“Ακανθος φωνών”

0
457

Της Κατερίνας Σχινά.

 

Στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Σαρροπούλου μιλάει ένα σκεπτόμενο σώμα. Μέσα στην ποίησή της, παρακολουθούμε το έμφυλο ερώτημα να ξεδιπλώνεται και να απαιτεί τη φωνή του. Εικοσιεπτά ποιήματα γραμμένα τα τελευταία τρία χρόνια, που διερευνούν την σχέση ανάμεσα στην γράφουσα και το σώμα της, ανάμεσα στην γλώσσα και την σάρκα, εικοσιεπτά ποιήματα βίωσης αυτού του σώματος – και ως εκ τούτου βίωσης και του κόσμου – με έντονη αυτεπίγνωση. Αυτοβιογραφικός στοχασμός που εκβάλλει σε μια επώδυνη (όσο και κρυπτική) επικοινωνία με το οικογενειακό παρελθόν, μυθολογικές αναφορές, αναδρομές στα αρχαία κείμενα και δη στο κλασικό δράμα, προσφυής συνάρθρωση μύθου, ιστορίας και βιωμένου παρόντος, συνομιλία με την θεότητα της φύσης που ολοένα δίνει χωρίς να ζητά, έντονη μουσικότητα του στίχου, και μια υπαρξιακή ένταση, μια ισχυρή επιταγή ώστε να κρυσταλλωθεί σε στίχο η άναρθρη ύλη, μια επείγουσα ανάγκη να ηχήσει επιτέλους η  «βουβή κραυγή του υπαρκτού» όπως γράφει η Σαρροπούλου, διαπερνούν την συλλογή της.

Ένα προσεκτικό περπάτημα στους φωτεινούς και άφεγγους χώρους της ποιητικής της σύνθεσης δίνει το κλειδί για την ανάγνωση των ιδιαίτερων ποιημάτων της: γυμνό ύπαιθρο πότε φρυγμένο από τον ήλιο, πότε δροσόλουστο από τους ανέμους, σκιασμένες κλειστές κάμαρες, ένας θαλάσσιος καθρέφτης που σμίγει το φως με τον ζόφο, ένα σώμα που ταξιδεύει, ένα σώμα που ερωτεύεται ενάντια στον χρόνο, μια γυναίκα που ατενίζει την φύση και αφουγκράζεται τη μουσική της. Στα περισσότερα ποιήματά της, η συγγραφέας μεταγράφει το τραγούδι των φυλλωμάτων, τις μελωδίες του ανέμου, τη σιωπή των βράχων, τη ροή του ποταμού, τον παφλασμό της θάλασσας. «Το νερό, το νερό, ρέει το νερό», διαβάζουμε στο ποίημα «Επίκληση». «Το νερό είναι ο πιο πιστός καθρέφτης των φωνών», έλεγε ο Τριστάν Τζαρά – κι όταν ένα ποιητικό αυτί υποτάσσεται στο τραγούδι του νερού σαν σε ένα βασικό ήχο, καταφέρνει να εναρμονίσει θαυμαστά τα πιο αταίριαστα ηχοχρώματα, τις πιο ασύμβατες φωνές.

Η ρευστότητα είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης της Σαρροπούλου. Στους στίχους της η θάλασσα κυματίζει σ’ ένα χυμώδες ξεχείλισμα, καλόγνωμοι άνεμοι φυσούν, ο χρόνος λιώνει και αναλίσκεται, κανένας δεν τον λογαριάζει, έστω κι αν «αναπόφευκτα μας παραδίδει στην ανυπαρξία». Η ρευστότητα είναι έτσι κι αλλιώς η επιθυμία της γλώσσας, η γλώσσα θέλει να κυλάει, υποτάσσοντας τις τραχύτητές της σε μια απρόσκοπτη ροή – και στην ποίηση της Σαρροπούλου το γλωσσικό ποτάμι κινείται συνεκτικά και συνειρμικά, απαλύνοντας την ένταση, προσδίδοντας ομοιογένεια σε διαφορετικούς ρυθμούς, αντιστοιχίζοντας με μαεστρία εικόνες και ήχους.

Η ρευστότητα οδηγεί κατευθείαν στην μουσικότητα, και τα ποιήματα της Σαρροπούλου έρχονται να υπενθυμίσουν κάτι που δεν λησμονούν ποτέ οι καλοί ποιητές: ότι η ποίηση δεν είναι μόνο νόημα, δεν είναι μόνο ήχος, είναι ήχος και νόημα συνταιριασμένα. Υπόγειος ρυθμός, υποψία μέτρου, σκόρπιες παρηχήσεις διαπερνούν τα ποιήματά της: «Θύμος θυμού/ πεσόντος/ αίμα θάρρους/ και αγρός θυμάτων» – να μια στροφή όπου οι παρηχήσεις στήνουν χορό, βαθαίνοντας το νόημα. Στο ποίημα «Αλέξανδρος» η ποιήτρια χαρακτηριστικά επαναλαμβάνει ανάμεσα στις στροφές την επωδό Der Mann meines Herzens (ο άντρας της καρδιάς μου) σαν ξόρκι∙ στο υστερόγραφο, μάλιστα, του ποιήματος υποδεικνύει στον αναγνώστη πώς να την διαβάσει: «Der Mann meines Herzens διαβάζεται sotto voce, σχεδόν ψιθυριστά, αποστασιοποιημένα, ίσως με λίγη τρυφερότητα». Η οδηγία αυτή δεν υποδηλώνει παρά την μέριμνα της Σαρροπούλου για την ηχητική εκφορά των στίχων της, χωρίς, ωστόσο, η διάχυτη μουσικότητα του λόγου να επιδιώκει την υποβολή μέσω των ηχοχρωμάτων και μόνο, χωρίς να προκρίνει την υποτέλεια των σημασιών στις ηχητικές φόρμες, αλλά πάντα στρατεύοντας τις λέξεις στο νόημα.

Ένας από τους ποιητές μας που είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, και έδειξε με όλους τους τρόπους, ποιητικούς, πεζογραφικούς, δοκιμιακούς, ότι όση σημασία έχει ο χρόνος για τη μουσική άλλη τόση έχει για την ποίηση, ότι ο παλμός, ο ρυθμός είναι η πραγματικότητα και της μιας και της άλλης, είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Η επίδρασή του είναι απολύτως ορατή στην ποίηση της Σαρροπούλου – ο στίχος της π.χ. «Ο έρωτας, ο έρωτας, ποιος θα μπορέσει να τον κατασβέσει» από το ποίημα Έρως 1, ανακαλεί τον πασίγνωστο στίχο «Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει» από το Μυθιστόρημα. Αλλά πέρα από το διακειμενικό παιχνίδι που κάνει εδώ η ποιήτρια, αφήνει την σεφερική φωνή να αρδεύσει γόνιμα την ποίησή της με τον τόνο και τον ρυθμό της: να φέρει, δηλαδή, τον μονόλογο κοντά στον διάλογο, την γραφή κοντά στον λαγαρό προφορικό λόγο, την μουσική κοντά στην αναπνοή. Η Σαρροπούλου έχει αφομοιώσει και μετασχηματίσει την σεφερική φωνή σε ένα ποιητικό corpus που αναφορτίζει αυτήν την φωνή, για να την εντάξει σε ένα απολύτως προσωπικό σύμπαν. Κι έτσι, όταν η ποιήτρια ακουμπάει στις όχθες της τραγωδίας, δεν αφήνει τον λόγο της να υπερθερμανθεί, απαγορεύει εξ ορισμού την ποιητική ρητορεία,  συγκρατεί την ανθρώπινη παθολογία στα μετρημένα της όρια, και τέλος μεταμορφώνει την κραυγή σε ήπιο ψίθυρο κι έτσι τον κάνει ακόμη πιο σπαρακτικό.

Από την άλλη πλευρά, η λυρική ευφορία των στίχων της Σαρροπούλου κουβαλάει έναν ελυτικό απόηχο. Προσηλωμένη καθώς είναι στον μικρό και τον μέγα κόσμο της φύσης, γενέθλιο και ξενικό, κοντινό και μακρινό, έμψυχο και άψυχο, φυτικό, ζωικό και ανθρώπινο,  η ποιήτρια επικοινωνεί άμεσα με την σχεδόν εξιδανικευμένη αισθησιακή ευφορία του Ελύτη. Η φύση στην Σαρροπούλου, δονείται από οντολογικούς απόηχους. Κυριολεκτικά εκστατική, ολόκληρη μια αίσθηση μπροστά στη φύση, η Σαρροπούλου δεν ιεραρχεί τα όντα της, αλλά τα παρατάσσει ισότιμα (οι κάκτοι, μια σαύρα στην πέτρα, τζιτζίκια, παπαρούνες, κυπαρίσσια και πουλιά) μια και όλα μετέχουν στο κοσμικό μυστήριο και το αντανακλούν. «Η φύση γνωρίζει τον κύκλο της/ στον άνεμο και την βροχή/ ένθεα λιάζεται/ στο φως το λείο λιθαράκι» διαβάζουμε στο ποίημά της «Τόπος και σπίτια».  Ο ποιητικός της λόγος είναι μια διεισδυτική, στοχαστική, ηθική ματιά στην ουσία των όντων και των πραγμάτων, ένα στοχαστικό βλέμμα σε μια εκπνευματωμένη, μεταφυσική φύση. Κι εδώ, η φυσιοκρατική αισιοδοξία της Σαρροπούλου, ακόμη κι όταν η λύπη παραλύει τα σώματα, όπως γράφει, τείνει να επανασυνδέσει το εγώ με την οπτική πραγματικότητα του κόσμου, να κρυσταλλώσει νέες δυνάμεις αισιοδοξίας και ζωής και να τις συναρθρώσει σε μια σιβυλλική φωνή που ξανακάνει μαγικό τον απομαγευμένο μας κόσμο.

INFO: Κατερίνα Σαρροπούλου: Άκανθος φωνών. Εκδόσεις «Γαβριηλίδη»

 

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο Σουηδός συγγραφέας Χένινγκ Μανκέλ
Επόμενο άρθροΜε αφορμή ένα στίχο του Μ.Αναγνωστάκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ