του Σπύρου Κακουριώτη
Με τους περισσότερους εκδότες να έχουν αναστείλει την παραγωγή νέων τίτλων προσδοκώντας «καλύτερες μέρες», η κρίση της πανδημίας και της επιβεβλημένης «κοινωνικής αποστασιοποίησης» μετατρέπεται σε ευκαιρία για (επαν)αναγνώσεις: για μείωση ταχύτητας στην καθημερινή ζωή, για αναστοχασμό, για επανεκτίμηση όσων αποτελούν τα όντως ουσιώδη του βίου… Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική περίπτωση που το νεοφιλελεύθερο πολεμιστήριο σάλπισμα («οι κρίσεις είναι ευκαιρίες») μπορεί να αφορά τους πολλούς…
Θανάσης Καμπαγιάννης, Με τις μέλισσες ή με τους λύκους, Αντίποδες
Σχεδόν ποτέ μια δικαστική αγόρευση, αυτό το ιδιαίτερο και απαιτητικό είδος ρητορικού λόγου, δεν έχει φτάσει στο ευρύτερο κοινό μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και έπειτα. Η σπάνια αυτή εξαίρεση, που αποτελεί η έκδοση της αγόρευσης του Θανάση Καμπαγιάννη, ενός εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής στην πολύμηνη δίκη της Χρυσής Αυγής, μαρτυρά, καταρχάς, την κρισιμότητα αυτής της δικαστικής διαδικασίας για τη δημοκρατία μας, που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τις δίκες της χούντας· επιπλέον, όμως, αποτελεί μάρτυρα για την ξεχωριστή ποιότητα του δικανικού λόγου του νεαρού νομικού, που με στιβαρή επιχειρηματολογία, νομική αυστηρότητα, αλλά και γραφή που δεν στερείται λογοτεχνικών (όχι, φυσικά, μυθοπλαστικών!) αρετών, θεμελιώνει την ενοχή των κατηγορούμενων, προχωρώντας ταυτόχρονα σε μια περιεκτική επισκόπηση της εγκληματικής δράσης και του modus operandi της ναζιστικής οργάνωσης. Ιδιαίτερα φωτίζει στην αγόρευσή του όχι μονάχα την επίθεση εναντίον των αιγύπτιων αλιεργατών, των εντολέων του, αλλά και εκείνη εναντίον των μελών του ΠΑΜΕ και, πάνω απ’ όλα, τα ακριβή περιστατικά της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Μέσα από την αναφορά του στα καθέκαστα των επιθέσεων αυτών, ο νομικός αναδεικνύει τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης και τη στρατιωτική δομή της, περιγράφει τη δράση των ομάδων κρούσης και τις επιθέσεις κατά μεταναστών και πολιτικών αντιπάλων, με στόχο την εδαφική της εδραίωση στη Νίκαια και το Πέραμα. Με διαρκείς αναφορές στη σοκαριστική (και νομικά αστήρικτη, όπως καταδεικνύει) αθωωτική πρόταση της εισαγγελέως, ο Θανάσης Καμπαγιάννης θέτει το δικαστήριο, αλλά και όλη την ελληνική κοινωνία, μπροστά στο δίλημμα αν συντάσσεται «με τις μέλισσες ή με τους λύκους», με τον κόσμο της δημοκρατικής ευθύνης και αλληλεγγύης ή με την αγέλη των εγκληματιών που θέλησαν να φορέσουν την προβιά του πολιτικού κόμματος. Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο Με τις μέλισσες ή με τους λύκους αποτελεί ένα σημαντικό τεκμήριο της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας, που επιπλέον διαβάζεται απνευστί.
Αλέξης Ηρακλείδης, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων, Θεμέλιο
«Προκλητική στάση»: Αυτή είναι η μόνιμη επωδός των ελληνικών μέσων ενημέρωσης όταν αναφέρονται στην Τουρκία και τις κινήσεις της στη σκακιέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι, όμως, πραγματικά «προκλητική» ή και «παράλογη» η πολιτική της γειτονικής χώρας απέναντι στην Ελλάδα; Και είναι, άραγε, όπως υπονοεί αυτό το δημοσιογραφικό στερεότυπο, πάντοτε ορθή και δίκαιη η ελληνική στάση; Η δέσμη των προβλημάτων που συναπαρτίζουν την ελληνοτουρκική διένεξη είναι πολυποίκιλη –σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η πάγια ελληνική θέση, πως το μόνο πρόβλημα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας– και πολύπλοκη, καθώς άπτεται πτυχών του διεθνούς δικαίου που η κάθε χώρα ερμηνεύει διαφορετικά. Επιχειρώντας να προσφέρει στον αναγνώστη έναν χάρτη πλοήγησης στο σύνθετο και όλο και εντονότερα συγκρουσιακό αυτό τοπίο, που πλέον, λόγω του ζητήματος της οριοθέτησης των ΑΟΖ, έχει επεκταθεί στο σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου, ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Αλέξης Ηρακλείδης συνοψίζει σε 50+1 εύληπτες και περιεκτικές ερωταποκρίσεις το σύνολο των προβλημάτων των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο. Για τον συγγραφέα, πολλές από τις θέσεις τις οποίες υιοθέτει και τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει η Τουρκία μπορεί να θεωρηθούν ακραίες (όπως είναι, π.χ., το μνημόνιο με τη Λιβύη)· όμως η διαμόρφωση μιας ορθολογικής και, εντέλει, αποτελεσματικής στάσης απέναντι σε αυτές προϋποθέτει την κατανόηση ότι πολλά άλλα θέματα απ’ όσα τίθενται στο διμερές τραπέζι συνιστούν νομιμοποιημένα και ζωτικά συμφέροντά της (όπως, π.χ., η μη αναγνώριση των 10 ν.μ. ως εύρος του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου). Προκειμένου οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας να επιστρέψουν σε μια περίοδο ύφεσης, όπως αυτή των ετών 1999-2011, η οποία υπήρξε επωφελής και για τις δύο χώρες, βασική προϋπόθεση αποτελεί η αντικειμενική γνώση των προβλημάτων και των εκατέρωθεν επιδιώξεων, όχι η αντιμετώπισή τους με βάση τα εθνοκεντρικά στερεότυπα ή η λήψη αποφάσεων υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, επισημαίνει ο συγγραφέας.
Justine Augier, Με ζέση. Η ιστορία της Ραζάν Ζαϊτούνε, Σύριας δικηγόρου, Πόλις
«Κείμενα μη ταξινομήσιμα, που δεν υπάγονται απόλυτα ούτε στη δημοσιογραφία, ούτε στη λογοτεχνία, ούτε στο πολιτικό δοκίμιο αλλά εδράζονται στο ιδιαίτερο σημείο όπου αυτά τα τρία συγκλίνουν». Έτσι χαρακτηρίζει η γαλλίδα συγγραφέας και ακτιβίστρια Ζυστίν Ωζιέ τα κείμενα της ηρωίδας της, δικηγόρου και ακτιβίστριας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία του καθεστώτος Άσαντ. Μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, εγκαταστάθηκε στις περιοχές που έλεγχε η αντιπολίτευση, συνεχίζοντας να δουλεύει μέσα στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών, θέτοντας όμως στο στόχαστρό της και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των αντικαθεστωτικών ένοπλων ομάδων, ιδίως των ισλαμιστών. Τον Δεκέμβριο του 2013, η Ραζάν Ζαϊτούνε, μαζί με τον σύζυγό της και ένα ζευγάρι συντρόφων τους, απήχθη από αγνώστους, πιθανόν μέλη της σαλαφιστικής ομάδας «Στρατός του Ισλάμ». Η τύχη τους έκτοτε αγνοείται… Η συγγραφέας, με αντίστοιχα υβριδική γραφή, επιχειρεί να ανασυστήσει την πορεία της ακτιβίστριας, μέσα από τα λίγα, και συχνά ανασφαλή, ίχνη που άφησε πίσω της· αλλά και να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση της καθόδου στην κόλαση που βίωσε και βιώνει ένας ολόκληρος λαός, σκορπισμένος σήμερα στις Μόριες ολόκληρου του κόσμου. Κείμενα της Ραζάν Ζαϊτούνε, μαρτυρίες ανθρώπων που εργάστηκαν δίπλα της, σπαράγματα από βιντεοσκοπημένες στιγμές της, γίνονται οι πολύτιμες ψηφίδες που θα επιτρέψουν στη συγγραφέα να αναζητήσει τον μίτο που θα τη βοηθήσει να προσανατολιστεί μέσα στον λαβύρινθο της συριακής εξέγερσης, αλλά και να προσεγγίσει βιωματικά ένα πρόσωπο που δεν γνώρισε ποτέ. Με τη βοήθεια αυτών των ελάχιστων τεκμηρίων, πλάθει μιαν άλλη Περσεφόνη, που μετά την άνοιξη των πρώτων διαδηλώσεων θα βρεθεί να συλλέγει στοιχεία που να τεκμηριώνουν τα εγκλήματα του πολέμου με κοριτσίστικη ζέση («puellari studio», σύμφωνα με τις οβιδιακές Μεταμορφώσεις), για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο αρπαγμένη από τον Άδη τούτου εδώ του κόσμου. Κι όχι μονάχα για έναν χειμώνα…
William H. McNeill, Επιδιώκοντας την ισχύ, Παπαδόπουλος
Σαράντα σχεδόν χρόνια μας χωρίζουν από την εποχή που ο Ουίλιαμ Μακνίλ (1917-2016), ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας, συνέγραψε αυτό το έργο, ένα πρότυπο «παγκόσμιας ιστορίας» (global history) πολύ προτού καθιερωθεί ο όρος. Για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει τον ιστορικό και το έργο του, ο υπότιτλος («Πόλεμοι, τεχνολογία και κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα») πιθανόν να λειτουργήσει παραπλανητικά, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι έχει να κάνει με κάποιου είδους στρατιωτική ιστορία. Αντιθέτως, ο Μακνίλ συνθέτει μια εμβριθέστατη ιστορία της Ευρώπης, τοποθετημένης μέσα στα παγκόσμια δίκτυα εντός των οποίων διακινούνται τεχνολογίες, εμπορεύματα και ιδέες. Μολονότι τα δύο πρώτα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην αρχαιότητα και στην πρώιμη «βιομηχανική» και εμπορική ανάπτυξη της Κίνας κατά τον 11ο αιώνα, το έργο αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο οι τεχνολογικές εφευρέσεις, ιδιαίτερα οι στρατιωτικές, και η διαχείριση της οργανωμένης βίας εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, καθώς και η επέκταση της αγοράς, του εμπορίου και του κεφαλαίου, μετασχημάτισαν τις κοινωνίες της Δύσης, από το έτος 1000 μ.Χ. μέχρι τη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση, τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ού αιώνα, την εμφάνιση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και της κούρσας των εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου. Για τον Μακνίλ, η υπεροχή της Δύσης οφείλεται στον κατακερματισμό της –στο γεγονός ότι η πολιτική συγκρότηση της πρώιμης νεότερης Ευρώπης στηρίχθηκε σε εμπορικές πόλεις κράτη, όπως οι ιταλικές, και όχι σε μια γραφειοκρατικοποιημένη αυτοκρατορία, όπως η Κίνα (ή η Σοβιετική Ένωση της εποχής που γραφόταν αυτό το έργο). Σε αυτόν τον αποκεντρωμένο έλεγχο της οργανωμένης βίας, διά της εμπορευματοποίησής της, οφείλεται η δημιουργία των συνθηκών εκείνων που επέτρεψαν την επέκταση του εμπορίου και της αγοράς, αλλά και της τεχνολογικής καινοτομίας, στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η επέκταση της Δύσης σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Michaël Fœssel, Υποτροπή: 1938, Πόλις
Οικονομική κρίση, άνοδος της ακροδεξιάς, προσφυγική κρίση… Η Ευρώπη βρίσκεται, άραγε, μπροστά σε μια επανάληψη της δεκαετίας του 1930; Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας νιτσεϊκής «επιστροφής» αποτελεί τον ανομολόγητο (καθότι ανορθολογικό) φόβο πολλών. Μολονότι χρησιμοποιεί τον νομικό/ιατρικό όρο της «υποτροπής», ο γάλλος φιλόσοφος Μικαέλ Φεσέλ δεν διατείνεται ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Θεωρεί όμως ότι οι ίδιες δομικές προϋποθέσεις μπορούν να παράγουν ανάλογα αποτελέσματα. Εκκινώντας από τις πρόδηλες αναλογίες με το σήμερα, συναντά τη δεκαετία του ’30 και πιο συγκεκριμένα μια κρίσιμη χρονιά για τη γαλλική ιστορία: το 1938. Τον Μάρτιο αυτής της χρονιάς, η δεύτερη κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ υποβάλλει την παραίτησή της, δίνοντας οριστικά τέλος στην εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου. Την πρωθυπουργία θα αναλάβει ο Νταλαντιέ, που λίγους μήνες αργότερα θα υπογράψει, μαζί με τον Τσάμπερλαιν, τη συμφωνία του Μονάχου. Η προσφυγική κρίση που έχει ξεσπάσει μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία κορυφώνεται έπειτα από την προσάρτηση της Αυστρίας. Η διεθνής συνδιάσκεψη στο Εβιάν δεν θα αποφέρει τίποτε περισσότερο από λόγια παρηγοριάς. Καμία χώρα δεν θα δεχθεί στο έδαφός της εβραίους πρόσφυγες, εκτός από τη Δομινικανή Δημοκρατία, ενώ η Γαλλία δηλώνει αποφασισμένη να απωθεί χωρίς έλεος όσους φτάνουν στα σύνορά της. Στο εσωτερικό, οι εργατικές κατακτήσεις της διακυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου αφαιρούνται μία-μία, επίσης χωρίς έλεος, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, οι πληβείοι, τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις τους αποτελούν αντικείμενο μίσους εκ μέρους των μικροαστών, που κορυφώνεται, μαζί με τον αντισημιτισμό και τον αντικοινοβουλευτισμό… Δυο χρόνια αργότερα όλα αυτά θα σαρκωθούν στο καθεστώς του Βισύ. Ο συγγραφέας γνωρίζει αυτήν την κατάληξη· άλλωστε αυτή γέννησε τα ερωτήματα που τον έστρεψαν στο 1938. Όπως και ο ιστορικός, επιχειρεί να παρακολουθήσει τα γεγονότα από τη σκοπιά ενός παρατηρητή που αγνοεί το τέλος του δράματος –γι’ αυτό και η πρώτη ύλη του είναι αποκλειστικά οι εφημερίδες της εποχής. Όπως ο σημερινός αναγνώστης, δεν μπορεί παρά να στοχαστεί τις αναλογίες, που βέβαια δεν μας επιτρέπουν «να συμπεράνουμε με βεβαιότητα τη φύση όλων εκείνων που απειλούν να έρθουν», λειτουργούν όμως, παρόλα αυτά, «ως υπόμνηση του τραγικού στην ιστορία».
Jacques Dugast, Η πολιτιστική ζωή στην Ευρώπη, Gutenberg
Η μακρά περίοδος ειρήνης που γνώρισε η Ευρώπη, από το τέλος του γαλλο-πρωσικού πολέμου (1870) μέχρι και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), υπήρξε μια εποχή ταχύτατων μετασχηματισμών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών, από τη μια άκρη της ηπείρου μέχρι την άλλη. Όχι άδικα, αυτό το γύρισμα του αιώνα που αποκλήθηκε Μπελ Επόκ, σημαδεύτηκε από ελπίδες και φόβους, καθώς η ζωή των ανθρώπων μεταμορφώθηκε ριζικά. Σκηνικό αυτών των μετασχηματισμών αποτέλεσαν οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Με κτίρια ολοένα και ψηλότερα, φαρδείς δρόμους και ηλεκτρισμό, που τους προσέδιδε μια δεύτερη ζωή τη νύχτα, αποτέλεσαν το έδαφος πάνω στο οποίο εμφανίστηκαν οι μεγάλες εκθέσεις, τα μαζικά θεάματα, οι αθλητικές εκδηλώσεις, τα μιούζικ χολ, οι κινηματογράφοι. Η ταυτόχρονη παρουσία τους από το Λονδίνο μέχρι την Πετρούπολη και από τη Στοκχόλμη μέχρι την Αθήνα, πρωτεύουσες που συνδέονταν πλέον εύκολα μέσω του σιδηροδρόμου, συνέβαλε στην ομογενοποίηση των πολιτισμικών πρακτικών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το μωσαϊκό αυτών των νέων πρακτικών εξετάζει στη μελέτη του ο γάλλος καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας Ζακ Ντυγκάστ, εστιάζοντας τόσο στα ενοποιητικά αποτελέσματα μιας οιονεί κοινής κουλτούρας όσο και στους φόβους που αναζωπύρωσε αυτή η ομογενοποίηση, πυροδοτώντας ταυτοτικές διεκδικήσεις και καταφυγή σε επιμέρους πολιτιστικές παραδόσεις. Πρόκειται για την αφήγηση της συγκρότησης της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ηγεμονίας, αλλά, ταυτόχρονα, και της κρίσης της, που εκφράζεται τόσο μέσα από την εκτεταμένη «δυσαρέσκεια», η οποία θα πάρει ποικίλες μορφές ανορθολογισμού, όσο και μέσα από τη διαμόρφωση της επαναστατικής αμφισβήτησής της στον χώρο των τεχνών αλλά και της πολιτικής. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο επιμελητής, ιστορικός Λάμπρος Φλιτούρης, η κατανόηση των φόβων και των ελπίδων που συνόδευσαν την έλευση του 1900 μπορεί να μας χρησιμεύσει και σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε μια εποχή που σημαδεύεται από ανάλογους ριζικούς μετασχηματισμούς, κοινωνικούς, τεχνολογικούς, αλλά και πολιτισμικούς.
Νίκος Ποταμιάνος, «Της αναίδειας θεάματα»: Κοινωνική ιστορία της Αποκριάς στην Αθήνα, 1800-1940, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Συχνά, χρησιμοποιώντας στον σύγχρονο κόσμο τα αναλυτικά εργαλεία που διαμόρφωσε ο Μ. Μπαχτίν μελετώντας το καρναβάλι και τον κοινωνικό ρόλο του στον Μεσαίωνα και τον πρώιμο νεότερο κόσμο, θα δει κανείς ότι μπορούν να αποβούν χρήσιμα για άλλου είδους φαινόμενα, όχι όμως για το ίδιο το καρναβάλι –τουλάχιστον όχι στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα. Εκεί έχει να κάνει συνήθως με εμπορευματοποιημένα απολιθώματα, με σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα. Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία «εξημέρωσης» του καρναβαλιού εξετάζει στη μελέτη του ο ιστορικός Νίκος Ποταμιάνος, επικεντρώνοντας στη μετασχηματιζόμενη Αθήνα, σε μια περίοδο που εκκινεί από την οθωμανική πόλη για να φτάσει μέχρι τη μεσοπολεμική πρωτεύουσα. Πρόκειται για μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο ανατρεπτικός χαρακτήρας των αποκριάτικων πρακτικών παραμερίστηκε, προς όφελος μιας αναδυόμενης αντίληψης περί «ευρωπαϊκής διασκέδασης», που μετέτρεπε το καρναβάλι σε ένα ακόμη αστικό θέαμα. Αυτή η διαδικασία πολιτισμικού μετασχηματισμού και απομάγευσης του κόσμου δεν εξελίχθηκε χωρίς αντιθέσεις, κάθε άλλο: λαϊκή και αστική κουλτούρα, ευρωπαϊκά πρότυπα και πατροπαράδοτα έθιμα, ορμές και πολιτισμός, νοσταλγία και πρόοδος συνυπήρξαν για μεγάλες χρονικές περιόδους, ανταγωνιστικά ή συμβιωτικά, στους δρόμους και στις διασκεδάσεις των αιθουσών. Θέλοντας να αφηγηθεί την κοινωνική ιστορία της αθηναϊκής Αποκριάς, ο συγγραφέας εξετάζει την εισαγωγή της ευρωπαϊκής αποκριάτικης κουλτούρας κατά την οθωνική περίοδο, τις διαδρομές της μεταμφίεσης, την έξοδο των γυναικών στον δημόσιο χώρο, την ακμή και την παρακμή της καρναβαλικής σάτιρας, τη στροφή προς τα κέντρα διασκέδασης, μια σειρά πολιτισμικών μετασχηματισμών στους οποίους πρωταγωνιστούν «πλανόδιοι μανάβηδες και τραπεζίτες, αποτυχημένοι ηθοποιοί και κυρίες του καλού κόσμου, βασιλιάδες και δημοσιογράφοι». Κοινωνική και μαζί πολιτισμική ιστορία, η μελέτη του Ν. Ποταμιάνου αποτελεί ταυτόχρονα και μια ιστορία της Αθήνας, της πόλης και του χώρου της, δημόσιου και ιδιωτικού.
Σωτήρης Ριζάς, 1909: Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, Μεταίχμιο
Αποτελεί μάλλον κοινή παραδοχή των ιστορικών ότι ο ελληνικός 20ός αιώνας εκκινεί μετά το 1909, την περίοδο που ταυτίζεται με τον βενιζελισμό της Ανόρθωσης και την επέκταση της χώρας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους –ένα σχήμα που ταυτίζεται, ως προς την έναρξη, με αυτό του «σύντομου 20ού αιώνα». Συνεπώς, δικαίως το 1909 συμπεριλαμβάνεται στην εκδοτική σειρά «Χρονιές που σημάδεψαν τη νεοελληνική ιστορία», καθώς το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί στάθηκε ο καταλύτης εξελίξεων καθοριστικών για την πορεία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας έχει επίγνωση ότι οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν μονάχα θετικές· δεν περιορίζονται μονάχα στη στερέωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Βενιζέλου, ούτε στη στρατιωτική προπαρασκευή που οδήγησε στη νίκη των Βαλκανικών. Η στρατιωτική επέμβαση του 1909 δεν ήταν κάποια «επανάσταση» (όπως συχνά την ονομάζουμε λόγω της θετικής αποτίμησής της) αλλά ένα πραξικόπημα, υπογραμμίζει ο Σ. Ριζάς, το οποίο εγκαινίασε μια παράδοση στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική ζωή της χώρας, που διήρκεσε 65 ολόκληρα χρόνια και εγκαταλείφθηκε μόνο μετά από μια πολεμική ήττα, αυτή της χούντας στην Κύπρο. Στη μελέτη του, ο ιστορικός εξετάζει την κατάσταση φθοράς στην οποία είχαν περιέλθει, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό και στο Κρητικό Ζήτημα, τα προσωποπαγή «παλαιά κόμματα», τα αίτια της διάχυτης δυσαρέσκειας στο σώμα των αξιωματικών, ιδιαίτερα των κατώτερων, αλλά και την εμπλοκή της βασιλικής οικογένειας σε αυτήν. Αναφέρεται διεξοδικά στις διεργασίες στο εσωτερικό του στρατού, που θα οδηγήσουν στην σύμπηξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στην επίδειξη δύναμης εκ μέρους του στις 15 Αυγούστου 1909 και στην λαϊκή στήριξη των κινηματιών από το μαζικό συλλαλητήριο των συντεχνιών ένα μήνα αργότερα. Μέσα από τη διπλωματική αλληλογραφία της βρετανικής και της γαλλικής πρεσβείας παρακολουθεί τους προβληματισμούς και τη διαμόρφωση της στάσης του Γεωργίου Α’ απέναντι στο κίνημα, καθώς επίσης και τους υπολογισμούς των κομμάτων, που σχεδιάζουν τις κινήσεις τους υπό τον φόβο επιβολής ανοιχτής δικτατορίας. Τέλος, αναλύει τις δυσκολίες που συναντούν οι κινηματίες στον χειρισμό της κατάστασης, οι οποίες απειλούν να φθείρουν το κύρος τους και τους οδηγούν, τελικά, στην αναζήτηση σανίδας σωτηρίας στον δυναμικό πολιτικό από την Κρήτη, ο οποίος θα προσφέρει τη λύση στο αδιέξοδο προτείνοντας την εκλογή Αναθεωρητικής Βουλής. Αν και δεν θα κυριαρχήσει σε αυτήν, θα είναι το πρώτο βήμα για την ανατροπή ενός από πολλού χρόνου φθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Σ. Ηλιάδου-Τάχου κ.ά. (επιμ.), Κατοχή και Εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία, Επίκεντρο
Η Δυτική Μακεδονία και οι ορεινοί όγκοι της, ο Γράμμος, το Βόιο, το Βίτσι, το Καϊμάκτσαλαν, υπήρξαν το αιματηρό θέατρο των σκληρότερων μαχών του εμφυλίου πολέμου, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα επίκεντρα της ένοπλης αντίστασης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θύμα ανελέητων γερμανικών αντιποίνων. Η ρευστή εθνική συνείδηση του σλαβόφωνου πληθυσμού της περιοχής, την κατέστησε πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών σχεδίων και εθνικισμών: βουλγαρικού, αποσχιστικού σλαβομακεδονικού και ελληνικού, ο οποίος επεδίωκε την ενσωμάτωσή τους με βάση είτε την αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων (ΚΚΕ) είτε τη συμμετοχή στο αντικομμουνιστικό μπλοκ. Πεδίο σύγκρουσης ποικίλων δυνάμεων και μετασχηματισμού ταυτοτήτων, η περιοχή αποτελεί κυριολεκτικά «ερευνητικό εργαστήριο» για τους ιστορικούς (και όχι μόνο). Στον ανά χείρας τόμο δημοσιεύονται 30 ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν σε επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας στη Φλώρινα το 2017, στις οποίες ερευνώνται πτυχές της ιστορικής εμπειρίας της περιοχής κατά την περίοδο 1940-1950. Σε αυτές εξετάζονται η τριπλή κατοχή και οι ποικίλες μορφές συνεργασίας και αντίστασης, καθώς και οι μεταμορφώσεις του εθνικού προσανατολισμού των σλαβόφωνων κατοίκων· η περίοδος του Εμφυλίου, οι πολιτικές και εκλογικές επιπτώσεις του, οι στρατιωτικές πτυχές και η δράση των εκατέρωθεν σωμάτων, αλλά και οι τύχες των παιδιών εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Ακόμη, εξετάζεται η μνήμη του Εμφυλίου, επίσημη και βιωμένη, όπως διαμορφώνεται σε τοπικό επίπεδο σε συνδιαλλαγή με το εθνικό, καθώς και η τέχνη, η λογοτεχνία και τα μνημεία που αποτελούν έκφραση αυτής της μνήμης. Ο τόμος συμπληρώνεται με συμβολές που αναφέρονται στις ταυτότητες και τις πολιτικές συμπεριφορές των σλαβόφωνων, στις πολιτικές εκπαίδευσης των αλλόγλωσσων πληθυσμών της περιοχής, αλλά και στη διαχείριση του ιστορικού τραύματος στα σχολικά εγχειρίδια και τις διδακτικές πρακτικές των εκπαιδευτικών.
Μωσέ Αελιών, Ωδίνες θανάτου, Αλεξάνδρεια
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1925 ο συγγραφέας, σε ηλικία 18 ετών ακολούθησε τη μοίρα των συμπατριωτών του ισραηλιτών της πόλης, στο μαρτυρικό τους ταξίδι από την πάλαι ποτέ «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», στοιβαγμένος μαζί με την οικογένειά του στις αμαξοστοιχίες που κατευθύνονταν προς την Πολωνία, υλοποιώντας τη ναζιστική «Τελική Λύση». Προορισμός τους το Άουσβιτς· συνώνυμο του θανάτου για τους περισσότερους, καθώς σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η μητέρα και η αδελφή, η θεία, η εξαδέλφη, ο παππούς και η γιαγιά του θα εξοντωθούν στους θαλάμους αερίων μόλις αποβιβαστούν. Αργότερα η ίδια μοίρα περίμενε τον θείο του. Ο ίδιος θα επιζήσει. Όχι μονάχα στο Άουσβιτς, για την καθημερινότητα του οποίου δίνει μια λεπτομερή εικόνα στο χρονικό του· όταν τα σοβιετικά στρατεύματα πλησιάσουν στο στρατόπεδο εξόντωσης, θα ακολουθήσει την «πορεία θανάτου» προς το εσωτερικό του Ράιχ, καταφέρνοντας, χάρη στη βοήθεια που έδωσε και έλαβε από τον συνοδοιπόρο του Μπίνιο, έναν επίσης σαλονικιό εβραίο, να επιζήσει και να φτάσει στο Μαουτχάουζεν, έπειτα στο Μελκ και, τέλος, στο Έμπενζεε, όλα στρατόπεδα που βρίσκονταν στο αυστριακό έδαφος. Εκεί θα τον βρει η απελευθέρωση από τα αμερικανικά στρατεύματα, εκεί, σε μια εξαιρετικά συμβολική στιγμή, θα αναδεχθεί ολοκληρωτικά την εβραϊκότητά του, κάτι που θα τον οδηγήσει στη συνέχεια όχι στην Ελλάδα –όπου κανείς δεν έχει μείνει για να τον υποδεχτεί– αλλά, μέσω Ιταλίας, στο Ισραήλ. Θα περάσει χρόνια αποσιωπώντας την εμπειρία του στα στρατόπεδα εξόντωσης, τόσο από την οικογένειά του όσο και από τον επαγγελματικό του περίγυρο. Στην ισραηλινή κοινωνία της εποχής το ιδανικό του μαχητικού «νέου εβραίου» δεν μπορούσε να χωρέσει το θύμα, τους «ηττημένους» της διασποράς. Μονάχα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισε να δραστηριοποιείται στις κοινότητες μνήμης του Ολοκαυτώματος, ο συγγραφέας κατάφερε να νικήσει την απώθηση. Και να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια. Το 1990 θα συνθέσει το ανά χείρας χρονικό, επιδιώκοντας συνειδητά να αφαιρέσει οποιονδήποτε δραματικό τόνο, εμμένοντας στην τεκμηρίωση όσων αναφέρει βάσει αρχειακού υλικού από το Μουσείο του Άουσβιτς και άλλες πηγές, προσθέτοντας κεφάλαια για την παιδική και νεανική του ηλικία στην προπολεμική εβραϊκή Θεσσαλονίκη, παραδίδοντας στον αναγνώστη ένα πολύτιμο μάθημα για τον αγώνα ενάντια στη λήθη.
Γιώργος Ανδρίτσος, Κινηματογράφος και Ιστορία, ΚΨΜ
Η σχέση του κινηματογράφου με την ιστορία υπήρξε εξαρχής διττή: Αφενός, οι ταινίες μυθοπλασίας αποτελούν, για τον ιστορικό, εξαιρετική πρωτογενή πηγή –όχι, βεβαίως, για την εποχή στην οποία αναφέρονται αλλά για την εποχή κατά την οποία παράγονται– και, αφετέρου, αποτελούν έναν εξαιρετικά ισχυρό παραγωγό δημόσιας ιστορίας, διαμορφώνοντας στάσεις, στερεότυπα, ακόμη και τη μνήμη των γεγονότων τα οποία αφορά η μυθοπλασία. Αυτόν ακριβώς τον διπλό ρόλο του κινηματογράφου μελετά ο ιστορικός Γιώργος Ανδρίτσος, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται η Κατοχή και η Αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους σε ένα χρονικό άνυσμα που ξεκινά από την επαύριο της απελευθέρωσης, τη σεζόν 1944/1945, για να φτάσει μέχρι το τέλος της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, τη σεζόν 1981/1982. Έτσι, μελετώνται ταινίες που δημιουργήθηκαν κατά τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο, τη χουντική επταετία, αλλά και τα χρόνια της μεταπολίτευσης, πριν από την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης. Ερευνώντας ένα φιλμικό σώμα 182 συνολικά ταινιών, στις οποίες βρέθηκαν σχετικές αναφορές, ο συγγραφέας επιχειρεί να εντοπίσει τις διαφοροποιήσεις αλλά και τις συνέχειες στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις της περιόδου, συσχετίζοντάς τις με τις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που σημειώνονται στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Παράλληλα, εξετάζει την εικόνα που κατασκευάζουν οι ταινίες γι’ αυτή την κρίσιμη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αναζητώντας ταυτόχρονα τις σκοπιμότητες που υπηρετούν κάθε φορά αυτές οι κατασκευές. Τέλος, επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τη συμβολή των ταινιών αυτών στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, εξετάζοντας την πρόσληψή τους από το κοινό, όπως αυτή αποτυπώνεται στην εισπρακτική τους κίνηση, στην υποδοχή τους από την κριτική σε επιλεγμένες εφημερίδες όλου του πολιτικού φάσματος και σε κινηματογραφικά περιοδικά, αλλά και στο δημόσιο διάλογο που ορισμένες προκάλεσαν. Η μελέτη συμπληρώνεται με μια εξαιρετικά χρήσιμη στους ερευνητές αναλυτική φιλμογραφία της κάθε περιόδου, αλλά και αφίσες και φωτογραφικό υλικό από τις υπό εξέταση ταινίες.
Φρ. Ένγκελς κ.ά., Χώρος και εξέγερση, Ψηφίδες
Μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι εργατικές εξεγέρσεις υπήρξαν ένα φαινόμενο άρρηκτα δεμένο με τον αστικό χώρο· και ο αστικός χώρος ήταν έτσι σχεδιασμένος ώστε να μπορούν να προλαμβάνονται ή να καταστέλλονται οι εξεγέρσεις. Το Παρίσι του 19ου αιώνα, πολεοδομημένο από τον Οσμάν, με τις ευθείες λεωφόρους προσαρμοσμένες στο βεληνεκές των κανονιών, είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γι’ αυτό και αποτελεί τον «πρωταγωνιστή» που συνδέει τα επτά κείμενα της ανά χείρας συλλογής, τα οποία εστιάζουν στην «επαναστατική στιγμή» και στους τρόπους με τους οποίους εκτυλίσσεται στον χώρο: Ο Φρειδερίκος Ένγκελς, στην εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850, γραμμένο το 1895, αναφέρεται σε αυτόν τον επαναστατικό κύκλο, θεωρώντας πως δεν συγκέντρωνε τους όρους ώστε να είναι νικηφόρος, και απορρίπτει το μοντέλο των οδομαχιών, που χαρακτήριζε τις αστικές συγκρούσεις του 19ου αιώνα, ως απρόσφορο για την κατάληψη της εξουσίας. Αντιθέτως, ο Αύγουστος Μπλανκί, ο «σκοτεινός συνωμότης» του αναρχικού κινήματος, συνθέτει το 1866 ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο οδομαχιών, με τίτλο «Οδηγίες για μια ένοπλη εξέγερση», πολλές από τις οποίες θα εφαρμοστούν πέντε χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας. Τέλος, στη συλλογή περιλαμβάνεται ένα τρίτο ιστορικό κείμενο, το «Μαρξισμός και εξέγερση» του Λένιν, γραμμένο στις παραμονές της Ρώσικης Επανάστασης και απευθυνόμενο στην Κ.Ε. των μπολσεβίκων (όπου μειοψηφούσε), προκειμένου να πείσει για την ανάγκη προετοιμασίας του κόμματος για εξέγερση, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα περί ανωριμότητας των συνθηκών. Στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια ιστορικοποίησης αυτής της εμπειρίας, ο Μαρκ Τρογκότ («Τα οδοφράγματα ως ρεπερτόριο») και ο Καρλ Ντάγκλας («Οδοφράγματα και βουλεβάρτα: Υλικοί μετασχηματισμοί του Παρισιού») επικεντρώνονται, αφενός, στη χρήση των οδοφραγμάτων ως σταθερού τμήματος του ρεπερτορίου συλλογικής δράσης και, αφετέρου, στη συνομιλία τους με τους μετασχηματισμούς του αστικού χώρου στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Τέλος, ο Σεραφείμ Σεφεριάδης («Χώρος, αιτήματα, ρεπερτόρια…») ασχολείται με το ζήτημα του χώρου σε διαλεκτική σχέση με τις μετασχηματιστικές συλλογικές δράσεις των κινημάτων, αλλά και με την καθοριστική σημασία της πολιτικής διαμεσολάβησης, ενώ ο Θάνος Ανδρίτσος («Το έδαφος κάτω από την έφοδο στον ουρανό») επισκοπεί τον διάλογο μεταξύ χωρικού και ταξικού, έτσι όπως αποτυπώνεται στις θέσεις των Μανουέλ Καστέλς και Ντέιβιντ Χάρβεϊ.
Louis Althusser, Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους, Εκτός Γραμμής
Όπως προδιαθέτει ο τίτλος του, το κείμενο αυτό του Λουί Αλτουσέρ (1918-1990), το οποίο εκδόθηκε στη Γαλλία αρκετά χρόνια μετά τον θανατό του, αποτελεί ένα εγχειρίδιο που απευθύνεται σε όλους όσοι θεωρούν πως η φιλοσοφική σκέψη τούς είναι ξένη. Δεν πρόκειται ούτε για κάποια «εισαγωγή», ούτε για κείμενο εκλαΐκευσης, ούτε για ιστορία της φιλοσοφίας. Αντίθετα, πιστός στην άποψη ότι «η φιλοσοφία αποτελεί ταξική πάλη στο πεδίο της θεωρίας», επιχειρεί να την αποσπάσει από τη διδασκαλία των φιλοσόφων για να την τοποθετήσει, ως όπλο, στα χέρια των «μη φιλοσόφων», των καθημερινών ανθρώπων, προκειμένου να συγκροτήσουν με τους όρους της την «αυθόρμητη φιλοσοφία» τους, δηλαδή την πρακτική και θεωρητική στάση τους απέναντι στην αναγκαιότητα των πραγμάτων και την τάξη του κόσμου. Έτσι, με τρόπο έγκυρο αλλά προσιτό, αφού τοποθετήσει την φιλοσοφία, στη σχέση της με τη θρησκεία, στο πεδίο της διαπάλης ιδεαλιστικής και υλιστικής φιλοσοφίας, αναφέρεται μεθοδικά στην αφαίρεση, βασικό εργαλείο της σκέψης (επιστημονικής, φιλοσοφικής και οποιασδήποτε άλλης), ενώ στη συνέχεια επικεντρώνεται στο ζήτημα της πρακτικής –επιστημονικής, ιδεολογικής, πολιτικής, φιλοσοφικής κ.ά.– για να οδηγήσει έτσι τον αναγνώστη στην πάλη των τάξεων και τη διαλεκτική. Γραμμένο σε μια έντονα πολιτική στιγμή της θεωρητικής του πορείας, όταν η έννοια της «κρίσης του μαρξισμού» γίνεται κυρίαρχη στη σκέψη του, ο Αλτουσέρ επαναφέρει διαρκώς στις σελίδες της Μύησης το ερώτημα της σχέσης μαρξισμού και φιλοσοφίας, σκιαγραφώντας την πρόκληση που συνιστά το αίτημα της διαμόρφωσης μιας νέας φιλοσοφικής πρακτικής, που θα αλλάζει τους κανόνες και τα ερωτήματα και θα συμβάλλει στους αγώνες των κυριαρχούμενων τάξεων για την απελευθέρωσή τους.
William B. Irvine, Οδηγός για την καλή ζωή. Η αρχαία τέχνη της Στωικής χαράς, Ίκαρος
Σε εποχές γενικευμένου εγκλεισμού και φόβου για το μέλλον και μόνο ο τίτλος του ανά χείρας τόμου ακούγεται ειρωνικός. Αν όμως ο αναγνώστης επικεντρώσει την προσοχή του στον υπότιτλο, ίσως σκεφτεί ότι οι στωικοί φιλόσοφοι άκμασαν σε μια ανάλογη εποχή, όπου ο κλασικός κόσμος γύρω τους κατέρρεε, δίνοντας τη θέση του σε μια μακρά περίοδο επώδυνων μετασχηματισμών. Η δημοκρατική πόλις ανήκε στο παρελθόν, το ίδιο και η φιλοσοφία που βασική της μέριμνα αποτελούσαν κοσμολογικά ερωτήματα ή η αναζήτηση της πολιτειακής αρετής. Τα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής και αργότερα της ρωμαϊκής εποχής θέτουν στο επίκεντρό τους τον ατομικό άνθρωπο, επιχειρούν να απαντήσουν, κατά βάθος, σε πρακτικά ερωτήματα του βίου. Το ίδιο επιχειρεί και ο καθηγητής Ουίλιαμ Έρβιν, σε ένα βιβλίο που αποτελεί περισσότερο έναν πρακτικό οδηγό παρά μια τυπική φιλοσοφική μελέτη. Χαρακτηρίζοντας το έργο του «υβριδικό», και τον εαυτό του «έκκεντρο» σε σχέση με τους συναδέλφους του στο πανεπιστήμιο, επιδιώκει να θέσει και να απαντήσει πρακτικά ερωτήματα, όπως, π.χ., το πώς μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να εφαρμόσει τη στωική φιλοσοφία στη ζωή του –και γιατί αξίζει να προσπαθήσει. Έργο που ανήκει στο χώρο της «δημόσιας φιλοσοφίας» –ο ίδιος τοποθετεί τη δουλειά του «στα όρια ανάμεσα στη φιλοσοφία και σε κάτι άλλο»– παρουσιάζει με ευσύνοπτο και κατανοητό για το ευρύ κοινό τρόπο τους βασικούς εκπροσώπους και τις κυριότερες θέσεις των Στωικών, την εξέλιξη της φιλοσοφικής τους σκέψης: από τη δημιουργία της Στοάς από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα μέχρι και τη μεταπήδησή της στην αυτοκρατορική Ρώμη και τις διδασκαλίες του Σενέκα, του Επίκτητου ή του Μάρκου Αυρήλιου. Ταυτόχρονα, αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του στις πρακτικές εφαρμογές του στωικισμού και τις ψυχολογικές τεχνικές που ανέπτυξαν οι εκπρόσωποί του, ενώ τα τελευταία κεφάλαια αφιερώνονται στην υπεράσπιση και επαναξιολόγηση του στωικισμού υπό το φως της σύγχρονης ψυχολογίας.
Mark Woolmer, Φοίνικες: Ιστορία και πολιτισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Το ενδιαφέρον γι’ αυτή την εισαγωγική μελέτη σχετικά με έναν πολιτισμό κοντινό μας αλλά παντελώς άγνωστο το προκάλεσαν τα ποικίλα υβριστικά σχόλια που συνόδευσαν την ανακοίνωση της έκδοσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ποια σκοτεινή συνωμοσία να ανακάλυψαν πάλι οι «ελληνολάτρες» συμπολίτες μας; Καθώς έναρθρος λόγος δεν περιλαμβανόταν στους σχετικούς μυκηθμούς, το μόνο που μπορούσε να με προσανατολίσει ήταν η πάγια αλλεργία του εσμού αυτού στην τεκμηρίωση της φοινικικής προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου. Χάρη στον ελληνοκεντρικό προσανατολισμό της ιστορικής μας εκπαίδευσης, αυτή είναι και η μοναδική γνώση για τους Φοίνικες που αποκτά ο μέσος μαθητής –ίσως και κάτι παραπάνω, αν ενδιαφερθεί για την «ανατολίζουσα» περίοδο της αρχαϊκής τέχνης. Όμως οι Φοίνικες, ένας πληθυσμός που δεν αναγνωριζόταν σε αυτό το όνομα, συσπειρωμένος στις παράλιες πόλεις-βασίλεια του σημερινού Λιβάνου κυρίως, μεταξύ των οποίων η Βύβλος, η Τύρος και η Σιδώνα, εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου (με σημαντικότερη εγκατάσταση την Καρχηδόνα, στη σημερινή Τυνησία), κυριαρχώντας στο υπερπόντιο εμπόριο. Αν και εφευρέτες του αλφαβήτου όπως το γνωρίζουμε στη Δύση, από τον πολιτισμό τους δεν διασώθηκαν σημαντικά γραπτά τεκμήρια, κάτι που μετατρέπει την προσπάθεια ανασύστασης της ιστορικής τους πορείας σε αίνιγμα. Ο συγγραφέας, αντιμετωπίζοντας με κριτική ματιά τις γραπτές πηγές (που προέρχονται πάντοτε από γειτονικούς λαούς) και τα αρχαιολογικά ευρήματα, καθώς και τη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία, εισάγει τον αναγνώστη του στην ιστορία των πόλεων της Φοινίκης από την Εποχή του Χαλκού μέχρι και την κατάλυση της ανεξαρτησίας τους από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου και τελικά από τους Ρωμαίους. Στη μελέτη του εξετάζεται η πολιτική και κοινωνική συγκρότησή τους, η οικονομία και το εμπόριο, που τους επέτρεψαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους σφηνωμένες στα σύνορα μεγάλων αυτοκρατοριών (αιγυπτιακή, ασσυριακή κ.λπ.) Ακόμη, εξετάζονται η θρησκευτική ζωή, οι τέχνες και ο υλικός πολιτισμός των Φοινίκων, ενώ ένα μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στην υπερπόντια επέκταση, με τη μορφή είτε εμπορικών σταθμών είτε μόνιμων εγκαταστάσεων.