Ταξιδιωτικό αφήγημα
του Κίμωνα Θεοδώρου(*)
«Φορώντας ένα παντελόνι τζιν και με μερικά καλά τσιγάρα έριχνες όποιο κορίτσι ήθελες», ο Ντ μιλάει για το Βουκουρέστι την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, καθώς περπατάμε μέσα σ’ έναν κεντρικό σταθμό του μετρό της πόλης οπού στις διαφημιστικές πινακίδες ποζάρουν μια πρόσφορα αγοράς πλυντηρίου ρούχων από τα Carrefour, χριστουγεννιάτικα στολίδια από τα ΙΚΕΑ και λογότυπα Praktiker.
«Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έβρισκες εύκολα ένα levis ή αμερικανικά τσιγάρα», συνεχίζει την ιστορία που θέλει να πει, «αν είχες κάποιον φίλο, κάποιον γνωστό όπως ας πούμε έναν πιλότο, μπορούσε να φέρει στη ζούλα διάφορα και να σου τα πουλήσει, σε σημερινά λεφτά παίζει να έδινες μέχρι και 500 ευρώ για ένα τζιν… Δεν ήταν ότι δεν είχαμε λεφτά τότε, είχαμε δουλειές και καλούς μισθούς για αρκετό καιρό αλλά δεν υπήρχαν πράγματα να αγοράσουμε, έβρισκες ελάχιστα βασικά αγαθά, δεν υπήρχε ελεύθερη αγορά. Σήμερα υπάρχει ελεύθερη αγορά αλλά οι δουλειές και τα χρήματα που παίρνουμε λιγόστεψαν. Αν όμως μας ρωτήσεις, μάλλον δεν θέλουμε πάλι τον ίδιο κομμουνισμό. Ίσως μια άλλη μορφή του, αλλά σίγουρα όχι εκείνη που δεν άφηνε ούτε από τη χωρά να βγούμε εύκολα και φτάσαμε να σχηματίζουμε ουρές για να πάρουμε τρόφιμα. Ωστόσο, από μια άποψη υπήρχαν άλλες ελευθέριες τότε και οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν πιο βαθιές και ειλικρινείς, αν με καταλαβαίνεις».
Ο Ντ μιλάει ασταμάτητα από την ώρα που έφτασα, όσα λέει έχουν τρομερό ενδιαφέρον αλλά δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω λίγο για να περιπλανηθώ μόνος, αν με καταλαβαίνει. Είμαι διακοπές και ζούμε τάχατες σ’ έναν ελεύθερο κόσμο, και ζούμε στο χαοτικό 2015, αν με καταλαβαίνει. Δίνουμε ραντεβού αργότερα.
Ανάμεσα στα φαγάδικα και στα κωλόμπαρα, νωρίς το πρωί της Κυριακής στο ιστορικό κέντρο επικρατεί μια απόκοσμη νηνεμία τρόπον τινά, δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος τούτη την ώρα, διαχέονται στην ατμόσφαιρα ψαλμοί από τους ορθόδοξους ναούς της Σταυρουπόλεως και του Αγίου Δημήτριου παραπέρα, ξεπλένοντας τα ανομήματα της νύχτας στους ίδιους δρόμους. Η επιβλητικότητα της μουσικότητάς τους με οδηγεί στην πηγή οπού ανάβω ένα κερί αν και δεν έχω το θεό μου -μια μέρα θα καταλήξω θεούσος-, υποθέτω για την ώρα το ανάβω εθιμοτυπικά όπως σε αλλά μέρη στριφογυρνάει κάνεις ένα νόμισμα για να καταλήξει στον πάτο ενός σιντριβανιού με μια πνιγμένη ευχή ή όπως ασφαλίζουν ένα σιδερένιο λουκέτο σ’ ένα κιγκλίδωμα γέφυρας πετώντας το κλειδί κάτω στο ποτάμι, δίνοντας υποσχέσεις για δεσμά αγάπης που δεν σπάνε. Αργότερα, μπαίνω σ’ ένα μουσείο στα κουτουρού όπου η κυρία στην υποδοχή με ρωτάει αν είμαι φοιτητής «ναι, αλλά ξέχασα το πάσο μου» «το έχεις το ξενοδοχείο;» «α, ναι, στο ξενοδοχείο» -ψέματα μια σακούλα αίματα- κόβω μειωμένο εισιτήριο. Σκέφτομαι, το κερί εξαργυρώνεται. Σκέφτομαι, θα έπρεπε να ανάβω κεριά πιο συχνά αν είναι να απολαμβάνω καλύτερες τιμές σ’ αυτόν τον κόσμο. Σκέφτομαι, είναι γονιδιακό το θέμα που μικροδείχνω.
Η μέρα είναι ηλιόλουστη και ασυνήθιστα ζεστή για Νοέμβρη, όπως και στην Αθήνα. Σκέφτομαι, σ’ ευχαριστώ κλιματική αλλαγή και παγκόσμια υπερθέρμανση. Αν μια μέρα λιώσουν οι πάγοι στους πόλους ίσως ζήσουμε σε πλωτές πολιτείες. Το μεσημέρι ανταμώνουμε, ο Ντ με πηγαίνει σ’ ένα μαγειρείο όπου τρως σαν βασιλιάς ρουμάνικα γούστα πληρώνοντας χρήματα που η αντιστοιχία τους σε ευρώ είναι από ένα μέχρι πέντε (ο ΦΠΑ είναι 9%, όλοι φαίνεται πως κόβουν αποδείξεις / σκέφτομαι, αυτή η φράση χαλάει το κείμενο / σκέφτομαι, δεν σώζεται έτσι κι αλλιώς). Στο ιστορικό κέντρο καθαυτό οι τιμές είναι αισθητά τσουχτερές για τους τουρίστες και τα στέκια πιο μοδάτα. Προτιμώ αυτό το μαγειρείο που είναι κοντά με τα πόδια από το κέντρο, με τα πλαστικά τραπεζομάντηλα και τους δίσκους φαγητού με τη γλίτσα, παραδοσιακά πράγματα, εδώ τρώνε φοιτητές και εργάτες και συνταξιούχοι και άστεγοι, με τον τρόπο τους νοσταλγοί μιας εκδοχής του παρελθόντος, και απολαμβάνω τη μαμαλίγκα (ρουμάνικη πολέντα) από καλαμποκίσιο αλεύρι, με πιπεριές κόκκινες και σαρμάδες από λάχανο -ο Ντ μεταφράζει το μενού στα αγγλικά- και σκέφτομαι τον Παναϊτ Ιστράτι, έγραφε κάπου για τη μαμαλίγκα που γέμιζε τις κοιλιές φτωχών παιδιών της χώρας. «Πως διάολο ξέρεις τον Ιστράτι;» αναρωτιέται ο Ντ και λέω πως ο πατέρας του ήταν Κεφαλλονίτης και λέει πως σήμερα κανείς πια δεν διαβάζει λογοτεχνία -και αν διαβάσουν σίγουρα δεν θα είναι Ιστράτι- και όλοι προτιμούν να παίζουν με τα κινητά τηλέφωνα και να μπαίνουν στο ίντερνετ. Αρχίζει να παραπονιέται για τη νέα γενιά που έχει άγνοια για τα πάντα «ωστόσο, δείχνουν να είναι χαρούμενοι μέσα σ’ αυτόν τον περίκλειστο κόσμο της τεχνολογίας που μοιάζει ψευδαισθητικά ανοικτός ενώ δεν έχουν πολλή ελευθερία», «ίσως δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, δεν έχουν γνωρίσει κάτι άλλο, ίσως να συμβαίνει πάντα έτσι με τα χάσματα των γενεών» αντιπροτείνω, «παλιά όταν ήσουν με το κορίτσι σου, ήσουν απλά εσύ και το κορίτσι σου, δεν έμπαινε τίποτε άλλο ανάμεσα -αυτό ήταν μια μορφή ελευθερίας- ούτε περνούσε ο καθένας αποξενωμένος τη μισή μέρα μπροστά σε μια οθόνη, υπήρχε πραγματική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, αν με καταλαβαίνεις. Μπορούσες να γιορτάσεις όποτε ήθελες, τώρα το κανονίζεις πολύ καιρό πριν για ένα Σάββατο στο σπίτι και οι γείτονες δεν θα έρθουν αλλά μάλλον θα ενοχληθούν από τη μουσική». Η γλώσσα του τρέχει φτάνοντας στους μπελάδες που είχε με το πιοτό, το έκοψε πριν από δέκα χρόνια οριστικά. Τον θαυμάζω γι’ αυτό. Ποια δύναμη οδηγεί τους ανθρώπους να κόψουν οριστικά ο,τιδήποτε; Είχε προβλήματα θυμού όταν έπινε, φώναζε και έβγαινε εκτός εαυτού. «Ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται, όχι όπως όταν τρομάζει κανείς. Όταν τρομάζεις η καρδιά σου σφίγγεται μια στιγμή, η στιγμή περνάει, όταν θύμωνα ένιωθα ότι σφιγγόταν παρατεταμένα». «Έτσι ξεκίνησε και ο Δράκουλας», του λέω για να ελαφρύνω την κουβέντα αλλά δεν γελάει. Σκέφτομαι, να τον βάλω στον πειρασμό να πιεί. Σκέφτομαι, όχι όχι δεν θα το κάνω. Σκέφτομαι, κι εγώ θα σταματήσω τις καταχρήσεις αλλά γιατί να μην το κάνω ας πούμε σε δέκα χρόνια από σήμερα, ακόμη είναι πολύ νωρίς για τέτοιες αποφάσεις. Μου λείπει η δύναμη, μου λείπει αυτό που ξεκόβεις οριστικά για να συνεχίσεις. Μήπως έτσι χάνεις τον εαυτό σου μέσα από οριστικές ρήξεις; Όταν καταλαβαίνω ότι έκοψε και το τσιγάρο, με αποτελειώνει.
Το επόμενο βράδυ κοιμάται νωρίς. Βγαίνω να κατέβω στο κέντρο μια βόλτα. Με ξεβράζει το μετρό σε μια στάση κοντά σ’ ένα μουσείο δημοτικό, μοστράρεται μια έκθεση για τον θηλασμό και περιμετρικά της εισόδου διασχίζοντας το πεζοδρόμιο τοποθέτησαν μια σειρά από φωτογραφίες γυναικών που προσφέρουν τα στήθια τους στα μωρά τους, μια θέση υπέρ του δημόσιου θηλασμού. Περπατάω στο κέντρο ολόγυρα, περνάω μπαρόκ και νεοκλασικά κτίρια και αμέτρητα καταστήματα πολυεθνικών αλυσίδων, ρούχα, τράπεζες, φαστ φουντ. Κάθε οικονομική και κοινωνική περίοδος αφήνει αποτυπώματα στον χώρο. Κάπου πίνω μερικές μπίρες, μια άλλη τουρίστρια από το Μεξικό πίνοντας χυμό μου πιάνει κουβέντα και δεν έχω ιδέα πως καταλήγει να λέει ότι στην Ευρώπη δεν βρίσκει νόστιμα αβοκάντο, επιπλέον είναι πανάκριβα ενώ στη χώρα της τρώει ένα αβοκάντο την ημέρα με τρία πέσος και η αναλογία είναι δεκαωχτό πέσος προς ένα αμερικάνικο δολάριο. Καταλαβαίνω ότι ήρθε η ώρα να φύγω όταν αρχίζει να λέει για την αγαύη, ένα κακτοειδές φυτό από το οποίο παράγονται υποκατάστατα της ζάχαρης. Τι δουλειά έχω με μια μεξικάνα στο Βουκουρέστι; Παγκοσμιοποίηση, το παράκανες. Κατευθύνομαι προς το μετρό, ένας μεθυσμένος μεσήλικας μπροστά στο πεζοδρόμιο του μουσείου ζαχαρώνει το βυζί μιας θηλάζουσας μάνας και χαϊδεύει τη στύση του. Σκέφτομαι, έχει το ελαφρυντικό της μέθης. «Το γυμνό στην τέχνη δεν θα έπρεπε να υπηρετεί την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής», είχε πει κάποτε μια ψυχή. Γενετιστές ίσως δικαιολογούσαν τον μεσήλικα, δεν φταίει αυτός αλλά τα γονίδιά του. Και ο Ντ παραπονιόταν το μεσημέρι πως πλέον μπορεί να βρίσκουν εύκολα τζιν και αμερικάνικα τσιγάρα, αλλά τα κορίτσια δεν πέφτουν – δεν φταίνε τα κορίτσια αλλά το ανθρώπινο γονιδίωμα. Σκέφτομαι, η σπάνις και τα εντελβάις είναι το μυστικό. Σκέφτομαι, ίσως αντιστράφηκαν τα πράγματα, ίσως πέφτουν με τα ρουμάνικα τσιγάρα Carpati, σήμερα καλτ, δεν τα βρίσκεις εύκολα και κάποιοι νομίζουν ότι δεν βγαίνουν καν. Σκέφτομαι, ρε συ Ντ αφού έκοψες και το φουμάρισμα, τι φούμαρα μας πουλάς; Σκέφτομαι, μάλλον οι μπίρες ανέβηκαν στο κεφάλι μου. Από τύχη προλαβαίνω το τελευταίο μετρό -σ’ ευχαριστώ καλό μου κερί- και κατεβαίνω στη στάση μου, κατευθύνομαι στην περιοχή με τα κτίρια κατοικιών αρχιτεκτονικής του υπαρκτού σοσιαλισμού, εκεί είναι το διαμέρισμα του Ντ που θα κοιμηθώ αν θυμάμαι καλά χουφτώνοντας το κλειδί που μου έδωσε, αυτά τα κτίρια είναι τεράστια και πανομοιότυπα και το βράδυ μάλλον ένας ξένος δυσκολεύεται να τα ξεχωρίσει. Ισότητα και αισθητική ομογενοποίηση, ορίστε. Αν ακολουθούσε μια σειρά από συμπτώσεις, αν άνοιγε κανείς το λάθος διαμέρισμα στο λάθος κτίριο με το άσχετο κλειδί που κρατούσε, αν είχε κιόλας πιει έστω λίγο, θα μπορούσε να κοιμηθεί σε άλλο σπίτι στο οποίο από τύχη δεν βρισκόταν κανείς. Θα μπορούσε να πεταχτεί από διαίσθηση ή βλέποντας εφιάλτη μ’ ένα γενετικώς τροποποιημένο αβοκάντο μετά από δύο ώρες ύπνου, ξημερώματα, καταλαβαίνοντας ότι βρίσκεται αλλού. Θα μπορούσε να φύγει ψάχνοντας το σωστό ομογενοποιημένο μπλοκ, το σωστό διαμέρισμα, θα μπορούσε στη μέση του δρόμου να αποφασίσει τελικά να πάει για περπάτημα σ’ ένα πάρκο το οποίο είχε δει από ψηλά από το διαμέρισμα του Ντ οπότε τουλάχιστον βρισκόταν κάπου κοντά στη σωστή γειτονιά. Και μετά; Μετά, ορίστε πάει κάπως έτσι, στο πάρκο τα δέντρα είναι γυμνά και περπατάς επάνω σ’ ένα πάπλωμα από κίτρινα φύλλα, έτσι είναι σ’ όλη την πόλη, είδες ότι τα σκουπίζουν πρωί μεσημέρι απόγευμα, τα φύλλα στρώνονται εκ νέου πεισματικά σε όποιο μέρος βρουν ευκαιρία. Ίσως θα έπρεπε να αντικαταστήσουν τα δέντρα τους με άλλα, ας πούμε με αειθαλή, μα γιατί πρέπει να τα σκέφτεσαι όλα εσύ; Αλάνι που μοιάζει μ’ έναν ηθοποιό σε γουέστερν σκάει μύτη και προτείνει να πιείτε ποτό στο σπίτι του. Εκεί θυμάσαι όλες τις σχετικές προειδοποιήσεις που διάβασες σ’ ένα ταξιδιωτικό φόρουμ στο ίντερνετ -μην ακολουθήσετε ποτέ κανέναν ξένο που θα σας προτείνει ό,τιδήποτε- αλλά λες δεν βαριέσαι και θέλεις να σκοτώσεις την ώρα σου και πηγαίνεις. Νομίζεις ότι θα βρεθείς σε κάποια τρώγλη, ίσως σου βγάλει το νεφρό και σ’ αφήσει σε μια μπανιέρα με πάγο, αλλά βρίσκεστε σ’ ένα πολυτελές λοφτ. Κάπου είχες διαβάσει για το θαύμα της οικονομικής ανάπτυξης στη Ρουμανία από τις αρχές του 2000. Στη συνέχεια αυτής της ιστορίας ανάπτυξης εμφανίστηκε στη χώρα το ΔΝΤ -ένας άλλος μεταμοντέρνος Δράκουλας- για να ρυθμίσει χρέη. Η δαγκάνα ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες άνοιξε διάπλατα, έγινε ποντικοπαγίδα που θα μπορούσε απορρυθμισμένα να αποκεφαλίσει όσους περνούν από το χάσκημα ενδιάμεσα. Και έπειτα βρίσκεσαι στην πτήση της επιστροφής στην Αθήνα, στις διπλανές θέσεις ένα ζευγάρι νεόπλουτων Ρουμάνων μη νοσταλγών, η βαμμένη ξανθιά σύζυγος ξεφυλλίζει ένα περιοδικό διακόσμησης και δείχνει στον καλό της με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο τις ακριβές κουρτίνες που θέλει ν’ αγοράσουν και μετά γυρνάει σελίδα και δείχνει τη σύνθεση μιας τραπεζαρίας, του δίνει ένα φιλί και αυτός κλείνει τα μάτια του ενώ τα δικά της παραμένουν καρφωμένα στην ιλουστρασιόν σελίδα και χαϊδεύει τις πτυχώσεις της τραπεζαρίας με τον ίδιο τρόπο που ο μεθυσμένος μεσήλικας χάιδευε τη στύση του έξω από το μουσείο, στο λαιμό της φοράει ένα σταυρό όπως άλλοι ανάβουν κεριά εθιμοτυπικά, και στα τριάντα χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει αγάπη παρά επιτήδευση, αλλά τουλάχιστον το ζευγάρι μπορεί να κάνει σχέδια για τα πράγματα που θα αγοράσουν στην κοινή τους ζωή, τα πράγματα που θα τους συνδέουν και θα τους κρατούν μαζί, αν και κάποτε όπως είπε ο Ντ «ήσουν απλά εσύ και το κορίτσι σου, δεν έμπαινε τίποτε άλλο ανάμεσα» και οι σχέσεις των ανθρώπων «ήταν πιο βαθιές και ειλικρινείς».
(*) Ο Κίμων Θεοδώρου είναι συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων του «Μερικοί το λένε Αγάπη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.