Της Κατερίνας Σχινά.
Μιλάμε πολύ για ερείπια, σήμερα, για θραύσματα, για σπαράγματα. Μας προσελκύει η έλλειψη, το ανείπωτο, ο υπαινιγμός, η εύγλωττη, ηθελημένη σιωπή. Μας γοητεύει το αθέατο· μας συναρπάζει η δύναμη των ερειπίων, τα κατεστραμμένα ή ημιτελή έργα τέχνης. Ίσως γιατί σηματοδοτούν την ίδια στιγμή μιαν απουσία και μια παρουσία, όντας ένα είδος τομής ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Τέτοια έργα αναπόφευκτα υπαινίσσονται ευρύτερα συμφραζόμενα – και μας στοιχειώνουν γιατί δεν είναι πλήρη, μολονότι η ολότητά τους εξυπακούεται: κάποτε υπήρξε κάποια άλλη εποχή, ένας κόσμος στον οποίο ήταν ολοκληρωμένα, ή ήταν προορισμένα να είναι ολοκληρωμένα. Όσο για την διάρκειά τους, την “αιωνιότητά” τους, αυτή είναι η απόδειξη της νίκης τους πάνω στην αθεράπευτη ροή του χρόνου. “Όσο θα υπάρχει το Κολοσσαίο θα υπάρχει η Ρώμη· και όσο θα υπάρχει η Ρώμη θα υπάρχει ο κόσμος”, έγραψε γυρω στο 700 μετά Χριστόν ο Αγγλοσάξωνας βενεδικτίνος μοναχός, ποιητής, θεολόγος και ιστορικός Βέδας ο Αιδέσιμος.
Τα ερείπια μας τραβούν, η σιωπή τους μας σαγηνεύει. “Κάθε άνθρωπος αισθάνεται κρυφή έλξη προς τα ερείπια”, έγραψε ο Σατωμπριάν στα 1802. Είναι η αίσθηση του μεγαλειώδους που αναδύεται από την αντίθεση ανάμεσα στην καθετότητα των μνημείων και την γενική οριζοντίωση της ανθρώπινης συνθήκης – για να παραφθείρω ελαφρώς τον Γιόζεφ Μπρόντσκι; Είναι η πιθανότητα, μέσω αυτών των διαμελισμένων ιχνών του παρελθόντος, να δοθεί ένα νόημα στο παρόν; Είναι η αγωνία που προκαλεί η αναπόφευκτη ρήξη με όσα παρήλθαν και απαιτεί επίμονα να θεραπευτεί;
Κι όμως, όπως έγραψε ο Μπρόντσκι, “ένα μνημείο, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ξεφεύγει από αυτή την οριζοντίωση –τίποτε δεν ξεφεύγει, άλλωστε– αλλά μάλλον αναπαύεται πάνω της, τονίζοντάς τη συνάμα σαν θαυμαστικό”. Οξύτατη παρατήρηση για την φθορά, η σκέψη του Ρώσου ποιητή φέρνει στο νου έναν άλλο μελαγχολικό στοχασμό για το ιστορικό πεπρωμένο, την ερήμωση, την προσωρινότητα της επίγειας δόξας, αλλά και για την τέχνη – τη μόνη διάρκεια: είναι το ποίημα του Π.Μπ. Σέλλεϋ “Οζυμανδύας” (η μετάφραση δική μου):
Συνάντησα ένα ταξιδιώτη από χώρα αρχαία
που είπε: δύο θεόρατα, δίχως κορμό, πόδια από πέτρα
υψώνονται στην έρημο…Κοντά τους, μες στην άμμο
μισοθαμμένη κείτεται μια κεφαλή σπασμένη
τα χείλη που ψυχρά καγχάζουν, το στυφό της βλέμμα
δηλώνουν πως ο γλύπτης διάβασε σωστά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ’ άψυχα ετούτα μέλη
στο χέρι που τα χλεύασε και στην καρδιά που τα’ θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
“Οζυμανδύας, τ’ όνομά μου, ο βασιλεύς των βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί, κι απελπιστείτε!”
Δεν απομένει τίποτ’ άλλο. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.
Τα ‘χουμε ανάγκη τα ερείπια, τα πολύτιμα ερείπια. Για να μη πορευόμαστε μονάχοι στην έρημο.