«Αλήθεια είναι…» (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
578

της Δέσποινα Παπαστάθη

 

 

«Ο Γκραντ ήταν ξαπλωμένος στο λευκό ψηλό ράντζο του και κοιτούσε το ταβάνι. Το κοιτούσε με αηδία. Ήξερε απ’ έξω και την παραμικρή χαραγματιά πάνω στην ωραία καθαρή του επιφάνεια. Το είχε χαρτογραφήσει στο μυαλό του και το διερευνούσε: τα ποτάμια, τα νησιά και τις ηπείρους. Είχε φτιάξει και παιχνίδια ερωτήσεων και ανακάλυπτε κρυμμένα αντικείμενα: πρόσωπα, πουλιά, ψάρια. Είχε κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς πάνω του και ανακάλυπτε ξανά την παιδική του ηλικία: θεωρήματα, γωνίες, τρίγωνα. Στην πράξη, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο που θα μπορούσε να κάνει παρά να το κοιτάζει. Σιχαινόταν να το βλέπει.[…]

Ο Γκραντ συνέχιζε να κοιτάει το ταβάνι, ενώ τα τιτιβίσματα των σπουργιτιών ξανακούγονταν στο δωμάτιο.

«Τι σ’ ευχαριστεί;» είπε ο Γκραντ γυρνώντας το κεφάλι του και παρακολουθώντας την έκφραση στο πρόσωπο του επισκέπτη του.

«Αυτή είναι η πρώτη φορά που σας βλέπω να μοιάζετε με αστυνομικό».

«Αισθάνομαι σαν αστυνομικός. Σκέφτομαι σαν αστυνομικός. Κάνω στον εαυτό μου την ίδια ερώτηση που κάνει και κάθε αστυνομικός σε κάθε υπόθεση δολοφονίας: Ποιος θα επωφεληθεί σε κάθε περίπτωση; […]»[1]

 

Ο Άλαν Γκραντ, επιθεωρητής της Scotland Yard, είναι ο πρωταγωνιστής σε έξι από τις επτά ιστορίες μυστηρίου που έγραψε η Josephine Tey, λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Σκοτσέζας συγγραφέως Elizabeth Mackintosh (1896-1952).[2] Στο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημά της με τίτλο The Daughter of Time (1951), Η Κόρη του Χρόνου, ο Γκραντ βρίσκεται καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, «επειδή είχε πέσει μέσα σε μια καταπακτή»,[3] κάτι που «ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός»,[4] για τον ανήσυχο και οξυδερκή επιθεωρητή της αστυνομίας:

«Το να πέσει κανείς σε μια καταπακτή ήταν η απόλυτη παράνοια – σκέτη παντομίμα, υπερβολική και γκροτέσκα. Τη στιγμή της εξαφάνισής του από το πεζοδρόμιο, παρακολουθούσε στενά την Μπένι Σκολ, αλλά το γεγονός ότι η Μπένι έστριψε απότομα στην επόμενη γωνία κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον λοχία Γουίλιαμς ήταν η μόνη παρηγοριά σε μια ανυπόφορη κατάσταση.»[5]

Ο χρόνος κυλάει βασανιστικά για τον Γκραντ μέχρι τη στιγμή που η φίλη του, ηθοποιός, Μάρτα Χάλαρντ του φέρνει έναν μικρό φάκελο γεμάτο με εικόνες, φωτογραφίες–πορτρέτα, φημισμένων ιστορικών μορφών: η Λουκρητία Βοργία, ο Κόμης του Λέστερ, κ.α., που του χάρισαν ένα ευχάριστο απόγευμα, μιας και το να κοιτάζει πρόσωπα ήταν γι’ αυτόν «προσωπική διασκέδαση και επαγγελματικό πλεονέκτημα»,[6] σε σημείο που το πάθος του γι’ αυτά όχι μόνο είχε διατηρηθεί αλλά «και είχε μεγαλώσει μέχρι που έγινε συνειδητή έρευνα αρχείων και περιπτώσεων». [7] Ωστόσο, το ενδιαφέρον του αστυνόμου θα το κεντρίσει ένα φύλλο που «είχε γλιστρήσει από το στήθος του και είχε μείνει όλο το απόγευμα απαρατήρητο πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού».[8] Πρόκειται για μια φωτογραφία του πορτρέτου του Ριχάρδου του Γ΄, ο οποίος υπήρξε βασιλιάς της Αγγλίας από το 1483 μέχρι τον θάνατό του στη μάχη του Μπόσγουορθ, το 1485. Ο Ριχάρδος ο Γ΄ υπήρξε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες ιστορικές προσωπικότητες, καθώς ήταν ευρέως γνωστός ως ο σατανικός θείος που δεν δίστασε, ανάμεσα στα άλλα ειδεχθή εγκλήματα που του έχουν καταλογίσει, να δολοφονήσει τα δύο ανίψια του, τους Πρίγκιπες του Πύργου, για να σφετεριστεί τον θρόνο της Αγγλίας. Η παρατήρηση του πορτρέτου του Ριχάρδου του Γ΄ θα σταθεί ικανό στοιχείο, για να «ανοίξει» ξανά ο αστυνόμος, αν και ακινητοποιημένος στο κλειστό και αποπνικτικό δωμάτιο του νοσοκομείου, την υπόθεση της δολοφονίας των δύο νεαρών πριγκίπων, μια δολοφονία που απέχει εκατοντάδες χρόνια από το παρόν της αφήγησης και η οποία αποτέλεσε αντικείμενο τόσο της Ιστορίας όσο και της Λογοτεχνίας.

Ήταν, λοιπόν,

«το πορτρέτο ενός άντρα ντυμένου με το χαρακτηριστικό βελούδινο καπέλο και το διπλό πανωφόρι με το κόψιμο στη μέση του 15ου αιώνα. Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε με τριάντα έξι, αδύνατος και φρεσκοξυρισμένος. Φορούσε ένα κολάρο στολισμένο με πλούσια πετράδια και ήταν έτοιμος να βάλει ένα δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Αλλά δεν κοιτούσε το δαχτυλίδι. Κοιτούσε αλλού μέσα στον χώρο. […]

Η έκφραση των ματιών του –αυτή η εξαιρετικά γοητευτική και ξεχωριστή έκφραση– τον είχε νικήσει. Το ίδιο είχε κάνει και το στόμα. […] Αυτό στο οποίο είχε πετύχει (ενν. ο καλλιτέχνης του πορτρέτου) ήταν η οστεοδομή του προσώπου: τα δυνατά κόκαλα στα μάγουλα, τα λακκάκια από κάτω, το πιγούνι αρκετά μεγάλο για να εμπνέει δύναμη. […]

Κοιτούσε για πολλή ώρα το πρόσωπο –αυτά τα εξαιρετικά μάτια. Ήταν μακρόστενα, τοποθετημένα πολύ κοντά στα φρύδια. Και τα φρύδια ζωγραφισμένα αμυδρά σ’ αυτό το ανήσυχο, συνειδητό συνοφρύωμα. Με την πρώτη ματιά φαινόταν να περιεργάζονται τον χώρο. Αλλά αν κάποιος κοίταζε καλύτερα, μπορούσε να διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα ήταν αποσυρμένα, σχεδόν αφηρημένα.»[9]

Η περιγραφή του προσώπου και ιδιαίτερα των ματιών του Ριχάρδου του Γ΄, με την στατικότητα και την αχρονικότητα που τη διακρίνει, διακόπτοντας τη χρονική διαδοχή και εξέλιξη της αφηγηματικής πράξης, αναπαριστά από την πλευρά του αφηγητή εκείνο το αντικείμενο, εδώ το πρόσωπο του βασιλιά, το οποίο αναδεικνύει μιαν ηθική της όρασης, καθιστώντας το, το αίνιγμα–μυστήριο που πρέπει να λυθεί.

Ο Γκραντ θα επιδιώξει να φωτίσει το σκοτεινό παρελθόν του φόνου των ανιψιών του Ριχάρδου συλλέγοντας στοιχεία, παρά το παράδοξο πως όλες οι αποδείξεις για τον φόνο έχουν χαθεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου, ενώ κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν είναι δυνατόν να ανακριθεί, αφού όλοι όσοι εμπλέκονται στο έγκλημα είναι νεκροί. Αρχικά, θα διερευνήσει την εντύπωση που προκαλεί η εικόνα του Ριχάρδου σε όσους βρίσκονται γύρω του και τον επισκέπτονται στο νοσοκομείο: τις δύο νοσοκόμες που τον φροντίζουν –τη Μινιατούρα και την Αμαζόνα– την προϊσταμένη, τον χειρουργό, τον λοχία Γουίλιαμς, τη Μάρτα, τη δια αλληλογραφίας φίλη του Λόρα. Διαπιστώνει πως η ήδη διαμορφωμένη, σύμφωνα με τους μύθους και τις παραδόσεις, γνώμη όλων για τον βασιλιά Ριχάρδο απέχει πολύ από την εικόνα που ο ίδιος φαίνεται πως σχημάτισε παρατηρώντας το πορτρέτο του. Συμπαραστάτης στο δύσκολο έργο του για την ανακάλυψη της αλήθειας θα σταθεί ένας Αμερικανός, ο Μπρεντ Καραντάιν, ο οποίος κάνει έρευνα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, όχι από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αλλά ως επαρκή για την οικογένειά του αιτία για να παραμείνει στην Αγγλία. Ο ερασιτέχνης ερευνητής Καραντάιν αποδέχεται την πρό(σ)κληση του Γκραντ και θα ξεκινήσει ένα κυνήγι στοιχείων και αποδείξεων για την διαλεύκανση της υπόθεσης, αφού «η αλήθεια δεν βρίσκεται στις γνώμες αλλά στις γνωματεύσεις για τα γεγονότα».[10] Μέσο για την αστυνομική έρευνα αποτελεί αναπόφευκτα η μελέτη της Ιστορίας και των βιβλίων που έχουν γραφτεί με αφορμή τη ζωή και τη δράση του Ριχάρδου του Γ΄.

Έτσι, αντικείμενο της αστυνομικής έρευνας των δύο αντρών γίνεται η αποτύπωση της ζωής και της δράσης του βασιλιά «δολοφόνου» στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, στην Ιστορία του Τόμας Μορ (Sir Thomas More, The History of King Richard III, 1513), η οποία υπήρξε η πηγή για το φημισμένο έργο του Σαίξπηρ, Ριχάρδος ο Γ΄ (1592-3) και για την ευρέως διαδεδομένη απεικόνιση του Ριχάρδου ως ο Καμπούρης, σε ιστορικές πηγές σύγχρονες προς τον Ριχάρδο, ενώ η αποτύπωση αυτή εξετάζεται παράλληλα και σε αναλογία προς δύο νεώτερα ιστορικά γεγονότα: τη «Σφαγή της Βοστόνης» (Μάρτιος του 1770) και «τις συγκρούσεις του Τονιπάντι» (Νοέμβριος του 1910). Η κριτική έχει επισημάνει πως η Josephine Tey χρησιμοποίησε στο έργο της The Daughter of Time τις συμβάσεις του είδους του αστυνομικού μυθιστορήματος για να στηλιτεύσει τις μεθόδους και τις σκόπιμες παρερμηνείες και επεμβάσεις των ποικίλων φορέων που διαμορφώνουν τη θεσμική μνήμη και συγκροτούν την επίσημη, εθνική Ιστορία των λαών,[11] καταλήγοντας πολλές φορές μέσα στο έργο της στο συμπέρασμα πως:

«Σαράντα εκατομμύρια σχολικά βιβλία δεν γίνεται να κάνουν λάθος», είπε ο Γκραντ μετά από λίγο.

«Όντως δεν γίνεται;»[12]

ή σε άλλο σημείο, σχολιάζοντας ο Γκραντ και ο Καραντάιν τα γεγονότα της λεγόμενης «Σφαγής της Βοστόνης»:

«Το θέμα δεν είναι ότι είναι σχεδόν ίδιο με την άλλη υπόθεση. Το θέμα είναι ότι οποιοσδήποτε ήταν εκεί ξέρει ότι αυτή η ιστορία δεν έχει κανένα νόημα, ωστόσο ποτέ κανείς δεν την αμφισβήτησε. Τώρα πια δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι μια εντελώς ψεύτικη ιστορία που πήρε διαστάσεις μύθου, ενώ οι άνθρωποι που γνώριζαν ότι δεν ήταν αλήθεια συνέχισαν τη ζωή τους και δεν είπαν τίποτα».

«Ναι, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Πολύ. Η ιστορία τη στιγμή που γράφεται».

«Ναι, η ιστορία».[13]

Η αποκατάσταση της σχέσης αιτίας–αιτιατού είναι κοινή έγνοια τόσο του συγγραφέα ενός βιβλίου Ιστορίας όσο και του συγγραφέα ενός ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν την αφήγηση του παρελθόντος. Ο ιστορικός, όπως και ο ερευνητής (αστυνόμος ή ερασιτέχνης) του αστυνομικού μυθιστορήματος, οφείλουν να συγκεντρώσουν, να ταξινομήσουν και να ερμηνεύσουν τις αποδείξεις και τα στοιχεία με μεθόδους που μοιάζουν αρκετά και στις δύο περιπτώσεις.[14] Τον ερευνητή του αστυνομικού τον απασχολούν ερωτήματα σχετικά με τη φύση της «αλήθειας» και της «πραγματικότητας», ενώ τα ιστορικά γεγονότα καθαυτά είναι ένα μέρος μόνο της μυθοπλασίας, αφού ο μυθιστοριογράφος καλείται να γεμίσει τα κενά με νέα δεδομένα, με νέα οπτική πάνω στα παλιά δεδομένα, με πιθανότητες και υποθέσεις, επιδιώκοντας να αποκτήσουν νόημα τα απομεινάρια του παρελθόντος, λέγοντας ξανά και από την αρχή την ιστορία τους.[15] Ο συγγραφέας ενός ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος εξετάζοντας ένα διάσημο έγκλημα που απέχει στον χώρο και τον χρόνο, ανοίγει ένα παράθυρο στον πολιτισμό της εποχής εκείνης, όχι μόνο για να τον μελετήσει ή να τον κατανοήσει, αλλά για να δώσει νέες οπτικές στο παρόν του, στο τώρα. Μέσα από τον διάλογο με το παρελθόν αντιμετωπίζει τα ερωτήματα του παρόντος, καθώς συμπλέκονται η πρόσληψη του παρόντος, όπως ο συγγραφέας το βιώνει και το αντιλαμβάνεται, αλλά και η πρόσληψη του παρελθόντος για το οποίο μιλά.[16] Το είδος ικανοποιεί την «ανάρμοστη» επιθυμία του αναγνώστη να θέλγεται από το απάνθρωπο του φόνου, από πάθη που διαχωρίζουν ή άλλοτε ενώνουν τους ανθρώπους –όπως η έπαρση, ο φθόνος, η πλεονεξία, η επιθυμία, η νωθρότητα, ο θυμός–, από την «πορνογραφία της βίας»,[17] με την ασφάλεια, ωστόσο, που προσφέρει η απόσταση από το παρελθόν και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον που προκύπτει από τη μελέτη της Ιστορίας.[18] Βέβαια, το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι Ιστορία και επομένως δεν στοχεύει στην αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά σε μια ψευδαίσθηση αυτής, η οποία τονίζεται από την τεχνική της εγκιβωτισμένης αφήγησης, πανταχού παρούσα και στο βιβλίο της Josephine Tey: άλλοτε με μνημονικές αναδρομικές αφηγήσεις στην ιστορία του βασιλιά, άλλοτε μέσω πληροφοριών που συλλέγει ο Γκραντ διαβάζοντας γράμματα, βιβλία Ιστορίας, με την πρόθεση του Καραντάιν να γράψει ένα βιβλίο για την περιπέτειά τους αυτή, ένα αφήγημα δηλαδή μέσα στο αφήγημα, κτλ.

Ο Άλαν Γκραντ κάνοντας μια αποτίμηση των στοιχείων που συγκέντρωσε μαζί με τον πρόθυμο βοηθό του τόσο για τον Ριχάρδο τον Γ΄, όσο και για τον αντίπαλό του στη νομή του θρόνου και της εξουσίας, Ερρίκο τον Ζ΄, και καταγράφοντάς τα σε μορφή καταλόγου, οδηγείται με ικανοποίηση στο συμπέρασμα πως «[…] δεν έχουν οι ιστορικοί δικαίωμα να σέρνονται σε κουτσομπολιά σαλονιών»,[19] αφού, σε τελική ανάλυση, όπως διαπιστώνει και η Αμαζόνα, ο Ριχάρδος ο Γ΄ «[…] είναι πράγματι ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι δεν είναι;»[20]

Η απολαυστική ιστορία μυστηρίου της Josephine Tey, The Daughter of Time, Η Κόρη του Χρόνου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina Μυστήριο, σε μετάφραση και με κατατοπιστική εισαγωγή του Στράτου Μυρογιάννη, ενώ η επιμέλεια και ο σχεδιασμός της εξαιρετικής αυτής έκδοσης είναι του Γιάννη Μαμάη.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Josephine Tey, Η Κόρη του Χρόνου, μτφρ.: Στράτος Μυρογιάννης, Gutenberg, Αθήνα 2019, σ. 31, σ. 169. Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε στη συνέχεια προέρχονται από την παραπάνω έκδοση.

[2] Για τη ζωή και το έργο της Mackintosh μπορεί κανείς να δει: Στράτος Μυρογιάννης, «Εισαγωγή», στο: Josephine Tey, Η Κόρη του Χρόνου, ό.π., σ. 9-18. Επίσης: Nancy Ellen Talburt, «Josephine Tey», στο: Ten Women of Mystery, ed. Earl F. Bargainnier, Bowling Green State University Popular Press, Ohio, 1981, σ. 40-76.

[3] Josephine Tey, ό.π., σ. 33.

[4] Στο ίδιο.

[5] Στο ίδιο.

[6] Josephine Tey, ό.π., σ. 57.

[7] Στο ίδιο.

[8] Στο ίδιο, σ. 58.

[9] Στο ίδιο, σ. 60-61.

[10] Στο ίδιο, σ. 170.

[11] Christina Martin, «Josephine Tey: Scottish Detective Novelist», Studies in Scottish Literature 29 (1996), σ. 193–195.

[12] Josephine Tey, ό.π., σ. 164.

[13] Στο ίδιο, σ. 168.

[14] John Scaggs, Crime Fiction, Routledge, London and N. York, 2005, σ. 122-123.

[15] Στο ίδιο, σ. 127.

[16] Βενετία Αποστολίδου, Λογοτεχνία και Ιστορία. Μια σχέση ιδιαίτερα σημαντική για τη λογοτεχνική εκπαίδευση, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, ΥΠΕΠΘ, 2010, σ. 12.

[17] «pornography of violence»: ο όρος της Karen Halttunen, όπως παρατίθεται στο: Ray B. Browne, «Historical Crime and Detection», στο: A companion to Crime Fiction, ed. By Charles Rzepka and Lee Horsley, Wiley-Blackwell, United Kingdom, 2010, σ. 223.

[18] Στο ίδιο, σ. 223.

[19] Josephine Tey, ό.π., σ. 303.

[20] Στο ίδιο, σ. 309.

Προηγούμενο άρθροΤο φόρεμα της απελευθέρωσης (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθρο Η γοητεία της παρακμής – Ουελμπέκ, Ουισμάνς, Σπένγκλερ (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ