Alice Munro: Ο κύκλος της προσευχής (μτφρ. Νάνση Βεκιαρέλλη)

1
748

 

Ανέκδοτο στα ελληνικά διήγημα της νομπελίστριας Alice Munro σε μετάφραση της Νάνσης Βεκιαρέλλη

***

Η Τρούντυ πέταξε ένα κανάτι πέρα στο δωμάτιο. Δεν βρήκε τον τοίχο απέναντι, δεν τραυμάτισε κανέναν, ούτε καν έσπασε.

Ήταν το κανάτι χωρίς χερούλι, στο χρώμα του τσιμέντου, με καφέ γραμμώσεις, τραχύ σαν στρατσόχαρτο στην αφή, το είχε φτιάξει o Νταν το χειμώνα που μάθαινε αγγειοπλαστική. Είχε φτιάξει και έξι μικρές κούπες δίχως χερούλι. Το κανάτι και οι κούπες υποτίθεται πως ήταν για το σάκε, αλλά η κάβα της περιοχής τους δεν πουλάει σακέ. Κάποτε είχαν φέρει ένα μπουκάλι από κάποιο ταξίδι, αλλά δεν τους πολυάρεσε. Έτσι το κανάτι που έφτιαξε ο Νταν πήρε την θέση του στο πιο ψηλό  ράφι της κουζίνας, όπως  και κάποια παλιά αντικείμενα αξίας. Τη βέρα της Τρούντυ και το δαχτυλίδι των αρραβώνων, το μετάλλιο που κέρδισε η Ρόμπιν ως αριστείο για το σύνολο των επιδόσεών της στην Τρίτη γυμνασίου, ένα μακρύ κολιέ με δύο σειρές χάντρες από μαύρο αχάτη, που η μητέρα του Νταν είχε  αφήσει κληρονομιά στην Ρόμπιν, η Τρούντυ δεν θα την άφηνε ακόμα να το βάλει.

Η Τρούντυ γύρισε από τη δουλειά στο σπίτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπήκε στο δωμάτιο στα σκοτεινά. Μόνο το φως από τη μικρή σόμπα έφεγγε -εκείνη και η Ρόμπιν πάντα την άφηναν αναμμένη η μια για την άλλη. Η Τρούντυ δεν χρειαζόταν περισσότερο φως. Σκαρφάλωσε σε μια καρέκλα δίχως καν να αφήσει την τσάντα της, κατέβασε το κανάτι κι άρχισε να το ψαχουλεύει.

Δεν ήταν πουθενά. Μα βέβαια. Το περίμενε.

Διέσχισε το σκοτεινό σπίτι και τράβηξε για το δωμάτιο της Ρόμπιν, ακόμη με την τσάντα στον ώμο και το κανάτι στο χέρι. Άνοιξε το πάνω φως. Η Ρόμπιν αναστέναξε, και γύρισε από την άλλη, κουκουλώθηκε με το μαξιλάρι. Δήθεν μου τάχα.

«Της γιαγιάς σου το κολιέ», είπε η Τρούντυ. «Γιατί το ‘κανες αυτό; Παλάβωσες;»

Η Ρόμπιν έβγαλε ένα ψεύτικο νυσταλέο στεναγμό. Ήταν σαν όλα της τα ρούχα, παλιά, καινούργια, βρώμικα και καθαρά να ήταν σκόρπια  στο πάτωμα, στην καρέκλα, στο γραφείο, στην συρταριέρα ακόμη και πάνω στο κρεβάτι. Στον τοίχο υπήρχε ένα τεράστιο πόστερ μιας ιπποποταμίνας  με την λεζάντα  από κάτω, «Γιατί να γεννηθώ τόσο όμορφη;» Κι ένα άλλο πόστερ με  τον Τέρρυ Φοξ να τρέχει μες στην βροχή σ έναν αυτοκινητόδρομο, με μια ολόκληρη πομπή αυτοκινήτων ξοπίσω του. Βρώμικα ποτήρια, άδεια κεσεδάκια από γιαούρτι, σχολικές σημειώσεις, ένα ταμπάξ ακόμα με το περιτύλιγμά του, το πάνινο φίδι κι η τίγρης που η Ρόπιν τα είχε πριν καν πάει σχολείο. Ένα κολάζ με φωτογραφίες από το γατί της το Λουκάνικο, που το είχε πατήσει αυτοκίνητο πριν δυο χρόνια. Κόκκινες και μπλε κορδέλες έπαθλα από τους αγώνες στο άλμα, ή στο τρέξιμο, ή για τα καλάθια που είχε βάλει στο μπάσκετ.

«Απάντησέ μου!» είπε η Τρούντυ «Γιατί το έκανες;»

Πέταξε το κανάτι. Αλλά ήταν πιο βαρύ απ’ ότι είχε φανταστεί, ή μπορεί τη στιγμή που πήγε να το πετάξει να κλονίστηκε, γιατί δεν κτύπησε στον τοίχο, έπεσε στο χαλάκι δίπλα από τη συρταριέρα, κύλησε στο πάτωμα, άθικτο.

Πέταξες το κανάτι στο κεφάλι μου; Μπορεί και να με είχες σκοτώσει.

Όχι και πάνω σου. Δεν το πέταξα σε σένα.

Μπορεί να με σκότωνες.

Απόδειξη ότι η Ρόμπιν προσποιούταν:

Τινάχτηκε επάνω τρομαγμένη, αλλά δεν ήταν εκείνη η τρομάρα, όλο απορία, κάποιου που τον έπιασαν στον ύπνο. Κοίταξε φοβισμένη, αλλά κάτω από εκείνο το παιδιάστικο, τρομοκρατημένο βλέμμα υπήρχε ένα άλλο βλέμμα- πεισματάρικο, ραδιούργο, περιφρονητικό.

«Ήταν τόσο όμορφο. Και είχε μεγάλη αξία. Ήταν της γιαγιάς σου».

«Νόμιζα πως ήταν δικό μου», είπε η Ρόμπιν.

«Αυτό το κορίτσι δεν ήταν ούτε καν φίλη σου. Χριστέ μου, μέχρι σήμερα το πρωί δεν είχες πει ούτε μια καλή κουβέντα γι’ αυτήν».

«Εσύ δεν ξέρεις ποια είναι φίλη μου και ποια όχι!». Το πρόσωπο της Ρόμπιν φωτίστηκε μ’ ένα ρόδινο χρώμα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, όμως η περιφρονητική, πεισματάρικη έκφρασή της δεν άλλαξε. «Την ήξερα, της μιλούσα! Άντε παράτα με, λοιπόν!»

Η Τρούντυ δουλεύει στο  Άσυλο για Ενήλικες με Διανοητικά Προβλήματα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που το λένε έτσι. Οι μεγαλύτεροι στην πόλη ακόμη το αποκαλούν  το σπίτι των Δεσποινίδων Γουέιρ, και κάμποσοι άλλοι,  ανάμεσά τους και η Ρόμπιν, και πιθανότατα οι περισσότεροι της ηλικίας της, το λέγανε  ο Οίκος των Βλαμμένων.

Το σπίτι τώρα έχει μια ράμπα για αναπηρικές καρέκλες, αφού κάποιοι που έχουν διανοητικά προβλήματα μπορεί να έχουν και κινητικά. Έχει και μια πισίνα στην πίσω αυλή, θέμα αρκετών συζητήσεων όταν τη φτιάχνανε με λεφτά των φορολογούμενων. Κατά τα άλλα φαντάζει σχεδόν όπως παλιά-οι άσπροι ξύλινοι τοίχοι, τα ελικοειδή σχήματα στα αετώματα, η κωνική σκούρα στέγη, η σκεπαστή βεράντα στο πλάι, και μπροστά οι σφένδαμοι να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό γρασίδι.

Αυτόν τον μήνα η Τρούντυ είχε βάρδια 4-12. Χτες το απόγευμα πάρκαρε το αυτοκίνητο της μπροστά, άρχισε να ανηφορίζει τον ιδιωτικό δρόμο και αναλογιζόταν πόσο όμορφο φαινόταν το σπίτι, ήρεμο, όπως στις μέρες των Δεσποινίδων Γουέιρ, που πρέπει να σερβίριζαν παγωμένο τσάι και να διάβαζαν βιβλία από την βιβλιοθήκη, ή να έπαιζαν κροκέ, ό,τι τέλος πάντων έκαναν οι άνθρωποι τότε.

Πάντα κάποια νέα, κάποιος καβγάς ή αναστάτωση, με το που έμπαινες μέσα.

Ήρθαν οι άνθρωποι να φτιάξουν την πισίνα μα δεν την έφτιαξαν, έφυγαν πάλι. Ακόμη δεν φτιάχτηκε.

«Δεν μας χρησιμεύει σε τίποτα, σε λίγο τέρμα το καλοκαίρι», είπε η Τζόζεφιν.

«Δεν είμαστε ούτε καν στα μέσα Ιουνίου, κι εσύ λες ότι πάει το καλοκαίρι» είπε ο Κέλβιν «σκέψου πριν μιλήσεις. Τα ‘μαθες τα νέα για την κοπέλα που σκοτώθηκε, κάπου εδώ στην περιοχή»; ρώτησε την Τρούντυ.

Η Τρούντυ είχε αρχίσει να ανακατεύει δυο δόσεις λεμονάδας που έβγαλε από την κατάψυξη, μία ροζ και μία σκέτη.

Όταν της ανακοίνωσε το γεγονός εκείνη κτύπησε με τέτοια δύναμη το κουτάλι πάνω στο παγωμένο κομμάτι που πετάχτηκε το υγρό και πιτσίλισε τον τόπο.

«Πώς έγινε αυτό, Κέλβιν»;

Φοβήθηκε πως θα ακούσει ότι  παρέσυραν ένα κορίτσι σε κάποιο επαρχιακό δρόμο, το βίασαν στο δάσος, το στραγγάλισαν, το χτύπησαν, το παράτησαν εκεί. Η Ρόμπιν τρέχει στους επαρχιακούς δρόμους, με το άσπρο σορτς και το μακό της μπλουζάκι, με μια κορδέλα στα φουριόζικα μαλλιά της. Είναι χρυσαφένια τα μαλλιά της Ρόμπιν, και τα πόδια και τα χέρια της είναι κι αυτά χρυσαφένια. Τα μάγουλα και τα άκρα της είναι χνουδωτά, δεν λαμπυρίζουν-δεν θα ξαφνιαζόσουν καθόλου αν έβλεπες ένα σύννεφο γύρης να αιωρείται διακριτικά και να κατακάθεται πίσω της, την ώρα που τρέχει. Τα αυτοκίνητα τής κορνάρουν κι εκείνη δεν δίνει  σημασία. Τη λούζουν με βρωμόλογα και φοβέρες, κι αυτή ανταποδίδει  τα ίσα.

«Οδηγούσε ένα φορτηγό» αποκρίθηκε ο Κέβιν.

Η καρδιά της Τρούντυ πήγε στη θέση της. Η Ρόμπιν δεν ήξερε ακόμη να οδηγεί.

«Δεκατεσσάρων χρονών, δεν ήξερε να οδηγεί», είπε ο Κέλβιν. «Μπήκε στο φορτηγό, και στο άψε σβήσε, το ΄ριξε  πάνω σ ένα δέντρο. Θα ‘θελα να ξέρω, πού ήταν οι γονείς της. Δεν είχανε το νου τους; Μπήκε στο φορτηγό ενώ δεν ήξερε να οδηγεί, και το στούκαρε πάνω στο δέντρο. Δεκατεσσάρων χρονών. Πολύ μικρή».

Ο Κέλβιν πηγαίνει στην πόλη μόνος του, μαθαίνει όλα τα νέα. Είναι πενήντα δύο χρονών, λεπτός ακόμη με αγορίστικο παρουσιαστικό, καλοξυρισμένος. Έχει  κοντά, σκούρα μαλλιά, απαλά και καθαρά. Πηγαίνει στον κουρέα καθημερινά, γιατί δεν τα καλοκαταφέρνει  μόνος του. Επιληψία, μετά χειρουργείο, μια μόλυνση στο πτερύγιο του οστού, πολλές άλλες εγχειρήσεις, μια μόνιμη ελαφρά δυσκολία με τα πόδια και τα δάχτυλα τού χεριού, μια ελαφριά εγκεφαλική ομίχλη. Η θολούρα αυτή δεν επισκιάζει τα γεγονότα, απλώς τα κίνητρα. Πιθανόν να μην έπρεπε καθόλου να βρίσκεται στο Άσυλο αυτό, αλλά πού αλλού; Πάντως, του αρέσει. Λέει ότι του αρέσει. Λέει στους άλλους ότι δεν πρέπει να παραπονιούνται, θα πρέπει να νιώθουν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη, να συμπεριφέρονται σωστά. Μαζεύει τα τενεκεδένια κουτιά από τα αναψυκτικά ή τα μπουκάλια της μπύρας που οι άνθρωποι έχουν πετάξει στην μπροστινή αυλή-μολονότι βέβαια δεν είναι δικιά του δουλειά, αυτός το κάνει.

Όταν η Τζάνετ ήρθε ακριβώς λίγο πριν τα μεσάνυχτα να αντικαταστήσει την Τρούντυ, είχε να πει  την ίδια ιστορία.

«Τα ‘μαθες, ε, για ‘κείνο το δεκαπεντάχρονο κορίτσι»;

Όταν η Τζάνετ αρχίζει να λέει κάτι παρόμοιο, ξεκινάει πάντα έτσι: «Τα ‘μαθες, ε;». «Τα ΄μαθες ότι η Βίλμα και ο Τεντ χωρίζουνε, λέει. Τα ‘μαθες ότι ο Άλβιν Στέντ έπαθε έμφραγμα.»

«Μου το είπε ο Κέλβιν», αποκρίθηκε η Τρούντυ. «Μόνο που μου είπε πως ήταν δεκατεσσάρων».

«Δεκαπέντε» είπε η Τζάνετ. «Θα πρέπει να πήγαινε στην ίδια τάξη με την Ρόμπιν. Δεν ήξερε να οδηγεί. Δεν είχε καν προλάβει να βγει από το δρομάκι».

«Ήταν μεθυσμένη;» ρώτησε η Τρούντυ. Η Ρόμπιν ούτε που θα πλησίαζε το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά ή τα τσιγάρα ή ακόμη και τον καφέ, είναι τόσο φανατική με το τι βάζει μέσα της.

«Δεν νομίζω.  Μαστουρωμένη, ίσως. Ήταν νωρίς το βράδυ. Ήταν σπίτι με την αδελφή της, οι γονείς τους είχαν βγει έξω. Πέρασε από ‘κει ο φίλος τής αδελφής της, το φορτηγό ήταν δικό του, και ή της έδωσε εκείνος τα κλειδιά του φορτηγού ή τα πήρε μόνη της. Ακούς διάφορες εκδοχές. Από τη μια ότι την έστειλαν κάπου, ήθελαν να την ξεφορτωθούν, κι από την άλλη ότι πήρε μόνη της τα κλειδιά κι έφυγε.

Τέλος πάντων το στούκαρε πάνω σ’ ένα δέντρο, στον δρόμο».

«Χριστέ μου» είπε η Τρούντυ.

«Το ξέρω. Είναι τόσο ανόητο. Έρχονται έτσι τα πράγματα που μισείς την ώρα και τη στιγμή που μεγαλώνουν τα παιδιά σου. Πήραν όλοι τα φάρμακά τους σωστά; Τι βλέπει ο Κέλβιν;»

Ο Κέλβιν ήταν ακόμη ξύπνιος, καθόταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση.

«Παίρνουν συνέντευξη από κάποιον. Έχει γράψει ένα βιβλίο για τους σχιζοφρενείς».

Όταν πέσει επάνω σε οτιδήποτε έχει να κάνει με διανοητικά προβλήματα, ο Κέλβιν πρέπει να το δει ή να το διαβάσει.

«Νομίζω ότι τον πιάνει κατάθλιψη, όσο πιο πολύ παρακολουθεί τέτοιου είδους πράγματα. Ξέρεις ότι ανακάλυψα σήμερα πως έχω να φτιάξω πεντακόσια τριαντάφυλλα από μαντηλάκια κλινέξ, για το γάμο της ανιψιάς μου της Λώρελ; Για το αυτοκίνητο. Μου είπε, υποσχέθηκες ότι θα φτιάξεις τα τριαντάφυλλα για τον γάμο μου. Ε, λοιπόν, όχι. Δεν θυμάμαι γρι.  Θα έρθεις να με βοηθήσεις;»

«Και βέβαια» αποκρίθηκε η Τρούντυ.

«Για να είμαι ειλικρινής, ο πραγματικός λόγος που θέλω να τελειώνει με τους σχιζοφρενείς είναι γιατί εγώ θέλω να δω το παλιό Dallas» είπε η Τζάνετ. Με την Τρούντυ διαφωνούν σ’ αυτό. Η Τρούντυ δεν αντέχει να παρακολουθεί τις επαναλήψεις του Ντάλλας, να βλέπει τους ηθοποιούς με τα νεανικά, τσουπωτά τους  πρόσωπα, να περνάνε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες και να μπερδεύονται σε περίπλοκες ερωτοδουλειές που οι ίδιοι και το κοινό έχουν ξεχάσει παντελώς. Μα αυτό είναι που έχει την πλάκα του, είπε η Τζάνετ, είναι  αληθινά απίστευτο, το βρίσκω καταπληκτικό. Όλα αυτά συμβαίνουν και αμέσως τα ξεχνάνε και συνεχίζουν. Όμως της Τρούντυ δεν της φαίνεται και τόσο απίθανο, ότι δηλαδή οι ήρωες  περνάνε από τη μία κατάσταση στην άλλη- δίχως μνήμη, γεμάτη ελπίδα, φωτογένεια, αλλάζοντας συνέχεια ρούχα. Ότι δεν είναι και τόσο απίθανο να συμβεί είναι αυτό ακριβώς που δεν αντέχει.

Η Ρόμπιν, την άλλη μέρα το πρωί είπε «Α, μπορεί. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι με τους οποίους νταραβεριζόταν, πίνουν. Κάνουν συνέχεια πάρτυ . Είναι αυτοκαταστροφικοί. Λάθος της. Ακόμη κι αν η αδελφή της τής είπε να πάει εκείνη δεν έπρεπε να πάει . Δεν έπρεπε να είναι τόσο χαζή».

«Πώς την λένε;» ρώτησε η Τρούντυ.

«Τρέισυ Λη», αποκρίθηκε η Ρόμπιν απρόθυμα. Πάτησε με το πόδι της το πετάλι του σκουπιδοτενεκέ, μάλλον σήκωσε παρά κατέβασε τον κεσέ του γιαουρτιού που μόλις είχε τελειώσει, και το πέταξε μέσα. Φορούσε ένα μικροσκοπικό βρακί και ένα μακό μπλουζάκι που έλεγε, «Εάν θέλω να ακούσω να λαλάει μια Κωλοτρυπίδα, θα κλάσω».

«Αυτό το μπλουζάκι εξακολουθεί να με ενοχλεί», είπε η Τρούντυ. «Κάποια πράγματα είναι απαίσια αλλά διασκεδαστικά, και κάποια άλλα είναι μάλλον απαίσια παρά διασκεδαστικά».

«Ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Μόνη μου κοιμάμαι».

Η Τρούντυ κάθισε έξω, τυλιγμένη μες την ρόμπα της, πίνοντας καφέ, ενώ η μέρα άρχισε να ζεσταίνει. Υπάρχει ένας χώρος στρωμένος με τούβλα μπροστά στην πλαϊνή πόρτα, που εκείνη και ο Νταν τον έλεγαν πάντα το αίθριο. Εκεί κάθισε. Το σπίτι θερμαίνεται με ηλιακή ενέργεια, με μεγάλα γυάλινα πάνελ στην νότια πλευρά της  στέγης, είναι το πιο εκκεντρικό σπίτι στην πόλη. Και μέσα είναι εκκεντρικό, με ράφια στην κουζίνα, αντί για ντουλάπια, και το ελαφρώς υπερυψωμένο καθιστικό βλέπει στα χωράφια στην πίσω μεριά. Εκείνη και ο Νταν, έτσι για πλάκα, βάφτισαν κάποιους χώρους με τις κλασικές εκείνες ονομασίες που θύμιζαν προάστια, το αίθριο, το βεστιάριο, το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Ο Νταν έπρεπε πάντα να διακωμωδεί τον τρόπο ζωής του. Έχτισε το σπίτι μόνος του- η Τρούντυ έκανε πολλά βαψίματα, και βιτρώ- με επιτυχία. Η βροχή δεν έσταζε μέσα από τα πάνελ, και πραγματικά ένα μέρος της θέρμανσης εξασφαλιζόταν με τον ήλιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι με τις ιδέες ή τα ιδανικά του Νταν, δεν είναι και τόσο πρακτικοί. Δεν μπορούν να κάνουν μερεμέτια ή να κατασκευάσουν κάτι, δεν καταλαβαίνουν από ηλεκτρολογικά, ή ξυλουργικά, ή απ’ ό,τι είναι αυτό που πρέπει να καταλάβουν.  Αυτός, όμως, είναι καλός σε όλα- κηπουρική, κόψιμο ξύλων, χτισίματα. Είναι κατά κύριο λόγο καλός στο να μαστορεύει αμάξια. Παλιά ταξίδευε εδώ κι εκεί, έβρισκε δουλειά ως μηχανικός αυτοκινήτων, ειδικευόταν στις μηχανές μικρού κυβισμού. Έτσι κατέληξε εδώ. Ήρθε να συναντήσει την Μαρλέν, βρήκε δουλειά ως μηχανικός, έγινε συνεταίρος σε ένα μικρό συνεργείο αυτοκινήτων, και πριν το καλοκαταλάβει-παντρεύτηκε την Τρούντυ, όχι την Μαρλέν- έγινε επιχειρηματίας μιας κωμόπολης, και μέλος της ανθρωπιστικής οργάνωσης Κίνσμεν. Κι όλα αυτά χωρίς να ξυρίσει τα μούσια του από τη δεκαετία του εξήντα ή να κόψει τα μαλλιά του παραπάνω απ’ ό,τι ήθελε ο ίδιος. Η πόλη ήταν πολλή μικρή, ο Νταν πάρα πολύ έξυπνος, αν και αυτό δεν ήταν απαραίτητο.

Τώρα ο Νταν ζει σε ένα αστικό σπίτι στο Ρίτσμοντ Χιλ, με μια κοπέλα που τη λένε Ζενεβιέβ. Φοιτήτρια της Νομικής. Παντρεύτηκε πολλή νέα, και είχε τρία παιδάκια. Ο Νταν την συνάντησε πριν τρία χρόνια, όταν το τροχόσπιτο της έπαθε βλάβη μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Μίλησε στην Τρούντυ γι’ αυτήν το ίδιο βράδυ. Για το νοικιασμένο τροχόσπιτο, τα τρία παιδιά, που ήταν πολύ μικρά, την αλέγρα, χωρισμένη νεαρή μητέρα με τα κοτσιδάκια. Για το θάρρος της, τη φτώχεια της, τα σχέδια της να περάσει στην Νομική. Εάν δεν το είχε φτιάξει εύκολα το τροχόσπιτο, θα την καλούσε με τα παιδιά της να κοιμηθούν το βράδυ εκεί. Ήταν καθοδόν για το εξοχικό των γονιών της στο Πουάντ ντι Μπαρίλ.

«Ε, τότε, δεν μπορεί να είναι και τόσο φτωχή» είπε η Τρούντυ.

«Μπορεί να είσαι φτωχός, αλλά να έχεις πλούσιους γονείς» είπε ο Νταν.

«Όχι, δεν μπορείς».

Το περασμένο καλοκαίρι, η Ρόμπιν πήγε για ένα μήνα να μείνει στο Ρίτσμοντ Χιλ. Γύρισε πίσω γρήγορα. Είπε ότι ήταν τρελοκομείο. Το πιο μεγάλο παιδί πρέπει να πάει για λογοθεραπεία, το μεσαίο κατουριέται στον ύπνο του. Η Ζενεβιέβ περνάει όλο τον χρόνο της στην βιβλιοθήκη της Νομικής, μελετώντας. Τίποτα το αξιοπερίεργο. Ο Νταν κυνηγάει τις προσφορές στα μαγαζιά, μαγειρεύει, προσέχει τα παιδιά, βάζει λαχανόκηπο, οδηγεί ταξί τα Σαββατοκύριακα. Θέλει να μετατρέψει το γκαράζ σε συνεργείο, αλλά δεν μπορεί να πάρει άδεια, οι γείτονες δεν συμφωνούν.

Είπε στην Ρόμπιν ότι ήταν ευτυχισμένος. Τόσο όσο ποτέ άλλοτε, της είπε. Η Ρόμπιν όταν γύρισε σπίτι είχε ωριμάσει απότομα-σοβαρή, σαρκαστική, αποφασιστική. Είχε μια μόνιμη μνησικακία που δεν την είχε παλιά. Η Τρούντυ δεν μπορούσε να της πάρει κουβέντα, να την ψαρέψει-ο καιρός που θα μπορούσε να το κάνει είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Η Ρόμπιν γύρισε σπίτι της το μεσημέρι και άλλαξε ρούχα. Έβαλε ένα ελαφρύ, λουλουδάτο βαμβακερό μπλουζάκι και μια σιδερωμένη, γαλάζια, βαμβακερή φούστα.

Είπε ότι κάποια κορίτσια από τη τάξη της ίσως να πέρναγαν από την Αίθουσα Τελετών του Νεκροταφείου μετά το σχολείο.

«Είχα ξεχάσει ότι είχες αυτή τη φούστα» είπε η Τρούντυ.

Εάν περίμενε ότι θα άνοιγε κουβέντα μαζί της, έκανε λάθος.

Την πρώτη φορά που η Τρούντυ συνάντησε τον Νταν, ήταν μεθυσμένη. Ήταν δεκαεννιά χρονών, ψιλή, πετσί και κόκαλο-όπως είναι ακόμη-με  ατίθασα κατσαρά μαύρα μαλλιά (είναι κοντοκομμένα τώρα, και φαίνονται τα γκρίζα όπως συμβαίνει όταν έχεις σκούρα μαλλιά). Ήταν πολύ μαυρισμένη, φορούσε τζιν κι ένα μπατίκ μακό μπλουζάκι. Χωρίς σουτιέν, δεν το είχε ανάγκη. Αυτό συνέβη στη Μασκόκα, τον Αύγουστο, στο μπαρ ενός ξενοδοχείου που είχε ορχήστρα. Έκανε κάμπινγκ με φίλες της. Εκείνος ήταν εκεί με την αρραβωνιαστικιά του, την Μαρλίν. Είχε πάει την Μαρλίν να γνωρίσει τη μητέρα του, που ζούσε στην Μασκόκα, σ΄ ένα νησί, σε ένα άδειο ξενοδοχείο. Η Τρούντυ ήταν δεκαεννέα, αυτός, εικοσιοκτώ. Χόρευε  μόνη της, χασκογελώντας μεθυσμένη, γύρω από το τραπέζι που καθόταν αυτός με την Μαρλίν, μια ξανθιά που φαινόταν χαμηλών τόνων με κάτι τεράστια ροζ μπαλκόνια, κεντημένα με μικρές ψεύτικες χάντρες. Η Τρούντυ χόρευε απλά μπροστά του μέχρι που εκείνος σηκώθηκε και χόρεψε μαζί της. Όταν τέλειωσε ο χορός τη ρώτησε το όνομά της και την πήγε στην Μαρλίν να τη συστήσει.

«Από εδώ η Τζούντυ» είπε. Η Τρούντυ γελώντας σωριάστηκε σε μια καρέκλα, δίπλα στην Μαρλίν. Ο Νταν σήκωσε την Μαρλίν να χορέψουν. Η Τρούντυ αποτέλειωσε τη μπύρα της Μαρλίν και πήγε να βρει τις φίλες της.

«Χαίρω πολύ» τους είπε. «Είμαι η Τζούντυ!»

Ο Νταν την πρόλαβε στην πόρτα του μπαρ. Όταν είδε τη Τρούντυ να φεύγει παράτησε τη Μαρλίν σύξυλη.  Άνθρωπος που μπορούσε να αλλάξει πλεύση στα γρήγορα, να δει αν τον παίρνει, να παρασυρθεί πάλι από ενθουσιασμό. Είπε αργότερα ότι ήταν ήδη ερωτευμένος με την Τρούντυ πριν καν μάθει το όνομά της. Αλλά είπε στην Τρούντυ ότι έκλαψε, όταν χωρίζανε με την Μαρλίν.

«Τρέφω αισθήματα», είπε. «Δεν ντρέπομαι να τα δείξω».

Η Τρούντυ δεν έτρεφε κανένα αίσθημα για την Μαρλίν. Η Μαρλίν ήταν πάνω από τριάντα, τι μπορούσε να περιμένει; Η Μαρλίν μένει ακόμα στην πόλη, δουλεύει στο γραφείο της εταιρείας ύδρευσης, δεν παντρεύτηκε. Όταν η Τρούντυ και ο Νταν είχαν πιάσει μια από τις κουβέντες τους για την Ζενεβιέβ, η Τρούντυ είπε:

«Η Μαρλίν πρέπει να πιστεύει ότι πληρώθηκα με το ίδιο νόμισμα».

Ο Νταν είπε πως έμαθε ότι η Μαρλίν είχε μπει στην Αδελφότητα των Χριστιανών της Βίβλου. Δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να βάζουν μέικ απ και τις Κυριακές στην εκκλησία έπρεπε να φοράνε κάτι σαν σκουφί στο κεφάλι.

«Eίναι αδύνατον να έχει κάτι άλλο στο κεφάλι της, πλην της συγχώρεσης».

Η Τρούντυ είπε «Πάω στοίχημα».

Και να τι συνέβαινε στην Αίθουσα Τελετών του Νεκροταφείου, ενώ η Τρούντυ μάθαινε τα νέα κι από τους δύο, τον Κέλβιν και την Τζάνετ:

Τα κορίτσια από την τάξη της Τρέισυ Λι εμφανίστηκαν όλα μαζί, μετά το σχολείο. Ήταν την ώρα που ο κόσμος πέρναγε για τα συλλυπητήρια, όταν η οικογένεια περίμενε δίπλα από το ανοιχτό φέρετρο της Τρέισυ Λι, να υποδεχτεί τους φίλους. Οι γονείς της ήταν εκεί, ο αδελφός της με την γυναίκα του, η αδελφή της, ακόμη και ο φίλος της αδελφής της που είχε το φορτηγό. Στέκονταν στη σειρά και οι άνθρωποι πέρναγαν από μπροστά για να τους πούνε δυο κουβέντες. Ήρθαν πολλοί. Πάντα πηγαίνουν, σε μια περίπτωση σαν κι αυτή. Η γιαγιά της Τρέισι Λι ήταν στο τέλος της σειράς, σε μια πολυθρόνα με ταπισερί μπροκάρ. Δεν ήταν σε θέση να σταθεί όρθια τόση ώρα.

Όλες οι καρέκλες στην Αίθουσα Τελετών του Νεκροταφείου έχουν την ίδια ταπετσαρία σε άσπρο και χρυσό μπροκάρ. Οι κουρτίνες είναι ίδιες, ίδια σχεδόν και η ταπετσαρία στους τοίχους. Υπάρχουν μικρές απλίκες πίσω από ένα χοντρό ροζ γυαλί. Η Τρούντυ έχει βρεθεί εκεί, αρκετές φορές, ξέρει πώς είναι. Αλλά η Ρόμπιν, και τα περισσότερα από αυτά τα κορίτσια, δεν είχαν ξαναμπεί σ αυτό το μέρος. Δεν ήξεραν τι να περιμένουν. Ορισμένες έβαλαν τα κλάματα μόλις πέρασαν την πόρτα.

Οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Ακουγόταν απαλή μουσική, όχι ακριβώς εκκλησιαστική μουσική αλλά κάτι παρόμοιο. Το φέρετρο της Τρέισυ Λι ήταν άσπρο, με χρυσό φινίρισμα, που ταίριαζε με όλα τα μπροκάρ και την ταπετσαρία του τοίχου.  Είχε μια επένδυση από ροζ σατέν ύφασμα με πιέτες. Ένα ροζ σατέν μαξιλάρι. Η Τρέισυ Λι δεν είχε κανένα σημάδι στο πρόσωπό της. Δεν ήταν μακιγιαρισμένη όπως συνήθως, αφού την έφτιαξε το γραφείο κηδειών. Όμως φορούσε τα αγαπημένα της σκουλαρίκια, τουρκουάζ τρίγωνα και κίτρινα μισοφέγγαρα, δύο σε κάθε αυτί. (Κάποιοι το θεώρησαν κακογουστιά). Στο μέρος που το φέρετρο κάλυπτε το σώμα της από την μέση και κάτω υπήρχε ένα μεγάλο μαξιλάρι με τριαντάφυλλα σε σχήμα καρδιάς.

Τα κορίτσια μπήκαν στην ουρά να μιλήσουν στην οικογένεια. Έδωσαν το χέρι τους, είπαν λυπόμαστε που την χάσατε, όπως έκαναν και οι άλλοι. Όταν τα ‘βγαλαν πέρα μ’ αυτό, όταν όλες τους είχαν αφήσει τη γιαγιά να σφίξει τα κρύα χέρια τους μέσα στα δικά της που ήταν ζεστά, πρησμένα και γεμάτα πανάδες, μπήκαν ξανά στην σειρά, μένοντας κάπως πίσω, κι άρχισαν να περνάνε δίπλα από το φέρετρο. Πολλές έκλαιγαν τώρα, έτρεμαν. Τι άλλο να περιμένει κανείς; Νέα κορίτσια.

Όμως άρχισαν να τραγουδούν καθώς περνούσαν από δίπλα. Με δυσκολία στην αρχή, συνεσταλμένα, αλλά με εμπιστοσύνη που όλο και μεγάλωνε στις θλιμμένες, γλυκές φωνές τους, τραγούδησαν.

«Τώρα, που ο ανθός κρατάει ακόμη πάνω στο κλήμα,

Θα γευτώ τις φράουλες σου, θα γευτώ το γλυκόπιοτο κρασί σου-»

Τα είχαν σχεδιάσει όλα, βέβαια, εκ των προτέρων, είχαν βρει το τραγούδι από κάποιο δίσκο. Πίστευαν ότι ήταν ένας παλιός ύμνος.

Έτσι περνούσαν μία μία από μπροστά, τραγουδώντας, κοιτάζοντας κάτω την Τρέισι, και όλοι πρόσεξαν ότι άφηναν κάτι  μέσα στο φέρετρο. Έβγαζαν τα δαχτυλίδια απ’ τα δάχτυλά τους και τα βραχιόλια απ’ τα χέρια τους, τραβούσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά τους. Ξεκούμπωναν τα κολιέ τους, κι έσκυβαν το κεφάλι να βγάλουν αλυσίδες και μακριές σειρές με χάντρες. Η κάθε μια τους άφηνε κάτι. Όλα αυτά τα κοσμήματα κατηφόριζαν αστράφτοντας και λαμπυρίζοντας προς το νεκρό κορίτσι, για να βρεθούνε δίπλα της, μέσα στο φέρετρο. Μια κοπέλα τράβηξε από τα μαλλιά της τα γυαλιστερά χτενάκια, άντε, ας πάνε κι αυτά.

Και κανένας δεν έκανε τίποτα να το σταματήσει αυτό. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, κάποιος να διακόψει; Ήταν σαν μια θρησκευτική τελετή. Τα κορίτσια φέρονταν σαν να τους είχε πει κάποιος τι να κάνουν, σαν να ήταν κάτι που πάντα έτσι γινόταν σε τέτοιες περιστάσεις. Τραγούδησαν, έκλαψαν, άφησαν τα κοσμήματά τους. Η αίσθηση του τελετουργικού τις έκανε όλες τους χαριτωμένες.

Η οικογένεια δεν θα το σταματούσε. Θεώρησαν ότι ήταν ωραίο.

«Ήταν σαν εκκλησία», είπε η μητέρα της Τρέισι Λι, και η γιαγιά της είπε, «Όλα αυτά τα ωραία κορίτσια αγαπούσαν την Τρέισι Λι. Εάν

θέλησαν να δώσουν τα κοσμήματά τους για να δείξουν πόσο την αγαπούσαν, είναι δικό τους θέμα. Και δεν αφορά κανέναν άλλον. Εγώ το βρήκα ωραίο».

Η αδελφή της Τρέισι Λι ξέσπασε σε κλάματα. Για πρώτη φορά.

Ο Νταν είπε, «Αυτό είναι μια ένδειξη αγάπης».

Την αγάπη της Τρούντυ, εννοούσε. Η Τρούντυ άρχισε να τραγουδάει.

«Ελευθέρωσέ με, άσε με να φύγω..»

Χτυπούσε το χέρι πάνω στο στέρνο της, στροβιλιζόταν χορεύοντας στο δωμάτιο, τραγουδώντας. Του Νταν του ερχόταν την μια να βάλει τα γέλια, την άλλη τα κλάματα. Δεν μπορούσε να κρατηθεί, πήγε και την αγκάλιασε και χόρεψαν μαζί, τρεκλίζοντας. Ήταν αρκετά μεθυσμένοι. Όλο εκείνο τον Ιούνιο ( πριν από δύο χρόνια) έπιναν τζιν ανάμεσα και κατά τη διάρκεια των καυγάδων τους. Έπιναν, κλαψούριζαν, λογόφερναν, έδιναν εξηγήσεις, και η Τρούντυ έπρεπε να τρέχει στην κάβα.  Αν και δεν μπορεί να θυμηθεί ποτέ τον εαυτό της πραγματικά μεθυσμένο ή χάλια μετά το μεθύσι. Με εξαίρεση την αίσθηση μιας μόνιμης κόπωσης σαν να είχαν βαρίδια τα πόδια της.

Καλαμπούριζε συνέχεια. Αποκαλούσε την Ζενεβιέβ «Τζένυ η Ακαμάτρα».

«Μοιάζει να θέλεις να παρατήσεις τις επιχειρήσεις και να κάνεις κεραμικά », είπε. «Ίσως έπρεπε να το είχες κάνει. Δεν ήμουνα κι αντίθετη.  Αλλά εσύ τα παράτησες. Όπως τότε που ήθελες να πας στο Περού. Μπορούμε και να το κάνουμε τώρα».

«Όλα αυτά ήταν απλώς ονειροφαντασίες», είπε ο Νταν.

«Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει τότε που άρχισες να βλέπεις τον «Συνήγορο του Πολίτη στην τηλεόραση», είπε η Τρούντυ. «Ήταν η νομική πλευρά, έ;  Εσύ ποτέ σου δεν είχες ενδιαφερθεί για τέτοια πράγματα πριν».

«Θα σου ανοίξει και τους δικούς σου ορίζοντες αυτό», είπε ο Νταν. «Μπορεί να γίνεις κάτι παραπάνω από το να είσαι απλά η γυναίκα μου.»

«Σίγουρα. Πιστεύω ότι μπορώ να γίνω νευροχειρουργός».

«Είσαι πολύ έξυπνη. Είσαι μια υπέροχη γυναίκα. Είσαι παλληκάρι».

«Είσαι σίγουρος πως δεν μιλάς για την Τζένυ την Ακαμάτρα;»

«Όχι,  Για σένα μιλάω. Για σένα, Τρούντυ. Σ’ αγαπάω ακόμη. Δεν μπορείς να το καταλάβεις ότι ακόμη σ’ αγαπάω;»

Χρόνια τώρα δεν της  είχε πει τόσα για το πόσο την αγαπάει. Του άρεσε που ήταν πετσί και κόκκαλο, τα κατσαρά της τα μαλλιά, το δέρμα της που γινότανε τραχύ, ο τρόπος που έμπαινε στο δωμάτιο με μια δρασκελιά κάνοντας τα παράθυρα να τρίζουν, τα καλαμπούρια της, όταν παρίστανε τον ένα και τον άλλον, όταν μιλούσε έξω από τα δόντια. Του άρεσε το μυαλό και η ψυχή της. Και πάντα θα του άρεσε. Αλλά το κομμάτι της ζωής του που είχε δεθεί με τη δική της, είχε τελειώσει πια.

«Αυτά είναι λόγια, ακούγεσαι σαν ηλίθιος!» είπε η Τρούντυ.

«Ρόμπιν, γύρνα στο κρεβάτι σου!» Επειδή η Ρόμπιν με το προκλητικό νυχτικό της στεκόταν στην κορυφή της σκάλας.

«Μα εσείς τσιρίζετε και ουρλιάζετε» είπε η Ρόμπιν.

«Ποιος το’ πε ότι τσιρίζουμε και ουρλιάζουμε», είπε η Τρούντυ. «Προσπαθούμε να πούμε κάτι προσωπικό».

«Τί;»

«Σου είπα, είναι προσωπικό».

«Όταν η Ρόμπιν έφυγε με κατεβασμένα τα μούτρα για το κρεβάτι της, ο Νταν είπε, «Νομίζω ότι πρέπει να της μιλήσουμε. Είναι καλύτερο για τα παιδιά να ξέρουν. Η Ζενεβιέβ δεν κρατάει κρυφά πράγματα από τα παιδιά της. Η Τζόσυ είναι μόλις πέντε, και ένα απόγευμα ήρθε στην κρεβατοκάμαρα μας-»

Τότε η Τρούντυ άρχισε πράγματι να τσιρίζει και να ουρλιάζει. Γράπωσε ένα μαξιλάρι από τον καναπέ. «Σταμάτα, επιτέλους, να μου λες πόσο γλυκιά είναι η γαμημένη  Ζενεβιέβ σου, και η γαμημένη της κρεβατοκάμαρα, και τα μαλακισμένα τα παιδιά της, βούλωστο, φτάνει πια! Πότε θα την κόψεις αυτή την ακατάσχετη μπουρδολογία, δεν με νοιάζει σου λέω τι κάνετε, ακούς, βούλωστο πια!»

Ο Νταν έφυγε. Έφτιαξε μια βαλίτσα, πήγε στο Ρίτσμοντ Χιλ. Μέσα σε πέντε μέρες γύρισε πίσω. Ακριβώς έξω από την πόλη σταμάτησε το αυτοκίνητο, να πάρει της Τρούντυ ένα μπουκέτο με άγρια λουλούδια.

Της είπε ότι γύρισε για πάντα, τέρμα.

«Μη μου το λες!» είπε η Τρούντυ.

Όμως έβαλε τα λουλούδια στο νερό. Σκονισμένες ροζ λεβιθιές που μύριζαν σαν πούδρα, μαυρομάτες ρουντμπέκιες, μοσχομπίζελα, και πορτοκαλί κρινάκια που ήταν σαν να είχαν βγεί από παλιούς ξεχασμένους κήπους.

«Λοιπόν, δεν τα ‘βγαλες πέρα;» είπε.

«Ήξερα ότι δεν θα με υποδεχόσουνα με ανοιχτές αγκάλες», είπε ο Νταν. «Δεν θα ήσουν ο εαυτός σου εάν το έκανες. Και εγώ γύρισα γι αυτό που είσαι εσύ».

Εκείνη πήγε στην κάβα, κι αυτή τη φορά αγόρασε σαμπάνια. Για ένα μήνα-ήταν ακόμη καλοκαίρι-ήταν πάλι μαζί ευτυχισμένοι. Η Τρούντυ ποτέ δεν έμαθε τι ακριβώς είχε συμβεί στο σπίτι της Ζενεβιέβ. Ο Νταν είπε πως ήταν μια κρίση ηλικίας που πέρασε, τίποτε παραπάνω, θα συνερχόταν. Η ζωή του ήταν εδώ, μαζί μ’ αυτήν και τη Ρόμπιν.

«Μιλάς σαν να είσαι σύμβουλος γάμου σε περιοδικό», είπε η Τρούντυ.

«Εντάξει. Πάμε παρακάτω».

«Ναι, καλά θα κάνουμε», είπε. Με το νου της έβαζε πολλά, τα παιδιά, τη σύγχυση, τους φίλους, τους παλιούς γκόμενους ίσως, πράγματα για τα οποία ήταν απροετοίμαστος. Καλαμπούρια και απόψεις που δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Πιθανόν. Η μουσική που του άρεσε, ο τρόπος που μιλούσε, ακόμη και τα μαλλιά του και το μούσι του μπορεί να ήταν ντεμοντέ.

Πήγαιναν  βόλτες οικογενειακώς με το αυτοκίνητο, κάνανε πικνίκ. Ξάπλωναν στο χορτάρι πίσω από το σπίτι, τις νύχτες, κοιτάζοντας τα αστέρια. Τα αστέρια ήταν ένα από τα  καινούργια ενδιαφέροντα του Νταν, είχε πάρει κι έναν χάρτη. Ήταν όλο αγκαλιές και φιλιά και δοκίμαζαν κάποια καινούργια πράγματα- ή πράγματα που είχαν καιρό να κάνουν-όταν έκαναν έρωτα.

Εκείνη την εποχή ασφαλτώνανε τον δρόμο μπροστά από το σπίτι τους. Το είχαν χτίσει στην πλαγιά του λόφου στις παρυφές της πόλης, πέρα από τα άλλα σπίτια, αλλά τα φορτηγά χρησιμοποιούσαν τώρα κάπου κάπου αυτόν το δρόμο, αποφεύγοντας τις κύριες οδούς, γι’ αυτό ο δήμος τον ασφαλτόστρωνε. Η Τρούντυ είχε τόσο συνηθίσει το θόρυβο και τις συνεχείς δονήσεις που έλεγε ότι ένιωθε να ταρακουνιέται όλη την νύχτα, ακόμη κι όταν όλα ήταν ήσυχα. Η δουλειά άρχιζε στις επτά το πρωί. Ξύπναγαν από έναν ακατάσχετο θόρυβο. Τότε ο Νταν πεταγόταν από το κρεβάτι, χάνοντας την πιο ωραία ώρα του ύπνου. Μύριζε ο τόπος ντίζελ.

Ξύπνησε μια νύχτα και δεν τον είδε στο κρεβάτι. Τέντωσε καλά τ’ αυτιά της να ακούσει κάποιο θόρυβο στην κουζίνα ή στο μπάνιο, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Σηκώθηκε και κοίταξε σ’ όλο το σπίτι. Δεν υπήρχε φως αναμμένο. Τον βρήκε να κάθεται έξω, ακριβώς έξω από την πόρτα, δίχως ποτό στο χέρι ή ένα ποτήρι γάλα ή καφέ, με την πλάτη στο δρόμο.

Η Τρούντυ κοίταξε τη σκαμμένη γη και τα τεράστια παρατημένα μηχανήματα.

«Τέλεια δεν είναι η ησυχία;» είπε.

Εκείνος τσιμουδιά.

Ωχ. Ωχ.

Η Τρούντυ συνειδητοποίησε τι της είχε περάσει από το μυαλό, όταν βρήκε την μεριά του στο κρεβάτι άδεια, και δεν ακουγόταν πουθενά μέσα στο σπίτι. Όχι ότι την είχε εγκαταλείψει, αλλά ότι είχε κάνει κάτι χειρότερο. Είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Με τόση ευτυχία και αγκαλιές και φιλιά κι αστέρια και πικνίκ, πώς μπόρεσε να το σκεφτεί.

«Δεν μπορείς να τη ξεχάσεις», είπε. «Την αγαπάς».

«Δεν ξέρω τι να κάνω».

Της αρκούσε που τον άκουγε να μιλάει. Είπε, «θα πρέπει να φύγεις και να προσπαθήσεις ξανά».

«Δεν είναι και σίγουρο ότι θα το  αντέξω», είπε ο Νταν. «Ούτε και μπορώ να σου ζητήσω να κάτσεις και να με περιμένεις».

«Όχι», είπε η Τρούντυ. «Εάν φύγεις, τέρμα».

«Αν φύγω, τέρμα».

Ο Νταν έμεινε στήλη άλατος. Της έδινε την αίσθηση ότι θα μπορούσε να κάθεται έτσι μπροστά της, επαναλαμβάνοντας ό,τι του έλεγε εκείνη, ανίκανος να κουνηθεί ή έστω να πει τι σκέφτεται.

«Εάν νιώθεις έτσι, αυτή είναι η μόνη λύση», είπε η Τρούντυ. «Δεν έχεις να διαλέξεις. Έχεις ήδη φύγει».

Αυτό έπιασε. Σηκώθηκε επάνω μουδιασμένα, την πλησίασε και την αγκάλιασε. Την χτύπησε στην πλάτη.

«Άντε, πάμε στο κρεβάτι» είπε. «Μπορούμε να χαλαρώσουμε λιγάκι».

«Όχι θα πρέπει να έχεις φύγει πριν ξυπνήσει η Ρόμπιν. Εάν γυρίσουμε στο κρεβάτι θα ξαναρχίσουμε πάλι τα ίδια».

Τού έφτιαξε ένα θερμός καφέ. Εκείνος ξανάφτιαξε την βαλίτσα που είχε πάρει μαζί του, και την άλλη φορά. Όλες οι κινήσεις της Τρούντυ έμοιαζαν άψογες, όπως δεν ήταν ποτέ άλλοτε, συνήθως. Ένιωθε ήρεμη. Ένιωθε σαν να ήταν οι δυό τους ένα πολυκαιρισμένο ζευγάρι, αρμονικό, πέρα από τραύματα, πέρα από συγγνώμες, που η αγάπη του δεν έμπαινε σε λόγια. Ο αποχαιρετισμός τους ήταν ένας ανεπαίσθητος παφλασμός. Βγήκε έξω μαζί του. Ήταν γύρω στις τέσσερις και μισή με πέντε, ο ουρανός είχε αρχίσει να φέγγει και τα πουλιά να ξυπνούν, τα πάντα ήταν βουτηγμένα στην πάχνη. Εκεί στέκονταν τα μεγάλα άκακα μηχανήματα, παρατημένα μπροστά στις αυλακιές που είχαν ανοίξει οι ρόδες τους στο δρόμο.

«Ευτυχώς που δεν συνέβη χθες την νύχτα, δεν θα μπορούσες να βγεις έξω» του είπε. Αυτό που ήθελε να πει ήταν ότι ο δρόμος δεν θα ήταν ανοιχτός. Μόλις χθες είχαν καταφέρει να ανοίξουν μια στενή δίοδο για να διευκολύνουν την κυκλοφορία στην περιοχή.

«Πάλι καλά», είπε ο Νταν.

Γεια σου.

«Αυτό που θέλω να μάθω είναι γιατί το έκανες. Το έκανες μόνο για επίδειξη; Ίδια ο πατέρα σου, όλο φιγούρα. Δεν είναι τόσο το κολιέ που με πειράζει. Αλλά ήταν ωραίο. Μου αρέσουν οι χάντρες από μαύρο αχάτη, ήταν το μοναδικό πράγμα πού είχαμε της γιαγιάς σου. Δικαίωμά σου ήταν αλλά δεν μπορείς να με αιφνιδιάζεις έτσι, μου οφείλεις μια εξήγηση, πάντα μου άρεσαν οι χάντρες από μαύρο αχάτη.  Γιατί το ‘κανες;»

«Η οικογένεια ευθύνεται», είπε η Τζάνετ, «στο χέρι τους ήταν να το σταματήσουν, κάποια από τα πράματα  ήταν σκέτα πλαστικά, εκείνα τα παλιοσκουλαρίκια και τα βραχιόλια, αλλά αυτό που έριξε μέσα η Ρόμπιν, μάλιστα, αυτό ήταν έγκλημα. Και δεν ήταν η μόνη. Υπήρχαν δαχτυλίδια με πέτρες που είχαν τα ζώδια τους και χρυσές αλυσίδες. Κάποιος είπε κι ένα δαχτυλίδι με διαμάντια, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να το πιστέψω. Λένε ότι το κορίτσι το είχε κληρονομήσει, όπως η Ρόμπιν. Εσύ, βέβαια, δεν το είχες πάει ποτέ να το εκτιμήσουν, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω εάν οι μαύροι αχάτες έχουν κάποια αξία», αποκρίνεται η Τρούντυ.

Κάθονται στο μπροστινό δωμάτιο της Τζάνετ και φτιάχνουν τριαντάφυλλα με ροζ χαρτομάντιλα.

«Είναι ηλίθιο», λέει η Τρούντυ.

«Λοιπόν, υπάρχει ένα πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις», λέει η Τζάνετ. «Δυσκολεύομαι να βρω τον τρόπο  να σου το πω».

«Τι;»

«Να προσευχηθείς».

Η Τρούντυ είχε την αίσθηση από τον τόνο της Τζάνετ, ότι η Τζάνετ θα της έλεγε κάτι σοβαρό και δυσάρεστο, κάτι για την ίδια-την Τρούντυ-που επηρέαζε τη ζωή της και που όλοι ήξεραν εκτός από την ίδια. Τώρα θέλει να βάλει τα γέλια, γιατί είχε προετοιμαστεί για τα χειρότερα. Δεν ξέρει τι να πει.

«Εσύ δεν προσεύχεσαι, ή κάνω λάθος;» λέει η Τζάνετ.

«Δεν έχω τίποτα εναντίον της προσευχής», αποκρίθηκε η Τρούντυ. «Αλλά δεν με μεγάλωσαν με θρησκευτικές αντιλήψει».

«Δεν μιλάμε με τη στενή έννοια της θρησκείας», είπε η Τζάνετ. «Εννοώ, ότι δεν έχει σχέση με καμιά μορφή  δόγματος. Είμαστε κάποιοι άνθρωποι που μαζευόμαστε για να προσευχηθούμε. Δεν μπορώ να σου πω κανένα όνομα, αλλά τους περισσότερους τους ξέρεις,  να, πώς να στο πω. Κανονικά είναι μυστικό. Λέγεται Κύκλος Προσευχής».

«Όπως στο γυμνάσιο», λέει η Τρούντυ. «Στο γυμνάσιο υπήρχαν τέτοιες μυστικές κοινότητες, εννοείται ότι δεν έπρεπε να πεις ποιοι συμμετείχαν σ’ αυτές. Εγώ, όμως, δεν είχα περάσει από καμία».

«Εγώ, όμως, είχα περάσει απ’ όλες» λέει αναστενάζοντας η Τζάνετ. «Αυτή είναι από τις σοβαρές περιπτώσεις. Αν και κάποια μέλη της δεν το παίρνουν και πολύ στα σοβαρά, είμαι σίγουρη. Κάποιοι θα προσευχηθούν για να βρουν θέση να παρκάρουν ή για να τους κάνει καλό καιρό στις διακοπές. Μα ο σκοπός της δεν είναι αυτός. Κάτι τέτοιο δεν είναι παρά μια προσευχή που την κάνεις μόνος σου, ο Κύκλος έχει να κάνει με άλλο πράγμα, τηλεφωνείς σε κάποιο μέλος, και του λες αυτό που σ’ απασχολεί, ή σε αναστατώνει, και του ζητάς να προσευχηθούν για σένα. Κι αυτοί το κάνουν. Και τηλεφωνούν σε κάποιον άλλον, του Κύκλου, και μετά σ’ έναν άλλο, και πάει λέγοντας μέχρι να συμπληρωθεί ο κύκλος, και όλοι μαζί, προσευχόμαστε για εκείνον που πήρε πρώτος τηλέφωνο».

Η Τρούντυ πέταξε στα σκουπίδια ένα τριαντάφυλλο. «Σκατά έγινε. Γυναίκες είναι όλες;»

«Δεν υπάρχει κανένας τέτοιος κανόνας. Αλλά, βέβαια, ισχύει. Οι άντρες θα ένιωθαν μεγάλη αμηχανία. Κι εγώ ήμουνα αμήχανη στην αρχή. Μόνο ο πρώτος που του τηλεφωνείς ξέρει το όνομά σου, δηλαδή, ποιος είσαι εσύ για τον οποίον θα προσευχηθούμε, μα σε μια πόλη σαν κι αυτή σχεδόν όλοι μπορούν να το μαντέψουν. Αλλά αν αρχίζαμε να κουτσομπολεύουμε και να ρουφιανεύουμε ο ένας τον άλλον, τότε, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει και αυτό το ξέρουμε όλοι. Άρα, δεν το κάνουμε. Και όντως λειτουργεί».

«Δηλαδή, πώς;» είπε η Τρούντυ.

«Να, μια κοπέλα κοπάνισε το αυτοκίνητό της, η ζημιά πήγε στα οκτακόσια δολάρια, και τα πράγματα ήταν ζόρικα, δεν ήταν σίγουρη ότι η ασφάλειά θα την κάλυπτε, ούτε και ο άντρας της, εκείνος είχε λυσσάξει από το κακό του, όμως όλοι μας προσευχηθήκαμε, και η ασφάλεια χωρίς να πει κουβέντα τα πλήρωσε όλα. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα».

«Δεν υπάρχει λόγος να προσευχηθεί κανείς για το κολιέ να γυρίσει στη θέση του, τη στιγμή που βρίσκεται στο φέρετρο και η κηδεία έγινε το πρωί», λέει η Τρούντυ με γλυκό ύφος.

«Δεν σου πέφτει λόγος γι αυτό. Δεν είσαι εσύ που θα κρίνεις τι μπορεί να γίνει και τι δεν μπορεί. Εσύ ζητάς μόνον  αυτό που θες. Γιατί το λέει και η Βίβλος, αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Πώς θα βοηθηθείς εάν δεν ζητήσεις; Αδύνατον, αυτό είναι σίγουρο. Και τότε που έφυγε ο Νταν, εάν είχες προσευχηθεί; Δεν ήμουνα στον Κύκλο τότε, αλλιώς θα μπορούσα να σου είχα πει κάτι. Ακόμη κι αν ήξερα ότι θα αντιστεκόσουνα, θα είχα πει κάτι. Πολλοί άνθρωποι αντιστέκονται. Ακόμη και τώρα, εντάξει, η κατάσταση δεν είναι  και η καλύτερη μ’ εκείνο το κορίτσι που έχει μπει στη μέση, αλλά πού ξέρεις, μπορεί να γίνει κάτι. Μπορεί να μην είναι και τόσο αργά».

«Εντάξει», λέει η Τρούντυ με ήρεμη, σιγανή φωνή. «Εντάξει». Σπρώχνει όλα τα αφράτα λουλούδια από την ποδιά της. «Ε, λοιπόν, θα πέσω τώρα στα γόνατά μου και θα προσευχηθώ να γυρίσει ο Νταν πίσω. Θα προσευχηθώ να γυρίσει πίσω και το κολιέ και ο Νταν και γιατί να σταματήσω εκεί; Μπορώ να προσευχηθώ να μην είχε πεθάνει ποτέ η Τρέισυ Λι. Μπορώ να προσευχηθώ να γυρίσει πίσω στη ζωή. Πώς δεν το σκέφτηκε ποτέ η μάνα της;»

Έχουμε καλά νέα. Η πισίνα φτιάχτηκε. Αύριο κιόλας θα τη γεμίσουν. Αλλά ο Κέλβιν είναι μες την κατάθλιψη. Νωρίς σήμερα το απόγευμα-εν μέρει για να μην ενοχλούν τους εργάτες που δούλευαν στην πισίνα-πήρε την Μαρί και την Ζοζεφίν και ανέβηκαν στην πόλη. Τις άφησε να πάρουν παγωτό χωνάκι. Τους είπε να προσέξουν και να το φάνε γρήγορα, επειδή ο ήλιος έκαιγε, και θα ‘λιωνε το παγωτό. Εκείνες τον αγνόησαν. Έγλυφαν όποτε τους κάπνιζε το χωνάκι τους, σαν να είχαν όλη την μέρα μπροστά τους. Το παγωτό πολύ γρήγορα άρχισε να στάζει από τα σαγόνια στα χέρια τους. Ο Κέλβιν είχε αρπάξει μια χούφτα χαρτομάντιλα, αλλά δεν πρόλαβε να τις σκουπίσει εγκαίρως. Ήταν το μαύρο τους το χάλι. Σωστό θέαμα. Όμως δεν τις πείραζε καθόλου. Ο Κέλβιν τους είπε πως δεν ήταν δα και τόσο όμορφες για να έχουν την πολυτέλεια να είναι τα μούτρα τους έτσι.

«Κάποιοι δεν γουστάρουν τη φάτσα μας, έτσι κι αλλιώς», είπε εκείνος. «Και κάποιοι άλλοι ούτε καν πιστεύουν ότι έχουμε δικαίωμα να τριγυρνάμε στην πόλη. Οι άνθρωποι απλώς έχουν συνηθίσει να μας βλέπουν και να μην μας περιεργάζονται σαν περίεργα όντα κι εσείς τα κάνετε θάλασσα».

Αυτές γελάσανε μαζί του. Θα μπορούσε να είχε πάρει την Μαρί με το καλό, εάν ήταν μόνη της, αλλά όχι όταν ήταν με την Ζοζεφίν. Η Ζοζεφίν ήταν αυτή που χρειαζόταν κάποια πειθαρχία παλιάς κοπής, σύμφωνα με τον Κέλβιν. Ο Κέλβιν είχε περάσει από πολλά μέρη που δεν την γλύτωνες εύκολα. Δεν του άρεσε όταν έπεφτε ξύλο. Είχε δει πολύ να πέφτει στην ζωή του, αλλά δεν τον έβρισκε σύμφωνο, ακόμα και στο χέρι. Μα κάποια σαν την Ζοζεφίν θα την έκλεινε απάνω στο δωμάτιό της, θα την έβαζε τιμωρία όρθια στη γωνία, θα τις έδινε μόνο ψωμί και νερό, και θα συμμορφωνόταν. Το μόνο που χρειαζόταν η Μαρί ήταν να της μιλήσεις, δεν είχε έντονη προσωπικότητα. Αλλά η Ζοζεφίν ήταν διάολος.

«Θα μιλήσω και στις δύο», λέει η Τρούντυ. «Θα τους πω να ζητήσουν συγγνώμη».

«Θέλω να μετανιώσουν πραγματικά γι αυτό που έκαναν», λέει ο Κέλβιν. «Δεν με ενδιαφέρει η συγγνώμη τους. Δεν πρόκειται ποτέ να τις ξαναπάρω μαζί μου».

Αργότερα, όταν όλοι πήγαν στα κρεβάτια τους, η Τρούντυ τον έβαλε να παίξουν χαρτιά μαζί, στην βεράντα με την τζαμαρία. Παίζουν Τρελά Οκτάρια. Ο Κέλβιν λέει ότι είναι το μόνο πράμα που μπορεί να κάνει απόψε, πονάει το κεφάλι του.

Στην πόλη επάνω, ένας τύπος του είπε. «Έι, ποια από τις δυο είναι το κορίτσι σου;»

«Βλακείες», λέει η Τρούντυ. «Τον παλιομαλάκα».

Κι ο άλλος τύπος λέει στον πρώτον «Εσύ, δηλαδή, ποια θα παντρευόσουνα;»

«Δεν σε ξέρουν καλά, Κέλβιν. Είναι απλώς ηλίθιοι».

Αλλά τον ξέρανε και τον παραξέρανε. Ο ένας ήταν ο Ρεγκ Χούπερ, ο άλλος ο Μπαντ Ντελίλ, ο μεσίτης. Τον ήξεραν, του είχαν μιλήσει στο κουρείο, τον φώναξαν με το όνομά του, Κέλβιν. Έι, Κέλβιν, ποια από τις δυο θα παντρευτείς;

«Κρετίνοι», έκανε η Τρούντυ. «Να, τι θα απαντούσε η Ρόμπιν».

«Νομίζεις ότι κάποιος είναι  φίλος σου αλλά δεν είναι», λέει ο Κέλβιν, «πόσες φορές το έχω δει αυτό να συμβαίνει».

Η Τρούντυ πηγαίνει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Θέλει να έχει φρέσκο να προσφέρει στην Τζάνετ όταν φτάσει. Της είχε ζητήσει συγγνώμη, το πρωί, και η Τζάνετ είπε εντάξει, το ξέρω ότι είσαι ταραγμένη. Πραγματικά δεν πειράζει. Ορισμένες φορές, νομίζεις ότι κάποιοι είναι φίλοι σου, και όντως είναι.

Κοιτάζει όλες τις κούπες να κρέμονται από το χερούλι τους. Είχαν γυρίσει με την Τζάνετ όλα τα μαγαζιά για να τις βρουν. Κάθε κούπα με το όνομα τους. Μαρί, Τζοσεφίν, Άρθουρ, Κέλβιν, Σίρλεϋ, Τζώρτζ, Ντορίντα. Μένεις με την εντύπωση ότι το δυσκολότερο όνομα θα ήταν το Ντορίντα, αλλά τελικά, το πιο δύσκολο ήταν το Σίρλεϋ. Ακόμα και εκείνοι που δεν ξέρουν να διαβάσουν έχουν μάθει να αναγνωρίζουν την κούπα τους από το χρώμα και το σχέδιο.

Μια μέρα εμφανίστηκαν δύο νέες κούπες, τις αγόρασε ο Κέλβιν. Έγραφαν επάνω Τρούντυ και Τζάνετ.

«Δεν πρόκειται να πεθάνω κι απ’ τη χαρά μου που είδα το όνομά μου εδώ» είπε η Τζάνετ. «Αλλά δεν θα τον πλήγωνα ας ήταν και για ένα εκατομμύριο δολάρια».

Για ταξίδι του μέλιτος, ο Νταν την πήγε σ ένα νησί μέσα στην λίμνη, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο. Το ξενοδοχείο είχε κλείσει, αλλά η μητέρα του ζούσε ακόμη εκεί. Ο πατέρας του Νταν είχε πεθάνει. Η μητέρα του ζούσε εκεί μόνη της. Έπαιρνε τη βάρκα με την εξωλέμβια μηχανή να περάσει απέναντι, να φέρει τα ψώνια. Μερικές φορές έκανε λάθος, κι έλεγε την Τρούντυ, Μαρλίν.

Το ξενοδοχείο δεν ήταν και σπουδαίο. Ήταν ένα λευκό ξύλινο κουτί μέσα σ’ ένα ξέφωτο, στην όχθη της λίμνης. Μερικά μικρά ξύλινα καλύβια ήταν τοποθετημένα στην πίσω μεριά. Ο Νταν και η Τρούντυ έμειναν σε ένα από αυτά. Κάθε καλύβι είχε και μια ξυλόσομπα. Ο Νταν την άναβε να σπάσει το κρύο. Αλλά οι κουβέρτες ήταν υγρές και βαριές, όταν ξύπναγαν το πρωί.

Ο Νταν έπιανε ψάρια, και τα μαγείρευε. Σκαρφάλωναν παρέα με την Τρούντυ το μεγάλο βράχο πίσω από τις καλύβες και μάζευαν βατόμουρα. Την ρώτησε εάν ήξερε να φτιάχνει ζύμη για τάρτα, κι εκείνη δεν ήξερε. Έτσι της έδειξε, πώς να ανοίξει το ζυμάρι μ ένα μπουκάλι του ουίσκι.

Το πρωί υπήρχε μια πάχνη πάνω από την λίμνη, ακριβώς  όπως βλέπεις στις ταινίες ή σ’ ένα πίνακα.

Ένα απόγευμα ο Νταν έμεινε έξω περισσότερο από ότι συνήθως και ψάρευε. Η Τρούντυ ήταν για λίγο απασχολημένη στην κουζίνα,  ξεσκόνιζε τα πράγματα, έπλενε κάτι γυάλες. Ήταν η πιο παλιά και πιο σκοτεινή κουζίνα που είχε δει ποτέ, με ξύλινα στραγγιστήρια για τα πιάτα. Βγήκε έξω και σκαρφάλωσε το βράχο μόνη της, σκεφτόταν να μαζέψει κανά βατόμουρο. Αλλά κάτω από τα φυλλώματα των δέντρων είχε πέσει ήδη το σκοτάδι, και δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα  να σκάσει μπροστά της κανένα άγριο ζώο. Κάθισε στον βράχο και κοίταξε κάτω τη στέγη του ξενοδοχείου, τα πεσμένα, νεκρά φύλλα και τα σπασμένα κλαριά. Άκουσε κάποιον να παίζει πιάνο. Κατέβηκε φουριόζα τον βράχο και ακολούθησε την μουσική, έβγαινε  από την πρόσοψη του κτιρίου. Διάβηκε την μπροστινή βεράντα και σταμάτησε σ’ ένα παράθυρο, και κοίταξε μέσα το δωμάτιο που παλιά ήταν το σαλόνι. Το δωμάτιο με το μαυρισμένο τζάκι, τις σγρουμπουλιασμένες δερμάτινες καρέκλες, το  κορνιζαρισμένο απαίσιο ψάρι.

Η μητέρα του Νταν ήταν εκεί, έπαιζε πιάνο. Μια ψηλή, ευθυτενής ηλικιωμένη γυναίκα, με τα γκριζόμαυρα μαλλιά της τυλιγμένα πίσω σ’ ένα τόσο δα μικρούτσικο κότσο. Καθόταν κι έπαιζε πιάνο με τα φώτα κλειστά, μες στο μισοσκόταδο, στο μισοάδειο δωμάτιο.

Ο Νταν είχε πει ότι η μητέρα του προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Είχε μάθει πιάνο, χορό, είχε γυρίσει τον κόσμο, όταν ήταν μικρό κορίτσι. Υπήρχε μια φωτογραφία της, πάνω σε μια γκαμήλα. Όμως δεν έπαιζε ένα κλασικό κομμάτι, κάτι που θα περίμενε κανείς. Έπαιζε το «Είναι τρεις το Πρωί». Όταν έφτανε στο τέλος, το ‘πιανε πάλι από την αρχή. Ίσως να το αγαπούσε ιδιαιτέρως, να το είχε χορέψει, τον παλιό καιρό. Ή μπορεί ακόμα και να μην ήταν απόλυτα ικανοποιημένη, δεν το είχε πιάσει σωστά..

Γιατί, άραγε, η Τρούντυ να θυμάται τώρα αυτή τη σκηνή; Βλέπει τον εαυτό της νέο να κοιτάζει απ’ το παράθυρο τη γερασμένη γυναίκα που έπαιζε πιάνο. Το σκοτεινό δωμάτιο, με τα τεράστια δοκάρια του και τα τζάκια και τις έρημες δερμάτινες καρέκλες. Τα πλήκτρα να κροταλίζουν, διστακτικά, να ακούγεται το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά. Η Τρούντυ το φέρνει στην μνήμη της τόσο καθαρά και της φαίνεται σαν να βρέθηκε ξαφνικά έξω από το δικό της το κορμί, που πονούσε, τότε, από τις εξαντλητικές απολαύσεις του έρωτα. Βρέθηκε έξω από την ίδια της την ευτυχία, τυλιγμένη σ’ ένα κύμα μελαγχολίας. Ακριβώς το αντίθετο πράγμα συνέβη το πρωί που έφυγε ο Νταν. Τότε βρέθηκε έξω από την ίδια της τη δυστυχία τυλιγμένη από μια  αίσθηση που φάνταζε παράλογα σαν αγάπη. Αλλά ήταν το ίδιο πράγμα, αλήθεια, όταν το έβλεπες απέξω; Ποιες να ‘ναι εκείνες οι στιγμές που ξεχωρίζουν, τα ξεκάθαρα σημάδια στη ζωή σου-τι σχέση έχουν με όλα τα υπόλοιπα; Δεν είναι ακριβώς υποσχέσεις. Σύντομες ανάσες. Αυτό είναι όλο;

Πάει μέσα στην μπροστινή αίθουσα και προσπαθεί να ακούσει κάποιον ήχο από το πάνω όροφο.

Παντού ησυχία, έχουν πάρει όλοι τα φάρμακά τους.

Χτυπάει το τηλέφωνο, ακριβώς δίπλα στο κεφάλι της.

«Ακόμη εκεί είσαι;» λέει η Ρόμπιν.

« Εδώ είμαι.»

«Τι λες, πάμε παρέα στο σπίτι; Δεν πήγα για τρέξιμο γιατί έκανε πολύ ζέστη».

Μου πέταξες το κανάτι. Θα μπορούσες να με έχεις σκοτώσει.

Ναι.

Ο Κέλβιν, περιμένοντας στο τραπέζι με την τσόχα, κάτω από το φως, φαίνεται κάτωχρος και γέρος. Υπάρχει μια δέσμη φωτός που του ασπρίζει τα καστανά μαλλιά. Κρέμασαν τα μούτρα του, περιμένοντας. Φαίνεται γέρος βυθισμένος στον εαυτό του, τον έχει ζώσει μια βαθιά ανησυχία, σχεδόν λησμονημένος απ’ την Τρούντυ. Σχεδόν  απελπισμένος.

«Κέλβιν, εσύ προσεύχεσαι;» λέει η Τρούντυ. Η φωνή της ακούγεται απότομη, σαν πανικόβλητη, μολονότι δεν το ήθελε. Επίσης, δεν περίμενε να του κάνει αυτήν την ερώτηση. «Δεν θέλω να πω ότι με αφορά. Αλλά να, προσεύχεσαι για κάτι συγκεκριμένο»;

Εκείνος έχει να της δώσει μια απάντηση, μάλλον ανέλπιστη. Ανασηκώνει αργά το πρόσωπό του, λες και έχει νιώσει το ταρακούνημα που έχει ανάγκη, για να ξαναβγεί στην επιφάνεια.

«Εάν ήμουν αρκετά έξυπνος να ξέρω για ποιο πράγμα», λέει, «τότε δεν θα χρειαζότανε».

Της χαμογελάει κάπως συνωμοτικά, της λέει ένα αστείο που δεν είναι ακριβώς αστείο. Δεν γυρεύει συγκεκριμένα κάποια παρηγοριά. Παρ’ όλα αυτά αναδίδει ζεστασιά- εκείνο που είπε, ο τρόπος που το είπε, το απλό γεγονός ότι αυτός βρίσκεται ακόμα εκεί, αναδίδει ζεστασιά, και απλώνεται, όπως συμβαίνει μερικές φορές με κάποια καλαμπουράκια, όταν είμαστε πολύ κουρασμένοι. Το ίδιο συνέβαινε κι όταν ήταν νέα, και γινόταν σκνίπα, ένας άνθρωπος ή μια στιγμή μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε νούφαρο που επιπλέει στα θολά νερά ενός ποταμού, αψεγάδιαστο και οικείο.

Τα βιβλία της Alice Munro

Βρες τα εδώ

https://www.evripidis.gr/product/20286/m%E2%80%99-agapaei-den-m%E2%80%99-agapaei-/

https://www.evripidis.gr/product/39751/para-polli-eytyxia-/

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Πως βρέθηκα στο Άουσβιτς» (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθροΛογοτεχνία και παιδική κακοποίηση: όρια και δυνατότητες της γραφής (της Σίσσυς Τσιφλίδου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Πολύ όμορφο διήγημα – ψυχογράφημα ! Σου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση η ανάγνωσή του με την τόσο ρεαλιστική περιγραφή όχι μόνο της φύσης αλλά και όλων των γεγονότων που συμβαίνουν μέσα σ´αυτήν! Η εναλλασσόμενη αναφορά σε παρόν- παρελθόν δεν κουράζει , αντιθέτως φαίνεται να είναι απαραίτητη για να ερμηνευτούν κάποιες συμπεριφορές ! Η συγγραφέας αποδεικνύεται άριστη γνώστης της γυναικείας ψυχολογίας και των μεταπτώσεων που υφίσταται υπό την επήρεια γεγονότων καθοριστικών για τη ζωή της ηρωίδας ! Κι όμως, στο τέλος , κι ενώ η ζοφερή πραγματικότητα απειλεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο, μια αχτίδα ελπίδας κι αισιοδοξίας αρχίζει να αχνοφέγγει ! Εύγε στη μεταφράστρια για το δύσκολο αυτό πόνημα που όμως κατάφερε να αποδώσει στα Ελληνικά και να παρουσιάσει μπροστά στα μάτια μας με κάθε λεπτομέρεια τον κόσμο της ηρωίδας με την καθημερινότητά της, τις ευαισθησίες της και την αγωνία της εμπλουτισμένα και με μια «δόση» μεταφυσικής διάστασης !

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ