Αναδρομικά βραβεία από την “Βιβλιοτσούλα”

0
130

 

Χρήστος Τσιάμης. (Γράμμα από το Μανχάταν).

Τα βραβεία δεν έχουν πάντα ευστοχία.  Αυτό ήταν γνωστό από τον καιρό των αρχαίων.  Στον Αριστοφάνη, επί παραδείγματι, δώθηκε το δεύτερο βραβείο, τον συγκεκριμένο εκείνο χρόνο, για τους «Ορνιθες», ενώ το πρώτο βραβείο απενεμήθη σε έναν Αμειψία που κανείς ανά τους αιώνες δεν τον θεώρησε άξιο του ιδρώτα της επίπονης αντιγραφής ώστε να φτάσουν τα λόγια του στ’ αυτιά μας.  Οσο για το βραβείο Νόμπελ, τον αιώνα που μας πέρασε προσπέρασε ανεπιστρεπτί έναν Τολστόϋ, έναν Τζόϋς, κι έναν Μπόρχες, και συνεχίζει να προπερνάει προκλητικά τις μέρες μας τον Μίλαν Κούντερα και να μας αιφνιδιάζει καθώς εστιάζει την προσοχή του σε συγγραφείς με κείμενα εφήμερα.

 

Με σκέψεις παρόμοιες το αμερικανικό περιοδικό Bookslut (Βιβλιοτσούλα ή Βιβλιοπόρνη, όπως το προτιμάτε, στα ελληνικά) και με στόχο του τα καθιερωμένα βραβεία λογοτεχνίας στην Αμερική, αποφάσισε να ανακοινώσει την απαρχή καινούργιων βραβείων, τα βραβεία «Δάφνη».  Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση τους, οι εκδότες του περιοδικού ετόνισαν ότι ‘άν κοιτάξουμε πίσω σε ποιά βιβλία έχουν απονομηθεί τα βραβεία Πούλιτζερ και τα Κρατικά Βραβεία, κάθε φορά είναι το λάθος βιβλίο.’  Και συνεχίζουν: ‘Τα βραβεία για τα βιβλία, ως επί το πλείστον, πανηγυρίζουν τη μετριότητα.’  Παίρνει χρόνια, δεκαετίες, αναφέρουν, για να αναγνωριστούν έργα που όντως κάνουν κάποια τομή.  Ετσι ο σκοπός αυτού του νέου βραβείου (που παίρνει το όνομά του από την Ελληνική μυθολογία) είναι, μετά  από 50 χρόνια, να τιμήσει τα βιβλία που έπρεπε να είχαν τιμηθεί τότε (δηλαδή τα βιβλία που εκδόθηκαν το 1963 και που θα ήταν υποψήφια για βράβευση το 1964).

 

Με την βοήθεια των αναγνωστών του το περιοδικό κατάρτισε διάφορες λίστες αξιόλογων έργων για τις διαφορετικές κατηγορίες βιβλίων.  Θα σταθούμε στις λίστες γιά την πεζογραφία και την ποίηση.  Το 1964, λοιπόν, το Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας απενεμήθη στον Τζόν Απνταϊκ για το μυθιστόρημα του «Ο Κένταυρος», και το βραβείο ποίησης στον Τζόν Κρόου Ράνσομ για την «Επιλογή Ποιημάτων» του.  Την ίδια χρονιά της έκδοσης των ανωτέρω βιβλίων, σύμφωνα με του περιοδικού τις λίστες, είχαν εκδοθεί  μεταξύ άλλων και τα μυθιστορήματα «V» του Τόμας Πύντσον, «Γυάλινος Κώδων» της Σύλβια Πλάθ, και «Το Κουτσό» (σε μετάφραση) του Χούλιο Κορτάσαρ.  Στην κατηγορία της ποίησης είχαν εκδοθεί τα: «Σάντουϊτς Πραγματικότητας» του Αλλεν Γκίνσμπεργκ, «73 Ποιήματα» του ε.ε. κάμμινγκς, «Επιλογή Ποιημάτων» της Γκουεντόλυν Μπρούκς, και το «Πάτερσον» του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς (στην ολοκληρωτική του έκδοση).

 

Δεν θα εκφέρουμε γνώμη για την επιλογή των βραβείων του 1964.  Θα κάνουμε όμως μερικές παρατηρήσεις.  Να, ότι το «V» προαναγγέλει μια ιδιόμορφη τεχνοτροπία-τομή στα Αμερικάνικα γράμματα και δίνει το στίγμα του σημαντικού αυτού συγγραφέα που συνεχίζει να μας εκπλήσσει.  Ο «Γυάλινος Κώδων» πολύ αργότερα, με τη διαφώτιση του φεμινιστικού κινήματος, αποδεικνύεται ένα εμβληματικό βιβλίο.  Και «Το Κουτσό» κατέληξε να θεωρείται το αριστούργημα του σημαντικού αυτού Αργεντινού συγγραφέα κι ένα έργο μοναδικής τεχνικής καθώς πρωτοπορεί με την ανοιχτή αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος (όπου τα κεφάλαια μπορούν να διαβαστούν σε διαφορετικές ακολουθίες ανοίγοντας έτσι καινούργιες πόρτες στη διήγηση).  Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι, παρότι ο χρόνος απέδειξε ότι ο Απντάϊκ είναι σημαντικός συγγραφέας, «Ο Κένταυρος» δεν συμπεριλμβάνεται στα βιβλία του για τα οποία θα τον θυμόμαστε.

 

Απ’ τη μεριά της ποίησης, ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς  είχε εκδώσει τις πέντε συλλογές του έργου του  «Πάτερσον» στο διάστημα μεταξύ 1946 και 1958.  Λίγο μετά τον θάνατο του, το 1963, κυκλοφόρησε η ολοκληρωτική έκδοση που συμπεριελάμβανε και τα ποιήματα μιας έκτης συλλογής που δεν είχε προφτάσει να τελειώσει.  Το μεγάλο αυτό ποίημα, όπου η ποίηση εναλάσσεται με πεζά αποσπάσματα, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Αμερικανικής ποίησης.  Οσο για τα βιβλία του Γκίνσμπεργκ και του κάμμινγκς που αναφέραμε πιό πάνω, είναι γεγονός ότι δεν περιέχουν ποιήματα που θα τα βρεί κανείς την εποχή μας σε ανθολογίες.  Τέλος, στα ποιήματα της η Γκουεντόλυν Μπρούκς ζωντανεύει με τα λόγια της έναν ολόκληρο αόρατο κόσμο, τις φτωχογειτονιές των μαύρων του Σικάγου, και εγγράφει στη μνήμη μας ανεξίτηλες στιγμές και ρυθμούς όπως στο ποίημά της “We Real Cool”.  Το ερώτημα τίθεται, ποιός θυμάται σήμερα την ποίηση του Τζόν Κρόου Ράνσομ;

 

Αν κάναμε μια διαπίστωση, θα λέγαμε ότι η κριτική της λογοτεχνίας και τα βραβεία λαμβάνουν χώρα μέσα σε μια ορισμένη ατμόσφαιρα πολιτιστικής αποδοχής.  Λίγο πολύ αποδεχόμαστε αυτό που όλοι έχουμε συμφωνήσει ότι είναι αποδεκτό.  Αρεσκόμαστε να διαβάζουμε έναν ορισμένο τρόπο γραφής και τις παραλλαγές του, να ασχολούμαστε με μια συγκεκριμένη θεματολογία που καμιά φορά, ειδικά στην ποίηση, συμβαίνει να είναι και διαχρονική.  Κάτι που τείνει να ταράξει αυτή την τάξη θεωρείται ξένο σώμα και είτε αγνοείται είτε καταλήγει στον κάλαθον των αχρήστων .  Ευτυχώς που υπάρχει και η ανακύκλωση.  Το πώς και γιατί συμβαίνει, για μένα τουλάχιστον, είναι μυστήριο.

 

Η σύγχρονη λογοτεχνία βρίθει από παραδείγματα.  Τον Οκτώβριο του 1912 ο Μαρσέλ Προύστ υποβάλλει για έκδοση τον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».  Τον Δεκέμβριο ο εκδότης του επιστρέφει το αντίγραφο γιατί, λέει, δεν θέλει να διακινδυνεύσει και να εκδώσει κάτι ‘τόσο διαφορετικό απ’ αυτά που το κοινό είναι συνηθισμένο να διαβάζει.’  Του το εκδίδει ο τέταρτος κατά σειρά εκδότης που είχε προσεγγίσει αφού συμφώνησαν ότι ο Προύστ θα πλήρωνε τα έξοδα της έκδοσης και της διαφήμισης του βιβλίου!  Αλλού, σε ένα δοκίμιό του, ο Μπόρχες παρατηρεί ότι το διήγημα του Μέλβιλ «Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς» ‘προσδιορίζει ένα είδος γραφής που, γύρω στα 1919, ο Φράντς Κάφκα θα το ξαναεφεύρει…’  Οπως και το μυθιστόρημά του «Mardi», που εκδόθηκε το 1849, με την πλοκή του ‘προβλέπει τις μονομανίες και τους μηχανισμούς του «Κάστρου», της «Δίκης» και της «Αμερικής» [του Κάφκα]…’  Κι όμως, δεκαετίες μετά τον θανατό του Μέλβιλ, αν τύχαινε να τον συμπεριλάβουν σε ιστορίες της Αγγλικής λογοτεχνίας, εξακολουθούσαν να τον χαρακτηρίζουν ως ‘έναν απλό θαλασσογράφο.’  Τέλος, από τον Μπόρχες μαθαίνουμε επίσης ότι ‘το 1855 εμφανίστηκαν στη Νέα Υόρκη δυο αξιομνημόνευτα βιβλία.’  Το «Χαϊαγουάθα» του Λόνγκφελοου και τα «Φύλλα Χλόης» του Γουόλτ Γουϊτμαν.  Το πρώτο έκανε τότε μεγάλο πάταγο και τώρα, όπως λέει ο Μπόρχες, υπάρχει μόνο σε σχολικές ανθολογίες για να ικανοποιεί την περιέργεια τυχόν μελετητών και μαθητών.  Τα «Φύλλα Χλόης» τότε αγνοήθηκαν.  Ξέρουμε όμως τι απέγιναν κατόπιν!

 

Δεν υπάρχουν συμπεράσματα εδώ.  Μόνο παροτρύνσεις για “μια ματιά/ Ματιά πλατιά…” που λέει κι ο ποιητής.  Γιατί όλα είναι καλά, κι όλα χρειάζονται για να προχωράει η λογοτεχνία: να γράφουν οι συγγραφείς, να εκδίδονται βιβλία, να γράφουν οι κριτικοί, να απονέμονται βραβεία, και ύστερα ν’ ακολουθεί η κριτική της κριτικής απ’ όλους εμάς.  Φοβού μόνο την αδιαφορία!  Κι όσο για την «Βιβλιοτσούλα», ίσως η πρόθεση του περιοδικού να να μην ήταν να απονεμηθούν τα βραβεία όπως έχει ανακοινωθεί.  Ισως το όλο πράγμα να ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να ξεκινήσουν συζητήσεις σαν κι αυτή.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροGestus Melancholicus
Επόμενο άρθροΤα αγαθά κόποις κτώνται(;)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ