τουTobias Hürter,μτφρ. Γιώργος Καρτάκης(*)
Ο Υπεράνθρωπος του Φρειδερίκου Νίτσε γίνεται μέχρι σήμερα αντικείμενο κατάχρησης από την ακροδεξιά – ωστόσο, μπορεί να βοηθήσει και στο να βρεθεί μια απάντηση στο φαινόμενο του δεξιού λαϊκισμού.
Αν κάποιος σεργιάνιζε το καλοκαίρι του 1881 κατά μήκος των όχθων της λίμνης Ζιλβαπλάνα στο Εγκαντίν (**) ίσως να συναντούσε έναν μοναχικό περιπατητή με απλανές βλέμμα και ένα τεράστιο μουστάκι που να καλύπτει τα χαλασμένα του δόντια: ο Φρειδερίκος Νίτσε, απαλλαγμένος των καθηκόντων του πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και νυν “Fugitivus errans”, όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του: περιπλανώμενος φυγάς.
Αναζητώντας το κατάλληλο κλίμα ταξίδεψε εδώ κι εκεί σε όλη την Ευρώπη. Βόρεια των Άλπεων, ο χειμώνας τού φαινόταν υπερβολικά ψυχρός, σε αντίθεση με αυτόν της Βενετίας που ήταν πολύ υγρός. Στη Γένοβα τον ενοχλούσε η “ασταθής συννεφιά” και στη Νίκαια, η θερμή άνοιξη τού αποστερούσε “το θάρρους και τη δύναμη της θέλησης”. Οι καρτ ποστάλ από τα ταξίδια του, κάνουν λόγο για συνεχείς πονοκεφάλους και εμέτους. Καταφύγιο βρίσκει γι΄αυτό συχνά στην γνώριμη περιοχή του Εγκαντίν.
Εδώ θα εξελίξει και την περίφημη θεωρία του για τον Υπεράνθρωπο. Εδώ θα προβεί στη σύλληψη της “πλέον βαρυσήμαντης σκέψης» του” , όπως αργότερα την αποκαλούσε, αυτήν της αέναης επιστροφής: Η ιστορία της ανθρωπότητας επαναλαμβάνεται συνεχώς. Οι ιδέες του Υπεράνθρωπου και η αέναη επιστροφή απετέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους του έργου ” Τάδε έφη Ζαρατούστρα”, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1883.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Νίτσε υπήρξε ένας Άγνωστος. Οι πωλήσεις των βιβλίων του κινήθηκαν σε άθλιο επίπεδο, ενώ οι συνάδελφοι του τον αγνόησαν παντελώς. Σήμερα είναι ένας σταρ! Πολιτικοί αναφέρονται σ΄αυτόν, σεναριογράφοι του Χόλυγουντ κάνουν χρήση αποφθεγμάτων του. Στον ίδιο δεν θα άρεσε μάλλον τίποτε απ΄όλα αυτά, παρόλο που η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν θα τον εξέπληττε. Ο σφοδρός και χειμαρρώδης λόγος του ελκύει την προσοχή όλων όσων θέλουν να προξενήσουν εντύπωση. Όποιος όμως εντρυφήσει με μεγαλύτερη προσοχή στις σκέψεις του, σ΄αυτόν μπορεί να φανεί χρήσιμος στο να κατανοήσει καλύτερα τον λαϊκισμό και τον ηθικό ατομικισμό της εποχής μας.
Ο Νίτσε ενδιαφέρθηκε για το ψέμα, το άσχημο και τον φθόνο. Ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που αντιμετώπισε τον “θάνατο του Θεού”: την απώλεια μιας και μόνης θρησκευτικής πίστης ως συνδετικό ιστό της κοινωνίας μας. Ήξερε ότι για πολλούς ανθρώπους αυτή η απώλεια θα σήμαινε την κατάρρευση του κόσμου, την κατάρρευση της αναζήτησης για νόημα και ηθική. Πώς θα ζήσουμε αν δεν υπάρχει πια ένας Θεός που να μας υπαγορεύει τον τρόπο;
Ο Νίτσε έβλεπε την ανθρώπινη ιστορία ως την αιώνια πάλη για αληθινές αξίες μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Στη γενεαλογία της ηθικής (1887) αναπτύσσει μια θεωρία για το πώς τέθηκαν οι έννοιες του καλού και του κακού: Στην αρχαιότητα είχαν μια απλή σημασία – πίστευε – εξυπηρετώντας το συμφέρον των πλουσίων και ισχυρών. Ό,τι τους ωφελούσε, εθεωρείτο καλό, ό,τι αντιθέτως τους έβλαπτε, κακό. Το καλό ήταν συνώνυμο με τις αξίες της αριστοκρατίας: νίκες, γνώση, φήμη, σεξουαλική ελευθερία. Ωστόσο οι καταπιεσμένοι – οι “σκλάβοι” – το “κοπάδι”, όπως τους αποκαλούσε ο Νίτσε – εξεγέρθηκαν. Επειδή δεν είχαν τα μέσα, για να αποτινάξουν τον ζυγό τους, χρησιμοποίησαν ένα τέχνασμα: θεώρησαν ένοχους τους ισχυρούς, τους έκαναν να αισθάνονται ένοχοι. Σύμφωνα με τον Νίτσε, το πιο σημαντικό όπλο σε αυτόν τον αγώνα είναι η χριστιανική διδασκαλία. Αυτή αποτελεί την εκδίκηση των καταπιεσμένων, είναι ένα διαβολικό μέσον με σκοπό να δημιουργήσει στους ισχυρούς ενοχές.
Ο Χριστιανισμός ανέτρεψε τον κόσμο των αξιών. Ξαφνικά, είναι κακά όλα όσα αντιπροσωπεύουν οι κυβερνώντες, και καλά τα πάντα στην υπόσταση του “κοπαδιού”. Η φτώχεια μεταφράζεται σε ηθική ανωτερότητα, η αμάθεια σε εντιμότητα. Ελάχιστο σεξ σημαίνει αγνότητα και η αδυναμία να πάρει κανείς εκδίκηση, συγχώρεση. Η Βασιλεία του Θεού ανήκει στους ηττημένους!
Ωστόσο, μια κοινωνία που αρνείται τον παντοδύναμο φθόνο είναι άρρωστη. “Δυσφορία” ονόμαζε ο Νίτσε το συναίσθημα της ταπείνωσης που νιώθει ένας άνθρωπος, όταν επιθυμεί κάτι, αλλά δεν μπορεί να το έχει. “Ο άνθρωπος της δυσφορίας δεν είναι ούτε ειλικρινής, ούτε αφελής, δεν είναι έντιμος με τον εαυτό του, αλλά ούτε και ευθύς”, έγραψε.”Η ψυχή του εθελοτυφλεί, το πνεύμα του αγαπά τις κρυψώνες, τα μυστικά μονοπάτια και τις πίσω πόρτες. Κάθε τι κρυφό επιδρά πάνω του λες κι είναι ο κόσμος του, η ασφάλεια του, το γιατρικό του. Επιδίδεται στην εντρύφηση της σιωπής, της μη – λήθης, της αναμονής, του προσωρινού υποβιβασμού και ταπείνωσης του εαυτού του”.
Ο φθόνος όμως ως συναίσθημα, δεν θα πρέπει να ήταν άγνωστος ακόμα και στον ίδιο τον Νίτσε: Είχε λίγα χρήματα, ανεπαρκή σεξουαλική ζωή και ελάχιστη αναγνώριση. Ωστόσο, δεν το αρνιόταν. Παραδεχόταν ότι θα ήθελε να είναι πιο όμορφος, σωματικά πιο δυνατός, με μεγαλύτερη κοινωνική επιρροή και περιφρονούσε την προοπτική μιας κοινωνίας γεμάτης εγωιστές, οι οποίοι μεταξύ τους παριστάνουν τους φιλεύσπλαχνους και αλληλέγγυους.
Καθένας μπορεί να φτιάξει για τον εαυτό του τον Νίτσε που του ταιριάζει
Όποιου το ενδιαφέρον στρέφεται στη λογική, σ΄αυτόν δεν θα αρέσει το έργο του Νίτσε, γιατί βρίθει αντιφάσεων. Γιατί, ενώ αφενός για παράδειγμα διακηρύσσει τη “βούληση για εξουσία” – ο άνθρωπος είναι κάποιος που θέλει να διαμορφώσει τον κόσμο, στον οποίο ζει, αντί να διαμορφώνεται απ΄αυτόν και επιδιώκει την αυτοπραγμάτωσή του -, διακηρύσσει αφετέρου επίσης τον Amor Fati – τον έρωτα για το μοιραίο, για το πεπρωμένο: Αποδέξου την πραγματικότητα όπως είναι!
Ο Νίτσε νοιάστηκε ελάχιστα για τέτοιες αντιφάσεις. Σκοπός του δεν ήταν να οικοδομήσει μια στερεή θεωρητική βάση, αλλά να βοηθήσει τους ανθρώπους στον αγώνα τους για μια αξιοπρεπή ύπαρξη. Κατ΄αυτόν όμως τον τρόπο εξετέθη στον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο κατάχρησης. Καθένας μπορεί να φτιάξει τον δικό του Νίτσε. Όπως, για παράδειγμα, πριν από 80 χρόνια, οι Εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον Νίτσε ως δικαιολογία για τη φυλετική τους ιδεολογία. Σήμερα, υπάρχει μεταξύ των μελετητών του Νίτσε σε γενικές γραμμές ομοφωνία στο ότι οι ναζί τον κατακρεούργησαν. Έτσι, παρόλο που στη “Γενεαλογία της ηθικής ” ύμνησε το μεγαλειώδες ξανθό κτήνος, το οποίο ορέγεται σφοδρά λεία και νίκη “, η εμμονή των Ναζί για την φυλή των Γερμανών θα του φαινόταν μάλλον βλακώδης. Επέκρινε μεν την εβραϊκή θρησκεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν αντισημίτης. Ανέπτυξε την ιδέα του Υπεράνθρωπου, περιφρονούσε όμως την πολιτική δημαγωγία και πιθανότατα θα περιφρονούσε και τις μορφές του σημερινού δεξιού λαϊκισμού. Παρ ‘όλα αυτά, ο Νίτσε εξακολουθεί να νοσφίζεται από ακροδεξιούς ιδεολόγους. Για παράδειγμα, η ρητορική του αμερικανού υπέρμαχου της λευκής φυλής Ρίτσαρντ Σπένσερ, ο οποίος αναφέρεται ρητά στο Νίτσε, θυμίζει τον Ζαρατούστρα. Ο Σπένσερ ονειρεύεται να μεταμορφώσει τις ΗΠΑ σε χριστιανικό εθνο-λαϊκιστικό κράτος. Σε αυτό ακριβώς, δηλαδή, το οποίο ο Νίτσε έβριζε.
Ο ίδιος ο Νίτσε γνώριζε ότι η σκέψη του υποκρύπτει κινδύνους. “Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης”, έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του. Με αυτό εννοούσε την εκρηκτική δύναμη του έργου του ενάντια στις καθιερωμένες μορφές κυριαρχίας, και ασφαλώς όχι την παρερμηνεία του μέσω των ακροδεξιών εξτρεμιστών του παρελθόντος ή αυτών των ημερών μας. Προσπάθησε να διανοηθεί την ανθρώπινη εξέλιξη και έθεσε το ερώτημα για το ποιοι πραγματικά θέλουμε να είμαστε. Έβλεπε τους μελλοντικούς ανθρώπους ως όντα που ζουν με αληθινή ελευθερία και αυτοδιάθεση, που ορίζουν τα ίδια τις αξίες τους και τα οποίοι είναι ευσπλαχνικά ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής δύναμης και όχι μιας υποκριτικής θρησκοληψίας.
Σήμερα υπάρχουν δεξιοί εκφραστές, οι οποίοι με κάθε σοβαρότητα χαρακτηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο. Για τον ίδιο, ωστόσο, τον Νίτσε, ο Τραμπ θα αντιπροσώπευε μάλλον το αντίθετο, ενώ θα θεωρούσε σκλάβους όλους εκείνους τους πεινασμένους για εξουσία μάνατζερ, που αδιάκοπα διατρέχουν απ΄άκρη σ΄άκρη τον πλανήτη.
Στο έργο “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”, ο Νίτσε διηγείται την ιστορία του προφήτη Ζαρατούστρα, ο οποίος ενώ κατεβαίνει από τα βουνά, για να κηρύξει στους ανθρώπους το όραμα του για τον Υπεράνθρωπο, δεν βρίσκει ανταπόκριση. Έτσι ο Ζαρατούστρα αλλάζει τακτική και μιλάει για τον “τελευταίο άνθρωπο”, τον αντίποδα του Υπεράνθρωπου. Ο τελευταίος άνθρωπος αποτελεί και το τέλος της ιστορίας, γιατί ο ίδιος δεν θέλει πια να εξελιχθεί, δεν θέλει καν να κοπιάσει και όλα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν. Τώρα οι άνθρωποι είναι ενθουσιασμένοι, γιατί αυτό ακριβώς είναι ό,τι ήθελαν να ακούσουν.
Αυτή όμως είναι και η τακτική πολλών σύγχρονων δεξιών λαϊκιστών: Οι υποσχέσεις που δίνουν μοιάζουν με αυτές του τελευταίου ανθρώπου. Δεν σκέφτονται μπροστά, αλλά πίσω, σε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε. Θέλουν να απαγορεύσουν σε άλλους ανθρώπους να ζήσουν αλλιώς – το είδος, δηλαδή, της απαγόρευσης που ο Νίτσε μισούσε. Όμως, τι θέλουμε; Θέλουμε να είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι ή να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε; Είναι στο χέρι μας, θα έλεγε εκείνος.
(*) Το άρθρο του Tobias Hürter δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “die Zeit” στις 11. 08. 2019.
(**) Ενγκαντίν: Οροπέδιο στο ελβετικό καντόνι Γκράουμπίντεν