Άλλες ζωές (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
179

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Όταν το 2021 ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, λίγοι γνώριζαν, στην Ελλάδα ίσως κανείς, τον συγγραφέα δέκα αγγλόφωνων μυθιστορημάτων. Η παγκόσμια αναγνώριση που απένειμε η Σουηδική Ακαδημία έβγαλε από την αφάνεια μια σπουδαία μορφή της λογοτεχνίας που με το έργο του ανασύρει από τη λήθη εφιαλτικές σελίδες από την αποικιοκρατική ιστορία της Αφρικής και ιδιαίτερα της πατρίδας του, πρώην Ζανζιβάρης, νυν Τανζανίας.  Το τελευταίο του βιβλίο και το πρώτο που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τίτλο «Άλλες ζωές» από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», μας πείθει για του λόγου το αληθές.

Ο 74χρονος Γκούρνα βρέθηκε πρόσφυγας στη Μεγάλη Βρετανία σε νεαρή ηλικία μετά την εξέγερση του 1964 που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους της Τανζανίας. Άρχισε να γράφει στα αγγλικά, ενώ η μητρική του γλώσσα ήταν τα σουαχίλι, έγινε καθηγητής (σήμερα ομότιμος) Αγγλικής και Μετα-αποικιακής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ. Προτεραιότητά του είναι να φέρει στο προσκήνιο τους απλούς ανθρώπους του ευρύτερου γενέθλιου τόπου, εκείνους που υπέφεραν από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία σε αυτό το παραμελημένο μέρος της γης, της ανατολικής Αφρικής όπου «κάθε κομμάτι του ανήκε στους Ευρωπαίους, τουλάχιστον στον χάρτη: Βρετανική Ανατολική Αφρική, Γερμανική Ανατολική Αφρική, Ανατολική Πορτογαλική Αφρική, Βελγικό Κονγκό», όπως αναφέρει στις «Άλλες ζωές».

Συνήθως οι περισσότερες αναφορές για την ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία στην Αφρική αποκλείουν τη Γερμανία. Ο Γκούρνα μάς θυμίζει τη γερμανική παρουσία από τη δεκαετία του 1880 μέχρι τις πολεμικές συγκρούσεις με τη Μεγάλη Βρετανία για το ποια αποικιακή δύναμη θα επικρατήσει και με έμμεσο τρόπο μέχρι την ανεξαρτησία. Μαζί ξεκαθαρίζει ότι η Deutsch – Ostafrika, μια τεράστια σε έκταση αποικία, τριπλάσια σχεδόν από την ευρωπαϊκή Γερμανία,  διέλυσε τη ζωή εκατομμυρίων Αφρικανών. Ήταν εξαιρετικά βάναυση, με στρατιωτικές επιχειρήσεις που κατέληξαν σε εφιαλτικές τραγωδίες, όπως η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα που διέπραξε στις αρχές του εναντίον των Χερέρο και των Νάμα στη Ναμίμπια ή η άγρια καταστολή της εξέγερσης του Μάτζι Μάτζι στα 1905  που άφησε κοντά στους 300.000 νεκρούς.

Γνωρίζοντας ότι ο χρόνος και οι πολιτικές λειτουργούν υπέρ της λήθης,  κατά της οποίας είναι ταγμένος, ο Γκούρνα γράφει: « Αργότερα αυτά τα γεγονότα θα μεταπλάθονταν σε ιστορίες παράλογων και αδιάφορων ηρωισμών΄ ήταν ένα θεαματικό δράμα που εκτυλισσόταν παράλληλα με τις μεγάλες τραγωδίες στην Ευρώπη, για όσους όμως είχαν ζήσει τα γεγονότα ήταν η εποχή που η γη τους είχε ποτιστεί με αίμα και είχε σπαρθεί με κουφάρια».

Όπως μαρτυρά και ο τίτλος «Άλλες ζωές», ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει στο φόντο τις φρικαλεότητες και τους υπευθύνους για αυτές, και ζωντανεύει  σαν μια πράξη αντίστασης τις ζωές μερικών Αφρικανών χαρακτήρων με την πλούσια ανθρωπιά τους. Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές, μέσα σε ένα τοπίο λεηλασίας, φτώχειας, ορφάνιας, σκληρών αγώνων και ανελέητης καταστολής. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Χαλίφα, μισός Ινδός  και μισός Αφρικανός, με τον οποίο ξεκινά απλά και λιτά η τριτοπρόσωπη αφήγηση: «Ο Χαλίφα ήταν είκοσι έξι ετών όταν γνώρισε τον έμπορο Αμούρ Μπιασάρα». Ο Χαλίφα, όπως όλοι όσους γνωρίζει, έχει μεγαλώσει σε συνθήκες αποικιακής κυριαρχίας. Η ευαισθησία και η ανθρωπιά του τον κάνουν να κουβαλά στους ώμους του τα βάσανα όλου του κόσμου. Εφοδιασμένος με κάποιες λογιστικές γνώσεις και λίγα αγγλικά, πιάνει δουλειά στις επιχειρήσεις του καιροσκόπου Μπιασάρα. Ο τελευταίος, για προσωπικά του οφέλη, του προσφέρει για σύζυγο την ανιψιά του Άσα, με την οποία παντρεύεται στα 1907 όταν η εξέγερση των Μάτζι Μάτζι έχει μπει στην πιο βίαιη φάση της, με μεγάλο κόστος για τη ζωή και τους πόρους των Αφρικανών. «Όσο αντιλαμβανόταν η αποικιακή διοίκηση πόσο μεγάλη ήταν η έκταση της αντίστασης στη γερμανική κυριαρχία, τόσο πιο αδυσώπητη και βάναυση γινόταν η αντίδρασή της (…) Προκειμένου να υποτάξουν τους εξεγερμένους, φρόντισαν να τους καταδικάσουν σε λιμό…»

Αν και εκεί όπου ζουν ο Χαλίφα και η Άσα αυτά τα γεγονότα φτάνουν μόνο ως φήμες, ο Γκούρνα αφηγείται τις τρομακτικές συνέπειες της αντίστασης στη γερμανική κυριαρχία, αλλά γρήγορα επιστρέφει σε εκείνους που πασχίζουν να στήσουν μια σχετικά ήρεμη ζωή. Τότε εμφανίζει έναν άλλο κεντρικό ήρωα, τον Ιλιάς που γίνεται επιστήθιος φίλος του Χαλίφα. Στο παρελθόν, ως παιδί είχε απαχθεί από έναν Αφρικανό μισθοφόρο, ο οποίος τον έστειλε σε ένα γερμανικό σχολείο της ιεραποστολής που προοριζόταν για τους προσηλυτισμένους. Όταν ο ευγενικός, γερμανόφωνος και αποφασιστικός Ιλιάς επιστρέφει, οι γονείς του έχουν πεθάνει αλλά βρίσκει την αδελφή του Αφίγια. Είναι ένθερμος υποστηρικτής των Γερμανών αποικιοκρατών γιατί στο παρελθόν τον βοήθησαν να βρει δουλειά σε μια μεγάλη φάρμα. «Κοίτα, το ότι ένας Γερμανός σού φέρθηκε καλά δεν αλλάζει όσα έχουν συμβεί εδώ πέρα όλα αυτά τα χρόνια … Φίλε μου, σ΄ έφαγαν, σ΄ έκαναν δικό τους», του αντιτείνει κάποιος, χωρίς να τον πείθει. Έτσι, σύντομα, με σκοπό να βοηθήσει τους Γερμανούς στον Μεγάλο Πόλεμο, κατατάσσεται στους φοβερούς ασκάρι, τους γηγενείς στρατιώτες που στρατολογούσαν συνήθως βίαια οι αποικιακές δυνάμεις. Συχνά υπηρετούσαν οικειοθελώς τους κατακτητές για να γλυτώσουν από τη φτώχεια. Οι ασκάρι της γερμανικής δύναμης ήταν διαβόητοι για τη βαναυσότητα και την κτηνωδία τους. «Ακριβώς έτσι τους ήθελαν οι κυβερνήτες της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής, μοχθηρούς και βίαιους».

Ο Ιλιάς έχει υποσχεθεί στην αδελφή του ότι θα επιστρέψει αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Η τύχη του παραμένει ένα μυστήριο που βασανίζει την Αφίγια και τον Χαλίφα, και μαζί τον αναγνώστη που θα δει την απροσδόκητη λύση, αλλά και τη μαεστρία του συγγραφέα, να δίνεται από την  επόμενη γενιά και στο φινάλε της ιστορίας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας διαδραματίζεται ερήμην του. Με την απουσία του Ιλιάς ξετυλίγεται η ζωή της Αφίγιας, η οποία υπολογίζει την ηλικία της από τότε που το έσκασε ο αδελφός της από το σπίτι. Τώρα υποφέρει στα χέρια μιας αυστηρής οικογένειας που την έχει σαν σκλάβα. Ξυλοκοπείται άγρια για την ικανότητά της να γράφει και να διαβάζει, όπως την είχε εκπαιδεύσει ο αδελφός της στον ένα και μοναδικό χρόνο που έζησε μαζί του. Η γραφή και η ανάγνωση θεωρείται κάτι ανήθικο για μια κοπέλα. «Ποιος ο λόγος να ξέρει να γράφει ένα κορίτσι; Για να γράψει στον νταβατζή της;» Σώζεται από τον Χαλίφα  ο οποίος την παίρνει στο σπίτι του, όπου για πρώτη φορά, στα δώδεκά της, κοιμάται σε κρεβάτι.

Με έναν έξυπνο ελιγμό ο Γκούρνα μεταφέρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν άλλο νέο χαρακτήρα, ο οποίος ενώ έχει υπηρετήσει εθελοντικά τους Γερμανούς ως ασκάρι καταφέρνει να ξεφύγει και να ακολουθήσει μια διαφορετική παράλληλη διαδρομή. Ονομάζεται Χάμζα και προσφέρει μια συναρπαστική ματιά στο πως συμπεριφέρονταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές στους Αφρικανούς που τους υπηρετούσαν. Πολύ πριν ο συγγραφέας υφάνει τη ζωή του Χάμζα στην κύρια ιστορία, συναντούμε τον ευαίσθητο και ταπεινό νεαρό, με το όμορφο παρουσιαστικό, να βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στις καταχρηστικές επιθυμίες του καταπιεστή του. Η ταπεινωτική εμπειρία του στην υπηρεσία ενός ανώτατου Γερμανού αξιωματικού ως προσωπική του ορντινάντσα είναι από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες των «Άλλων ζωών». «Παραείσαι όμορφος για στρατιώτης», τον κοροϊδεύει ένας άλλος ασκάρι. Ο ισχυρός αξιωματικός εμφανίζεται ως αντιφατική προσωπικότητα, από τη μια θέλει να διδάξει γερμανικά τον Χάμζα για να μπορεί να διαβάσει μόνος του Σίλερ και από την άλλη του λέει επιτακτικά: «Γι΄αυτό βρίσκομαι εδώ – για να κατακτήσω ό,τι δικαιωματικά μας ανήκει, επειδή είμαστε ισχυρότεροι (…) Σας θέλουμε όλους πειθαρχημένους και υπάκουους (…) Ήρθαμε εδώ για να σας εκπολιτίσουμε».

Η σχέση ανάμεσα στον αξιωματικό και τον Χάμζα, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει και τη χλευαστική περιφρόνηση ή το μίσος εκ μέρους άλλων Γερμανών, εξελίσσεται περίπλοκα. Ο πρώτος βλέπει στο πρόσωπο του νεαρού Αφρικανού κάτι από τον χαμένο αδελφό του, αλλά η επαφή τους παραμορφώνεται από τον ρατσισμό, την υποτέλεια και την υποταγή, με τον συγγραφέα να χειρίζεται με επιδεξιότητα  τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και να μας οδηγεί σε βαθύτερες σκέψεις, μεταξύ άλλων, και για το ρόλο της θρησκείας στην προσπάθεια διατήρησης της αποικιακής κυριαρχίας. Μετά τον βαρύ τραυματισμό του από έναν άλλον ανεξέλεγκτο Γερμανό αξιωματικό, ο Χάμζα θα βρεθεί στο ιατρείο της γερμανικής ιεραποστολής, όπου θα γιατρευτεί και θα γνωρίσει μια καλοσυνάτη και γενναιόδωρη Γερμανίδα που την αποκαλεί Φράου πάστερ, ο καθοριστικός ρόλος της οποίας θα φανεί αργότερα στην καθηλωτική κορύφωση της ιστορίας.

Σε έναν κόσμο που η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, ο Γκούρνα μας καλεί να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά εκείνων που μοχθούν να στήσουν τη ζωή τους ακόμη και μέσα στα ερείπια. Ενώ η χώρα είναι πλέον υπό βρετανική κυριαρχία και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι προ των πυλών, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο πια για το πώς συνεχίζονται οι ζωές των ανθρώπων και πώς επηρεάζονται έστω κι έμμεσα από τους Γερμανούς. Η συνάντηση και η κοινή ζωή του Χάμζα, όταν επιστρέφει μισοδιαλυμένος στην πόλη που άλλοτε ανήκε στη Γερμανική Ανατολική Αφρική και τώρα ήταν βρετανική αποικία, με την Αφίγια είναι ένα παράθυρο στον κόσμο της ανθρωπιάς, της οικογενειακής αγάπης, της αφοσίωσης των φίλων (βλέπε Χαλίφα) και της αξιοπρεπούς δουλειάς, χωρίς ποτέ να ξεχνούν το παρελθόν. Το όνομα του αγνοούμενου αδελφού, Ιλιάς, παίρνει το παιδί τους. Και οι δύο που έχουν δει την έκταση της ταπείνωσης, η Αφίγια στα χέρια Αφρικανών και εκείνος στα χέρια Ευρωπαίων, επιλέγουν να παραδοθούν ο ένας στον άλλον για να χτίσουν μια μικρή όαση με μόνο υλικό την αγνότητα της αγάπης τους. Να τι απομένει μετά από τόσες καταστροφές.

Όταν κάποια στιγμή, χρειάστηκε να δώσει πληροφορίες για το παρελθόν του, ο Χάμζα λέει: «Θέλεις να σου μιλήσω για τον εαυτό μου σαν να έχω μια συνεκτική, ολοκληρωμένη ιστορία, όμως εγώ το μόνο που έχω είναι θραύσματα κι ανάμεσά τους ανησυχητικά κενά, απορίες και ερωτήματα, στιγμές που τελείωσαν πολύ γρήγορα ή ήταν σκοτεινές, ασαφείς, ανερμήνευτες». Σε αυτή τη φράση περικλείεται και η προσφορά του Γκούρνα, ο οποίος διατρέχοντας μια μακρά ιστορική περίοδο, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα έως τα μισά και πλέον του 20ού, συγκεντρώνει θραύσματα τσακισμένων ζωών και συνθέτει ένα μωσαϊκό γεγονότων, συναισθημάτων και αντιφάσεων της ανθρώπινης φύσης.

Οι «Άλλες ζωές» απαιτούν από τον αναγνώστη στοιχειώδη γνώση της αφρικανικής ιστορίας και της αποικιοκρατίας. Σ΄ αυτό βοηθά καίρια η έμπειρη μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά με τις επεξηγηματικές σημειώσεις όσο προχωρά η αφήγηση, είτε ιστορικών γεγονότων είτε λέξεων στα σουαχίλι που εντάσσει κατά κόρον ο συγγραφέας στο κείμενο, μαζί με λέξεις άλλων γλωσσών, δίνοντας έτσι μια πληρέστερη εικόνα τόσο της αποικιακής κυριαρχίας όσο και της πολιτισμικής πολυμορφίας της Αφρικής.

 

 

Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, Άλλες ζωές, εκδ. «Ψυχογιός», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, σελ. 384

 

Προηγούμενο άρθροSozopolis : τρεις “πειραγμένες” εκθέσεις
Επόμενο άρθροΤό Περιοδικό «Ἀντίλογος» (του Γιώργου Ἀράγη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ