Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια: O Βασίλης Γκουρογιάννης από τον Παύλο Μεθενίτη

0
382

 

 

Του Παύλου Μεθενίτη

 

Φίλες και φίλοι των Αίθριων Λογοτεχνικών Μεσημεριών του 42ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας είμαι στην ευχάριστη, αλλά και στη δύσκολη θέση να σας παρουσιάσω την «Αναψηλάφηση», το καινούριο μυθιστόρημα του κυρίου Βασίλη Γκουρογιάννη, που κάθεται δίπλα μου.

Η θέση μου είναι ευχάριστη, γιατί είναι ένα πολύ, μα πολύ δυνατό βιβλίο, που δεν χαρίζεται σε καμιά ιδέα, πίστη ή κοσμοθεωρία, και σε κανέναν πολιτικό ή κοινωνικό ανθρωπότυπο, αλλά είναι και δύσκολη, γιατί ο συγγραφέας παίρνει το θάρρος –ή το θράσος- να διατυπώσει κάποιες πολύ, πως να το πω, ξεβολευτικές, αιχμηρές ιδέες, βάζοντάς τες ασφαλώς στο στόμα και στο μυαλό του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου του, χωρίς να στερεί και από τους υπολοίπους τις ατάκες τους.

Για παράδειγμα, ο Γκουρογιάννης μιλά για τη δικαιοσύνη του Θεού: ή είμαστε όλοι ένοχοι, ή είμαστε όλοι αθώοι. Ή έχουμε όλοι δίκιο, ή έχουμε όλοι άδικο.  Και αυτή η ιδέα ουσιαστικά διατρέχει, σαν κοκκινόμαυρο στριφτό νήμα, όλες τις αφηγηματικές χάντρες του βιβλίου του. «Το μυαλό του επεξεργάζεται επί πενήντα χρόνια την ενοχή…», λέει ο ίδιος ο συγγραφέας – αφηγητής, αναφερόμενος στον ήρωά του, και συνεχίζει, ο Γκουρογιάννης εννοώ, αμείλικτος: «…και δεν βρίσκει αθώους, κυρίως αυξάνει τον αριθμό των ενόχων».

Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι μια τρομακτική ιδέα. Κυρίως όταν ο συγγραφέας  προικίζει μ’ αυτήν τόσο τον ήρωά του, έναν Έλληνα που τον βασάνισε η Χούντα των Απριλιανών, όσο και τον προϊστάμενο των βασανιστών, τον μέγα και τρανό Θεόφιλο Ζήση, τον διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Αυτόν τον επίφοβο συνταγματάρχη, ο Γκουρογιάννης τον παρουσιάζει κάπως σαν καραβανοφιλόσοφο, όπως λέμε ιατροφιλόσοφο, που, δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει το δικό του αλλοπρόσαλλο κήρυγμα στους μορφωμένους αιχμαλώτους του, τους αντιστασιακούς φοιτητές που έχουν μόλις συλληφθεί από εσατζήδες και ασφαλίτες.

Ο κυνισμός του απαράμιλλος, σχεδόν γοητευτικός, το θράσος του ουρανόμηκες, σχεδόν καταυγάζον: ο φοβερός και τρομερός αρχιβασανιστής θα πάρει την σφουγγαρίστρα από τα χέρια μιας αδέξιας φοιτήτριας για να σφουγγαρίσει τα υγρά και τα γυαλιά από ένα σπασμένο ποτήρι με φραπέ που ειχε λερώσει το δάπεδο της φοιτητικής γιάφκας, για να της κάνει μετά κήρυγμα του στιλ, εσύ μια καλοταϊσμένη σοσιαλίστρια που δεν ξέρει από σφουγγάρισμα, επειδή έχει τις προλετάρισσες καθαρίστριες στο σπίτι του μπαμπά της…

Αυτός ο Ζήσης καθώς περιφέρεται μπροστά από τους περιδεείς φοιτητές, λέγοντάς τους πως αντί να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους στην Εθνοσωτήριο που τους εφοδίασε με δωρεάν συγγράμματα και τους σίτιζε στις Λέσχες, αυτοί οι αχάριστοι στρέφονται εναντίον της 21ης Απριλίου. Εάν είχε επικρατήσει ο κομουνισμός στην Ελλάδα, οι φοιτητές θα πάθαιναν πολύ χειρότερα εάν αμφισβητούσαν το καθεστώς, τους λέει. Αυτός ο καραβανάς, ο περιβεβλημένος τον χιτώνα του φιλοσόφου, πλην φαιό, είναι αλήθεια ένας σπουδαίος μυθιστορηματικός χαρακτήρας: στα χείλη του, η ατάκα «πως είτε είμαστε όλοι αθώοι, ή όλοι ένοχοι» καθώς απολογείται, παίρνει μιαν άλλη, επίφοβη διάσταση.

Άλλωστε ο Γκουρογιάννης, τινάζοντας στον αέρα συστηματικά – και χαιρέκακα- κάθε βεβαιότητα του αναγνώστη, κάθε βολικό οχυρό εντός του οποίου ενδιαιτώνται οι προσφιλείς μας ιδέες, σαν να είναι άμωμες γεροντοκόρες, δεν παραλείπει να σχετικοποιήσει τα πάντα: ο ήρωας, κάποια στιγμή στην εξορία του, στην Ισπανία, τρωγοπίνει καθισμένος δίπλα – δίπλα με  συνταξιοδοτημένους ισπανόφωνους βασανιστές, πολύ γλυκούς ανθρώπους και με μεγάλη ενσυναίσθηση…

Ο Γκουρογιάννης, κυρίες και κύριοι, αφηγείται στην Αναψηλάφηση  την ιστορία ενός φοιτητή, που αφού κόλλησε τα αντιστασιακά του ένσημα επί χούντας, για να γίνω κι εγώ λίγο κυνικός, χάνοντας τη χρήση του ενός χεριού του, κατέφυγε στην Ισπανία, όπου και διέπρεψε ως ομηριστής και καθηγητής φιλολογίας. Εκεί οικοδόμησε μια σημαντική καριέρα, στην οποία δεν χρειάστηκε και τόσο πολύ το δεξί του χέρι, που είχε παραλύσει λίγο πριν αυτοεξοριστεί στην Ισπανία.

Όπως λέει κι ο συγγραφέας, ήταν κάτι σαν την Αφροδίτη της Μήλου – η ομορφιά της δεν μειώθηκε, μάλλον ενισχύθηκε μα τον ακρωτηριασμό των χεριών της, στο κάτω – κάτω δεν θα την έβαζαν ποτέ να σφουγγαρίσει τις σκάλες του Λούβρου… Αυτός λοιπόν, ο ήρωας του βιβλίου, ξαναγυρίζει μετά μισόν αιώνα στην Ελλάδα, ίσως για να κλείσει τους λογαριασμούς του, όπου ασφαλώς αδυνατεί να προαρμοστεί στη νέα κατάσταση.

Η γλώσσα έχει αλλάξει, η έννοια των κοινωνικών αγώνων έχει αλλάξει, οι αξίες έχουν αλλάξει. Ο φιλόλογος διαπιστώνει πως η Ελλάδα δεν πάσχει από την Κρίση, με κάπα κεφαλαίο. Όχι, λέει ο αφηγητής Γκουρογιάννης – υποφέρει από δύο πράγματα: από νευρική ανορεξία, που ανάγκασε τους Έλληνες να ξεράσουν ό,τι έφαγαν βουλιμικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, καθώς και από βλάβη στο βιολογικό καθαρισμό της κοινωνίας και της γλώσσας, με αποτέλεσμα οι βαριές ιδέες να πηγαίνουν ανεπεξέργαστες στον πάτο, ενώ τα τοξικά, δύσοσμα, επιφανειακά σκατά του μυαλού και της ψυχής των Ελλήνων επιπλέουν. Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι μια από τις έμμονες ιδέες του βιβλίου – επανέρχεται συνεχώς.

Τα πάντα, λοιπόν, είναι διαφορετικά στα μάτια του ήρωα, ακόμα κι οι παλιοί του σύντροφοι, που τον κοροϊδεύουν, όταν ας πούμε αδυνατεί να προφέρει την πιο κοινή ελληνική λέξη εντός κι εκτός Ελλάδας, που δεν είναι η Δημοκρατία: λέει «μάλαχαθ», αντί να πει «μαλάκας» – φανταστείτε πόσο ούφο είναι. Ο ήρωας υποφέρει όταν βλέπει πώς οι σύγχρονοι Έλληνες, από τους χρυσαυγίτες μέχρι τους αντιμνημονιακούς και τα «μαλακισμένα που έκαψαν την Μαρφίν», έχουν συμπεριφερθεί στη γλώσσα, αυτή την ιερή ελληνική γλώσσα που έδωσε στους λαούς της οικουμένης τα εργαλεία για να σκέφτονται, συνεπώς για να οργανώνουν, ή να αποδιοργανώνουν τη σκέψη τους και τη ζωή τους.

Ακόμα και το hola!, ο εγκάρδιος χαιρετισμός των ισπανών, έλκει την καταγωγή του από το ομηρικό «ούλε», το «γειά σας!» που θα έλεγε ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα στα ακρογιάλια της Τροίας. Ο ήρωας υπαινίσσεται ευθέως πως οι σημερινοί Έλληνες είμαστε βουτηγμένοι στα σκατά, επειδή αφήσαμε τα ελληνικά μας να φυλλοροήσουν, αυτά τα ιερά, πανάρχαια, ολύμπια ελληνικά, και στο τέλος ντύνουμε την μιζέρια μας με αυτά τα γλωσσικά ράκη, αυτά τα «καρκινικά γλωσσικά κύτταρα», που λέει κι ο Γκουρογιάννης, όπως «πανεπιστημιακό άσυλο», «αφήγημα» και δημιουργική ασάφεια».

Μη με ρωτήσετε εάν όλες αυτές τις ρηξικέλευθα ενοχλητικές ιδέες, όπως είπα στην αρχή, τις ασπάζεται ο ίδιος ο συγγραφέας, βάζοντάς τις, πολύ βολικά, να τις εκφράζει ο ήρωάς του, σ’ αυτό το αφηγηματικό καρδιογράφημα, που καταγράφει τις κορυφές και τις κοιλάδες της ελληνικής ιστορίας από τον Εμφύλιο, μέχρι τα μαλακισμένα που πετούν μπουκάλια στους μπάτσους στα Εξάρχεια – «τα γαμάς, ή δεν τα γαμάς;» αναρωτιούνται σχετικά οι ήρωες της Αναψηλάφησης.  Λοιπόν, δεν ξέρω την άποψη του ίδιου του Γκουρογιάννη επί όλων αυτών, και να σας πω, ειλικρινά δεν με νοιάζει.

Αυτό που με νοιάζει είναι ότι διάβασα μια γαμάτη ιστορία. Ουπς! είπα «γαμάτη», δηλαδή χρησιμοποίησα έναν ακόμα καρκινικό όρο που μολύνει τη γλώσσα, και κάνει τις περούκες των μελών του Ιερού Γλωσσοδικείου να πεταχτούν από τις φρίττουσες καράφλες τους, αλλά δεν πειράζει, θα τον ξαναχρησιμοποιήσω, για να πω πως σ’ αυτό το γαμάτο βιβλίο διαβάζω φοβερά πράγματα. Να, για παράδειγμα, αυτή την ιστορία με τον Αλέκο τον Παναγούλη, που ονόμασε ένα καλό εσατζή «γουρούνα». Γιατί; Επειδή αυτός ο φιλεύσπλαχνος στρατονόμος, έβαζε το δάχτυλό του μέσα από μια τρύπα στο κελλί του αγωνιστή, πολύ βρεμμένο, ώστε να το πιπιλίσει ο Παναγούλης για να ανακουφίσει την δίψα του απ΄τα βασανιστήρια – όπως τα γουρουνάκια που βυζαίνουν τη μαμά γουρούνα…

Αυτά! Να μου επιτρέψετε να βγώ επιτέλους από τη δύσκολη θέση που λέγαμε, και να κλείσω με ένα στίχο του Σολωμού, εντός του οποίου μου φαίνεται πως θα μπορούσε να χωρέσει, σύψυχο, το βιβλίο του Γκουρογιάννη: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»…

info: «Αναψηλάφηση», μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη, εκδόσεις Μεταίχμιο

Προηγούμενο άρθροΑίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια: H Στέργια Κάββαλου από τον Παύλο Μεθενίτη
Επόμενο άρθροΉσυχα μεσημέρια στη Δράμα (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ