διήγημα του Γιώργου Πολυμενάκου (*)
«Καλύτερα να σ’ έριχνα. Να σ’ έριχνα μπουκιές και ψίχαλα!»
Την ξέρω αυτή τη φράση που μου λέει η μάνα μου. Τη λένε όλες οι Μανιάτισσες στη γειτονιά. Όταν ήμουν πιο μικρός με τρόμαζε πολύ η φράση αυτή γιατί την έκανα εικόνα.
Φανταζόμουν τη μάνα μου, έγκυο, να παθαίνει έναν ξαφνικό σπασμό και να κάνει εμετό το έμβρυο που κυοφορεί, εμένα, και να το ρίχνει. Να το ρίχνει μπουκιές και ψίχουλα.
Τώρα όμως έχω μεγαλώσει. Δεν φοβάμαι πια. Ξέρω ότι δεν το εννοεί. Είναι ένα σχήμα λόγου. Θέλει να πει ότι έχει απελπιστεί μαζί μου.
«Δεν ξέρω τι να κάνω με σένα. Δούλα σας είμαι, όλη μέρα. Δούλος είναι και ο πατέρας σας, σε δύο δουλειές δουλεύει για να τα βγάλουμε πέρα. Κατουρημένες ποδιές φιλήσαμε για να μπει εργάτης στον ΟΛΠ».
Έχει βουτήξει ένα βαμβάκι σε ιώδιο και προσπαθεί να καθαρίσει μια πληγή που έχω ψηλά στο μέτωπο.
«Γι’ αυτό σηκωθήκαμε και φύγαμε από τη Γούβα και ήρθαμε εδώ στην επάνω γειτονιά, για να τρέχεις όλη μέρα στους δρόμους και να παίζεις πετροπόλεμο με όλους αυτούς τους αλήτες, τους τσορολήδες, γι’ αυτό Παναγία μου;»
Ψάχνει μέσα στο συρτάρι της ραπτομηχανής της, που έχουμε για τραπέζι, να βρει κάτι σαν γάζα, σαν τσιρότο. Δεν βρίσκει.
«Κράτα το μπαμπάκι σφιχτά να σταματήσει το αίμα, ακούς; Άλλη όρεξη δεν είχα να τρέχουμε για ράμματα».
Το κρατάω. Σφιχτά.
«Γυρνάς από το σχολείο, πετάς την τσάντα και πριν προλάβεις να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, τρέχεις έξω στα τσορολέικα, να μη χάσεις… Κοίτα πως έχεις αδυνατίσει. Έφεξες. Αναιμία θα πάθεις. Τι αμαρτίες πληρώνω, Παναγία μου;»
Δεν μιλάω. Τι να πω;
«Κοίτα το μπλουζάκι σου, πως το έκανες, μέσα στα αίματα το κατάντησες. Δεν θα βγει αυτός ο λεκές. Πως θα πας αύριο στο σχολείο, θεέ μου; Νομίζεις ότι έχεις δεύτερο μπλουζάκι; Δεν έχεις. Το άλλο, το μπεζ, το πέταξα. Δεν σήκωνε άλλο μπάλωμα».
Βγαίνει έξω στην αυλή, φέρνει μέσα τη ξύλινη σκάφη κι ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι, ρίχνει λίγο ζεστό νερό από την κατσαρόλα που είχε βάλει να βράζει πάνω στην γκαζιέρα κι αρχίζει να τρίβει τον λεκέ.
«Να κοιτάξεις να μάθεις γράμματα κακόμοιρο. Το καλό που σου θέλω.
Γι’ αυτό σε στέλνω στο σχολείο, να γίνεις κάτι στη ζωή σου, να μην γίνεις σαν κι εμένα που με σταμάτησε ο πατέρας μου στην τετάρτη δημοτικού και μ’ έστειλε στα χωράφια, αρκετά γράμματα έμαθες μου είπε, καλή του ώρα, αλλά τόσο καταλάβαινε κι αυτός, τι να σου κάνει, σάμπως εκείνος είχε πάει σχολείο, καθόλου δεν είχε πάει, στα χωράφια και στα ζωντανά ήτανε από έξι χρονών».
Συνεχίζει να τρίβει τον λεκέ. Έχει ξεθωριάσει λίγο.
«Αλλά τι περιμένεις; Δεν έχουμε ίσκιο εμείς».
Το λέει συχνά αυτό. Και η γιαγιά μου η Σταυρούλα, η μάνα τής μάνας μου, το λέει, και όταν τη ρώτησα πέρυσι που είμασταν στο χωριό, στο Νύφι, τι σημαίνει ότι δεν έχουμε ίσκιο εμείς γιαγιά, μου είπε, πάει να πει παιδάκι μου ότι δεν μας βλέπει ο ήλιος εμάς για να κάνουμε ίσκιο, αλλού κοιτάει ο ήλιος.
Σηκώνει το μπλουζάκι από τη σκάφη, το γυρνάει στο φως, ο λεκές δεν έχει φύγει, εκεί είναι ακόμα, φαίνεται ολοκάθαρα πάνω στο βρεγμένο ρούχο.
«Δεν θα βγει με το σαπούνι. Πρέπει να πάω στο μπακάλη, να πάρω από κείνο το καινούργιο το καθαριστικό αλλά πώς να πάω, με τι μούτρα να πάω, που του χρωστάμε δυο βδομάδες βερεσέ;»
Ξανασκύβει στη σκάφη κι αρχίζει να τρίβει τον λεκέ πιο δυνατά. Με μανία. Αλλά ο λεκές δεν λέει να φύγει.
(*) Τον Δεκέμβριο του 2019 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες από την άλλη
όχθη» από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ.