Της Όλγας Σελλά
(Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας)
Είμαι πολύ ευχαριστημένη με την έναρξη των φετινών Επιδαυρίων. Πρώτα απ’ όλα επειδή ξεκίνησαν. Μετά, γιατί ξεκίνησαν με μια παγκόσμια πρεμιέρα, την «Αλκηστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Ολλανδού Γιόχαν Σίμονς και σε διασκευή της Anne Carson. Και γιατί φαίνεται ότι αυτοί που αντιδρούν στη νέα πρόταση και τη διαφορετική ανάγνωση μιας παράστασης είναι, τουλάχιστον για το κοινό της Επιδαύρου, μικρή μειοψηφία.
Έξω από το χώρο του αρχαίου θεάτρου, συναντήσαμε ανεβαίνοντας, κάτω από τα δέντρα, μερικά τροχόσπιτα, ένα μικρό camping που μας πήγαινε κατευθείαν στην αισθητική των ‘70’s, με τις απλώστρες, τις πλαστικές καρέκλες, τους ανεμιστήρες… Ακόμη ένα τροχόσπιτο ήταν ακριβώς πίσω από την ορχήστρα και δίπλα του μια νεκροφόρα. Στην ορχήστρα υπήρχε μόνο ένα εκκλησιαστικό όργανο. Τίποτε άλλο.
Και η ιστορία της Άλκηστης ξεκινά. Με τον Απόλλωνα να προσπαθεί να μεταπείσει τον Θάνατο (που βγαίνει από τη νεκροφόρα με μια αποκρουστική μάσκα και μια σακατεμένη κίνηση) να μην πάρει την Άλκηστη: «Μα δεν είναι παρά μια ψυχή. Αργά ή γρήγορα θα γίνει δική σου», λέει ο Απόλλων. Όμως εκείνος πρέπει να πάρει την ψυχή που του υποσχέθηκαν, και η Άλκηστη ήταν η μόνη που δέχθηκε να πεθάνει στη θέση του άντρα της, του Άδμητου, τον οποίο τιμώρησε η θεά Άρτεμις, επειδή εκείνος δεν σεβάστηκε κάποια προγαμιαία τελετουργικά.
Η επόμενη έκπληξη που μας επιφύλαξε ο Γιόχαν Σίμονς ήταν ότι έκανε όλη την ορχήστρα και τον χώρο πίσω της, και τα δέντρα στο βάθος, μια τεράστια σελίδα βιβλίου, όπου πάνω της, με τεράστια γράμματα, ήταν γραμμένα αποσπάσματα από τα χορικά, τα οποία απέδιδαν εξαιρετικά τέσσερις άλτο σοπράνο. Από τις ωραιότερες αισθητικά στιγμές της παράστασης, που συνδύαζε τη λιτότητα και τη σύγχρονη τεχνολογία.
Κι αν οι στιγμές των χορικών είχαν αισθησιασμό, οι σκηνές των διαλόγων είχαν έναν υπόγειο έως φανερό σαρκασμό, μια ειρωνεία, μια ιλαρότητα. Κι ήταν αυτός ο τρόπος που διάβασε την «Άλκηστη» του Ευριπίδη ο Γιόχαν Σίμονς, παίρνοντας μια σαφή θέση απέναντι στα πρόσωπα και το ρόλο τους στην ιστορία (που συνομιλούσε με το σήμερα) και σίγουρα είχε συνέπεια τόσο στο σκεπτικό όσο και στην πραγματοποίησή του. Η Άλκηστη ήταν μια υποταγμένη –στα όρια της αφέλειας- γυναίκα, που ήθελε να ευχαριστήσει τους πάντες γύρω της, που είχε αποδεχθεί να βάζει τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα, ακόμα και την ώρα που πέθαινε. Με το τραγούδι της Βίκυ Λέανδρος «Μην νοιάζεσαι, λοιπόν, γιατί η ζωή είν’ ωραία», στα γερμανικά, αποχώρησε από τη σκηνή, αφού πρώτα χορεύει παθιασμένα με τον Άδμητο –μια σκηνή που συζητήθηκε ιδιαιτέρως, αλλά που ήταν απολύτως ενταγμένη, πιστεύω, στην οπτική του σκηνοθέτη.
Και μετά εμφανίζεται ο Ηρακλής, ένας ώριμος περιηγητής, με το «σπίτι» του στην πλάτη –σα να ξέμεινε έτσι από την εποχή των παιδιών των λουλουδιών- που εξακολουθεί να μη συμβιβάζεται και να πρεσβεύει έναν δίκαιο κόσμο. Ο Άδμητος δεν του λέει ποιος κηδεύεται (η Άλκηστη) και ο Ηρακλής γλεντοκοπάει και πίνει στο σπίτι του φίλου του χωρίς να γνωρίζει. Το μαθαίνει κάποια στιγμή από την Τροφό, την άλλη γυναίκα της παράστασης, που έχει επίσης τον ρόλο της γυναίκας που όλα τα καλύπτει, που δεν μιλάει για όσα νιώθει. Μόνο ο Ηρακλής καταφέρνει να της ανοίξει την ψυχή και του εμπιστεύεται το δράμα του σπιτιού. Κι ο Ηρακλής μέμφεται τον Άδμητο, που άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει στη θέση του και η υποκρισία του Άδμητου αρχίζει να αποκαλύπτεται και να ξεθωριάζει ο πόνος που επιδεικνύει. Η υποκρισία που κρύβεται πίσω από ωραία και συγκινητικά λόγια, από υποσχέσεις και όρκους. Ο Ταρτούφος είχε πρόγονο…
Και μετά έρχεται ο πατέρας του Άδμητου στη σκηνή, σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της παράστασης, και αποκαλύπτει τη δειλία και την υποκρισία του γιου του, και μαζί υμνεί τα νιάτα και τη ζωή. Έτσι κι αλλιώς στην όψη θέλει να μοιάζει νέος ο πατέρας του Άδμητου, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως γερο-ροκάς, σε μια απογείωση των ηθελημένα κιτς κοστουμιών της παράστασης.
Ο Ηρακλής κρατάει την υπόσχεση που έδωσε στον Άδμητο και φέρνει την Άλκηστη από τον Κάτω Κόσμο. Ο Άδμητος διστάζει για το αν θα τη δεχθεί. Είναι αυτή η γυναίκα η Άλκηστη; Επιστρέφουν οι νεκροί; Μπορούμε να ανατρέψουμε το τετελεσμένο του θανάτου; Ανήκουν οι νεκροί στον κόσμο των ζωντανών; Ο Γιόχαν Σίμονς ακολουθεί τα ερωτηματικά που άφησε ο Ευριπίδης και προσθέτει και δικά του.
Ήταν μια παράσταση άψογα δουλεμένη, με σπουδαίες ερμηνείες των ηθοποιών, με συνέπεια, με άποψη, με ρίσκο –όπως κάθε δημιουργία-, αλλά και με σεβασμό στο χώρο και στο κείμενο. Μια παράσταση που έχασε λίγο τον ρυθμό της στο δεύτερο μέρος (μετά το θάνατο της Άλκηστης), αλλά υποστήριξε την οπτική της σε όλα τα επίπεδα από την αρχή μέχρι το τέλος. Κυριολεκτικά μέχρι το τέλος, αφού οι ηθοποιοί και οι συντελεστές της παράστασης δεν πήγαν στα γνωστά καμαρίνια της Επιδαύρου, αλλά στέκονταν χαλαρά στις πύλες εξόδου των θεατών, ανακατεύτηκαν μαζί τους, αξιοποιώντας, και στο τέλος της παράστασης, το χώρο και την έννοια της θεατρικής συμμετοχής. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα έναρξη του Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Σκηνοθεσία Johan Simons • Σκηνικά Johannes Schütz • Κοστούμια Greta Goiris • Δραματουργία Susanne Winnacker • Παίζουν Anne Rietmeijer (Άλκηστη), Steven Scharf (Άδμητος), Elsie de Brauw (Τροφός), Pierre Bokma (Ηρακλής), Stefan Hunstein (πατέρας Άδμητου), Victor IJdens (Απόλλων), Lukas von der Luhe (Θάνατος).
Συμπαραγωγή Schauspielhaus Bochum – Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου