Άλμπερτ Νομπς, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

0
571
film, directed by Rodrigo Garcia

 

της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη

Από την Φαραώ που για σχεδόν είκοσι χρόνια κυβέρνησε την Αίγυπτο ντυμένη άνδρας, την Καλλιπάτειρα των Ολυμπιακών αγώνων της αρχαιότητας και την Πάπισσά Ιωάννα, ως την στρατιώτη Christian “Kit” Cavanagh και τις πειρατίνες Anne Bonny and Mary Read, η ιστορία έχει καταγράψει έναν σημαντικό αριθμό γυναικών που ντύθηκαν άνδρες για να εκπληρώσουν τους στόχους τους.

Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη. Ούτε και η μελέτη της. Στο βιβλίο “Masquerade and Gender: Disguise and Female Identity in 18th century”, διαβάζουμε ως γενικό σχόλιο, πως η μεταμφίεση των γυναικών στη μυθοπλασία έχει δύο όψεις. Άλλοτε πλήττει το σχήμα της γυναικείας υποταγής, κερδίζοντας για τις μεταμφιεσμένες σε άνδρα γυναίκες δημόσιο χώρο,  κι  άλλοτε – συχνά ακόμα και μέσα στο ίδιο κείμενο –  η  μεταμφίεση εξυπηρετεί το πατριαρχικό πλέγμα εγκλωβίζοντας τις γυναίκες στα εσώτερα της ιδιωτικής τους σφαίρας.

Από τον Στιγμό κυκλοφόρησε μόλις ένα χαρακτηριστικό έργο αυτής της κατηγορίας. Η νουβέλα «Άλμπερτ Νομπς: ούτε άνδρας ούτε γυναίκα» του Ιρλανδού George Moore (1852-1933) σε εισαγωγή και μετάφραση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου. Πρόκειται για τον δεύτερο τίτλο του Moore στα ελληνικά μετά τις «Εξομολογήσεις ενός νεαρού άντρα» που εκδόθηκαν από τον Εξάντα το 2018.

Το  «Άλμπερτ Νομπς», γράφτηκε το 1918 και ο συγγραφέας του το επιμελήθηκε εκ νέου με μικρές αλλαγές το 1927. Κεντρική ηρωίδα είναι μία γυναίκα που περνά τη ζωή της υποδυόμενη τον άντρα, ώστε να μπορέσει να εργαστεί και να επιβιώσει μεταξύ Λονδίνου και Δουβλίνου. Τα χρόνια πέρασαν αλλά η ιστορία του Moore διατήρησε την φρεσκάδα της απολαμβάνοντας, μάλιστα, στις μέρες μας μία νέα αναγνωστική ζωή. Χάρη στην κινηματογραφική μεταφορά του 2011 με πρωταγωνίστρια την Glenn Close και στο συνεχώς ανακινούμενο ενδιαφέρον για ζητήματα ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού.

Στην σχετικά πρόσφατη έκδοση του “The Oxford Handbook of Modern Irish Fiction”, διαβάζουμε πως η γραφή του Moore άνοιξε στην ιρλανδική λογοτεχνία όχι μόνο μια ειλικρινή συζήτηση για το φύλο και την επιθυμία, αλλά δημιούργησε κι έναν χώρο όπου μπορούν να συνυπάρξουν οι παλαιές συμβατικές προκλήσεις της μυθοπλασίας και τα  νέα όρια του είδους. Η εστίασή του Moore στο φύλο και την σεξουαλικότητα, αλλά και η τολμηρή του πειραματική προσέγγιση στην αφήγηση και τη δομή,  οδήγησε το ιρλανδικό μυθιστόρημα στον 20ο αιώνα, μετατοπίζοντας το πέρα ​​από το πολιτικό μελόδραμα, τις φολκλόρ διηγήσεις και την αγγλο-ιρλανδική  γοτθική παράδοση.

Ο Moore, με πάνω από εξήντα έργα, ήταν από τους πρώτους συγγραφείς της αγγλικής γλώσσας που αξιοποίησαν τα μαθήματα των Γάλλων ρεαλιστών, επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον Émile Zola. Νατουραλιστικά έργα του όπως το «Esther Waters» και το «A Mummer’s Wife» έφτασαν να επηρεάσουν τον James Joyce, τροφοδοτώντας την συγκριτική λογοτεχνία του μέλλοντος.

Επιστρέφοντας στην νουβέλα «Άλμπερτ Νομπς», αισθάνομαι πως πρόκειται για ένα έργο προδρομικό. Μεταγενέστεροι συγγραφείς – σημειώνω κάποια ονόματα πρόχειρα – όπως οι  Angela Carter με το “The Passion of New Eve” (1977),  ο  Isaac Bashevis Singer  με την ιστορία “Yentl the Yeshiva Boy” (1983), η  Jackie Kay με το “Trumpet” (1998), η Patricia Duncker με το “James Miranda Barry” (1999), ο  David Ebershoff  με το “The Danish Girl” (2000) που έγινε περισσότερο γνωστό ως ταινία (Το κορίτσι από την Δανία, 2016), αλλά και ο Jeffrey Eugenides με το “Middlesex” (2002) αντλούν από την ίδια πηγή. Με κεντρικό άξονα το φύλο – την αντιστροφή, την υπονόμευση ή ακόμα και την κατάργησή  του – μιλούν ουσιαστικά για το σώμα.

Εδώ μία παρένθεση. Όταν ένας εκδοτικός οίκος επιλέγει έναν τίτλο από την ασφαλή επικράτεια των κλασικών, έχει προφανώς συναρτήσει το κύρος του συγγραφέα και τη long selling δυνατότητά του με τα ελεύθερα εκδοτικά δικαιώματα. Ιδανικά, η εκδοτική επιλογή θα  πρέπει να πείθει και το αναγνωστικό κοινό για την συγκυρία της έκδοσης. Κι αυτό γιατί η κλασική λογοτεχνία επικαιροποιεί την αξία της παραμένοντας μία σύγχρονη υπόθεση, όταν δηλώνει παρούσα στη μεγάλη μας βάσανο. Όταν έχει ήδη ανακαλύψει μία ευαίσθητη χορδή κι επανέρχεται  – χρόνια μετά – να ακούσει, να αφουγκραστεί τον νέο της ήχο.

Η νουβέλα του Moore είναι ένα τέτοιο έργο. Μία ιστορία συνεπής στη διαχρονία του κλασικού με πυρηνικά ερωτήματα πολύ σημερινά. Ακόμα κι αν καταφέρουμε να επινοήσουμε ένα σώμα κοινωνικά ασφαλές με ό,τι συνεπάγεται αυτό, στην περίπτωση της Άλμπερτ Νομπς ένα ανδρικό σώμα με καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές και  υψηλότερες αποδοχές,  πόσο ακριβό είναι το τίμημα αυτής της ιδιωτικής φυλακής;

Πόσο καθοριστική  ήταν η τραυματική εμπειρία που έζησε η Άλμπερτ μικρή και πόσο ανελέητες οι οικονομικές  συνθήκες που την ώθησαν στο να «ξαναγεννηθεί» ως άνδρας για να επιβιώσει; Όλα αυτά, εντασσόμενα στη μεγάλη συζήτηση περί βιοπολιτικής που επανήλθε στο προσκήνιο, κάνουν αυτό το βιβλίο να μας αφορά. Η Άλμπερτ, ναι, ζει υποδυόμενη τον άντρα. Κερδίζει μία αξιοπρεπή ζωή. Κάνει οικονομίες, δεν δίνει δικαιώματα, είναι ανεξάρτητη. Ώσπου γνωρίζει την Έλεν και το ενδεχόμενο μιας κοινής, συντροφικής ζωής ανατρέπει τα δεδομένα.

Κλείνουμε με ένα απόσπασμα. Ο αφηγητής της ιστορίας περιγράφει την Άλμπερτ Νομπς:

«Καθώς αυτόν αφορά ολόκληρη η ιστορία μου, ίσως να πρέπει να τον περιγράψω λίγο πληρέστερα, και για να το κάνω αυτό πρέπει να σου πω ότι ήταν ένας ψηλός και ξερακιανός άνδρας, με φαρδείς πεταχτούς γοφούς και έναν μακρύ και λεπτό λαιμό. Αυτός ακριβώς ο λαιμός του με τρόμαζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο πάνω του, εκτός ίσως από τη μύτη του, που έστεκε ψηλά πάνω στο πρόσωπό του, ή τα μελαγχολικά μάτια του που ήταν γαλανά και πολύ μικρά, βυθισμένα μέσα στις κόγχες τους. Ήταν μεγάλος σε ηλικία, αλλά πόσο μεγάλος δεν μπορώ να πω, καθώς οι πάντες φαντάζουν μεγάλοι στα παιδιά εκτός από τα ίδια τα παιδιά. Μου φαινόταν το πιο άσχημο πλάσμα που είχε ξεπηδήσει ποτέ από κάποιο βιβλίο με παραμύθια και παρακαλούσα να μην τύχει να βρεθώ ποτέ μόνος μου στο καθιστικό· και είμαι βέβαιος πως πολλές φορές θα ζήτησα από τον πατέρα και τη μητέρα μου να πάρουμε άλλα δωμάτια, πράγμα που ποτέ δεν το έκαναν γιατί συμπαθούσαν πολύ τον Άλμπερτ Νομπς· και οι επισκέπτες τον συμπαθούσαν και η ιδιοκτήτρια τον συμπαθούσε, με τον τρόπο της, γιατί ήταν ο πιο αξιόπιστος υπάλληλος στο ξενοδοχείο».

 

————————————

George Moore , Άλμπερτ Νομπς: ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, στιγμός

Βρες το εδώ

 

 

Προηγούμενο άρθροΑναζητώντας δικαιοσύνη… (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΟ αβόλευτος κόσμος του Σκαμπαρδώνη (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ