Λεων Ναρ: Η αξία της μουσικής μνήμης (συνέντευξη στον Ιάσονα Νεύρη)

0
722

 

Συνέντευξη στον Ιάσονα Νεύρη

Δύο βιβλία για τα σεφαραδίτκα τραγούδια ήταν η αφορμή για τη συνέντευξη του Λέοντα Ναρ στον Αναγνώστη. Πρόκειται για την τρίγλωσση συλλογή Θυμάμαι με εισαγωγή του μουσικολόγου Νίκου Ορδουλίδη και την επανέκδοση της Ανθολογίας Σεφαραδίτικων τραγουδιών που επιμελήθηκε ο συλλέκτης Αλμπέρτος Ναρ με τίτλο Τα τραγούδια μας με πρόλογο του Σταύρου Ξαρχάκου και του αείμνηστο Γιώργου Ιωάννου. Και τα δύο από τις εκδόσεις Ιανός, που μας εισάγουν σε μια πλούσια μουσική κληρονομιά των εβραίων της Θεσσαλονίκης με επιρροές από τις χώρες που περιπλανήθηκε ο κατατρεγμένο αυτός λαός του 20ου αιώνα. Ο Λέων Α. Ναρ, γιος του Αλμπέρτου Ναρ, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

 

Κύριε Ναρ, υπάρχουν σήμερα επιρροές των σεφαραδίτικων τραγουδιών στην Θεσσαλονίκη;

Τα ισπανοεβραϊκά, η μητρική γλώσσα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, είναι η γλώσσα που δεν αποτέλεσε απλώς έναν επικοινωνιακό κώδικα, αλλά την έκφραση της ουσίας του σεφαραδισμού, τη συλλογική του ψυχή, την ίδια την ιστορία του. Υπάρχει μια σχετική εκδοτική έξαρση και η συνεχής συγκέντρωση υλικού και, επίσης  τα μαθήματα ισπανοεβραϊκής γλώσσας που οργανώνονται από διάφορους φορείς. Τα νέα αυτά δεδομένα αφυπνίζουν το ενδιαφέρον των νέων και επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο της Θεσσαλονίκης στην πορεία του ισπανοεβραϊκού πολιτισμού. Δεν πρέπει, λοιπόν, να σταματήσει η προσπάθεια που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τότε για πρώτη φορά επιχειρήθηκε μια συνολικότερη προσέγγιση του είδους, κάτι που αποτέλεσε ένδειξη συνειδητοποίησης της μοναδικότητας της γλώσσας ως ζωντανού φορέα έκφρασης της συλλογικής μνήμης του σεφαραδιτικού πολιτισμού. Σε ό,τι αφορά τη σεφαραδίτικη μουσική, πέρα από την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική, ιστορική και λαογραφική αξία, επιβεβλημένη είναι η συνολικότερη προσέγγιση του είδους ως ψηφίδα της πληθυσμιακά συρρικνωμένης –μετά τη βίαιη εξόντωσή της κατά την περίοδο της Κατοχής– Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Έχετε επαφές με άλλες χώρες όπου υπάρχουν ανάλογες συλλογές σεφαραδίτικων τραγουδιών;

Ναι, φροντίζω να παρακολουθώ, σε μεγάλο, βαθμό τη μουσική κίνηση σχετικά με τα σεφαραδίτικα τραγούδια

 Παρατηρώ ότι στη συλλογή  «Θυμάμαι» οι στίχοι μοιάζουν με αυτούς των ρεμπέτικων, τι είδους καλλιτέχνες ήταν όσοι τα έγραφαν και όσοι /ες τα τραγουδούσαν;

Ειδικότερα για τη σχέση του σεφαραδίτικου με το ρεμπέτικο, μπορούμε να σημειώσουμε ότι οι απλοί άνθρωποι έβρισκαν στα τραγούδια αυτά τα κοινά σημεία της κοινωνικής τους συνείδησης.  Οι Θεσσαλονικείς ήταν πάντα εξοικειωμένοι με το ρεμπέτικο. Λιμάνι, προσφυγούπολη και πάντα φτωχομάνα, η Σαλονίκη ήξερε και ξέρει να εκτιμά τα μεράκια και τους καημούς των πολιτών της. Από το 1934 και μετά, οι γνωστότεροι ρεμπέτες περνούν από τη Θεσσαλονίκη και δυο χρόνια αργότερα, το 1936, η πόλη γίνεται πλέον το επίκεντρο του ρεμπέτικου γίγνεσθαι λόγω της προστασίας που παρείχε ο διοικητής της Ασφάλειας της πόλης Νίκος Μουσχουντής. Γι’ αυτό ίσως το ρεμπέτικο αφομοιώθηκε σχετικά γρήγορα και από τη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση. Στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ακούγονται την εποχή του Μεσοπολέμου αρκετά δημοφιλή ρεμπέτικα με σεφαραδίτικες εκδοχές: «Εγώ θέλω πριγκιπέσα» του Παναγιώτη Τούντα στη σεφαραδίτικη εκδοχή με τίτλο «Decidi de me Kazar» (Αποφάσισα να παντρευτώ). Το «Καναρίνι μου γλυκό», με τη Ρόζα Εσκενάζυ, στα σεφαραδίτικα ακούγεται ως «Kanaraki» από τον Τζο Ελίας ή «Ven Kanario» από τον Τζακ Μαγές. Το «Μικρός αρραβωνιάστηκα» του Μάρκου Βαμβακάρη, στη σεφαραδίτικη εκτέλεση, γίνεται «Los ocho dias de hupa» (Οι οχτώ μέρες μετά τον γάμο), το «Στο Φάληρο που πλένεσαι», και πάλι του Μάρκου, ακούγεται στα ισπανοεβραϊκά ως «A los banjikos de la mar» (Στα θαλασσινά μπανάκια), ενώ το «Γελεκάκι που φορείς» ακούγεται από το 1932 και μετά σε πολλές ισπανοεβραϊκές εκτελέσεις. Το ίδιο και η «Μισιρλού», το «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει», μα και η «Ξανθή Εβραιοπούλα», που στην ισπανοεβραϊκή εκτέλεση «Nos seas capritsioza» (Μην είσαι παράξενη) πραγματεύεται τον έρωτα κάποιου για μια μελαχρινή και όχι ξανθή, όπως στο ελληνικό τραγούδι, Εβραιοπούλα.

Από που αντλούν μουσικές επιρροές τα τραγούδια αυτά; είναι η μουσική τους πρωτότυπη;

Η συμβίωση των Ορθόδοξων με τους Εβραίους ενέπνευσε και πολλούς λαϊκούς συνθέτες, γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν ελληνικά λαϊκά τραγούδια τα οποία έχουν Εβραίους ήρωες: Ο «Μποχώρης», για παράδειγμα, είναι λέξη εβραϊκής προέλευσης που σημαίνει «πρωτότοκος γιος». Τόσο στην ελληνική όσο και στη σεφαραδίτικη εκτέλεση που ακούμε στην πασίγνωστη παραδοσιακή μελωδία του περασμένου αιώνα, περιγράφεται το κόλπο που έστησαν οι μάγκες του λιμανιού στον αφελή Εβραίο Μποχώρη για να του πάρουν τα λεφτά. Υπάρχει επίσης και η συγκλονιστική μαρτυρία ότι κάποιες Θεσσαλονικιές Εβραίες κρατούμενες τραγουδούσαν, ακόμα και μέσα στο Άουσβιτς, πέρα από σεφαραδίτικα άσματα, και δημοφιλείς ελληνικές μελωδίες, όπως τον «Τσοπανάκο» προσαρμοσμένο στην τραγική περίσταση:

Εβραιοπούλα ήμουνα

το αστράκι φόρεσα

μας πλακώσαν τα κωθώνια

και μας πήγαν στην Πολώνια.

Ή το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Στης Σαλονίκης τα στενά» παραλλαγμένο:

Θεσσαλονίκη μου γλυκιά

πατρίδα δοξασμένη

αχ πότε θα ’ρθει ο καιρός

να ζούμε ενωμένοι.

 

Ανάμεσα στ’ άλλα, έχουν γραφτεί και πολλά ισπανοεβραϊκά τραγούδια που αποτυπώνουν τόσο τις καταστάσεις της καθημερινότητας όσο και γεγονότα που συντάραξαν τη Θεσσαλονίκη σε διάφορες χρονικές περιόδους. Παραδείγματος χάριν, για την πυρκαγιά του 1890 ή του 1917 γράφτηκε το «La cantiga del fuego» (Το τραγούδι της πυρκαγιάς), γεγονός απόλυτα φυσιολογικό, αφού η εβραϊκή κοινότητα πλήρωσε, περισσότερο από κάθε άλλη πληθυσμιακή ομάδα, το μεγαλύτερο τίμημα, καθώς, μετά την πυρκαγιά του 1917, το ένα τρίτο των μελών της έμεινε άστεγο. Τραγούδι αριστούργημα, «πολλαπλά θεσσαλονικιώτικο» κατά τον δάσκαλό μου Ξενοφώντα Α. Κοκόλη, είναι το «Primavera en Salonico» το οποίο αναφέρεται στο καφωδείο του Αβραάμ Μαζλούμ που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Splendid Palace».

To υλικό που είχε μαζέψει ο πατέρας σας ήταν ηχογραφήσεις σε κασέτες , υπάρχει δισκογραφία εκείνης της εποχής;

Πρόκειται για συλλογή κασετών ήχου που περιέχουν εβραϊκή μουσική και τραγούδια. Οι περισσότερες κασέτες περιέχουν τραγούδια της ευρύτερης σεφαραδίτικης μουσικής παράδοσης. Υπάρχουν και ορισμένες ηχογραφήσεις θρησκευτικής μουσικής. Περιέχονται τόσο ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έκανε ο πατέρας μου  με Εβραίους της Θεσσαλονίκης όσο και εμπορικές ηχογραφήσεις. Σημαντικές είναι οι ηχογραφήσεις λαϊκών τραγουδιών των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καθώς και λίγων τραγουδιών που σχετίζονται με την εμπειρία του Ολοκαυτώματος. Οι εμπορικές ηχογραφήσεις περιέχουν κυρίως γνωστά σεφαραδίτικα τραγούδια ερμηνευμένα από διάφορους καλλιτέχνες και με τρόπους που πλησιάζουν είτε στην ευρωπαϊκή μεσαιωνική παράδοση ή σε μουσικά  ιδιώματα της Ανατολικής Μεσογείου.

 Υπάρχει κάπου η συλλογή αυτών των τραγουδιών , εννοώ σε κάποιον θεσμό, Ίδρυμα κλπ που να μπορεί να γίνει υλικό για μελέτη;

Τον Δεκέμβρη του 2011, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Αλμπέρτου Ναρ, η οικογένειά μας δώρισε το συγκεκριμένο  αρχείο στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Θεσσαλονίκης, που υπάγεται στο ΜΙΕΤ το οποίο ψηφιοποιήθηκε και μπορεί κάποιος να επισκεφτεί για να το μελετήσει.

Πέρα από την νοσταλγία και την μνήμη του πατέρα σας τι σας ώθησε να εκδώσετε τώρα δύο βιβλία για τα τραγούδια αυτά;

Οι δύο αυτές εκδόσεις, σχεδόν δεκαεπτά χρόνια μετά από  τη «μετοικεσία» του πατέρα μου Αλμπέρτου Ναρ, επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος εκλείπει οριστικά, όταν παύουμε να τον μνημονεύουμε  και να αξιοποιούμε την αύρα του πολιτισμού του. Τα δύο αυτά βιβλία, αμφότερα έχουν εκδοθεί από τον Ιανό, επιβεβαιώνουν, όπως έγινε και με τις επανεκδόσεις και άλλων εξαντλημένων βιβλίων του, ότι το πνεύμα του είναι μαζί μας και πολύ κοντά μας και όσο μπορεί αναδύεται και αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενά του, προκαλεί δημιουργικές συζητήσεις, εγείρει σκέψεις και συναισθήματα.

Πέρα από τις πολύτιμες δημοσιευμένες μελέτες  του για τα σεφαραδίτικα τραγούδια, ηχογράφησε τη δεκαετία του ’90 ηλικιωμένους τότε επιβιώσαντες και επιβιώσασες  του Ολοκαυτώματος. Διέσωσε έτσι δεκάδες τραγούδια που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν χαθεί παντοτινά. Φίλοι των γονιών του οι περισσότεροι, ερασιτέχνες ερμηνευτές των τραγουδιών, αποθησαυρίζουν σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα. Ντοκουμέντα που διασώζουν μια γλώσσα με ελληνικές, τουρκικές, ιταλικές και ιταλικές λέξεις, διάλεκτο που έχει ως βάση της τη γλώσσα που μιλιόταν στην Καστίλη πριν από πέντε αιώνες.   Μια επιλογή από αυτά τα σπάνια ντοκουμέντα περιέχεται στο I remember – Θυμάμαι, ερμηνευμένα από επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Αυτή είναι μια από τις ιδιαιτερότητες που καθιστά την έκδοση ξεχωριστή, μαζί με μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρο, το βιβλίο είναι τρίγλωσσο, σε ελληνική, αγγλική και ισπανοεβραϊκή γλώσσα, γεγονός που το καθιστά ακόμη πολυτιμότερο, γιατί είναι πολύ χρήσιμο να διαβάσεις τους στίχους των τραγουδιών σε τρεις γλώσσες. Εξαιρετικός είναι και ο πρόλογος του μουσικολόγου Νίκου Ορδουλίδη, στοιχεία που προφανώς εξηγούν την απήχηση που έχει το βιβλίο όχι μόνο  στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.

 

 

Αλμπέρτος Ναρ, Τα τραγούδια μας, Ανθολογία σεφαραδίτικων τραγουδιών της Θεσσαλονίκης, Ianos

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑνατέμνοντας το νόημα (της Αγάθης Γεωργιάδου)
Επόμενο άρθροΜπαίνοντας στην Πύλη του Ήλιου (της Κυριακής Μπεϊόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ