Αλμπέρ Καμύ-Γιάννης Χουβαρδάς: μια «Παρεξήγηση» που έμεινε μισή (της Όλγας Σελλά)

0
729

 

της Όλγας Σελλά

 

Είναι από τους σκηνοθέτες που «μιλάνε», συνήθως, μέσα από τις παραστάσεις τους και κυρίως μέσα από τα έργα που επιλέγουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Γιάννης Χουβαρδάς σχολιάζει είτε όσα απασχολούν την προσωπική του αναζήτηση κάθε φορά, είτε όσα απασχολούν και βαρύνουν το κοινωνικό περιβάλλον τη δεδομένη στιγμή. Φέτος, επέλεξε να παρουσιάσει ένα έργο που θίγει τον κυνισμό, τη σκοπιμότητα, τη σκληρότητα και το αδιέξοδο της ανθρώπινης συναναστροφής, την αδυναμία επικοινωνίας, την παράλογη και άσκοπη βία, τον θάνατο. Επέλεξε το έργο του Αλμπέρ Καμύ «Η παρεξήγηση» γραμμένο το 1944, μέσα στη γερμανική κατοχή της Γαλλίας, με προφανείς τις αφορμές της γραφής του. Η ιστορία είναι απλή όσο και αβάσταχτη: ο γιος (Αναστάσης Ροϊλός) επιστρέφει μετά από 20 χρόνια αυτοεξορίας στην Αφρική στην πατρίδα του, κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, για να βρει ξανά τη μητέρα του (Μαριάννα Κάλμπαρη) και την αδελφή του (Πηνελόπη Τσιλίκα). Επιλέγει να μην τους αποκαλύψει ποιος είναι, για να διαπιστώσει αν τον γνωρίσουν, μια επιλογή που είναι όμως μοιραία, αφού οι δύο γυναίκες, που διατηρούν ένα απομονωμένο πανδοχείο, ληστεύουν και δολοφονούν τους οικονομικά εύρωστους πελάτες τους, και ονειρεύονται να φύγουν από εκεί και να εγκατασταθούν κάπου «μπροστά στη θάλασσα»,  κάπου όπου «ο ήλιος καταβροχθίζει τα πάντα». Τον «άσωτο» γιο συνοδεύει η νεαρή γυναίκα του (Φλομαρία Παπαδάκη). Η επιθυμία της προσέγγισης από την πλευρά του γιου, έχει διαρκώς απέναντί της το προσωπείο της αδιαφορίας, της σκληρότητας, της βίας που έγινε συνήθεια…  Ένα έργο με στοιχεία θρίλερ και αρχαίας τραγωδίας, ένα έργο που παίζει διαρκώς με τα όρια, ένα έργο σκληρό, πικρό και απελπισμένο.

 

Σχεδόν 70 χρόνια μετά, σε μια εποχή που οι δυνατότητες επικοινωνίας είναι αμέτρητες και διαρκείς, η επικοινωνία περιορίζεται όλο και περισσότερο στην απόμακρη και ψεύτικη ψηφιακή, η μοναξιά διογκώνεται, η σκληρότητα επίσης, η αδιαφορία και ο κυνισμός συναντιούνται παντού και διαρκώς. Και η βία, μας εκπλήσσει κάθε τόσο, και πάλι και πάλι…

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έστησε την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου και η Εύα Μανιδάκη που υπογράφει τα σκηνικά αξιοποίησε όλο τον χώρο του θεάτρου, και το πατάρι που περιβάλλει τη σκηνή. Στον ισόγειο χώρο υπήρχε η ρεσεψιόν αυτού του πανδοχείου και μια τεράστια κατσαρίδα (;) την οποία περιέβαλλαν πολύ τρυφερά οι δύο ιδιοκτήτριες του πανδοχείου, η μάνα και η κόρη. Ήταν το απόλυτο βδέλυγμα της ζωής και της ψυχής τους που είχε γίνει πλέον pet, μέρος του σπιτιού τους και της καθημερινότητάς του. Και θύμιζε ευθέως τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.

Τις συνδέσεις των σκηνών και την υπογράμμιση των στιγμών υπογραμμίζουν οι ήχοι της μουσικής του Blaine L. Reininger, ζωντανά επί σκηνής, δίνοντας έντονα στοιχεία ροκ. Όσο για την κόρη, τη Μάρθα, θυμίζει την πρωταγωνίστρια της ταινίας «Kill Bill» (ιδίως με την καρέ περούκα της) και παραπέμπει τόσο στο άτομο που επιζητεί την εκδίκηση (στη συγκεκριμένη περίπτωση μια τυφλή εκδίκηση) όσο και στη συνέχιση της συνομιλίας του Γιάννη Χουβαρδά με τον κινηματογράφο.

Το «χρώμα του χρήματος» είναι το μόνο που κινητοποιεί τις δύο γυναίκες, με τη μητέρα να είναι παραιτημένη μέσα στη φρίκη που επέλεξε να ζει και κάποιες φορές να μονολογεί πως «η ζωή είναι πιο σκληρή από μας», ενώ η κόρη υπερθεματίζει ότι «σκοτώνεις πιο εύκολα έναν άγνωστο». Μιλάνε για τον θάνατο σαν να συζητάνε για κάτι απλό, καθημερινό. Για το πού θα πάνε το βράδυ, τι χρώμα θα βάψουν τους τοίχους, τι θα φορέσουν, τι θα φάνε…

Η εμφάνιση του απόντος γιου και το κρυφτούλι συναισθημάτων που παίζουν όλοι, εκτοξεύει την ατμόσφαιρα θρίλερ του έργου. Μέσα σ’ αυτόν τον παραλογισμό ακούμε διαρκώς φράσεις με τις οποίες ο Καμύ σχολίαζε την εποχή του: «Στη θλιβερή αυτή Ευρώπη, δεν βλέπω ούτε ένα πρόσωπο ευτυχισμένο».

Και μετά έρχεται η στιγμή -στο έργο και στην παράσταση- που τα τρία πρόσωπα του δράματος έρχονται αντιμέτωπα με όσα επιθυμούν, όσα θέλουν να κρύψουν, όσα δεν ξέρουν να φανερώσουν. Κι έρχονται αντιμέτωπα με τις αναπηρίες τους, με τους φόβους τους, με τη διστακτικότητά τους ή την υπερβολική διακριτικότητά τους. Με πιο δυνατές τις διαδοχικές συναντήσεις  μάνας και κόρης με τον γιο και αδελφό στο δωμάτιο του πανδοχείου που του έχουν παραχωρήσει (σκηνή που εκτυλίσσεται στο πατάρι της Φρυνίχου), που δηλώνουν με τα σώματά τους την αγωνία και την προσπάθεια επικοινωνίας, αυτοκριτικής ή, τελικά, της επίμονης υποστήριξης μιας αδιέξοδης επιλογής ζωής: «Οι μεγάλες γυναίκες ξεχνούν τον τρόπο ν’ αγαπούν. Ακόμα και τον γιο τους» λέει η μάνα. Το μόνο πρόσωπο που έχει ξεκάθαρη στάση είναι η γυναίκα του χαμένου γιου, η Μαρία, και είναι το πρόσωπο που έχει σαφείς επιλογές, για τη γαλήνη, την τρυφερότητα, την επικοινωνία, την αγάπη -αντισταθμίσματα στην απόλυτη μοναξιά, στο απόλυτο κακό, στην παράλογη βία.

Είναι ένα έργο σκληρό, βαθύ, απελπισμένο. Τα συναισθήματα που δημιουργεί είναι έντονα, διαρκή και εναλλασσόμενα. Που όμως η παράσταση επέλεξε μια γλώσσα έντονης αποστασιοποίησης για να τα προσεγγίσει. Ίσως γιατί μερικές φορές το άφατο το αντέχουμε μόνο απομακρυνόμενοι από αυτό; Πάντως, ενώ το έργο έφτασε στην πλατεία, δεν έφτασαν όλες οι συναισθηματικές ταλαντώσεις των ηρώων. «Μόλις έμαθε και πάλι να πονάει η καρδιά μου», λέει η μητέρα, μόνο που δεν γίνεται φανερή αυτή η κορυφαία ρωγμή της. Και ένας ρόλος, όπως αυτός της μητέρας (Μαριάννα Κάλμπαρη), έγινε μονόχορδος. Όσο για τον ρόλο-αντίστιξη, αυτόν της Φλομαρίας Παπαδάκη, δεν μπόρεσα να αντιληφθώ αν σκόπιμα ήταν διαφοροποιημένος (σαν τρόπος έκφρασης και συμπεριφοράς) ή αν απλώς έπαιζε σε άλλη «οκτάβα». Όμως μετέφεραν άψογα όλες τις ταλαντώσεις, τις ρωγμές, τις φοβίες (που γίνονται κυνισμός και βία ή γίνονται συρρίκνωση, ενοχή, παθητικότητα και συγκατάβαση) η Πηνελόπη Τσιλίκα και ο Αναστάσης Ροϊλός.

Όσο για τον σκηνικό χώρο, ακριβώς επειδή η δράση της παράστασης επεκτάθηκε σε όλους τους χώρους του θεάτρου, μερικές φορές δεν ήταν ορατή όλη η δράση από όλες τις θέσεις είτε της πλατείας είτε του εξώστη. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν η σκηνή της Φρυνίχου ήταν κατάλληλη για τον τρόπο που ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε να στήσει την παράστασή του. Την φανταζόμουν σε άλλο σκηνικό χώρο. Παρότι όλοι οι συντελεστές εξυπηρέτησαν το ύφος και το κλίμα της παράστασης (σκηνικά, κοστούμια, φώτα, μουσική).

Ο Γιάννης Χουβαρδάς μας έδωσε αυτό το σπανίως παιζόμενο, συγκλονιστικό κείμενο του Καμύ, που έφτασε στην πλατεία ολόκληρο, μαζί με τη σκληρότητα, την πίκρα, την απογοήτευση, τη φρίκη που δημιουργεί ο κυνισμός, η αναλγησία, η σκοπιμότητα, το θράσος, η αδιαφορία και η βία, έτσι όπως αποτυπώνονται στην τελευταία φράση της Μάρθας, της αδελφής, προς τη σύζυγο του χαμένου, και δολοφονημένου πλέον, γιου: «Αν θέλετε να ξέρετε, υπήρξε κάποια παρεξήγηση. Όσο άμαθη κι αν είστε στη ζωή, αντιλαμβάνεστε ότι αυτά συμβαίνουν». Παρότι δεν έγιναν φανερές όλες οι αποχρώσεις και όλες οι ρωγμές κάποιων από τους χαρακτήρες του έργου. Αφήνοντας έτσι τη γεύση μιας μισής… παρεξήγησης.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Μαριάννα Κάλμπαρη, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Blaine L. Reininger, Φωτισμοί: Χριστίνα Θανασούλα, Βοηθοί σκηνοθέτη: Χαρίκλεια Πετράκη, Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη, Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαϊδου

Μια συμπαραγωγή της malentendu productions, του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν και της Panik Theater Productions.

Με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος.

 

Παίζουν: Μαριάννα Κάλμπαρη, Φλομαρία Παπαδάκη, Αναστάσης Ροϊλός, Πηνελόπη Τσιλίκα, και ο Blaine L. Reininger.

 

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 8.30μ.μ. Σάββατο στις 9μ.μ.

Μέχρι τις 9 Απριλίου

 

Προηγούμενο άρθροΓια την Παρανάγνωση- ένα σημείωμα (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθροΟ Δημοσθένης Αγραφιώτης συζητά με την Inês Oseki-Dépré για τη συγκεκριμένη ποίηση

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ