σημεία από τη σαρκαστική χαρτογράφηση της χώρας που κάνει ο Χριστόπουλος με βάση τα απόνερα που κύλησαν στη χώρα μετά τη μεταπολίτευση.
Στη Βόρεια Ελλάδα τρέχει και τώρα αίμα. Το βλέπουμε εξαιρετικά οδυνηρά στη σημαντικότατη ελληνική ταινία της Ασημίνας Προέδρου Πίσω από τις θημωνιές (2022), η οποία θίγει ζωτικά ηθικά ζητήματα για την αντιμετώπιση των μεταναστών του παρόντος από την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 2010.
Ο λιγνίτης, εδώ και δεκαετίες, ήταν η πιο σημαντική εγχώρια ενεργειακή πηγή. «Στο φουλ οι εκσκαφές για την Πτολεμαΐδα 5. Μεγάλο διαγωνισμό για το ορυχείο Μαυροπηγής προκήρυξε η ΔΕΗ».[14] Ο λιγνίτης έχει επιστρέψει για τα καλά σε κεντρική θέση στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Μετά την έναρξη και συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, διαπιστωμένες οι ανάγκες για την εκσκαφή νέων ποσοτήτων. Στις αυλές της Μονάδας της ΔΕΗ συγκεντρώνονται οι πρώτες ποσότητες λιγνίτη, καθώς η νέα μονάδα τέθηκε σε λειτουργία. Το καύσιμο θα φτάνει στη Μονάδα μέσω ταινιόδρομων από το ορυχείο Μαυροπηγής και το Νότιο Πεδίο. Η διαδικασία έχει σαφήνεια και ακρίβεια: εκσκαφή – φόρτωση – μεταφορά – απόθεση – διάστρωση.
Η παραγωγή ηλεκτρισμού από το συγκεκριμένο καύσιμο ρυπαίνει το περιβάλλον. Υπάρχει, προτείνεται κάποια οικολογική διέξοδος; Η ταινία Digger του Αλέξανδρου Αργυρού, τα βιβλία Μαύρο νερό του Μακρόπουλου και Τζίντιλι του Χριστόπουλου λειτουργούν ως άτυπα συστήματα γεωγραφικών πληροφοριών, ως βάσεις δεδομένων με χαρτογραφικές ικανότητες. Μοιάζουν με τον τρόπο τους με τους περιβαλλοντικούς δείκτες που χρησιμοποιεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος για την εκτίμηση των επιπτώσεων στο βιο-γεωφυσικό περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου.[15] Τους περιγραφικούς δείκτες, «τι συμβαίνει στο περιβάλλον και στον άνθρωπο;» και τους δείκτες επίδοσης, «έχει σημασία;» τους γνωρίσαμε με τα δύο λογοτεχνικά έργα.
Βρέθηκα τον Οκτώβριο του 2022 στα Μαστοροχώρια. Οι κάτοικοι είναι αν όχι απεγνωσμένοι, σίγουρα έντονα παραπονούμενοι από την απομόνωση που βιώνουν. Το λεωφορείο από τα χωριά τους για την Αρίστη περνάει μια φορά την εβδομάδα. Ο φόβος τους αντικατοπτρίζεται στο Μαύρο νερό όταν ο οδηγός του τοπικού λεωφορείου ανακοινώνει: «Δε θα ’ρθω την επόμενη Παρασκευή. Σταματάει το δρομολόγιο».
Ανοιχτά στην κοινωνία, στην πολιτική, στην τέχνη παραμένουν τα ερωτήματα που θέτουν οι δείκτες αποδοτικότητας και οι δείκτες ευημερίας που εκφράζονται αντίστοιχα με τα ερωτήματα «υπάρχει βελτίωση;», «υπάρχει συνολική βελτίωση της κατάστασης;». Η στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα προβλέπει την εγκατάσταση τεράστιων φωτοβολταϊκών πάρκων στα παλιά λιγνιτωρυχεία. Η παραγωγή ηλεκτρισμού από αυτά θα τροφοδοτήσει την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, το οποίο με τη σειρά του θα παράγει ηλεκτρισμό και τηλεθέρμανση.
Στα δύο βιβλία ως στάση ζωής δεν διαφαίνεται η άποψη ότι «στη δυστοπία είμαστε απλώς πιόνια στα χέρια άλλων».[16] Αντίθετα, μπορούμε να σκεφτούμε όπως ο Jameson, δηλαδή ότι «η ουτοπία ή η δυστοπία, όχι ως θέση αλλά ως διαδικασία, αποτελεί πολιτική αντίληψη και αποτελεί κύριο μέλημα και κεντρική θέση σε συζητήσεις και στη λογοτεχνία, καθώς επιτρέπει να φανταζόμαστε με τι θα μπορούσε να μοιάζει το μέλλον».[17]
(*) Η Ζέτα Παπανδρέου είναι δρ Διδακτικής της Ιστορίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Post–Dr. ΕΜΠ.
info
Τζίντιλι
Το Ροδακιό, 2020
σελ. 240
Μαύρο νερό
Κίχλη, 2019
σελ. 80
[1] Γεώργιος Παπαντωνάκης, Δυστοπία και ουτοπία: Μορφές έκφρασης της εξουσίας στην ελληνική παιδική και νεανική επιστημονική φαντασία. Συγκριτική ανάγνωση με το μυθιστόρημα της Loi Lowy The Giver, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Επιστημών Αγωγής, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, ανάτυπο, Ιωάννινα 2010, σ. 99.
[2] Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, Το Ροδακιό, Αθήνα 2020, σ. 11-12.
[3] Ματίνα Καλτάκη, «Οδύσσεια του Γουίλσον: Ο Όμηρος σε κόμιξ», Lifo, 31.10.2012.
[4] Παπαντωνάκης, ό.π., σ. 100.
[5] Ό.π., σ. 103-104.
[6] Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαύρο νερό, Κίχλη, Αθήνα 2021, σ. 60.
[7] Γιόκο Ογκάουα, Η αστυνομία της μνήμης, μτφρ. Χ. Παπαδημητρίου, Πατάκης, Αθήνα 2020.
[8] Μίλαν Κούντερα, Οι προδομένες διαθήκες, μτφρ. Γ. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007.
[9] Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, Το Ροδακιό, Αθήνα 2020, σ. 110.
[10] Clint Smith, How the Word is Passed. A Reckoning of Slavery across America, Little, Brown and Company, Νέα Υόρκη 2021, σ. 284.
[11] Susan Louise Stewart, «Α return to Normal: Lois Lowry’s The Giver», The Unicorn and the Lion 31.1 (2007), σ. 20-35, όπως αναφέρεται στο Παπαντωνάκης, ό.π., σ. 104.
[12] Μακρόπουλος, ό.π, σ. 76.
[13] Υποθέτω ότι θα χαιρόταν πολύ ο Μιχάλης Μακρόπουλος, που «θέλησε να γράψει μια ιστορία που να έχει την ατμόσφαιρα του Στάλκερ», που με τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του είχα εκ των πραγμάτων συνειρμικά οδηγηθεί στον κόσμο του σημαντικού σκηνοθέτη. Όταν τυχαία αργότερα διάβασα τη συνέντευξή του σκέφτηκα πως η μαεστρία της γραφής του εκπλήρωσε την επιθυμία του. M. Hulot, «Μαύρο νερό», Lifo 22.3.2020.
[14] https://energypress.gr/news/sto-foyl-oi-ekskafes-gia-tin-ptolemaida-5-megalo-diagonismo-gia-oryheio-mayropigis-prokiryxe-i (ανάκτηση 2.2.2023).
[15] Ευανθία Ελαφρού – Χρυσή Λουράκη, Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων με τη χρήση πολυκριτηριακής ανάλυσης: Το παράδειγμα του εργαστηρίου της ΔΕΗ στον Νομό Κοζάνης, ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 18-19.
[16] Gregory Clays, «Three Variants on the Concept of Dystopia», στο Fatima Vieira (επιμ.), Dystopia(n) Matters: On the Page, on Screen, on Stage, Cambridge Scholars Publishing, Νιούκασλ 2013, σ. 14-18.
[17] Παπαντωνάκης, ό.π., σ. 103. Βλ. επίσης, Fredric Jameson, Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος. Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία, Τόπος, Αθήνα 2008.