της Μαρίας Παπουτσογιαννοπούλου (*)
Πυκνή ομίχλη σκεπάζει σήμερα ολόκληρη την πόλη. Όπως και κάθε άλλη φορά που θυμάμαι να βρίσκομαι εκεί τις πρώτες πρωινές ώρες. Βλέπεις μόνο λίγα μέτρα μπροστά σου, ίσα-ίσα να κάνεις μερικά βήματα. Κοιτάζεις τα πόδια σου, τα παπούτσια σου που πατάνε πάνω στην αχνή σκιά σου και ανησυχείς μήπως σε καταπιεί η απέραντη λευκότητα τριγύρω. Όπως ο δόκτορας Δ. στην τρίτη σκηνή, που περπατά ανυποψίαστος, βαδίζει προς έναν μη αναστρέψιμο, απρόβλεπτο θάνατο. Εντελώς ανυπεράσπιστος, με ένα αδικαιολόγητο σθένος, χωρίς να βλέπει, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε γύρω του. Ξαφνικά, όμως… εντελώς ξαφνικά, κάποιος ή κάτι -δεν είμαι ακόμη βέβαιος για αυτή τη λεπτομέρεια- τον αιφνιδιάζει, τον αρπάζει και τον βρίσκουν την επόμενη μέρα πνιγμένο.
Όλα δείχνουν ότι θα είναι ένα βουβό πρωινό και εγώ θαρρείς και επιπλέω, ή ίσως βυθίζομαι, στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα. Λεπτά δέντρα γυμνά από φύλλα με τις στενόμακρες σκιές τους εδώ κι εκεί, θαμπές, πορτοκαλί κηλίδες από τις λάμπες του δρόμου λίγο παρακάτω. Τις θυμάμαι αυτές τις λάμπες, αυτά τα γκρίζα δίμετρα φανάρια. Είναι παραταγμένα σε σειρά αποκλειστικά και μόνο σε εκείνο το κεντρικό σημείο και πουθενά αλλού στο δρόμο και είναι συνεχώς αναμμένα. Αυθαίρετη απόφαση, αν αναλογιστείς ότι από εκεί δεν περνά σχεδόν κανείς.
Σκοντάφτω πάνω σε κάτι. Ένα πεσμένο ξύλο που εμφανίστηκε ανάμεσα στα πόδια μου για να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Σαν να μου λέει: είσαι εδώ, πλάι στη θαμπή, ατέλειωτη λίμνη. Πάντα με αναζωογονούσε αυτό, να περπατάω σε αυτό το δρόμο. Αυτές οι στιγμές που περνάω με τον εαυτό μου μη κάνοντας απολύτως τίποτα. Αν το σκεφτείς, μετακινούμαστε με απίστευτη συχνότητα από το ένα μέρος στο άλλο. Πάμε έχοντας σκοπό να κάνουμε κάτι, κάπου αλλού από εκεί που βρισκόμασταν, και περνάμε τη ζωή μας μέσα σε μία αέναη μετακίνηση, μέσα σε κενούς χρόνους χωρίς ουσία, απλώς μεταφέροντας τα σώματά μας εδώ κι εκεί.
Το να μετακινείσαι για να αποφορτιστείς, όμως; Αυτό είναι κάτι το διαφορετικό. Δεν το κάνεις γιατί έχεις να πας κάπου συγκεκριμένα. Απλώς φεύγεις από εκεί που βρισκόσουν, γιατί δεν σε σηκώνει άλλο ο τόπος. Φεύγεις από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης και αυτοπροστασίας. Ή στη δική μου περίπτωση, κυρίως για την προστασία των υπολοίπων, που στην πλειονότητά τους τύχαινε να είναι και συγγενείς μου.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν είμαι οξύθυμος άνθρωπος. Απεναντίας. Είμαι ο πιο ήρεμος άνθρωπος που ξέρω. Και δεν το λέω για να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά μου το προηγούμενο βράδυ. Μπορεί αυτός ο άνδρας να είναι αντιπαθητικός, αλλά δεν ήταν αποκλειστικά δική του ευθύνη που καβγαδίσαμε με τη Βέρα. Στο κάτω-κάτω δεν έχω παντρευτεί αυτόν, δεν μπορώ να του προσάψω ευθύνες. Πέρα από το ότι καλό είναι να μη δίνεις αφορμές.
Παλιός φίλος. Θα ήταν στην παρέα κι ένας παλιός φίλος. Θα τον έκανα κέφι.
Και μόνο στην ανάμνηση όλης αυτής της σουρεαλιστικής κατάστασης, η ημικρανία, η αφόρητη ημικρανία που αισθάνομαι, χειροτερεύει. Και η υγρασία της πόλης τρυπώνει μέσα από το δέρμα μου, κάνει τα ήδη ταλαιπωρημένα μου γόνατα να τρέμουν. Δεν θα μπορούσα με τίποτα να ζήσω μόνιμα εκεί πέρα, αν και η Βέρα πολύ θα το ήθελε.
Είναι και το ουίσκι που σου προκαλεί αναμφίβολα μια κάποια ζαλάδα. Έρχεται να προστεθεί ύπουλα στην γενική δυσφορία μου. Δεν έχω πιεί πολύ, όμως, όχι ﮲ δύο ποτηράκια ίσως, το πολύ τρία. Είμαι κατά του αλκοόλ, δεν πίνω ποτέ, αλλά με τον κουνιάδο μου δεν βρισκόμαστε συχνά και είναι κάπως αμήχανο να λες συνεχώς ότι δεν θέλεις να πιείς.
«Μια σόδα για μένα» και βλέμματα όλο απαξίωση. Πρωτευουσιάνος, ψηλομύτης. Για τους ανθρώπους που μένουν στην επαρχία το ποτό είναι κάτι σαν ιεροτελεστία. Ένα-δύο ποτήρια λευκό κρασί με το μεσημεριανό, μερικές μπύρες το απόγευμα στο μπαλκόνι, ουίσκι με τους επισκέπτες. Επιβάλλεται να συμμετέχεις σε αυτές τις μικρές γιορτές, για να είσαι μέλος της παρέας. Ή πίνεις μαζί τους ή είσαι εναντίον τους κατά κάποιο τρόπο.
Ο κουνιάδος, αν και κλασικός επαρχιώτης, είναι φιλόξενος άνθρωπος και εγκάρδιος. Από αυτόν εμπνεύστηκα τον άξεστο, αλλά καλοκάγαθο Μαξιμιλιανό, έναν αγρότη που έχει κάποιες ψυχωτικές διαταραχές και τον έχω βάλει να αυτοκτονήσει κάπου στην προτελευταία σκηνή. Δεν του είπα ότι ήταν η πηγή της έμπνευσής μου και μάλλον δεν πρόκειται να το κάνω, ακόμα κι αν δει την ταινία όταν κυκλοφορήσει. Είναι λιγάκι αμήχανο να γνωρίζεις ότι κάποιος σε χρησιμοποίησε για να φτιάξει έναν ήρωα, σημαίνει αυτομάτως ότι έχεις κάτι το ασυνήθιστο. Και το χειρότερο ﮲ η οποιαδήποτε διαφοροποίηση από αυτό που έχεις σαν εικόνα του εαυτού σου, σου προκαλεί αμέτρητες, δυσάρεστες σκέψεις. Ειδικά όταν ο ήρωας έχει τέτοιου είδους ψυχολογικά θέματα.
Ναι, σίγουρα θα το παρεξηγούσε, αν του το έλεγα.
Κλοτσάω ένα κιτρινισμένο φύλλο που βρέθηκε μπροστά στο παπούτσι μου και συνεχίζω να βαδίζω, εισπνέοντας τον παγωμένο αέρα και εκπνέοντας λευκή, συννεφιασμένη αχλή. Σκέφτομαι πόσο έχω ήδη ηρεμήσει και πόσο ωραία μεταφορά θα ήταν αυτή σε ένα βιβλίο. Στο σενάριο θα ήταν κάπως παρατραβηγμένη, δυστυχώς. Δεν θα μπορούσα να την εντάξω κάπου.
Η άκρη του δρόμου στα δεξιά, εκεί που εκτείνεται η λίμνη, δεν φαίνεται πολύ καθαρά. Ξέρω ότι είναι εκεί, αλλά δεν την βλέπω. Η κόρη μου θα έλεγε ότι είναι σχεδόν μαγικό. Σαν τη νεράιδα των δοντιών ή τον Άγιο Βασίλη. Ξέρει ότι υπάρχουν, της αφήνουν χρήματα και δώρα, αλλά δεν τους βλέπει ποτέ της.
«Μπαμπά, μπαμπά! Πάμε πιο κοντά στο νερό! Θέλω να το αγγίξω!». Το έλεγε αυτό σε μια προηγούμενη βόλτα μας εκεί. Θυμάμαι ότι φώναζε συνεπαρμένη και με τραβούσε από το χέρι με όλο της το μικροσκοπικό σώμα να γέρνει προς τη λίμνη. Στο άλλο της χέρι κρατούσε ένα πόνυ, απ’ αυτά τα κακάσχημα πλαστικά με τα τεράστια μάτια και τις πολύχρωμες πλαστικές τρίχες για χαίτη.
«Είναι πολύ παγωμένη, Νάντια» της είπα τραβώντας την ελαφρά προς τα πίσω. «Και πολύ βαθιά. Αν πέσεις μέσα, δε θα μπορεί να σε βγάλει κανείς». Έμεινε ακίνητη και γούρλωσε τα μάτια της. Μάλλον ήταν αρκετά τρομακτική σκέψη για ένα παιδί, γιατί η Βέρα με αγριοκοίταξε.
«Θα σε βγάζαμε, γλυκιά μου. Εγώ κι ο μπαμπάς θα κάναμε τα πάντα για σένα».
Ναι, είχα ξεχάσει τι έλεγε η παιδοψυχολόγος: Πάντα να δείχνεις ότι προστατεύεις και αγαπάς το παιδί σου. Ποτέ να μην το αφήνεις να αισθάνεται αβοήθητο και σε κατάσταση κινδύνου. Και διάφορα άλλα κοινότοπα, για τα οποία σπαταλούσαμε εβδομαδιαίως τα χρήματά μας.
Και προς Θεού, μην μεταφέρεις τις φοβίες σου στο παιδί σου. Επειδή ποτέ δεν έμαθες κολύμπι, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να μάθει κι αυτό.
«Ναι, αυτό ήθελα να πω κι εγώ» δικαιολογήθηκα, αλλά ακούστηκε άχαρο και επιτηδευμένο.
«Άρα θα πάμε να αγγίξουμε το νερό, εγώ και η Πίνκι Πάι, σωστά;». Η μικρή αναθάρρησε κι εγώ την ακολούθησα με μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Πάλι αυτό το πλαστικό πόνυ.
Φαντάζομαι για μια στιγμή την Πίνκι Πάι να πέφτει κατά λάθος από το χέρι της κόρης μου και να πνίγεται στη λίμνη. Η πολύχρωμη τούφα να επιπλέει για λίγο, ενώ το υπόλοιπο αλογίσιο κεφάλι βυθίζεται, χάνεται αθόρυβα στον πυθμένα. Η μικρή θα άρχιζε να ουρλιάζει και θα κοκκίνιζε από το κλάμα. Η φλέβα που έχει από μωρό στο μέτωπο θα φούσκωνε ανεξέλεγκτα κι εμείς θα κάναμε αρκετή ώρα να τη συνεφέρουμε.
Δεν θα άξιζε να χαραμίζαμε τόση φαιά ουσία, επειδή εγώ αναίτια αντιπαθώ ένα κοριτσίστικο παιχνίδι της κακιάς ώρας.
Σταματάω να σκέφτομαι το πόνυ και την κόρη μου και εστιάζω στο δρόμο, που εκτείνεται μπροστά μου. Για μια στιγμή αναρωτιέμαι πού έχω παρκάρει το αμάξι. Ήμουν τόσο εκνευρισμένος πρωτύτερα που δεν συγκράτησα αυτή τη λεπτομέρεια. Το πιο πιθανό είναι να το έχω βάλει στο υπαίθριο πάρκινγκ όπου παρκάρω πάντοτε, σχεδόν εκεί που αρχίζει το πλακόστρωτο πλάι στο αιωνόβιο πεύκο που αναδύεται μέσα από την άσφαλτο. Εξάλλου ήμουν νηφάλιος, δε θα έπαιρνα το αμάξι σε άλλη περίπτωση. Άρα μάλλον εκεί θα το έχω παρκάρει, με γρήγορες κινήσεις και απολύτως ευθυγραμμισμένα.
Έτσι λειτουργεί το μυαλό, ξεχνά κάποιες πληροφορίες μερικές φορές. Κι ο δόκτορας Δ. παρόλο που είναι ένα λαμπρό μυαλό, ένας σοφός επιστήμονας, είχε ξεχάσει εντελώς το ατύχημα που είχε πάθει όταν έτρεχε για να ξεφύγει από τον… εκείνο τον κακό στη δεύτερη ταινία μου. Υπάρχει σοβαρός λόγος, βέβαια, που έπρεπε να το αποβάλει εντελώς από τη μνήμη του, αλλά είναι πολύ νωρίς για τέτοιες αποκαλύψεις. Η λύση του μυστηρίου πρέπει να γίνεται στο τέλος της ιστορίας, σε μερικές αράδες, χωρίς περιττές πολυλογίες. Βασικές αρχές του κινηματογράφου.
Βλέπω απροσδόκητα να σχηματίζεται το περίγραμμα από κάτι ογκώδες ευθεία μπροστά. Είναι θολό και απροσδιόριστο, λίγο πριν από το σημείο που ξεκινά το δάσος και το φως πέφτει από αριστερά. Είναι σαν μία προσπάθεια του σκηνοθέτη να το αναδείξει, αλλά και να το κρατήσει κρυφό μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Θα πρέπει, όμως, σύντομα να αποφασίσει τι από τα δύο επιδιώκει, γιατί αυτός ο φωτισμός δεν βγάζει νόημα.
Πρέπει να του το πει κάποιος.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου, για να δω καλύτερα, ξεχνώντας για λίγο την ημικρανία μου. Όσο το πλησιάζω, μου φαίνεται όλο και πιο παράταιρο με το υπόλοιπο σκηνικό. Μου προκαλεί ανατριχίλα. Θα ταίριαζε σίγουρα ένας ωχρός μπλε-γκρι φωτισμός, χωρίς fill light για έντονες σκιές. Ψυχρή ατμόσφαιρα, δυσοίωνη. Η αναίτια ύπαρξή του αντικειμένου αυτού σχεδόν με τρομοκρατεί και ρίχνω μια αυθόρμητη, στιγμιαία ματιά πίσω μου, σαν να παίρνω τη θέση ενός από τους ήρωές μου. Κάπως σαν να περιμένω κάποιον μαυροντυμένο να ορμήσει κατά πάνω μου, όμως το μόνο που υπάρχει εκεί είναι αυτή η μουντή, απόκοσμη ομίχλη. Την αισθάνομαι σαν αναμονή, σαν να σε προδιαθέτει για το χειρότερο που έρχεται. Και αυτή η αναμονή είναι πιο ανατριχιαστική από το ίδιο το γεγονός.
«Μην λες τρομακτικές ιστορίες στο παιδί!» ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της Βέρας. Ήταν στην κουζίνα, ο απορροφητήρας ανοιχτός κάλυπτε κάθε ήχο. Ανάγκαζε ακόμα και μένα από το διπλανό δωμάτιο να μιλάω μία σκάλα πιο δυνατά για να με ακούει η Νάντια. Κι ας καθόταν ακριβώς δίπλα μου στον καναπέ.
Η Βέρα, όμως, άκουγε τα πάντα. Και προφανώς είχε θέσει ως προσωπικό στόχο να μου κάνει υποδείξεις, να με θέτει συνεχώς εκτός ανταγωνισμού. Μαζί με την φίλη μας την παιδοψυχολόγο να με κατατάξουν στην κατηγορία των οριακά ακατάλληλων γονέων που χρειάζονται καθοδήγηση κάθε στιγμή που περνούν με τα παιδιά τους.
Αποφάσισα να μην απαντήσω και απλά συνέχισα να διηγούμαι στην κόρη μου ένα παραμύθι που είχα σκαρφιστεί για εκείνη. Την έσφιξα επάνω μου και ίσως να μίλησα λίγο πιο σιγανά, αλλά δεν το έκανα επειδή φοβόμουν ότι της έλεγα κάτι που δεν έπρεπε. Απλά δεν ήθελα η γυναίκα μου να επεμβαίνει.
Η Βέρα έχει μία πολύ συγκεκριμένη άποψη για το πώς πρέπει να μεγαλώσουμε τη μικρή. Προσωπικά, τη βρίσκω αποστειρωμένη και θεωρώ πως στερείται αυθορμητισμού. Πρέπει να προσέχω την κάθε κίνηση και την κάθε κουβέντα μου, μήπως της προκαλέσω παιδικά τραύματα που δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει ως ενήλικη… Αυτό δε λέγεται σωστή διαπαιδαγώγηση, θα το χαρακτήριζα λοβοτομή, λογοκρισία.
Αλλά οι μητέρες έχουν τον πρώτο λόγο. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσω, όσο πιο λίγες αντιρρήσεις φέρνω, τόσο πιο ήρεμα θα είναι τα πράγματα στο σπίτι. Και τη χρειάζομαι αυτή την ηρεμία. Δεν μπορείς να είσαι δημιουργικός, δεν μπορείς να φτιάξεις μία αληθοφανή σκηνή παραδείγματος χάριν μεταξύ του Μαξιμιλιανού και του δόκτορα Δ. , αν πριν μερικά λεπτά έχεις διαπληκτιστεί με τη γυναίκα σου. Δεν γίνεται να σε αποσπά κάτι τέτοιο, όλος ο εαυτός σου πρέπει να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στις γραμμές των διαλόγων, στην εναλλαγή των σκηνών και των προσώπων. Χρειάζεσαι ηρεμία όταν είσαι ολόκληρος μία εν δυνάμει κινηματογραφική ταινία.
Μια-δύο φορές προσπάθησα να της πω ότι είναι υπερβολική στον τρόπο που επιχειρεί να προφυλάσσει τη μικρή από κάθε τι. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι όταν φύγει από κοντά μας, πάει στο σχολείο ή στις κούνιες ή οπουδήποτε, κανείς δε θα φιλτράρει αυτά που λέει και κάνει, επειδή είναι παρούσα η Νάντια.
«Είναι μικρή ακόμα. Δε θα σκεφτούμε από τώρα τι θα γίνει όταν θα πάει στο σχολείο» είπε και γύρισε το κεφάλι της σε μία ένδειξη ότι η συζήτηση είχε λάβει τέλος. Η πρωταγωνίστρια είχε πει την τελευταία της ατάκα και η σκηνή είχε ολοκληρωθεί. Αυτό ήταν.
Όσο πλησιάζω, το θολό σχήμα μπροστά μου αρχίζει να παίρνει μορφή. Μοιάζει όλο και περισσότερο με αμάξι. Ένα παλιό οικογενειακό αμάξι με τις τέσσερις πόρτες του ορθάνοιχτες, σταματημένο υπερβολικά κοντά στη λίμνη -λίγο ακόμη και θα είχε πέσει στο νερό. Εξαιρετικά επισφαλής θέση για να παρκάρεις, θα έλεγε κανείς. Τα πίσω φώτα είναι αναμμένα, σαν δύο κατακόκκινα σήματα κινδύνου, γκρίζος καπνός βγαίνει από το καπό. Και δεν είναι εφέ, αλλά αναμφίβολα, τρομακτικά αληθινός.
Προσπαθώ να διακρίνω την παραμικρή κίνηση γύρω ή μέσα στο όχημα και αφουγκράζομαι την απόλυτη σιγή που με περιβάλει. Κάπου κοντά ένας γλάρος χτύπησε με δύναμη τα φτερά του και μια πάπια έκρωξε. Ακούστηκε απροσδόκητα δυνατά, σαν να πάτησες ξαφνικά τον ήχο, ενώ όλα έπαιζαν για ώρα στο mute. Πέρα από αυτό, τίποτε.
Προχωράω κι άλλο, αλλά αναγκάζομαι να πηγαίνω αργά, γιατί το έδαφος σε εκείνο το σημείο γλιστράει. Αγγίζω την αριστερή πίσω πόρτα, σχεδόν στηρίζομαι πάνω της, και την σπρώχνω ελαφρά για να κοιτάξω μέσα. Έβγαλε έναν απαίσιο συριστικό ήχο, ένα απόκοσμο τρίξιμο, σαν κάποιος να έσερνε παλιοσίδερα σε μωσαϊκό.
Παίρνω βαθιά ανάσα και ρίχνω μια ματιά στις πίσω θέσεις. Ένα παιδικό κάθισμα σφιχτοδεμένο απ’ τη μία, μία πλαστική σακούλα με ψώνια, απ’ την άλλη. Συνηθισμένα, απολύτως καθημερινά αντικείμενα, που όμως μου προκαλούν ταχυπαλμία. Κι έπειτα, βλέπω τη γωνία από μια κατακόκκινη τσάντα στη θέση του συνοδηγού. Ξεπροβάλει δειλά από την πλάτη του καθίσματος.
Από κάπου σίγουρα θα εμφανιστεί η κάτοχός της. Φαντάζομαι μία γυναίκα μικροκαμωμένη με ένα μωρό στην αγκαλιά να τρέχει έντρομη προς το μέρος μου. Να φωνάζει, να κλαίει με αναφιλητά.
Στο στόμα μου έχω μια απροσδιόριστη μεταλλική γεύση. Μια σουβλιά πόνου διαπερνά το κεφάλι μου ξανά, λες και το έχουν ανοίξει στα δύο, η ημικρανία έχει επιστρέψει.
Καμιά γυναίκα δεν θα άφηνε έτσι εκτεθειμένη την τσάντα της. Καμία.
«Η τσάντα μιας γυναίκας είναι το προσωπικό της άβατο, να ξέρεις» έλεγε εμφατικά η Βέρα, λίγη ώρα πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι του αδερφού της, καθώς ταξινομούσε με απόλυτη προσήλωση ένα σημειωματάριο, ένα αποσμητικό, το πλαστικό ποτηράκι της μικρής και μερικά άλλα μικροπράγματα. «Ό,τι υπάρχει εκεί μέσα δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Είναι μεγάλο παράπτωμα να ψαχουλεύεις γυναικείες τσάντες».
«Δεν το είχα σκοπό» σχολίασα αφηρημένα και με κοίταξε ειρωνικά πάνω από τα γυαλιά της, σαν να μου έλεγε: και βέβαια θα το έκανες αν σου δινόταν η ευκαιρία. Εμένα, όμως, ποσώς με ενδιέφερε να ψάξω τα πράγματά της, ποτέ δεν το έχω κάνει. Και κανείς δε θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει ζηλιάρη. Οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι ζηλιάρη.
«Αυτό που εννοώ είναι ότι αν δεις ποτέ μια γυναικεία τσάντα κάπου, μην την αγγίξεις καν… Αν και τώρα που το σκέφτομαι, καμία δε θα άφηνε έτσι την τσάντα της σε κοινή θέα».
Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι κάτι πολύ κακό συνέβη εκεί πέρα. Κάτι σοβαρό και μη αναστρέψιμο. Κάνω τον κύκλο του αυτοκινήτου με άτσαλα βήματα, προσπαθώντας να μην γλιστρήσω στο βρεγμένο, νοτισμένο από την υγρασία, έδαφος. Όσο κι αν προσέχω, λάσπη κολλά πάνω στα παπούτσια μου. Βάζω το κεφάλι μου μέσα από τη δεξιά πίσω πόρτα και ακουμπώ το γόνατό μου στο κάθισμα. Από αυτή την πλευρά μπορεί να δω κάτι διαφορετικό. Μπορεί να καταλάβω κάτι για αυτή την ανεξήγητη, αυτόνομη παρουσία.
Εν τέλει αισθάνομαι τη ζαλάδα και τον πονοκέφαλο να με καταβάλουν και κάθομαι για λίγο στην πίσω θέση με το παιδικό κάθισμα δίπλα μου, συνεπιβάτη. Μυρίζω μούχλα, λες και κάποιος μέσα στο αμάξι -ή και το ίδιο το αμάξι ακόμα- βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης. Σαν να σαπίζει ώρα με την ώρα.
Οι σκέψεις αυτές είναι πολύ μακάβριες, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Δεν έχω ενδείξεις ότι υπάρχει κανείς τριγύρω. Εξάλλου ολόκληρη η λίμνη πολλές φορές μυρίζει μούχλα. Δεν είναι και κανένας ανοιχτός κόλπος που να ανανεώνεται συνεχώς. Σε κάποια σημεία το νερό λιμνάζει ακίνητο, σιωπηλό. Πράσινη γλίτσα σχηματίζεται πάνω σε βράχους. Ψάρια σε μέγεθος αρουραίου ξεπροβάλουν εδώ κι εκεί. Άγρια πουλιά ορμάνε και…
Κατ. Φτάνει πια. Το μυαλό ενός σεναριογράφου τείνει να ξεφεύγει. Σε μεταφέρει αιφνίδια σε άλλες πραγματικότητες, δυσοίωνες, σε αλλόκοτα μέρη. Σκέφτεσαι τους ήρωές σου, τα ψέματά τους, πώς πάνε να ξεγελάσουν τους θεατές σε κάθε σκηνή. Όταν είσαι μόνος μπροστά στο πληκτρολόγιο, κάνεις παρέα μαζί τους, βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα που έχεις δημιουργήσει, γεμίζεις αισθήσεις. Πάνε να ξεγελάσουν ακόμα κι εσένα τον ίδιο. Και έπειτα στο τέλος κάθε σκηνής, θέλεις απεγνωσμένα να μιλήσεις γι’ αυτή, να τα αποκαλύψεις όλα, κάθε ολίσθημα και κάθε μπαγαποντιά τους.
Στο σπίτι του κουνιάδου, όμως, δεν είπα σχεδόν τίποτα για την ταινία. Κανείς δεν ανέφερε κάτι και δεν έμοιαζε να κολλάει με τις γενικού ενδιαφέροντος συζητήσεις που είχαμε ανοίξει. Πίναμε ουίσκι και μιλούσαμε για τη ζωή και την κοινωνία και την πολιτική για ώρες. Και ο παλιός φίλος της γυναίκας μου πετούσε τα “εύστοχα” σχόλιά του πάνω σε αυτά που λέγονταν. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου αστεία, ούτε μία φορά δε γέλασα.
Ο άντρας αυτός είναι από τους ανθρώπους που δεν μπορείς να συμπαθήσεις, ακόμα κι αν το θέλεις.
Ακούγεται κάτι, μία μελωδία. Είναι πολύ σιγανή, αλλά την ακούω. Προέρχεται από το ραδιόφωνο που αναβοσβήνει. Παίζει κάποιο παιδικό τραγούδι. Τσιριχτές φωνούλες επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά το ίδιο μονότονο ρεφρέν. Ενδιάμεσα ακούγονται ανέμελα γελάκια, ήχοι απόκοσμοι μέσα στη σιωπή. Έχω περάσει το χέρι μου ανάμεσα από τα καθίσματα και ψαχουλεύω τη συσκευή με μανία. Θέλω να το σταματήσω, να κάνω αυτά τα πιτσιρίκια να σωπάσουν. Δεν γίνεται, όμως. Κάποιος έχει αφαιρέσει το κουμπί του ραδιοφώνου, κάποιος που θέλει αυτή την ανατριχιαστική μελωδία να ακούγεται ασταμάτητα στον αιώνα τον άπαντα.
«Χαμήλωσε το λίγο». Αυτό μου λέει η Βέρα από τη θέση του συνοδηγού κάθε φορά που η ένταση ξεπερνά το 5. Καμιά φορά αγνοώ την παρατήρηση, γιατί το τραγούδι που παίζει μου αρέσει. Παλαιότερα της άρεσε κι εκείνης να ακούμε δυνατά μουσική στο αμάξι. Της άρεσε το είδος των τραγουδιών που λέμε εμπορικά. Ήξερε όλους τους στίχους απέξω και τους τραγουδούσε με όλη τη δύναμη της φωνής της. Δεν έχει κάποιο μοναδικό ταλέντο, αλλά πιάνει τον τόνο και το ρυθμό ικανοποιητικά, οπότε δε σου προκαλεί δυσφορία να την ακούς.
Για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε που τραγουδούσε στο αμάξι. Με χαροποιούσε, ήταν πολύ χαριτωμένο. Η μητρότητα, όμως, την έκανε πιο σοβαρή, πιο μετρημένη σε όλα της. Ίσως έφταιγε και που σταματήσαμε να βάζουμε σταθμούς με pop μουσική την ώρα που οδηγούσαμε.
Ίσως, πάλι, να έφταιγε κάτι άλλο. Κάτι που είχε έρθει από τα παλιά.
Ο οξύς πόνος στο κεφάλι μου με κάνει να μισοκλείσω τα μάτια μου. Τα βλέφαρά μου έχουν βαρύνει και δεν μπορώ να τεντώσω τους μυς μου. Με έχει χτυπήσει κανείς; Αίμα είναι αυτό που αισθάνομαι να κυλά;
Αγγίζω το μάγουλό μου έντρομος. Φέρνω το δάχτυλό μου μπροστά στα μάτια μου και υπάρχει όντως αίμα εκεί. Αγγίζω πάλι το μάγουλό μου. Τρέχει από ένα μικρό σπυράκι. Πότε το απέκτησα; Θα ορκιζόμουν ότι δεν ήταν εκεί το προηγούμενο βράδυ.
Αν σκεφτείς πόσο αίμα μπορείς να χάσεις από ένα και μόνο σπυράκι, φαντάζομαι τι θα πάθαινε ο δόκτορας όταν θα έπεφτε σε εκείνο τον παραπόταμο του Τάμεση και το κεφάλι του θα συνθλιβόταν πάνω στα απότομα βράχια. Ένα ποτάμι αίμα.
Όταν η Νάντια ήταν ακόμα πολύ μικρή, άνοιγε η μύτη της. Ένα τόσο δα μωράκι να αιμορραγεί ανεξέλεγκτα. Η Βέρα το διαχειριζόταν, έφερνε αιμοστατικό, την κρατούσε κάθετα για να μην πνιγεί με το αίμα – είναι ψέμα το ότι πρέπει να είσαι ανάσκελα όταν ματώνει η μύτη σου. Εγώ στεκόμουν στη γωνία και έκλαιγα σιωπηλά. Δεν άντεχα το θέαμα. Ένιωθα ανίκανος να κάνω το οτιδήποτε.
Κάνοντας μία πολύ άβολη κίνηση για να περάσω ολόκληρος μπροστά, εν τέλει βρίσκομαι στη θέση του οδηγού. Αγγίζω το τιμόνι με τα χέρια μου. Είναι καλυμμένο με ένα μαλακό προστατευτικό. Ωραία υφή. Πουλάνε κάτι τέτοια πολύ οικονομικά στο πρατήριο της γειτονιάς μου και δίνουν δώρο αρωματικό αυτοκινήτου με άρωμα πεύκου. Δεν αρέσει όμως η μυρωδιά του στη Βέρα, της φέρνει ναυτία, οπότε ποτέ δεν το κρεμάμε.
Δοκιμάζω να στρίψω το τιμόνι, αλλά είναι βαρύ. Η μηχανή είναι σβηστή και δεν υπάρχει κλειδί στη μίζα. Ή υπάρχει; Ξανακοιτάζω. Κάτι υπάρχει μέσα στη μίζα και καλύπτει τη σχισμή. Είναι λες και έχει κοπεί στα δύο. Το μισό κλειδί μέσα, το άλλο μισό κάπου αλλού. Κανείς δεν θα μπορούσε να βγάλει το σπασμένο μισό από κει μέσα. Τα χέρια μου τρέμουν, σχεδόν με έχει πιάσει κρίση άγχους. Ένα σπασμένο κλειδί μέσα σε μία μίζα έχει την έννοια του αναπόφευκτου, του μη αναστρέψιμου, είναι αναμφίβολα πηγή απίστευτου άγχους.
Η πόρτα μου κλείνει βίαια. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, διαπεραστικός. Τινάχτηκα πάνω. Είναι κανείς εκεί πέρα; Την έσπρωξε κάποιος; Θα ορκιζόμουν ότι είδα κάποιον εκεί έξω, μία μαύρη σκιά.
Βλέπω παντού τέρατα, δεν εξηγείται αλλιώς. Μάλλον θα την παρέσυρε κάποιο δυνατό ρεύμα αέρα. Τραβάω το πόμολο με δύναμη. Η πόρτα δεν ανοίγει. Έχω εγκλωβιστεί μέσα σε ένα ξένο αμάξι, το οποίο δεν μπορώ να οδηγήσω. Πανικοβάλλομαι και το τρέμουλο στα χέρια μου δυναμώνει. Με προτρέπει σιωπηλά να φύγω από εκεί, αλλά εγώ είμαι καθηλωμένος στη θέση του οδηγού.
Συνειδητοποιώ σχεδόν αμέσως ότι οι υπόλοιπες πόρτες είναι ακόμη ανοιχτές. Μπορώ να βγω. Μπορώ να βγω έξω και να αρχίσω να τρέχω. Ο αέρας ακούγεται πολύ έντονα, σαν βρυχηθμός. Η Βέρα σίγουρα θα μου έλεγε να κλείσω τα παράθυρα -ή τις πόρτες στην προκειμένη περίπτωση- να μη μπάζει. Θα κρυολογούσε το παιδί.
Οι σχέσεις χαλάνε μετά το γάμο. Και μετά τη γέννηση παιδιών. Σε αντίθεση με το σινεμά, μπορεί να μην υπάρχει καμία έντονη συμπλοκή, να μην βρίζεσαι, να μην εκτοξεύεις αντικείμενα, αλλά υπάρχουν φορές που η ατμόσφαιρα γίνεται πολύ τεταμένη. Αισθάνεσαι μία ένταση που δεν εκτονώνεται και μια αδιαφορία. Μία απαίσια αδιαφορία που μπάζει από παντού.
Είχα προσπαθήσει να μιλήσω γι’ αυτό, να το συζητήσω μαζί της. Λίγο πριν μπω στο αμάξι, όταν μου έλεγε ότι έχω πιει πολύ για να οδηγήσω. Όταν μου έλεγε για πολλοστή φορά ότι δεν έπρεπε να έχω ξυπνήσει τη μικρή για να φύγουμε, ότι δε σεβόμουν τίποτα.
«Θα το σταματήσεις αυτό;». Προσπαθούσα αρκετή ώρα να καταπνίξω τον εκνευρισμό μου. Στο καθιστικό του κουνιάδου μετρούσα τα σχέδια στο σοβατεπί για να ηρεμήσω. Ανέπνεα και μετρούσα, μετρούσα και έπινα. «Θέλεις συνεχώς να με μειώνεις. Θέλεις να βγαίνεις από πάνω».
«Ποτέ δεν το κάνω αυτό».
Η Βέρα με κοιτούσε με απορία, λες και δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσα. Λες και δεν είχε ποτέ της αντιληφθεί τη δική μου δυσφορία. Αυτή τη δυσφορία που ήταν μόνιμα παρούσα, άλλοτε σε κάποια αθέατη γωνία κι άλλοτε πάνω στο μέτωπό μου, ένα βάρος ανάμεσα στα φρύδια. Αυτό που έκανε η Βέρα ήταν κάτι το σαδιστικό, την ικανοποιούσε να επισημαίνει τα λάθη μου, να αποδεικνύει συνεχώς ότι είμαι εντελώς ανάξιος.
«Ξέρω γιατί το κάνεις, βασικά. Δεν χρειάζεται να μου το εξηγήσεις».
Η Βέρα, περιέργως, δεν μίλησε, απλά με κοίταξε με το χαρακτηριστικό απαξιωτικό της τρόπο. Όμως ήξερα τι συνέβαινε. Μεταξύ αυτών των δύο υπήρχε κάτι, κάτι που δεν είχα αντιληφθεί πρωτύτερα, αλλά σίγουρα δεν είχε εμφανιστεί εκείνο το βράδυ. Προϋπήρχε.
«Σου είπα να κοιμηθούμε στον αδερφό μου για σήμερα. Η μικρή είναι πολύ κουρασμένη και εσύ δεν είσαι σε θέση να οδηγήσεις. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να εξηγήσω».
«Έπρεπε να μείνουμε, έχεις δίκιο, Βέρα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ανταλλάξεις μερικές ακόμα κουβέντες με τον παλιό σου φίλο!». Ασχολούμαι με τον κινηματογράφο που να πάρει η ευχή! Βλέπω βαθύτερα από το πρώτο επίπεδο. Έχω εκπαιδευτεί να βουτάω κάτω από την επιφάνεια. Τους παρατηρούσα όλο το βράδυ. Κοιτούσα τον κουνιάδο μου στα μάτια, αλλά έβλεπα τον άλλον.
«Σταμάτα να παραλογίζεσαι!» φώναξε η Βέρα και με έσπρωξε με τον αγκώνα για να με συνεφέρει. Δεν ήταν δυνατό, δεν αισθάνθηκα τίποτα. Πιο πολύ με πονούσαν όσα υπήρχαν εκείνη τη στιγμή μέσα στο κεφάλι μου.
Δεν θυμώνω ποτέ. Δεν ζηλεύω ποτέ. Ανέχομαι πολλά πράγματα που δε θα έπρεπε. Αυτός είναι ο τρόπος μου για να κρατήσω το γάμο μου: να μην υπάρχουν εντάσεις, να ζούμε ήρεμα. Είμαι υπόδειγμα συζύγου και πατέρα, όχι σαν τον δόκτορα ή τον Μαξιμιλιανό ή τους υπόλοιπους άντρες ήρωές μου. Πραγματικό υπόδειγμα. Αλλά δεν μπορείς να ανέχεσαι τα πάντα, δεν μπορείς να υποχωρείς και να συμβιβάζεσαι συνεχώς.
Το κεφάλι μου γέρνει πάνω από το τιμόνι. Το τραβάω πίσω και το χτυπώ με δύναμη. Θα το χτυπήσω όσες φορές χρειαστεί, μέχρι να φύγει εντελώς η ημικρανία. Και η ελαφριά ζαλάδα από το ουίσκι. Και οι αναμνήσεις από το προηγούμενο βράδυ.
Εικόνες έρχονται στο νου μου απανωτά, άναρχα. Πέφτουν με κρότο πάνω μου. Λέξεις, φράσεις, βλέμματα, αμυδρά χαμόγελα. Αυτός ο άντρας που ήταν στην παρέα μας ολόκληρη τη νύχτα. Αυτός ο άντρας που έκανε συνεχώς ηλίθια σχόλια. Αυτός έφταιγε. Αισθάνομαι την επέκταση ενός βίαιου συναισθήματος σε όλο μου το πρόσωπο. Χτυπάω το χέρι μου πάνω στο τιμόνι και ο βραχνός ήχος της κόρνας αντηχεί ολόγυρα, γεμίζει το αμάξι.
Όμως κάτι άλλο ακούγεται από το πίσω κάθισμα, κάτι αταίριαστο. Στρίβω απότομα το σώμα μου για να δω. Θα μπορούσε να είναι χλιμίντρισμα. Μα το Θεό, θα μπορούσε να είναι χλιμίντρισμα. Πώς δεν το είχα δει πριν! Τα παιδικά χαχανητά από το ραδιόφωνο δυναμώνουν και εκείνο αναβοσβήνει ακόμα πιο γρήγορα. Η μεταλλική γεύση στο στόμα μου οξύνεται. Μου φέρνει ανακατωσούρα. Μέσα στο παιδικό κάθισμα, ανάμεσα στα μπλεγμένα λουριά, ανάμεσα σε ψίχουλα από κουλούρι και σουσάμια, βρίσκεται το πόνυ της κόρης μου. Το μισητό, χρωματιστό πόνυ της…
Στρίβω ξανά μπροστά. Δεν μπορεί, δεν μπορεί. Βλέπω τα χέρια μου να τρέμουν στο τιμόνι. Τα φώτα του αυτοκινήτου να πέφτουν διαγώνια πάνω στην επαρχιακή οδό. Το αιωνόβιο πεύκο. Το πράσινο σήμα για την έξοδο στα αριστερά. Σύντομα θα μπαίναμε στην Εθνική, δε θα αργούσαμε να φτάσουμε σπίτι.
Κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη του παρμπρίζ. Το καστανό κεφαλάκι της Νάντιας έχει γύρει προς το τζάμι, μια λεπτή τούφα κρέμεται ανάμεσα στα μισόκλειστα μάτια της. Κρατάει την Πίνκι Πάι στην αγκαλιά της και κατακόκκινο αίμα τρέχει από τη μύτη της, όπως όταν ήταν μικρή.
Το κεφάλι μου πέφτει ξανά πάνω στο τιμόνι. Αυτή τη φορά δεν το έκανα εγώ, ήταν σαν κάποιος να με έσπρωξε με βία κατά πάνω του. Όλο μου το σώμα τινάζεται και πηχτό αίμα τρέχει στο πρόσωπό μου. Σουβλιές ανείπωτου πόνου θαρρείς και φτάνουν μέχρι τις λαμαρίνες. Το μόνο που μυρίζω είναι μούχλα και σαπίλα. Λες και είμαι μέσα σε βάλτο. Αναπνέω το ίδιο μου το αίμα, με πνίγει. Οι τένοντες στο λαιμό μου έχουν φουσκώσει, όλα γύρω μου έχουν διασταλεί.
Δεν το περιμένεις ότι θα σου συμβεί. Αυτά συμβαίνουν μόνο στους άλλους. Δεν το βλέπεις να έρχεται. Απλά συμβαίνει. Κι εσύ δεν είσαι πια σε θέση να διαχωρίσεις το πριν από το μετά. Να αντιληφθείς τι εξελίσσεται στο μυαλό σου και τι έξω, γύρω σου.
Μόνο για μια στιγμή είχα δει το πεύκο, τη ρίζα που είχε επεκταθεί σχεδόν μέχρι τη μέση του δρόμου. Για μια στιγμή μικρότερη από όλες τις υπόλοιπες. Η ανάσα μου έγινε κραυγή μέσα στο σκοτάδι, έγινε ένα με τον μακρόσυρτο ήχο από τα λάστιχα που φρενάριζαν και το παρμπρίζ που κομματιαζόταν.
Όλα εκτινάχθηκαν. Μέσα στα αυτιά μου έφταναν ήχοι από γυαλιά που έσπαγαν. Εκατομμύρια κρυσταλλάκια. Και έπειτα όλα σώπασαν. Μία σκληρή, απόκοσμη σιωπή. Η εικόνα βγήκε από το πλάνο, η οθόνη μαύρισε. Υπήρχαν μονάχα ασπρόμαυρα παράσιτα και εκτυφλωτικά φώτα που στροβιλίζονταν παντού, ασύλληπτα γρήγορα. Και ανάμεσα τους η γυναίκα και η κόρη μου ακίνητες, να μην αντιδρούν καθόλου.
Το μόνο που αισθάνομαι τώρα είναι αυτός ο απαίσιος πόνος. Το μόνο που ακούω είναι οι πνιχτές ανάσες της γυναίκας μου, άηχα επιφωνήματα. Αφουγκράζομαι για να ακούσω κάτι – το οτιδήποτε- από την κόρη μου, μία κίνηση, κάποιον ήχο.
«Σου το είπα, έπρεπε να φεύγαμε αύριο» ακούω τη φωνή της Βέρας, ψιθυριστή, μέσα από μια άλλη πραγματικότητα.
(*) Η Μαρία Παπουτσογιαννοπούλου είναι MA Creative Writing Μητροπολιτικό Κολλέγιο.