της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Έρχεται η στιγμή στη ζωή του κάθε δημιουργού που πρέπει να αποφασίσει το ποιος στα αλήθεια είναι- λίγα θεατρικά κείμενα έχουν καταπιαστεί τόσο επιτυχώς με αυτό το Όρος των Ελαιών του καλλιτέχνη όσο το Αμαντέους του Πίτερ Σάφερ. Έκανε πρεμιέρα το 1979 στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία Πήτερ Χόλ που το χαρακτήρισε «ένα από τα σπουδαιότερα που διάβασε ποτέ».
Αφού σάρωσε ότι βραβείο υπήρχε και δεν υπήρχε (Critics Award, Evening Standard Theatre Award), έδωσε το βραβείο Τόνι στον Σερ Ίαν ΜακΚέλεν για την ερμηνεία του στο ρόλο του Σαλιέρι. Μεταφέρθηκε στο Μπροντγουέι το 1981 και στον κινηματογράφο από τον Μίλος Φόρμαν το 1984 με τους Tom Hulce, Elizabeth Berridge και F. Murray Abraham. Η ταινία επαινέθηκε παγκοσμίως και κέρδισε οχτώ Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Καλύτερης Εικόνας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου (για τον Abraham).
Έκτοτε έχει ανέβει αμέτρητες φορές σε διάφορες σκηνές ανά τον κόσμο- με πιο πρόσφατη την όπερα στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 2018 και πιο κάλτ τη δική μας λιγναδοπαπακαλιατική εκδοχή (για την οποία πληροφορήθηκα πως τελικά δεν αναφέρθηκε ποτέ στο κατηγορητήριο Λιγνάδη).
Για όποιον έλειπε σε διαγαλαξιακή αποστολή τα τελευταία 40 χρόνια, η υπόθεση εξελίσσεται στη Βιέννη του 18ου αιώνα και αφορά τη φημολογούμενη εμπλοκή του συνθέτη της Αυλής των Αψβούργων, Αντόνιο Σαλιέρι, στο θάνατο του 35χρονου Μότσαρτ το 1791, που απαντάται πρώτη φορά στο «Μότσαρτ και Σαλιέρι» του Πούσκιν. Πρόκειται για μια θεωρία συνωμοσίας που ποτέ δεν επαληθεύτηκε- και μάλλον καταρρίφθηκε από την πρόσφατη ανακάλυψη μιας παρτιτούρας που φέρει την υπογραφή και των δυο ομότεχνων στο Τσέχικο Μουσείο Μουσικής.
Θέμα του Amadeus δεν είναι ο Μότσαρτ, αλλά ο αντίκτυπος της ύπαρξης του στη ζωή και το έργο του Σαλιέρι- και το πως ο δεύτερος έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα του : όσο και να δουλέψει, ό.τι και αν κάνει, ποτέ δεν θα φτάσει τη μεγαλοφυία του Μότσαρτ. Αυτή η εγγενής αδικία στον καταμερισμό του ταλέντου εκδηλώνεται μέσω ενός σπαραξικάρδιου θεάματος- ο ηθικός, εργατικός, καθιερωμένος συνθέτης σχεδόν 40 όπερων, μαέστρος και δάσκαλος των Liszt, Beethoven και Schubert μεταξύ άλλων, αποκαθηλώνεται από το Μότσαρτ χωρίς καν ο τελευταίος να το προσπαθεί- όσο ο Σαλιέρι κοπιάζει να παρεμποδίσει την αναγνώριση του Μότσαρτ, όσο άγεται και φέρεται από το ναρκισσισμό και τη ματαιοδοξία του τόσο πιο χαμηλά ξεπέφτει. Το κείμενο του Σάφερ βάναυσα και επανειλημμένα βάζει το Σαλιέρι να μιλάει πάνω από τη μουσική του Μότσαρτ και δεν υπάρχει ούτε ένας θεατής που να μην σκέφτεται «σκάσε να ακούσουμε τη θεϊκή μουσική», μια μουσική που κατά τον Μπερντστάιν «δραπετεύει συνεχώς από τη φόρμα της επειδή δε μπορεί να συγκρατηθεί μέσα σε αυτήν».
Το έργο μπορεί να αφορά την κλασσική μουσική, δεν διαθέτει πάντως τίποτε το πουριτανικό- ένα δευτερεύον θέμα που το διατρέχει είναι το πόσο καλά ο Μότσαρτ χειριζόταν τη στέκα του μπιλιάρδου και ένα άλλο όργανο (όχι μουσικό) παρομοίου σχήματος, αποδίδοντας κάτι που συχνά ξεχνιέται όταν ανυψώνουμε την τέχνη και την περιτυλίγουμε με μεμβράνες σοβαροφάνειας-πως πρωτίστως η δημιουργία είναι η χαρά της ζωής.
Ορθώς στο πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (σκηνοθεσία Οδ. Παπασπηλιόπουλος) σε νέα μετάφραση (Έλενα Καρακούλη), ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να γελάει καθώς έχει αποδοθεί ακριβέστατα η ανεμελιά του Μότσαρτ (Γιάννης Νιάρρος),που παρά τα χίλια προβλήματα της καθημερινότητας απεικονίζεται αλώβητος σαν ένα μεγάλο παιδί. Εύστοχος ο Νίκος Ψαρράς, σαν άλλος Βιργίλιος μας καθοδηγεί στο βόρβορο της ψυχής του Σαλιέρι- δεν μας επιτρέπει την ευκολία να τον αντιπαθήσουμε. Η μουσική «κλίκα» της εποχής και η Κωνστάνς, η σύζυγος του Μότσαρτ, αποτελούν απλά δυο ακόμη αρένες προς κατάκτηση για τον Σαλιέρι και ακέραια ερμηνεύονται από Κότσυφα, Τριανταφυλλίδη, Τζαβάρα, Δαούση, Ντάρμα και Μηνά.
Οι μουσικοί επί σκηνής- αν και εγκλωβισμένοι σε τούλινες κουνουπιέρες-δοκιμαστικούς σωλήνες συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση- κάτι που τουλάχιστον τη μέρα που εγώ την παρακολούθησα άρεσε στο κοινό.
Ο σκηνοθέτης έχει περιπέσει σε ορισμένες σαλιερικές αμαρτίες που το ίδιο το κείμενο στηλιτεύει- με κυριότερη ότι απολογείται στο σκηνοθετικό του σημείωμα για τη συγκεκριμένη ανάγνωση του έργου ως «τον εφιάλτη τού να ζεις απομακρυσμένος από Εσένα» και μια προσπάθεια να «μείνει κοντά στον εαυτό του». Είναι φυσικά μια εξελικτική φάση που κάθε σκηνοθέτης πρέπει να περάσει- στο έργο πάντως η καταστροφή του Σαλιέρι ήταν πως η ματαιοδοξία του τον έβαλε να υπηρετεί τον εαυτό του καταστρέφοντας την τέχνη του. Είναι ευτύχημα πλέον που έχουμε το Amadeus να παραδειγματίζει τους καλλιτέχνες μας να μην πάθουν το ίδιο.
info:
Πίτερ Σάφερ,Αμαντέους, μτφρ. Έλενα Καρακούλη, Κάπα εκδοτική
Βρες το εδώ