του Σπύρου Κακουριώτη
Τα βιβλία σχετικά με την πανδημία σωρεύονταν στην άκρη του γραφείου· ήμουν σίγουρος ‒γιατί, άραγε;‒ πως όταν θα τα ξανάπιανα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα είχαν χάσει την επικαιρότητά τους. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο διαρκής επικαθορισμός του πολιτικού από το βιολογικό δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί τη βιοπολιτική συνθήκη τούτης της εποχής με τις μάσκες…
Marie Doutrepont, Μόρια: Μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης, Ποταμός
…επικαθορισμός ακόμα κι όταν η επιδημία γίνεται η αφορμή για να ξεσπάσει η φωτιά της εξέγερσης, φωτιά έστω και για μια μονάχα νύχτα απελευθερωτική, κάνοντας στάχτη το στρατόπεδο που έμελλε να γίνει η «ντροπή της Ευρώπης», η ντροπή του καθενός και της καθεμιάς μας προσωπικά. Η Μαρί Ντουτρπόν, δικηγόρος από το Βέλγιο, που πέρασε στη Μόρια τρεις σπαρακτικές εβδομάδες τον Μάιο του 2017, προσφέροντας εθελοντικά τις νομικές της υπηρεσίες στους κατατρεγμένους που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (μαζί τους και οι ελληνικές) βολεύονται να «ξεχνούν» εκεί, αποκαλεί το στρατόπεδο «καθαρτήριο»· ένας τόπος αναμονής, ατέλειωτης αναμονής, που δεν είναι ούτε «Ευρώπη» ούτε «μη Ευρώπη»· μια «ετεροτοπία», ένας χώρος μετάβασης, που οι καταδικασμένοι να εγκλειστούν σε αυτόν δεν μεταβαίνουν πουθενά ‒παρά μόνο έπειτα από απίθανα πολύ χρόνο και πολλά βάσανα… Οι επιστολές που έστελνε κάθε μέρα στους φίλους της η συγγραφέας, δίκην ημερολογίου, δίνουν στον αναγνώστη μια πολύτιμη, «από τα μέσα», ματιά για την πραγματικότητα του στρατοπέδου συγκέντρωσης (γιατί αυτό είναι, όσο κι αν ντρεπόμαστε να το παραδεχθούμε) της Μόριας, για την εκδικητική γραφειοκρατία της ελληνικής διοίκησης ‒όπως και των υγειονομικών υπηρεσιών και του νοσοκομείου του νησιού, που για τα περισσότερα προβλήματα η μόνη λύση που συνιστούν είναι η παρακεταμόλη! Οι ημερολογιακές καταγραφές της βελγίδας δικηγόρου έχουν μια αρετή που τις καθιστά πολύτιμες (και) για τον έλληνα αναγνώστη: δίνοντας όνομα και πρόσωπο, αλλά και μια ιστορία, ένα παρελθόν, στους απόκληρους αυτής της γης που βρέθηκαν να θαλασσοπνίγονται για να γλυτώσουν απ’ όσα τους κατατρέχουν στις πατρίδες τους, αναγκάζει τον αναγνώστη της να σταματήσει να σκέφτεται με αριθμούς και ποσοστά, αλλά να αντιμετωπίσει αυτές τις γυναίκες κι αυτούς τους άνδρες σαν αυτό που είναι: η Αντουανέτ από το Κονγκό, που βιάστηκε επανειλημμένα από αστυνομικούς στην πατρίδα της· ο Ουμάρ από τη Σενεγάλη, που δεν μιλά άλλη γλώσσα από εκείνη του τόπου καταγωγής του· ο Σαχζάντ, γκέι από το Ιράν που αγωνίζεται να συνεχίσει την φαρμακευτική αγωγή του με αντικαταθλιπτικά, αλλά το ραντεβού του στο νοσοκομείο αναβάλλεται από μήνα σε μήνα…
Debora Mackenzie, Covid-19: Η πανδημία που δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί και πώς θα σταματήσουμε την επόμενη, Πεδίο
«Αν αυτή η πανδημία μας διδάσκει κάτι, είναι πως απέναντι σε μια μεταδοτική ασθένεια στεκόμαστε όλοι μαζί», σημειώνει η δημοσιογράφος του επιστημονικού περιοδικού New Scientist στο βιβλίο της, βέβαιη πως η ανθρωπότητα δεν πρόκειται να απαλλαγεί από τον κίνδυνο ξεσπάσματος μιας νέας πανδημίας. Έχοντας παρακολουθήσει συστηματικά και από την πρώτη στιγμή την εξέλιξη της νόσου που ονομάστηκε Covid-19, η συγγραφέας εξετάζει τη διαχείριση της επιδημίας από τις κινεζικές υγειονομικές και πολιτικές αρχές, επιχειρώντας να εντοπίσει τα λάθη και τις καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν, αλλά και να εκτιμήσει τη βαρύτητα που είχαν σχετικά με την εξέλιξη της επιδημίας. Για την ίδια, η πανδημία «δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί» όχι γιατί οι κινεζικές αρχές θα μπορούσαν να την έχουν αντιμετωπίσει ριζικά διαφορετικά αλλά γιατί τόσο οι υγειονομικές όσο και οι πολιτικές αρχές παγκοσμίως γνώριζαν, από τις προηγούμενες επιδημίες (SARS, MERS κ.λπ.), τον πανδημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι κορωνοϊοί. Επιχειρώντας να εντοπίσει την προέλευση του Covid-19, θα καταλήξει στον συνήθη ύποπτο, τις νυχτερίδες. Όμως, στην πραγματικότητα, είναι η επέκταση των ανθρώπινων οικοσυστημάτων εις βάρος εκείνων των άγριων ζώων ‒μέσω της αποψίλωσης των δασών και της επέκτασης των καλλιεργούμενων εδαφών, μέσω της επέκτασης της ανθρώπινης κατοίκησης κ.λπ.‒ η αιτία για την ένταση, τη διάρκεια και τη συχνότητα των σχετικών επιδημιών. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς τη συστηματική υποχρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων υγείας, αλλά και την απόσυρση του δημόσιου τομέα από την παρασκευή φαρμάκων και την επιφυλακτικότητα των ιδιωτικών φαρμακοβιομηχανιών να επενδύσουν σε εμβόλια για ασθένειες που σύντομα θα εξαφανιστούν (όπως είναι η περίπτωση πολλών από τις προηγούμενες επιδημίες), έχει μπροστά του μια εικόνα που κάθε άλλο παρά αισιοδοξία μπορεί να εμπνέει για τις δυνατότητες των σύγχρονων κοινωνιών να σταματήσουν την επόμενη πανδημία…
Freddy Vinet, Η Μεγάλη Γρίπη του 1918: Η χειρότερη επιδημία του 20ού αιώνα, Μεταίχμιο
Η συχνότερη ‒καθόσον πλησιέστερη χρονικά‒ ιστορική αναλογία στην οποία καταφεύγουν οι περισσότεροι, προκειμένου να συλλάβουν και να κατανοήσουν την πανδημία του Covid-19, είναι η λεγόμενη «ισπανική γρίπη» του 1918-1919, μια ανάλογη πανδημία, που συνέπεσε με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και σάρωσε τον πλανήτη, αφήνοντας πίσω της πολύ περισσότερους νεκρούς απ’ όσους ο ίδιος ο Μεγάλος Πόλεμος: Μεταξύ 50-100 εκατομμύριων υπολογίζονται τα θύματα της γρίπης, ενώ ο, έως τότε, πλέον θανατηφόρος πόλεμος στην ιστορία «μόλις» 23 εκατομμύρια. Ο συγγραφέας, καθηγητής γεωγραφίας με ειδίκευση στις φυσικές καταστροφές, στη μελέτη του αυτή (που κυκλοφόρησε με αφορμή την εκατονταετηρίδα του τέλους του πολέμου και όχι την τρέχουσα πανδημία) εξετάζει το ξέσπασμα της «ισπανικής γρίπης», διερευνώντας την προέλευση αλλά και τον απολογισμό της, μέσα από πλούσιο ιατρικό και στρατιωτικό αρχειακό υλικό και βιβλιογραφία. Παράλληλα, μελετά τα σφάλματα και τις ανεπάρκειες στην αντιμετώπισή της, τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ επίσης διερωτάται για τη λήθη η οποία περιβάλλει σήμερα (προ Covid-19, βεβαίως…) αυτήν την τόσο σφοδρή καταστροφή, που άφησε όμως ελάχιστα ίχνη στη συλλογική μνήμη, πολύ λιγότερα από τον «Μαύρο Θάνατο» του 14ου αιώνα ή τη μακρόχρονη επιδημία του AIDS στον 20ό…
Ξενοφών Κοντιάδης, Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα, Καστανιώτης
Η έννοια της δυστοπίας συνοδεύει σχεδόν πάντοτε τους προβληματισμούς για το μέλλον των κοινωνιών μας μετά την πανδημία του Covid-19. Για ποιο μέλλον, όμως, γίνεται λόγος; Η πανδημία λειτούργησε σαν ένας δαιμονικός επιταχυντής, φέρνοντας απότομα το μέλλον στο παρόν ή, ακριβέστερα, συναρθρώνοντας όλα εκείνα τα διάσπαρτα καινοφανή στοιχεία, όλες εκείνες τις «απομονωμένες» εξελίξεις που προοιωνίζονταν το μέλλον, σε ένα συγκροτημένο βιοπολιτικό υπόδειγμα: η τηλεργασία και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι ψηφιακές ανισότητες, η τεχνητή νοημοσύνη και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, οι βιοϊατρικοί πειραματισμοί, οι κοινωνίες της επιτήρησης, όλα αυτά βρίσκονταν ήδη εδώ· απασχολούσαν τον δημόσιο διάλογο από τα τέλη του 20ού αιώνα. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης, σε αυτό το δοκίμιο που γράφτηκε την περίοδο του υποχρεωτικού εγκλεισμού, μπορεί το νέο βιοπολιτικό παράδειγμα που αναδύεται να είναι κατασκευασμένο από υλικά που προϋπήρχαν, όμως με την πανδημία το πρόσωπο του νέου Λεβιάθαν αποκαλύπτεται, αποκρουστικό και τρομοκρατικό: Δημοκρατίες της επιτήρησης, κοινωνίες της διακινδύνευσης, κράτος πρόληψης, μεταδημοκρατία, σε συνδυασμό με περιορισμό των δικαιωμάτων (στο όνομα του δικαιώματος στην υγεία), περιορισμό της ιδιωτικότητας και απορρύθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μολονότι γραμμένο «εν θερμώ», τη στιγμή που κυριαρχούσαν ο φόβος, η ανασφάλεια και η αγωνία για την πορεία των πραγμάτων, το ανά χείρας δοκίμιο, «μια συζήτηση με τον φόβο και για τον φόβο», όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, είναι, ίσως, το πλέον μεστό κείμενο από όσα έχουν γραφεί μέχρι σήμερα στα ελληνικά για τη νέα βιοπολιτική συνθήκη υπό την οποία καλούμαστε να διάγουμε…
Μισέλ Φουκώ, Για την κυβέρνηση των ζωντανών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Η σταδιακή έκδοση των διαλέξεων που παρέδιδε ο Μισέλ Φουκώ στο Κολλέγιο της Γαλλίας, κάθε χρόνο, από το 1970 μέχρι τον θάνατό του, το 1984, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πολύ καλύτερα από τα άλλα του γραπτά την εξέλιξη της σκέψης του και τα στάδια της επεξεργασίας των θεματικών που τον ενδιέφεραν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι έρευνές του έχουν επικεντρωθεί στο ζήτημα της κυβερνητικότητας και της διαχείρισης του πληθυσμού, της βιοπολιτικής· το πρώτο τρίμηνο του 1980, όταν παραδίδει τα μαθήματα που δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο, η σκέψη του Φουκώ έχει σημειώσει μια μείζονα στροφή: αντί για την αντανάκλαση του βιολογικού στο πολιτικό, στρέφεται στη διακυβέρνηση των ανθρώπων μέσω της αλήθειας, στη σχέση του υποκειμένου με την εκδήλωση του αληθούς. Προκειμένου να προχωρήσει στη μελέτη αυτή της «αληθολογίας», επιλέγει να αναλύσει τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή, στον οποίο αφιερώνει τρεις αρχικές παραδόσεις, και τις επικεντρωμένες στην ομολογία «πράξεις αλήθειας» που όρισαν τον χριστιανισμό των πρώτων αιώνων, δηλαδή τη βάπτιση, την εκκλησιαστική μετάνοια και την καθοδήγηση της συνείδησης. Εδώ ο Φουκώ διανοίγει μια οδό που δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει έκτοτε, η οποία διασχίζει το πεδίο των πρακτικών και των τεχνικών του εαυτού, το πεδίο της ηθικής. Στην ανά χείρας έκδοση, προβληματισμό προκαλεί το κατά πόσον αποτελεί δόκιμη επιλογή των μεταφραστών η απόδοση του γαλλικού τίτλου gouvernement des vivants ως κυβέρνηση των ζωντανών, αντί, π.χ., για το μάλλον προσφορότερο «διακυβέρνηση των ζώντων».
Φοίβος Ι. Ιωαννίδης, Μια ζωή γεμάτη, Καστανιώτης
Ανένδοτος αγώνας, θρίαμβος της Ένωσης Κέντρου, αποστασία, δεύτερος Ανένδοτος· δικτατορία, αντίσταση, φυλακές· Μεταπολίτευση, Αλλαγή… Ο απλός χαρακτηρισμός «γεμάτη» για μια ζωή που πέρασε μέσα σε τέτοια χρόνια, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή των πολιτικών αυτών αγώνων, ακούγεται μάλλον σαν… υποκορισμός. Ανώτατο στέλεχος της Νεολαίας της Ε.Κ. στην Κρήτη (ΟΝΕΚ και στη συνέχεια ΕΔΗΝ), μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προσανατολίζεται αμέσως στην ένοπλη αντίσταση, απόφαση που θα του κοστίσει μια περιπετειώδη σύλληψη, καθώς και τη μακρόχρονη παραμονή του στις φυλακές, από το 1967 έως το 1973: Αίγινα, Χαλκίδα και, τελικά, Κορυδαλλός. Μέσα από τις σελίδες των αναμνήσεων του Φοίβου Ιωαννίδη αποτυπώνεται η καθημερινότητα του εγκλεισμού και της ζωής στη φυλακή, αλλά και η ώσμωση ανάμεσα στους πολιτικούς αντιπάλους της δικτατορίας. Οι διεργασίες αυτές θα οδηγήσουν τον νεαρό τότε δικηγόρο να αναζητήσει, μεταπολιτευτικά, το κατάλληλο όχημα για τον πολιτικό σχηματισμό της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας: Θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος των, ξεχασμένων σήμερα, Νέων Πολιτικών Δυνάμεων (που το 1974 συνέπραξαν εκλογικά με την τότε Ένωση Κέντρου), ενώ το 1976-1978 θα είναι γραμματέας της Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας (σχήμα το οποίο θα συμμετάσχει, στις εκλογές του 1977, στη «Συμμαχία»). Βουλευτής θα εκλεγεί για πρώτη φορά το 1989, με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα υπηρετήσει από διάφορες κυβερνητικές και (κυρίως) κοινοβουλευτικές θέσεις μέχρι το 2004. Η πολυσέλιδη αυτοβιογραφία του ξεκινά με την αντιστασιακή δράση και την εκτέλεση του πατέρα του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εμπειρία που, όπως και πάρα πολλούς της γενιάς του που οι γονείς τους συμμετείχαν στην Αντίσταση, τον σημάδεψε βαθιά, αποτελώντας συχνά ένα ερμηνευτικό κλειδί για τη μετέπειτα δράση του.
Νίκος Παπαναστασίου, Αντίσταση από μικροφώνου, Παπαδόπουλος
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, οι ξένοι ραδιοσταθμοί, με τις ελληνικές εκπομπές τους, συνέβαλαν ιδιαίτερα τόσο στη χωρίς λογοκρισία ενημέρωση του ελληνικού κοινού όσο και στη διατήρηση του αντιχουντικού φρονήματος των ακροατών τους. Η συμβολή τους αυτή, αλλά και οι όροι με τους οποίους πραγματοποιήθηκε, οι άνθρωποι πίσω από τα μικρόφωνα και οι σχέσεις τους με τις κυβερνήσεις των χωρών που τους φιλοξενούσαν, αποτελούν πεδία στα οποία ελάχιστα έχει επεκταθεί η ιστορική έρευνα. Η μελέτη του ιστορικού των ΜΜΕ Νίκου Παπαναστασίου, η πρώτη σχετική μονογραφία στα ελληνικά, εστιάζει σε έναν από τους πρωταγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης από τα ερτζιανά, τον Παύλο Μπακογιάννη, και τις παρεμβάσεις του από το μικρόφωνο της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, που, κατά τη διάρκεια της επταετίας αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle. Η ανά χείρας μελέτη εξετάζει την ίδρυση της ελληνικής εκπομπής του Μονάχου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με διευθυντή τον Παύλο Μπακογιάννη και στόχο, αρχικά, την ανάσχεση της κομμουνιστικής προπαγάνδας στις κοινότητες των ελλήνων Gastarbeiter. Σύντομα όμως οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (αποστασία, δικτατορία) έφεραν τον διευθυντή και τα στελέχη της ελληνικής εκπομπής σε σύγκρουση με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές και, σταδιακά, με τις γερμανικές, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα τις συχνές απόπειρες παρέμβασης στο δημοσιογραφικό έργο του Μπακογιάννη και των συνεργατών του. Ο συγγραφέας εξετάζει τη δημοσιογραφική και πολιτική του δράση, σε συνάρτηση με τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις της γερμανικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας, τις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τις αρχές και των δύο χωρών, αλλά και τη διαμόρφωση των πολιτικών του απόψεων μέσα από αυτή την αντιδικτατορική διαδρομή.
Δημήτρης Γλύστρας, Η «άλλη» Αριστερά: Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση, 1974-1981, Θεμέλιο
«Αριστεριστές»… Με αυτόν τον, προερχόμενο από την ιδιόλεκτο του κομμουνιστικού κινήματος, μειωτικό χαρακτηρισμό αντιμετώπιζε η «υπόλοιπη» αριστερά (κυρίως τα δύο Κ.Κ.), αλλά ενίοτε και η δεξιά των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων (όταν στελέχη της είχαν λανσάρει το υβρίδιο του «αριστεροχουντισμού»), εκείνο το τμήμα της αριστεράς που θα αποδειχθεί το πιο κινητικό (αλλά και κινηματικό) και το πιο θορυβώδες της πρώιμης μεταπολίτευσης, ειδικά στον φοιτητικό χώρο, αλλά και σε αυτόν του μαχητικού εργοστασιακού συνδικαλισμού: Εξωκοινοβουλευτική, συνεπής, ριζοσπαστική, «άκρα» είναι μερικοί από τους όρους που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τις οργανώσεις τους αλλά, συνολικότερα, για το πολιτικό και πολιτισμικό ρεύμα που συγκροτούσαν. Παρά τον «μικρομεγαλισμό» της παρουσίας τους (καθώς σχετικά ολιγομελείς ομάδες διεκδικούσαν τον ρόλο του αυθεντικού κληρονόμου του ΚΚΕ, συνήθως του ζαχαριαδικού), τα μεταξύ τους όρια ήταν αρκετά πορώδη, με αποτέλεσμα ο ιστορικός ερευνητής, όπως στην ανά χείρας μελέτη, να δικαιούται να αντιμετωπίζει τον «αριστερισμό» ως έναν λίγο-πολύ κοινό χώρο, με τα δικά του διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Σε αυτά στρέφει το ερευνητικό του ενδιαφέρον ο νεαρός ιστορικός, εξετάζοντας την πολιτισμική ταυτότητα που συγκροτούσε η καθημερινή πολιτική και οργανωτική δράση, τις μορφές που έπαιρνε η συλλογικότητα των μελών των οργανώσεων, οι σχέσεις τους με τις διάφορες μορφές τέχνης, αλλά και με την παράδοση ή τη γλώσσα, τους κώδικες και τις εννοιολογήσεις της εξωτερικής εμφάνισης, τη σεξουαλικότητα και τις ερωτικές σχέσεις, αλλά και τη θέση της γυναίκας στο λόγο και τις πρακτικές των οργανώσεων και τις σχέσεις τους με το ανερχόμενο, τότε, φεμινιστικό κίνημα. Μολονότι η αφήγηση ολοκληρώνεται στα 1981, όταν οι περισσότερες από τις οργανώσεις έχουν ουσιαστικά διαλυθεί και ρευστοποιηθεί μέσα στο ευρύτερο χωνευτήρι του «χώρου» της αμφισβήτησης, η μελέτη του Δημήτρη Γλύστρα μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τα πρόδρομα βήματα αυτού του κινήματος αμφισβήτησης μέσα στα στενά ‒και κάποτε δεσποτικά‒ πλαίσια των πολιτικών και πολιτισμικών πρακτικών που κυριαρχούσαν κατά την πρώιμη μεταπολίτευση.
Αννίτα Παναρέτου, «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…», Παπαδόπουλος
Όσο η γερμανική κατοχή προχωρούσε προς το τέλος της ‒και η ναζιστική Γερμανία προς την ήττα της‒ τόσο αυξάνονταν οι αποστολές ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων προς τα εδάφη του Ράιχ, προκειμένου να εργαστούν καταναγκαστικά σε εργοστάσια ή σε άλλα δημόσια έργα, όπως ο καθαρισμός των ερειπίων που άφηναν πίσω τους οι βομβαρδισμοί των Συμμάχων. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονταν να προστεθούν σε όσους είχαν ήδη μεταναστεύσει «εθελοντικά» στη Γερμανία προκειμένου να εργαστούν, αλλά και σε όσους είχαν βρεθεί έγκλειστοι σε ιταλικά στρατόπεδα, μέχρι το 1943. Σε αντίθεση με τους έλληνες εβραίους, η οδυνηρή μοίρα των οποίων είναι αρκετά καλά τεκμηριωμένη από την ιστοριογραφία, για το ζήτημα των μη εβραίων ελλήνων αιχμαλώτων οι γνώσεις μας είναι πενιχρές. Μολονότι οι όμηροι αυτοί επέζησαν σε μεγάλο ποσοστό ‒αντίθετα απ’ ό,τι οι ισραηλίτες συμπολίτες τους‒ και πολλοί από αυτούς κατά την επιστροφή τους οργανώθηκαν σε συλλόγους και κατέγραψαν την εμπειρία τους, ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι γνωστός: ανάλογα με την πηγή, κυμαίνεται από 10.000 έως 80.000 ή και παραπάνω. Η συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει το θέμα των ελλήνων ομήρων και να ανασυστήσει την εμπειρία τους στηριγμένη αποκλειστικά στις καταγραμμένες μαρτυρίες των ίδιων, καθώς και σε αρχειακό υλικό από το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Συγκροτεί έτσι μια πολυφωνική αφήγηση για τις συνθήκες σύλληψης και κράτησης στην Ελλάδα, για το ταξίδι προς βορρά μέσα σε αμαξοστοιχίες από εμπορικά βαγόνια, τη στρατοπεδική ζωή και την επαφή με τους γερμανούς κατοίκους, τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και την απελευθέρωση, την παραμονή στην ηττημένη Γερμανία και το μακρύ ταξίδι του επαναπατρισμού, σε μια πατρίδα που τους αντιμετώπιζε με καχυποψία για τα αντιστασιακά τους φρονήματα. Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη γκάμα κειμενικών πηγών (δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ημερολόγια, μαρτυρίες, αναμνήσεις κ.λπ.) η συγγραφέας καταφέρνει να πλοηγηθεί στο πλήθος των αφηγήσεων, σε αυτή τη διασταυρούμενη ανάγνωσή τους, μολονότι η μελέτη της θα είχε πολλά να ωφεληθεί από την εξέταση της κάθε μαρτυρίας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου κατά την οποία συντάχθηκε ή/και δημοσιεύτηκε.
Ξένη Μουχίμογλου, Η καθημερινή ζωή στη Σμύρνη των Ελλήνων, αυτοέκδοση
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται το μεθεπόμενο έτος από τη Μικρασιατική Καταστροφή και, μολονότι η επέτειος επισκιάζεται από τη δισεκατονταετηρίδα της Επανάστασης του ’21, οι σχετικές εκδόσεις ‒αλλά και οι επιστημονικές έρευνες‒ έχουν αρχίσει να πυκνώνουν (μολονότι ουδέποτε είχαν λείψει από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων). Σε αυτό το κλίμα, επανεκδίδεται ανανεωμένος ο ανά χείρας τόμος, αφιερωμένος στη «Σμύρνη των Ελλήνων» και την καθημερινότητα μιας κατεξοχήν αστικής κοινότητας της του Λεβάντε. Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο ιστορικό χρονικό (που ξεκινά από την επανάσταση των Νεότουρκων για να καταλήξει στη «χρυσή τετραετία» 1928-1932), εν είδει εισαγωγής, αρκετά κριτικό απέναντι στην απόφαση Βενιζέλου για την απόβαση στη Μικρά Ασία. Το επόμενο κεφάλαιο επικεντρώνεται σε μια λαογραφικού χαρακτήρα προσέγγιση της καθημερινής ζωής της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης, τόσο της οικογενειακής όσο και της δημόσιας. Στη συνέχεια, καταγράφονται μαρτυρίες από τη Σμύρνη και από την ευρύτερη περιφέρειά της. Πρόκειται, στη συντριπτική τους πλειονότητα, για προφορικές μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν μετά την Καταστροφή, αντλημένες είτε από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών είτε δημοσιευμένες στους τόμους της Εξόδου. Τέλος, το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα εκτενές κεφάλαιο, αφιερωμένο στα χωριά του καζά της Σμύρνης και της πέριξ ενδοχώρας, με πλούσια λαογραφικά, γεωγραφικά, ιστορικά κ.ά. στοιχεία για κάθε οικισμό.
Marc David Baer, Οι ντονμέ της Θεσσαλονίκης, Επίκεντρο
Μια ιδιαίτερη κοινότητα της οθωμανικής Σαλονίκης, τους ντονμέδες (όπως έχουν καθιερωθεί στην ελληνική βιβλιογραφία, τις ελάχιστες φορές που έχει ασχοληθεί μαζί τους), ερευνά στη μελέτη του ο Μαρκ Μπάερ, καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στο LSE, που ειδικεύεται σε ζητήματα προσηλυτισμού και θρησκευτικής μεταστροφής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας μεταστροφής είναι και οι Dönme, μια ομάδα χιλίων, περίπου, εβραίων, οπαδών του σμυρνιού «ψευδομεσσία» του 17ου αιώνα Σαμπετάι Σεβή, ο οποίος προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, για να συγκροτήσει μια ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, κλειστή και ενδογαμική, με δική της ιεραρχία και, άτυπο, δικαιοδοτικό σύστημα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της οποίας βρίσκονταν αρκετά κοντά στον σουφισμό. Για δύο περίπου αιώνες, παρά τις ιδιαιτερότητές τους και τις διασπάσεις τους, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των μουσουλμάνων της πόλης. Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ένα κύμα εκσυγχρονισμού σαρώνει την οθωμανική πόλη και οι ντονμέδες συμμετέχουν ενεργά στη μεταμόρφωσή της σε μια κοσμοπολίτικη πόλη, προωθώντας νέες καινοτομίες στο εμπόριο και την οικονομία, την αστική μεταρρύθμιση και τη σύγχρονη εκπαίδευση και συμμετέχοντας ενεργά στη τοπική πολιτική, η κοινότητά τους θα γνωρίσει τις πρώτες ρωγμές και η ταυτότητά τους θα αρχίσει να αμφισβητείται. Ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος στην επανάσταση των Νεότουρκων του 1908 και η εμπλοκή τους στις κοινωνικές συγκρούσεις που πυροδότησε θα αναζωπυρώσουν αντισημιτικού χαρακτήρα κατηγορίες, ότι πρόκειται για «κρυπτοεβραίους» που συνωμοτούσαν για τη διάλυση της ισλαμικής αυτοκρατορίας, ενώ οι ίδιοι και οι υποστηρικτές τους τους θεωρούσαν φωτισμένους κοσμικούς τούρκους εθνικιστές, που πολεμούσαν ενάντια στο θρησκευτικό σκοταδισμό. Η κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό και, πολύ περισσότερο, η ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, υπήρξε η χαριστική βολή για την κοινότητα, που αριθμούσε τότε περί τα 10.000 άτομα, τα οποία διασκορπίστηκαν, στην πλειονότητά τους, στην Τουρκία. Ελάχιστοι πέτυχαν να αποκτήσουν αλβανική υπηκοότητα και να εξαιρεθούν, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ακίνητη περιουσία τους, όπως η γνωστή οικογένεια Καπαντζή. Όσοι βρέθηκαν στην Τουρκία θα αντιμετωπιστούν ως μη τουρκική μειονότητα και θα υποστούν κατά καιρούς τα καταπιεστικά μέτρα των τουρκικών κυβερνήσεων, όπως ο φόρος περιουσίας κ.ά., με αποτέλεσμα η θρησκευτική ιδιαιτερότητα των ντονμέδων να υποχωρήσει και να μετατραπεί πλέον σε μια κουλτούρα μνήμης.
Ράνταλ Λω, Τρομοκρατία, μια παγκόσμια ιστορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Η ιστορικοποίηση ενός φαινομένου προϋποθέτει, όπως είναι εύλογο, τον ορισμό του· πόσο μάλλον όταν στόχος του ερευνητή είναι να διευρύνει τα χρονικά και χωρικά πλαίσια της μελέτης του, ούτως ώστε να αφηγηθεί μια παγκόσμια ιστορία. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάθε απόπειρα ορισμού είναι εξαρχής υπονομευμένη, όπως εδώ η έννοια της «τρομοκρατίας», που αποτελεί έναν μάλλον πολεμικό παρά περιγραφικό ή αναλυτικό όρο; Ο καθηγητής ιστορίας Randall Law έχει επίγνωση των περιορισμών που θέτει το γεγονός ότι κάποιος είναι «τρομοκράτης» όταν ηττηθεί, ενώ όταν νικήσει είναι «επαναστάτης»… Έτσι, αποφεύγει να αναζητήσει έναν ακριβή ορισμό και επιχειρεί να εξετάσει το φαινόμενο μέσα από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες: ως ένα σύνολο τακτικών, ως πρακτική επιτελεστικής και συμβολικής βίας και, τέλος, ως πολιτισμική κατασκευή. Η χρήση των διευρυμένων (και χαλαρών) αυτών κριτηρίων επιτρέπει στον συγγραφέα να επιτύχει τον αρχικό του στόχο, δηλαδή τη συγγραφή ενός εγχειριδίου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για διδακτικούς σκοπούς ‒καθώς μια ανάλογη περιεκτική και συνοπτική πραγμάτευση απουσιάζει από τη βιβλιογραφία‒ δεν απαλλάσσει όμως το αποτέλεσμα από μια διεύρυνση τέτοια που να περιλαμβάνει κάτω από την ταμπέλα της «τρομοκρατίας» σχεδόν κάθε είδος πολιτικής βίας ‒ίσως να μην περιλαμβανόταν στις προθέσεις του συγγραφέα, πάντως όσοι θεωρούν ότι διατηρούν το δικαίωμα να αποφαίνονται για το ποιες πολιτικές πρακτικές συνιστούν «τρομοκρατία», αναμφίβολα θα είναι ικανοποιημένοι με ένα τέτοιο «ξεχείλωμα». Ταυτόχρονα, το χρονικό και ειδολογικό εύρος στο οποίο εκτείνεται η μελέτη αποτελεί και το βασικό της προτέρημα. Θεωρώντας, ορθά, ότι η «τρομοκρατία» δεν είναι φαινόμενο που συνδέεται αποκλειστικά με τον 20ό αιώνα, ο συγγραφέας αναζητά τις ρίζες του φαινομένου στις πρακτικές των τυραννοκτόνων ‒ιδιαίτερα στη Ρώμη και τη δολοφονία του Καίσαρα‒ αλλά και στους εβραίους Σικαρίους, τους μεσαιωνικούς Ασασίνους κ.λπ. Η τυραννοκτονία αποτελεί το πρότυπο της προνεωτερικής «τρομοκρατίας», που επιδιώκει διά της δολοφονίας του τυράννου την επαναφορά της προτεραίας κατάστασης. Αντίθετα, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, η τρομοκρατία αντιμετωπίζεται, από τους αυτουργούς της, ως καταλύτης της κοινωνικής αλλαγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζονται φαινόμενα που συχνά ακολουθούν κοινά μοτίβα τα οποία διαδίδονται διεθνώς (όπως, π.χ., η ρώσικη τρομοκρατία των ναρόντνικων), αλλά και φαινόμενα ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η ναζιστική κρατική τρομοκρατία και η ένοπλη βία της γερμανικής RAF.
E. Cabanas – E. Illouz, Ευτυχιοκρατία. Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας, Πόλις
Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το περιοδικό Αμφί, προωθώντας μια και κατά λέξη gay («χαρούμενη») κουλτούρα, στηλίτευε συχνά-πυκνά από τις σελίδες του τον «μιζεραμπιλισμό της αριστεράς»· ήταν ένα προανάκρουσμα της κουλτούρας των 80s, όπου η «χαρά» και το «να περνάς καλά» έπαιρνε χαρακτήρα κατηγορικής προσταγής. Λίγα χρόνια αργότερα, με την εμφάνιση του Κλικ, η κανονικοποίηση της χαράς και ο οστρακισμός κάθε είδους μελαγχολίας συνδέθηκε αδιάρρηκτα με την εμπορευματοποίηση: τα επώνυμα ρούχα που «πρέπει» να φοράς για να νιώθεις «καλά», τα μαγαζιά στα οποία «πρέπει» να συχνάζεις κ.λπ. κ.λπ. Ένας νέος κόσμος ανέτελλε και στη χώρας μας: ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό όμως που στα καθ’ ημάς συνέβαινε σε βιοτεχνική κλίμακα, στις ΗΠΑ πήρε χαρακτηριστικά βιομηχανίας, η οποία, όπως κάθε βιομηχανία, αναζήτησε την επιστήμη της, που πήρε το όνομα Θετική Ψυχολογία. Με δεκάδες ακόλουθους, τους γιατρούς της, τους «επιστήμονές» της και τους γκουρού της, που είναι έτοιμοι να σου διδάξουν πώς να είσαι ευτυχισμένος, πώς να νικάς τα αρνητικά και μη παραγωγικά συναισθήματα, αναπτύσσοντας στη θέση τους τη χαρά και τη θετικότητα. Αν πετύχεις, θα πάρεις τη θέση σου πλάι σε χιλιάδες άλλους πανομοιότυπους καταναλωτές. Αν όχι, δεν θα σου φταίει ούτε η επιστήμη ούτε η κοινωνία, παρά μονάχα ο εαυτός σου… Έτσι, η υγεία και η ασθένεια, η επιτυχία και η αποτυχία, όπως και ο πλούτος ή η φτώχεια, γίνονται θέμα «ατομικής ευθύνης» ‒όπως τόσο συχνά πλέον ακούμε από υπεύθυνα χείλη… Με αυτόν τον τρόπο, η τυραννία της ευτυχίας, η «ευτυχιοκρατία», όπως προσφυώς την αποκαλούν η κοινωνιολόγος Εύα Ιλούζ και ο ψυχολόγος Έντγκαρ Καμπάνας, μετατρέπει τον εσωτερικό μας κόσμο σε ένα ακόμη πεδίο κατανάλωσης, χειριζόμενη τα συναισθήματα ως κοινά εμπορεύματα, αποτελώντας, όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα των αρχών του 21ου αιώνα.
Βασιλική Κράββα, Καταναλώνοντας τον πολιτισμό, Πατάκης
Όρος συχνά δαιμονοποιημένος, η κατανάλωση συνιστά μια έννοια-ομπρέλα, η οποία περιλαμβάνει όλες εκείνες τις διαδικασίες μέσω των οποίων οι άνθρωποι διαπραγματεύονται τις εκάστοτε πολιτισμικές συνθήκες. Ψωνίζω, πηγαίνω στο μουσείο, συμμετέχω σε πολιτιστικά δρώμενα, ταξιδεύω, μαγειρεύω, τρώω, ερωτεύομαι… Όλες αυτές οι διαδικασίες επιτρέπουν στον καθένα και στην καθεμιά να δημιουργήσει, να βιώσει και να κατανοήσει τον πολιτισμό, καθώς, σε τελευταία ανάλυση, αυτός, λόγω της σχεσιακότητάς του, μπορεί να γίνει κατανοητός μέσα από την κατανάλωσή του. Την πολυεπίπεδη σχέση κατανάλωσης και πολιτισμού εξετάζει στην ανά χείρας μελέτη της η κοινωνική ανθρωπολόγος Βασιλική Κράββα, επικεντρώνοντας σε δύο από τις σημαντικότερες καταναλωτικές διαδικασίες, τη διατροφή και την πόση, με τις πολιτισμικές πρακτικές και τις τελετουργίες που τις συνοδεύουν. Πρακτικές συμποσιακότητας, που διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου καταναλώνονται αισθήσεις και συναισθήματα. Επιπλέον, η συγγραφέας εξετάζει, μέσα στο πλαίσιο των παγκόσμιων καταναλωτικών προτύπων, τη δυτική ματιά για την πείνα στην Αφρική, αντιπαραθέτοντας έναν κόσμο στέρησης σε έναν κόσμο που μαστίζεται από παχυσαρκία ή νευρική ανορεξία και όπου η εισβολή της μαγειρικής στη μαζική κουλτούρα συνοδεύεται από τη «μυστικοποίηση» των πραγματικών διαστάσεων της πείνας και της στέρησης. Τέλος, εστιάζει στο ζήτημα της κατανάλωσης και της μη κατανάλωσης ως ενός πεδίου σύγκρουσης, αλλά και απόρριψης, εξετάζοντας το φαγητό ως αντίσταση και ως αντίδοτο στην κρίση, τις χορτοφαγικές επιλογές και την τροφή ως μέσο διαμαρτυρίας, καθώς και την έννοια της διατροφικής κληρονομιάς, ένα όχημα διεκδίκησης τοπικής ταυτότητας και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.
David Harvey, Χώροι του νεοφιλελευθερισμού: Μια θεωρία της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, ΕΑΠ
Αντιπροσωπευτικά της βασικής θεματολογίας του έργου του μαρξιστή γεωγράφου Ντέιβιντ Χάρβεϊ είναι τα δοκίμια που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο: πρόκειται για δύο διαλέξεις και ένα σεμινάριο που παρέδωσε το 2004, προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, στο πλαίσιο της ετήσιας σειράς διαλέξεων Χέτνερ. Στο επίκεντρο των διαλέξεων του Χάρβεϊ θα βρεθούν, αφενός, ο νεοφιλελευθερισμός και, αφετέρου, ο χώρος και η θεωρία της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Στο πρώτο μέρος του τόμου, ο συγγραφέας αναφέρεται αναλυτικά στην ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά τη δεκαετία του 1970 και στην επιτυχημένη εμπέδωση της κυριαρχίας των οικονομικών και κοινωνικών ιδεών και πολιτικών του, πρώτα στη Χιλή του Πινοσέτ, όπου εφαρμόστηκαν οι ακραίες (τότε) μονεταριστικές αντιλήψεις του Μίλτον Φρίντμαν, κι ύστερα στη Βρετανία της Θάτσερ και τις ΗΠΑ του Ρήγκαν ‒για να κατακυριεύσουν ολόκληρο τον κόσμο στη συνέχεια, σηματοδοτώντας την αποκατάσταση της ταξικής ισχύος των καπιταλιστικών τάξεων, η οποία είχε διασαλευθεί από την «επίθεση στον ουρανό» των υπάλληλων στρωμάτων κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η επανάκαμψη της συσσώρευσης μέσω της αποστέρησης είχε ως αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση ευρύτατων στρωμάτων πληθυσμού και την ακραία διεύρυνση των ανισοτήτων, στον αναπτυγμένο αλλά, κυρίως, στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Στο δεύτερο μέρος του τόμου, ο Χάρβεϊ αναζητεί τις νέες ιστορικές συντεταγμένες που ορίζουν ανά περιοχή τις ανισότητες με βάση τις οποίες εξαπλώνεται παγκοσμίως ο σύγχρονος καπιταλισμός. Η διερεύνηση της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης είναι επιτακτική, καθώς οι διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένες ζώνες που βίωσαν κρίσεις, με καταστροφικά αποτελέσματα (όπως ήταν μέχρι τότε το Μεξικό, η Ινδονησία, η Ρωσία και η Αργεντινή). Ταυτόχρονα, τα διαφορετικά κινήματα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό επινοούν προτάσεις και στρατηγικές στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, η οποία χρειάζεται να υποστηριχτεί από μια βαθύτερη θεωρητική κατανόηση της θέσης του περιβάλλοντος χώρου και της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης που διαμορφώνει τον κόσμο γύρω μας, όπως τονίζει ο Χάρβεϊ.