Άλλα 6 πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (του Χρήστου Τσιάμη)

0
276
^ πρόσωαπ ζητούν συγγραφεά σε σκηνοθεσία Άγγελου Καλίνογλου.

του Χρήστου Τσιάμη

 

 

Αλληγορία, σχεδόν, με θέμα σύγχρονο και υπόβαθρο παλιό*

Όπως και προηγουμένως, σε ένα παλιό (αλλά μοντέρνο) θεατρικό έργο, μπουκάρουν οι έξι στο σκηνικό.  ‘Ε, ε, εσείς πού πάτε;’ τους φωνάζει κάποιος επιστάτης, μήπως και τους προλάβει.  ‘Εδώ κοιτάνε να στήσουν μια παράσταση οι άνθρωποι.  Το παλεύουν από καιρό.  Και όλο κάποιοι σαν και σας τους διακόπτουν…’

Και ο πρώτος στη σειρά, ο Σοφός, λέει του επιστάτη ‘Έχουμε έρθει με καλό σκοπό.  Φέρνουμε τις δίκες μας ιστορίες στο θέατρο αυτό. Ψάχνουμε να βρούμε κάποιον να τις συνδέσει έμπειρα σ’ ένα ιστορικό.  ΄Ισως, αυτός εδώ ο σκηνοθέτης!  Και είμαι σίγουρος ότι θα βγει ένα έργο συναρπαστικό.   Θα τολμούσα να πω… συνταρακτικό!’

Επάνω στη σκηνή οι ηθοποιοί γυρίζουν και τους κοιτάνε αποχαυνωμένοι.  Έχουν σταματήσει, προς στιγμήν, την πρόβα τους, καθώς εκείνοι παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον σιωπηλοί μπροστά από τον επίσης έκθαμβο σκηνοθέτη.  ‘Ψάχνουμε για έναν συγγραφέα.  Για να εξιστορήσει αυτά που μας έχουν συμβεί’, του λέει ο Σοφός.  ‘‘Όμως, αν ο συγγραφέας του έργου που προβάρετε δεν είναι εδώ, παρών, μπορείτε εσείς ο ίδιος, σαν σκηνοθέτης, να στήσετε την ιστορίας μας προφορικώς.  Δεν θα ήταν και κάτι το πρωτάκουστο στην τέχνη σας, αν δεν κάνω λάθος…’

Του σκηνοθέτη του φάνηκε εντελώς τρελό.  Το ίδιο συμπέραινες και από τις εκφράσεις των εμβρόντητων ηθοποιών.  Αλλά στο αδιέξοδο, το καλλιτεχνικό, που ήταν σοφίστηκε έναν συμβιβασμό.  ‘Ποτέ δεν ξέρεις…’, είπε από μέσα του.  Και είπε εντάξει στον Σοφό.  ‘Πείτε μου ιδιαιτέρως, εδώ στην άκρη, την ιστορία του καθενός.  Κι εγώ θα μεταφέρω τις ιστορίες σας στον θίασο αυτόν εδώ με τρόπο που θα τον καταλάβουν για να υποδυθούν  καλά τους χαρακτήρες σας.  Και μετά βλέπουμε…’

Μαζεύτηκαν σ’ έναν κύκλο τριγύρω του οι έξι και άρχισε ο καθένας τους να του εξιστορεί εκείνο που κουβάλαγε μέσα του.  Οι άλλοι, οι ηθοποιοί, σχημάτισαν  πηγαδάκια επάνω στη σκηνή.  Άλλοι όρθιοι, άλλοι καθιστοί στο σανίδι οκλαδόν, ή και μισοξαπλωτοί.  Είχαν κάνει πηγάδια απ’ όπου, συχνά, αναπηδούσαν χάχανα και γελάκια.  Θα πρέπει να είχε περάσει αρκετή ώρα, γιατί το σούσουρο της θεατρικής κομπανίας είχε κοπάσει και η σκηνή είχε σχεδόν αδειάσει. Όταν ο σκηνοθέτης, με βήματα αργά, πήγε στο κέντρο της σκηνής, χρειάστηκε να περιμένει λιγάκι, μέχρι να πάει o επιστάτης και να φωνάξει να επιστρέψουν όλοι αυτοί που είχαν βγει έξω.

Εχουμε σίγουρα χαρακτήρες εδώ που μπορούν να δέσουν σε κάτι θεατρικό, τους είπε.  Προσέξτε να δείτε από αυτούς ποιος σας πάει. Ο νεαρός πρίγκηπας, η νεαρή γυναίκα η αγωνίστρια, ο σεμνός Καθηγητής, ο θορυβώδης μπράβος, και βέβαια ο Σοφός, που είχε μιλήσει στην αρχή.  Α, ναι! Κι  εκείνο το πλάσμα.  Δεν μπορώ να πω τι είναι ακριβώς, αγόρι, κορίτσι, γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει βγάλει άχνα.  Και δεν είχα ούτε τη διάθεση ούτε και τον χρόνο να επέμβω και να τους πω να σταματήσουν να πετάγονται, να το αφήσουν να πει και αυτό κάτι.  Τέλος πάντων.  Ας δούμε τι έχουμε εδώ…

Και αρχίζει να τους λέει όλες εκείνες τις ιστορίες που μόλις είχε ακούσει.  Και οι άλλοι φαίνεται να τον ακούν με εναλλασσόμενες εκφράσεις στα πρόσωπα τους.  Μ’ εκφράσεις περιέργειας.  Μ’ εκφράσεις καχυποψίας, θυμηδίας, ακόμη και συγκεκαλυμμένης αηδίας.

Ο Σοφός, λέει, είχε φτιάξει μια ομάδα για να βοηθήσει την κοινότητα που τότε πραγματικά τα είχε φτύσει.  Οι πάντες ήταν στο όριο της απόγνωσης, στην άκρη του γκρεμού, έτσι όπως τους είχαν καταντήσει οι μέχρι τότε διαχειριστές των κοινών και των ξένων εταίρων τους οι τρελές απαιτήσεις.  Ο Σοφός τους έπεισε πως είχε λύσεις.  Τον πίστεψαν και του ανέθεσαν να τους οδηγήσει προς μια καλύτερη τύχη.  Δούλεψε, λέει, φιλότιμα και πρακτικά.  Για κάμποσο καιρό τα πράγματα πήγαιναν καλά.  Χρειάζονταν θυσίες, τους είπε, και δεν θα αργήσει η ζωή τους να αρχίσει να παίρνει την πάνω βόλτα.  Όσο πέρναγε ο καιρός, όμως, τόσο πιο ανυπόμονοι αυτοί γίνονταν.  Μέχρι που βρήκαν άλλον που τους υποσχέθηκε πράγματα καλύτερα, και πιο γρήγορα.  Κι έτσι έδειξαν στον Σοφό, και στην ομάδα του, την πόρτα.

Είπε, ο Σοφός, ότι το τίμιο πράγμα ήταν, για αυτή την ήττα, να αναλάβει ό ίδιος την ευθύνη.  Για το καλό της ομάδας, να αφήσει το έδαφος ανοιχτό για έναν καινούργιο αρχηγό.  Και αποχώρησε ευπρεπώς!  Και άφησε ανοιχτό το πεδίο για να διαλέξουν έναν από αυτούς εδώ.  Αυτά μου είπε.  Αλλά όποιος υποδυθεί τον ρόλο αυτόν θα πρέπει να τον ψάξει βαθιά τον Σοφό.  Πάντως, ακόμα και όση ώρα μου μιλούσε, και μάλιστα πολύ διεξοδικώς, είχα την εντύπωση ότι απέναντι μου στεκόταν μια σφίγγα, όχι άνθρωπος…  Ποιος ξέρει τι κρύβει  μέσα του;  Απ’ την άλλη όμως, ό,τι άκουσα ίσως αυτό να ήταν όλο κι όλο.  Χωρίς τίποτα παραπάνω.  Δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει αυτό, θεατρικώς…

Μπαίνει ο πρίγκηπας!  Εκεί που κανένας δεν τον περίμενε.  Νέος, ευπαρουσίαστος, χαρισματικός.  Προσπαθεί να πει την ιστορία του, αλλά όλο παρεμβαίνει εκείνος ο μεγαλόσωμος, ο φωνακλάς, και στις κινήσεις του υπερβολικός, ο μπράβος.  Δεν είναι μόνο αυτός, γιατί και οι υπόλοιποι παρεμβάλλονται εδώ κι εκεί στου πρίγκηπα την αφήγηση.   Κι έτσι, ό,τι θα σας πω είναι τα δικά του ανάμεικτα μαζί με των άλλων.  Δεν υπάρχει λόγος να διευκρινίσω ποιο είναι του καθενός.  Η ιστορία κυλάει έτσι κι αλλιώς.

Ηταν πρώτος μαθητής!  Εφυγε για έξω νέο παιδί και πήρε υποτροφίες και υποτροφίες για σπουδές στην Αμερική!  Θα πρέπει να είμαστε όλοι σούπερ υπερήφανοι για αυτό το πριγκηπόπουλο !   Αυτά τα εκστόμισε ο φωνακλάς πριν τον σταματήσω για να ακούσω αυτά που είχε αρχίσει να λέει ο νεαρός.  Ναι, έφυγα μικρός, είπε.  Σπούδασα και ανδρώθηκα έξω.  Δούλεψα πολύ σκληρά.  ΄Εκανα λεφτά.  Είμαι αυτοδημιούργητος.  Αλλά γύρισα πίσω.  Με πονούσε, βλέπεις, που υπέφερε ο τόπος.  Ήθελα να βοηθήσω.  Πώς;  Με τον τεράστιο πλούτο σου; παρεμβλήθηκε ειρωνικά ένας από τους άλλους.  Όχι!  Με τις καινούργιες ιδέες που σας φέρνω, απάντησε αυτός.  Σας είπα, το παιδί είναι διάνοια!  Αυτό που χρειαζόμαστε σ’ ετούτη την κοινότητα.  Πάλι έπρεπε να επέμβω να διακόψω τον μπράβο.  Πετάχτηκε όμως κάποιος άλλος.  Δεν τον ρωτάς πώς πλούτισε;  ‘Ημουν εφοπλιστής! ύψωσε τότε τη φωνή του ο πρίγκηπας.  Πούλησα τα καράβια μου και έβγαλα πολλά λεφτά, γιατί ήταν έξυπνη επένδυση.  Ξέρετε πώς τον έλεγαν στο συνάφι του; πετάχτηκε πάλι ο παρείσακτος.  Τον είχαν ονομάσει, λέει, «μαέστρο των υπό διάλυση περιουσιών»!

Τους άφησα να συνεχίσουν, μια ο ένας μια ο άλλος.  Και από τη στιχομυθία τους έμαθα πράγματα που θα ενδιέφεραν τον τυχερό που θα αναλάβει τον ρόλο αυτού του νεόφερτου.  Και, λέγοντας τους αυτό, ο σκηνοθέτης κοίταξε προς τη μεριά εκείνου που ίσιωνε τα μαλλιά του κοιτάζοντας το είδωλο του στον ψηλό καθρέφτη, εκεί όπου είχαν μαζέψει τα έπιπλα από το σκηνικό μιας άλλης παράστασης. Αφού απόσπασε την προσοχή του, συνέχισε.

Είπαν λοιπόν ότι έψαχνε γύρω του σαν γύπας για ψοφίμια.  Είχε βάλει στο μάτι κάτι καράβια.  Αυτοί που τα είχαν δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν πιά.  Τ’ αγόραζε σε τιμές ευκαιρίας και τα μεταπωλούσε στην πραγματική τους αξία.  Κι έτσι βγήκαν τα εκατομμύρια στα γρήγορα.  Το έκανε με καράβια, μα θα μπορούσε να το είχε κάνει και με χίλια δυο άλλα πράγματα.  Δεν έτρεχε δηλαδή στο αίμα του η θάλασσα.  Μεταπράτης ήταν.  Μήπως, άραγε, όταν μυρίστηκε ότι η ομάδα του Σοφού θα έβγαινε στο σφυρί ξύπνησαν μέσα του εκείνα τα μεταπρατικά του ένστικτα;  «Να αγοράζεις χαμηλά και να πουλάς ψηλά.»  Το είχε μάθει καλά το μάθημα της αγοράς.  Kαι έκανε προσφορά.  Κι  απόκτησε την ομάδα αυτή.  Και μετά;  Ποια η επόμενη συναλλαγή στον κύκλο τού αγόρασε και πούλα;  Λέω, αυτό είναι κάτι για να το λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν σας, όταν θα πλάθετε αυτόν τον χαρακτήρα.  Από την άλλη, όμως, μπορεί να υπάρχει κάτι εκεί που εγώ δεν το έχω δει. Για αυτό επίσης λέω, lets cut him some slack, καθώς λένε οι Αμερικάνοι…

Κατόπιν ήταν η σειρά του Καθηγητή.  Ολιγόλογος αυτός.  Και πρακτικός.  Ήθελε λέει να βάλει μια τάξη στα πράγματα για το καλό των «συντρόφων» και της ομάδας.  Πώς να λειτουργούν σωστά, δηλαδή.  Πώς να επικοινωνούν.  Πώς να αποφασίζουν οι «σύντροφοι».  Τη χρησιμοποιούσε συνέχεια αυτή τη λέξη.   Σχημάτισα, όμως, την εντύπωση πως  κανείς τους δεν τον άκουγε.  Λειτουργούν όπως λειτουργούν.  Χούγια παλιά είναι δύσκολο να τα αλλάξεις.  Κι ο καθένας ανυπομονούσε να πει το δικό του.   Ειδικά εκείνος ο μπράβος, που όλο φώναζε και κουνούσε τα χέρια του ζωηρά.  ΄Ωσπου δεν άντεξα πια και του φώναξα ‘Σταμάτα τα θεατριλίκια!’  Κι εκείνος τι μου απαντά;  ‘Εμείς στον τόπο μας, φίλε μου, κάνουμε θέατρο απ΄ τον καιρό του Μίνωα’. 

Η νεαρή γυναίκα κρατούσε μια ζηλευτή ψυχραιμία.  Και όταν της απεύθυνα τον λόγο να μου πει τη δική της ιστορία, μίλησε για τους αγώνες που είχε δώσει με την ομάδα από τα νεανικά της χρόνια.  Αυτό, μου είπε, τους θύμισε.  Και ακόμα, πως όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία θα πρέπει να τα ερμηνεύουμε με την πολιτική τους σημασία, συντρόφισσες και σύντροφοι.  (Κι αυτή, επίσης, χρησιμοποιούσε πολύ αυτή την προσφώνηση).  Και με αυτόν τον γνώμονα, είπε, ήταν και θα είναι πάντα πιστή στης ομάδας τις αρχές για δικαιοσύνη στην κοινότητα (και άλλες παρόμοιες γενικότητες που μου διαφεύγουν τώρα).  Γι αυτό και πιστεύει, είπε, ότι θα πρέπει να γίνει της ομάδας τους η εκλεκτή.  Μα αν τύχει και δεν γίνει, το υπόσχεται πως μέσα στην ομάδα ένας υπάκουος στρατιώτης θα παραμείνει.

Κι εδώ μου βγήκε αυθόρμητα και της φώναξα Ε ε, όχι γλυκιά μου τέτοια λόγια!  Αν θέλεις όντως να τους οδηγήσεις θα πρέπει να το πιστεύεις ότι μόνο για αρχηγός είσαι γεννημένη…Γεννιέσαι μ’ αυτό, δεν το μαθαίνεις.  Και πάντα να θυμάσαι τον γερο- Παπαδιαμάντη.  Τη Φόνισσα.  Βρες τη αν δεν την έχεις διαβάσει.  Ετούτη η κοινωνία έχει μια τάση να πνίγει τα θηλυκά της.  Κάτι που το έχει εμποτίσει τόσο βαθιά στα στρώματα της που οι ίδιες οι γυναίκες είναι αυτές που εκτελούν τη φονική πράξη!  Αχ, αείμνηστε κοσμοκαλόγερε!  Πόσα μας έχεις μάθει!

Αλλά αρκετά!  Με αυτά, ας κοιτάξουμε να φτιάξουμε το δράμα που μας έφεραν. Και γύρισε στους ηθοποιούς την πλάτη, ο σκηνοθέτης, και κοίταξε προς τους έξι που στεκόντουσαν βουβοί, πιά, στης σκηνής την άκρη.  Μα σαν κάτι αμέσως να θυμήθηκε και αμέσως προς τους ηθοποιούς ξαναγύρισε.  Και προσέξτε τη γλώσσα!  Προς Θεού,  ξεφορτωθείτε εκείνο το «σύντροφοι».  Λέξη πιο ταριχευμένη και από τη σορό του Λένιν!  Βρείτε κάτι άλλο πιο αληθινό.  Γιατί με τον σύντροφο σμίγεις τα χνώτα.  Δεν το λες αυτό σε εκείνους που ούτε καν το σουλούπι τους ξέρεις!  Μας χρειάζονται λέξεις πιο κοντά στην πραγματικότητα.  «Συμπολίτες», «συνεργάτες», «κυρίες και κύριοι».  Ακόμα κι εκείνο το τερπνό απ΄ τον παλιό αγαπημένο μας κωμικό, «Καλοί μου άνθρωποι!»

Αυτά είπε.  Και η κουβέντα ανάμεσα στους ηθοποιούς δεν άργησε να ανάψει.  Ποιος χαρακτήρας σε ποιον ηθοποιό ταιριάζει.   Ο σκηνοθέτης κοίταξε να βάλει μια τάξη.  Εις μάτην.  Μάλιστα κάποιος άρχισε να του φωνάζει πως δεν είναι δράμα αυτό που ήρθαν να τους πουλήσουν οι άλλοι.  Και καλά θα κάνουν να επιστρέψουν στο παλιό καλό τους ρεπερτόριο.  Και ένας άλλος φώναξε «δεν ξέρουμε πόσα από αυτά που μας λένε είναι πραγματικά και πόσα είναι φτιαχτά».  Και τότε ο σκηνοθέτης φώναξε ακόμα πιο δυνατά από αυτούς: ‘Αρκετά! Όλοι σας στα καμαρίνια!’  Και απευθυνόμενος στον επιστάτη, του είπε να αδειάσει τη σκηνή και από αυτούς τους έξι που στεκόντουσαν τώρα σιωπηλοί.  Και προσπέρασε, σκυφτός, τον επιστάτη επαναλαμβάνοντας χαμηλόφωνα στον εαυτό του κάτι.  Και άνοιξε την πόρτα την πιο κοντινή, και χάθηκε μέσα στου διαδρόμου το σκοτάδι.

Ο επιστάτης πλησίασε τους έξι και τους είπε ‘Ακούσατε τον σκηνοθέτη!  Εξαφανισθείτε!  Να το κλείσω εδώ και να πάω στο δικό μου το ρημάδι.  Απ’ αυτήν την πόρτα…  Εμπρός!’  Και τους έδειξε την έξοδο, απέναντι από εκείνη απ’ όπου πριν λίγο ο σκηνοθέτης είχε φύγει.  Καθώς όμως οι άλλοι είχαν αρχίσει να βγαίνουν, διαπίστωσε ότι «το πλάσμα», ο έκτος από αυτούς, δεν έλεγε να το κουνήσει.  Γυρνάει και τον ρωτάει ‘Εσύ ποιος είσαι;’  Και «το πλάσμα» του απαντάει ‘Είμαι ο Λαός’‘Και λοιπόν;  Τι περιμένεις;’  Και ο Λαός του λέει ‘Είπα μήπως και δω κανένα έργο της προκοπής, όταν γυρίσουν οι ηθοποιοί.’ ‘Βρε άντε δίνε του από εδώ!’ τον αποπήρε ο επιστάτης.

Και αφού τους έδιωξε όλους και κλείδωσε πίσω τους την πόρτα, κίνησε για να φύγει κι αυτός.  Εύθυμος πιά, καθώς έσβηνε το ένα μετά το άλλο της αίθουσας τα φώτα, άρχισε να επαναλαμβάνει ρυθμικά τα λόγια που το αυτί του είχε πιάσει τότε που ο σκηνοθέτης, σκυφτός, τον είχε προσπεράσει.  ‘Φτιαχτά – Πραγματικά!  Φτιαχτά – Πραγματικά!…’  Και βγαίνοντας απέξω ξεφώνησε: ‘Κουραφέξαλα!’

 

*Δανεισμένο από τον Λουίτζι Πιραντέλλο.

Προηγούμενο άρθροΧριστούγεννα με αγαπημένους ήρωες     (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθρο“Θεέ μου, πόση κακομεταχείριση είχε υποστεί η καημένη λέξη “εντιμότητα”…” (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ