Της Κυριακής Μπεϊόγλου
«Είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέφτεται λογικά και να ενεργεί παράλογα» είχε πει ο Ανατόλ Φρανς, και το σκεφτόμουν συνεχώς καθώς διάβαζα το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη «Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πως;» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη. Στο πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο με μεγάλες δόσεις ρεαλισμού η συγγραφέας περιγράφει μια περίοδο εξαιρετικά καθοριστική για το μέλλον της χώρας, την εποχή της Μεταπολίτευσης. Μια εποχή που η λογική έλεγε πως θα αλλάξουν πολλά πράγματα. Παρόλα αυτά οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν το κατάφεραν στο βαθμό που πίστευαν οι άνθρωποι της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Οι παλιοί μας φίλοι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν αφού έτσι κι αλλιώς «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία, κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» και σ αυτό το βιβλίο συμβάλλουν με τις αφηγήσεις τους οι συμφοιτητές, καθηγητές και «βοηθοί», αλλοτινοί σύντροφοι στον ίδιο πολιτικό χώρο, αλλά και πολιτικοί αντίπαλοι της Αγγέλας Καστρινάκη. Όλοι μαζί συνθέτουν το παζλ της Μεταπολίτευσης με τις μεγάλες προσδοκίες τους που δεν εκπληρώθηκαν.
Το βιβλίο όμως αυτό δεν είναι μόνο ένα βιβλίο καταγραφής μιας περιόδου είναι και ένα μυθιστόρημα. Στο «Κάτι ν᾽αλλάξει! Μα πώς;» διαβάζουμε τη ζωή της Ειρήνης στα χρόνια 1979-1984, μια εποχή που η κοινωνία διψούσε για «αλλαγή». Η Ειρήνη, μόνη σε μια άγνωστη πόλη, στη Θεσσαλονίκη, περνάει δύσκολες μέρες, ώσπου μέσα από τη συμμετοχή της στη νεολαιίστικη οργάνωση Ρήγας Φεραίος ενσωματώνεται στη φοιτητική κοινωνία. Στον «Ρήγα» εκτός από τον Μαρξ και τα μαρξιστικά βιβλία γνωρίζει την συντροφικότητα, και με δέος παρατηρεί τον Λεωνίδα Κύρκο, μια ηγετική φυσιογνωμία (αν και αντιφατική λέει στο σημείωμα της) της ανανεωτικής Αριστεράς, να παίζει τη φυσαρμόνικά του: αυτό τη συγκινεί, την ενθουσιάζει, την απογειώνει. Κι ύστερα έρχεται η ερωτική επαφή με έναν νεαρό από την ΚΝΕ, την άλλη κομμουνιστική οργάνωση, αντίπαλη κατά κάποιον τρόπο, και αναρωτιέται αν η σχέση τους θα κρατήσει μια ζωή.
Φαντάζομαι ότι κάπου μέσα σ αυτές τις σελίδες πολλοί θα βρουν τον εαυτό τους, καθώς εκείνη η χρονική περίοδος υπήρξε «πολύ ζωντανή» για την μέχρι πριν λίγο καταπιεσμένη ζωή των νέων στην Ελλάδα. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, ρέει ο καθημερινός λόγος και οι σκέψεις των φοιτητών εκείνης της εποχής αλλά και των σημερινών διανοουμένων και σκεπτόμενων ανθρώπων της Αριστεράς. Χωρίζεται σε κεφάλαια που αναφέρονται σε ιστορικές στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος και ταυτόχρονα αποτελούν σταθμούς στη νεανική ζωή της Ειρήνης, της κεντρικής ηρωίδας: «1973: Το τέλος της δικτατορίας», «1974-1975: Η πρώτη χρονιά της Μεταπολίτευσης», «1975-1976! Το μαθητικό κίνημα», «1976-1977: Η χρονιά των αποφθεγμάτων», «Προεκλογικό καλοκαίρι», «1977-1978: Η χρονιά της ήττας», «1978-1979: Απόπειρα ανασυγκρότησης». Κεφάλαιο το κεφάλαιο, παρακολουθούμε την πορεία της Ειρήνης προς την πολιτική και παράλληλα την ερωτική ενηλικίωση. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι το μεγάλο συμβάν αλλά δεν μπορεί να πει τι είχε συμβεί ακριβώς: ήταν τότε μόνο 12 χρονών. Στη συνέχεια, η Ειρήνη μπαίνει βαθιά στην προοδευτική Αριστερά μεγαλώνει, προβληματίζεται, διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση, γνωρίζει το καλό θέατρο και αγαπά μουσική. Θα ερωτευτεί όπως ερωτεύονται όλοι εκείνη την εποχή, βάση πολιτικού προσανατολισμού. Οι πολλές φωνές-αφηγητές στο βιβλίο βοηθουν στο να σχηματίσουμε μια αρκετά σαφή εικόνα για τα συμβάντα της εποχής κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη θερμό. Είναι ωραία η φοιτητική ζωή, ίσως από τις ωραιότερες περιόδους στη ζωή μας. Και η ηρωίδα την ζει στο έπακρο. Κινηματογράφος, καφενεία και ταβέρνες, φιλίες, έρωτες ή ερωτικές δοκιμές, μέχρι που εκδίδει και ένα περιοδικό αλλά όπως συχνά συμβαίνει έρχεται και η απογοήτευση. Προβληματίζεται έντονα για τους θεσμούς και την εκπαιδευτική διαδικασία. Μπορεί άραγε κάτι να αλλάξει σε αυτόν τον τόπο; Πριν από μερικά χρόνια απαντούσε: «Και βέβαια αλλάζει!». Τώρα συνειδητοποιεί τη δυσκολία, σκέφτεται όμως πως δεν πρέπει να παραιτείται κανείς από την επιθυμία «κάτι ν’ αλλάξει». Πάντως πιστεύω πως πλεον οι κοινωνίες μας δεν είναι τόσο κοινότητες πεποιθήσεων όσο κοινότητες συγκινήσεων. Το τι κοινό μας συγκινεί μπορεί να λέει πολλά πράγματα για το με ποιους συμπορευόμαστε και με ποιους όχι. Κλείνω το κείμενο αυτό με το πιο αισιόδοξο μήνυμα για την πορεία των πραγμάτων: «Άμα παραιτηθεί κανείς, καλύτερα να κλειστεί στην ντουλάπα του, καλύτερα να πέσει στο κρεβάτι του ή να πάει να βουτήξει στα νερά του Θερμαϊκου, του Σαρωνικού… όπου βρίσκεται τέλος πάντων! Αλλάζει… Πρέπει να αλλάξει! Δεν μπορεί παρά να αλλάξει!» . Σωστά αυτό θέλουμε κι εμείς! Μα πως; Και πότε;
info: Αγγέλα Καστρινάκη ,Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πως; Κίχλη