συνέντευξη στην Νόρα Ράλλη (*).
Από το Μαθηματικό στην Αρχιτεκτονική, μετά σε σχολή Κινηματογράφου, έπειτα στο Εδιμβούργο διαβάζει ποίηση, ποιήματά του δημοσιεύονται και στο βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό «Modern Poetry in Translation» αλλά και το πρώτο του μυθιστόρημα, στην Αγγλία εκδίδεται. Και στο Μπαγκλαντές! Ακούγεται περίεργο, αλλά τελικά αν το καλοσκεφτεί κανείς τα περισσότερα γεγονότα στη ζωή του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη φαντάζουν περίεργα, ίσως και ασύμβατα. Εν τέλει, πάντως, συνδυάζονται και μάλιστα επιτυχώς. Το ίδιος συμβαίνει και με το τελευταίο μυθιστόρημά του, «Μελίσσια», από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπου σχεδόν όλη η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε λίγες ώρες σ’ ένα δωμάτιο ή ακόμη και σ’ έναν νου. Στο καταρρέον αρχοντικό της στα Μελίσσια, η Αγάπη, πρώην grande dame της ελληνικής λογοτεχνίας, βρίσκεται κατάκοιτη στο κρεβάτι του υπνοδωματίου της. Στο δωμάτιο εμφανίζονται ένας μυστηριώδης βοηθός-επιμελητής, η τριμελής οικογένειά της και μια παράξενη, γοητευτική κοπέλα…
– Ας ξεκινήσω από καθαρή περιέργεια. Ποιο είναι το πρόσωπο που του αφιερώνετε το βιβλίο;
«Η αφιέρωση είναι “βιβλικού τύπου”. Βιβλίο δεν είναι άλλωστε;»
– «Κάτι από όλα αυτά όντως συνέβη»… έτσι ξεκινάτε. Να συμπεράνουμε ότι ενυπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;
«Μπορεί ναι. Όμως ούτε κι εγώ ο ίδιος θα μπορούσα με ακρίβεια να σας επισημάνω ποια είναι. Κάποια στιγμή η «αυτοβιογραφία» σου βυθίζεται τόσο βαθιά εντός σου που όταν κάποια πράγματα εκβάλλουν στην επιφάνεια, δεν θυμάσαι καν ότι είναι δικά σου. Κάποια βέβαια μένουν εκεί, σεσημασμένα, υδατόσημα στη μνήμη»
– Δεν είναι ρίσκο για έναν συγγραφέα να “εκθέτει” την πραγματικότητά του; Θλιβερό παράδειγμα, εξαιτίας του τέλους του και όχι της λογοτεχνικής του αξίας, ο Κουμανταρέας.
«Στην περίπτωση των ‘Μελισσίων’ δεν εκθέτω την πραγματικότητα μου. Είναι ένα κατά βάση μυθοπλαστικό δημιούργημα με αυτοβιογραφική εσάνς. Για όσους αποφασίζουν να το κάνουν στην κυριολεξία, εν είδη εξομολόγησης, έχουν κάθε δικαίωμα, απλώς ελπίζω να είναι κάτι που προκύπτει μέσα από μια βαθιά επιθυμία. Εάν έγραφα την δική μου ζωή, η οποία υπήρξε αφάνταστα ταραχώδης, μπορεί και να μην με πίστευαν. Έχω ζήσει ήδη πράγματα για τρεις ζωές, μεταξύ των οποίων τρομερές αγριότητες, παντελώς άγνωστες στους μη κοντινούς μου ανθρώπους. Τι θα κατάφερνα όμως; Πιθανότατα να στενοχωρούσα κάποιους, θα ευαισθητοποιούσα άλλους, θα γινόταν σούσουρο, θα με καλούσαν στα κανάλια και θα ’μπαινα σε κάποιες γνωστές στήλες… Δεν με αφόρα όμως καθόλου κάτι τέτοιο. Δεν έχω αυτή την ανάγκη. Άλλη είναι η επιθυμία μου. Ναι μεν μπορεί σε κάποια από τα βιβλία μου στο βάθος να υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, άλλα η συγγραφή είναι σαν το ανάποδο στριπτίζ, αρχίζεις με τον εαυτό στο γυμνό κι ύστερα φοράς τόσα ενδύματα στο εκάστοτε ήρωά σου, που τελικά δεν τον αναγνωρίζεις ούτε κι εσύ ο ίδιος. Μπορεί στο τέλος να καταλήξεις… ένας σκύλος ή μια ηλικιωμένη. Δεν θεωρώ θλιβερό τον Μένη επειδή μίλησε για κάποια πράγματα της προσωπικής του ζωής. Προφανώς το είχε απόλυτη ανάγκη, κάτι απόλυτα σεβαστό.»
– Πώς νιώσατε με τη δολοφονία του Κουμανταρέα; Θάβουμε τους λογοτέχνες και τους ποιητές μας… μετά, τι;
«Τον Μένη τον ήξερα από τα πρώτα μου βήματα στη λογοτεχνία. Τον σεβόμουν απεριόριστα. Δεν του άξιζε αυτό το τέλος. Αλλά μένουν τα βιβλία του όπου υπάρχει αλώβητος. Μένει ο Μένης»
– Ο καθένας μας έχει τα πάθη του. Κι εσείς έχετε παραδεχτεί τα δικά σας πάθη… πριν λίγους μήνες μιλήσατε και πάλι ανοιχτά…
«Φυσικά και ο καθένας έχει τα πάθη του. Δεν αποτεθούν εξαίρεση οι καλλιτέχνες. Στη δική μου περίπτωση θα έλεγα ότι το αλκοόλ ήταν μια εξάρτηση και όχι πάθος. Έχουν περάσει όμως 18 χρονιά και έχω πλέον την απαραίτητη απόσταση ώστε να μιλήσω. Νομίζω όμως ότι τα έχω πει όλα και μάλιστα σε τηλεοπτική εκπομπή. Είναι πια γνωστά και δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνομαι. Εξάλλου η ζωή είναι μπροστά, δεν είμαι της ανασκαφής του παρελθόντος. Είμαι του ‘πάμε παρακάτω’»
– Τι είναι πιο δύσκολο: να το αναγνωρίσεις στον εαυτό σου, να το παραδεχτείς στους άλλους ή να το ξεπεράσεις και να το προσπεράσεις;
«Τα πιο δύσκολα στοιχήματα είναι πάντοτε με τον εαυτό μας. Όλα από μας ξεκινούν – υπό την έννοια του πως «υποδεχόμαστε» όσα μας φέρνει η ζωή και εκεί καταλήγουν. Το να το ανακοινώσεις στους άλλους πάλι δικό σου θέμα είναι. Δική σου επιλογή»
– Πώς είναι το να “στήνεις” ένα βιβλίο; Όπως ο αρχιτέκτονας “στήνει” ένα έργο;
«Πρόκειται για μια υπόθεση μη στατική. Κάθε «σπίτι» στήνεται αλλιώς. Κάποιο από μια λέξη, κάποιο από μια εμπειρία, κάποιο από ένα όνειρο. Δεν υπάρχει πρόγραμμα. Ουσιαστικά, επιμελείσαι το χάος. Κάτι ξεμυτά από το χάος κι εσύ καλείσαι να το καθοδηγήσεις, να του δώσεις νόημα, να το σμιλεύσεις σε μια ιστορία»
– Γράφετε στα Μελίσσια: «Το κάνει συχνά. Παλιά, όταν ήταν νεότερη, πολύ περισσότερο. Μιλούσε στον εαυτό της. Και του απαντούσε κιόλας»… εσείς τι συνομιλίες έχετε με σας;
«Πάμπολλες, όχι αναγκαστικά δυνατά, άλλα επειδή έχω περάσει μυριάδες ώρες μόνος μου, έχω «συνομιλήσει» πάρα πολύ με τον «ένδον εαυτό». Υπήρξαν και λόγοι γι’ αυτό. Αυτή η «συνομιλία» είναι διαρκής και όσο μεγαλώνω γίνεται πολύ πιο ειλικρινής και ευεργετική»
– Αλλού λέτε: «Το μείζον θέμα είναι να κοιτάς. Άμα κοιτάς πραγματικά, όλα είναι εκεί». Εμείς (όλοι μας) γιατί δεν είμαστε πια ικανοί να δούμε ούτε την τύφλα μας; (μην ξεχνάμε ότι η συζήτησή μας βρίσκει και σε προεκλογική περίοδο…)
«Είναι κρίμα κάποιος να μην «μπορεί να δει ούτε την τύφλα του». Ειδικά άμα το πάμε και πολιτικά είναι τόσο προφανή όλα όσα συμβαίνουν που είναι ηλίου φαεινότερον το τι παίζεται. Κάποτε τα πράγματα ήταν πιο κρυφά, τώρα φαίνεται τόσο πολύ η φόδρα, που δεν υπάρχει νομίζω καμία δυσκολία κατανόησης. Η πολιτική είναι θέατρο. Και πολύ κακής ποιότητας μάλιστα. Με ηθοποιούς που στην πλειοψηφία τους είναι για κλάματα, που δεν τα λένε ούτε με σφαίρες – και παίζουν και ξεπερασμένο θέατρο του πενήντα. Στο συγκριμένο απόσπασμα στα «Μελίσσια» αναφέρομαι σε κάτι πολύ πιο βαθύ, την ουσιαστικά είσπραξη-όραση των πραγμάτων, το «another way to see» που έλεγε και η Έμιλι Ντίκινσον. Δεν με ενδιαφέρει να κοιτάζω, με ενδιαφέρει να βλέπω.»
– Από τη μνήμη και τα πάθη των “Μελισσιών” στη μνήμη και τις αδυναμίες των ηρώων σας στο θέατρο. Η τελευταία σας παράσταση στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ήταν το “Innerview”. Ένας ακόμη εσωτερικός διάλογος/συνέντευξη;
«Το θέατρο είναι ένας άλλος τόπος. Εκεί τα πράγματα είναι θνησιγενή. Κάθε παράσταση συμβαίνει άπαξ και χάνεται. Επίσης το θεατρικό κείμενο δεν σημαίνει τίποτα χωρίς τους συντελεστές. Είναι απλώς ένα χαρτί με διαλόγους. Οι συντελεστές είναι που το ζωντανεύουν, που το κάνουν ένα γεγονός που θα συγκινήσει ή όχι άλλους ανθρώπους. Γι αυτό ευχαριστώ από την κάρδια μου ειδικά τον Νίκο Αρβανίτη τον Λάζαρο Βαρτάνη, την Εύα Σιματου άλλα και τους συνεργάτες μας: Αλέκο Αναστασίου, Μαρία Παππά, Αποστολία Παπαδαμάκη, Τηλέμαχο Μούσα και Χρηστό Δήμα για το απόλυτο δόσιμό τους. Και φυσικά τη Λίλλη Μελεμέ για τη σκηνοθεσία. Επρόκειτο για μια καταβύθιση σ’ ένα τοπίο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όπου συμβαίνουν πράγματα μεταξύ τριών προσώπων που πάσχουν με διαφορετικό τρόπο. Μια ερωτική ιστορία, στο μεταίχμιο»
– Πόσο απέχει η αλήθεια από το ψέμα; Η τέχνη από τη ζωή; Ο έσω εαυτός από τον έξω;
«Στη ζωή μου τουλάχιστον, τα όρια είναι ασαφή. Εάν εξαιρέσουμε την αλήθεια και το ψέμα, τα άλλα δύο δίπολα – σε μένα τουλάχιστον- ισχύουν μαζί και ταυτοχρόνως»
– Αρχιτεκτονική, θέατρο, λογοτεχνία, διδασκαλία… τι άλλο να περιμένουμε; Μήπως και πολιτική;
«Όλα αυτά ενέχουν και πολιτική. Το τελευταίο που θα έκανα ποτέ μου όμως είναι να μπω στην πολιτική που λειτουργεί με «ανακοινώσεις» και «τεχνητά διλήμματα». Δεν με ενδιαφέρει ο λόγος που «ανακοινώνει» ή εγκλωβίζει, με ενδιαφέρει ο λόγος που υπαινίσσεται, δημιουργεί, παράγει συμβάντα, συγκινεί, ενώνει. Κάτι που δεν έχει καμιά σχέση φυσικά με τον ενεργό πολιτικό λόγο, που όσο περνάει ο καιρός αποδομείται πλήρως και νομίζω πως πλέον είναι ο πιο αδιάφορος και υποβαθμισμένος θεσμικός λόγος που υφίσταται. Κάποτε θα πρέπει να ανανεωθεί επιτέλους. Ακόμη και ο ιατρικός ή ο νομικός λόγος (λόγοι που και εκ φύσεως είναι αναγκασμένοι να κινούνται μέσα σε συγκεκριμένα πρωτόκολλα) έχουν πολύ πιο ενδιαφέρον»
(*) Η Νόρα Ράλλη είναι δημοσιογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών