του Ηλία Καφάογλου
Ένας διάσημος θεατρικός συγγραφέας, ο Τσαρλ Αροουμπάι, το κεντρικό πρόσωπο στο βραβευμένο με Booker 1978 μυθιστόρημα της Άιρις Μέρντοχ (1919-1999) μυθιστόρημα Θάλασσα, θάλασσα (1978), ένας διάσημος θεατράνθρωπος, περασμένης ηλικίας, αποφασίζει ξαφνικά να αποσυρθεί από τον κόσμο και ν’ απομονωθεί σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, στη δική του τρόπον τινά σπηλιά του Πρόσπερο, εξάλλου οι αναφορές στον Σαίξπηρ στο μυθιστόρημα είναι αρκετές. Κρίνει ότι είχε φτάσει η ώρα να αποχωρήσει από το θέατρο και να ζήσει απλά ως σοφός γέροντας, να κολυμπάει, να μαγειρεύει, μακριά από τον κόσμο, σε αρμονία με τη φύση συγγράφοντας τα απομνημονεύματά/ ημερολόγιο/ μυθιστόρημά του. «Το θέατρο είναι ασυζητητί ένας χώρος όπου μαθαίνει κανείς πόσο εφήμερη είναι η ανθρώπινη δόξα: αχ, όλες εκείνες οι υπέροχες αστραφτερές οριστικά χαμένες παντομίμες! […] Θα τοποθετήσω τον εαυτό μου σε μια κατάσταση όπου θα μπορώ να δηλώσω με πάσα ειλικρίνεια πως το μόνο που έχω να κάνω είναι να μάθω να είμαι καλός», η αναφορά στον «ιερέα της φύσης», τον Γουέρντσγουορθ, είναι σαφής. Ο Αροουμπάι αποφασίζει να ζήσει ως μοναχικός άνθρωπος, εν είδει ρομαντικού αναχωρητή, που εκούσια παραιτείται από την εγκόσμια εξουσία, αντιμέτωπος με τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του φυσικού κόσμου, αυτός και η δική του γη, η θάλασσά του: «Σ΄ ένα σημείο, κοντά στο σπίτι μου, η θάλασσα έχει κυριολεκτικά ένα αψιδωτό γεφύρι από βράχια, κι αποκάτω ξαμολάει τα βογγητά της κόντρα σ΄΄ένα κοφτό κοίλωμα των βράχων που πάει σε μεγάλο βάθος. Μου προκαλεί ανεξήγητη ευχαρίστηση να στέκομαι σ΄ αυτό το γεφύρι και να παρατηρώ τη βία που εκλύουν τ΄ αφρισμένα κύματα, καθώς χυμούν ή αποτραβιούνται στον περιορισμένο χώρο της τρύπας».
Το σχέδιό του τάχιστα καταρρέει. Το σπίτι που αγοράζει φαίνεται να κατοικείται από «τη δική του ιστορία». Συγχρόνως, οι ντόπιοι αντιμετωπίζουν αδιάφορα τον διάσημο γείτονά τους και σύντομα ο Αροουμπάι βρίσκεται πολιορκημένος από τα ίδια άτομα που είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω –ανθρώπους από το περιβάλλον του θεάτρου και πρώην ερωμένες– με προεξάρχουσα την εφηβική του αγάπη, τη Χάρτλι, τώρα μαραζωμένη, παντρεμένη με έναν άξεστο στρατιωτικό, ονόματι Μπεν Φιτς. «Μάλλον πρώτης τάξεως επιλογή για το ρόλο εξαιρετικά ανεπαφρόδιτης ηρωίδας την έλεγες· παρά ταύτα, και μπορεί ακριβώς επειδή είναι τόσο άχρωμη, ο Αροουμπάι νιώθει την ίδια την έλξη που είχε νιώσει ως έφηβος και παίρνει την απόφαση να την απαλλάξει από ένα γάμο που, όπως συμπεραίνει από μόνος του σε χρόνο μηδέν, θα πρέπει να είναι για εκείνη κάτι σαν αργό μαρτύριο», επισημαίνει ο Τζον Μπέρνσαïντ στην Εισαγωγή στο εν λόγω μυθιστόρημα.
Εν τω μεταξύ, το φυσικό περιβάλλον αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ικανό να παράσχει παραμυθία, την παρηγοριά στην οποία τόσο ο διάσημος θεατράνθρωπος είχε επενδύσει. Λόγου χάριν, εκεί που κάθεται κατάμονος στα βράχια κοντά στο σπίτι του, αντικρίζει ένα τέρας να αναδύεται από τα κύματα και θέλει να το βάλει στα πόδια: «Ήτανε τέτοιο το σοκ και ο τρόμος μου που γι΄ αρκετή ώρα ούτε να παλέψω δεν μπορούσα. Ήθελα να το βάλω στα πόδια, φοβόμουνα σαν και τι πως το ζώο θα έκανε ξανά την εμφάνισή του πιο κοντά στη στεριά, ποιος ξέρει, μπορεί και να ξεπρόβαλλε μπροστά στα πόδια μου. Όμως τα πόδια μου δεν δούλευαν και το σφυροκόπημα της καρδιάς μου ήταν προμήνυμα πως αν φορτσάριζα κι άλλο, μπορεί και να λιγοθυμούσα».
Συναντά, επίσης, το alter ego του, τον οπαδό του θιβετιανού βουδισμού, εξαδέλφου του, Τζέιμς, αλλά και το υιοθετημένο παιδί των Φιτς, τον Τίτο. Ο Αροουμπάι βρίσκεται διαρκώς διχασμένος ανάμεσα στην παλιά του αγάπη και στον σύζυγό της και στη πορεία οι δύο άντρες στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ο Αρουμπάι αποφασίζει πως θέλει να παντρευτεί τη Χάρτλι, η εμμονή τον οιστρηλατεί, καταρρέει, καταντά αντικείμενο χλευασμού. Εξάλλου, οι απόψεις περί γάμου σε όλο το μυθιστόρημα είναι από καυστικές έως αρνητικές: «Όποιος γάμος μακροημερεύει, έχει τις βάσεις του στο φόβο. Ο φόβος είναι δομικό στοιχείο, σκάβεις στα τρίσβαθα της ανθρώπινης φύσης και τι βρίσκεις στον πάτο; Μίζερο μνησίκακο βασανιστικό αλαζονικό φόβο, που σε σπρώχνει είτε να πατήσεις ποδάρι είτε να βάλεις την ουρά κάτω από τα σκέλια […] Έχω την υποψία πως οι ευτυχισμένοι γάμοι είναι ελάχιστοι, απλώς οι άνθρωποι συγκαλύπτουν τη δυστυχία τους και την απογοήτευσή τους», αποφαίνεται ένας από τους φίλους του πρωταγωνιστή της Θάλασσας. Όσο για τον τελευταίο, «ο γάμος είναι φοβερά προσωπική υπόθεση». Η λογική τρόπον τινά της επιλογής του Αροουμπάι να αποσυρθεί συνδέεται και από την απαλλαγή από δεσμεύσεις όπως ο γάμος, μάλλον κομμάτι μιας θεατρικής ψευδαίσθησης, απαλλαγή από παλιές ερωμένες, που συστήνουν την πλειονότητα των «δαιμόνων» που τον κατατρύχουν.
Όσο το μυθιστόρημα προχωρεί, ένα αριστούργημα για τον πόθο, τον φόβο, την πάντοτε ατελή συνθήκη της ύπαρξης, η ένταση της εμμονής του Αροουμπάι, γίνεται ολοένα και πιο τρομακτική, η ικανότητά του να πιαστεί από όποια λύση του κατέβει είναι θλιβερή. Όταν αισθάνεται ότι κάθε ελπίδα έχει σβήσει, έρχεται ενώπιος ενωπίω με μια τρόπον τινά συμφιλίωση με τον κόσμο: «Κάποια στιγμή σηκώθηκα, γονάτισα και έπιασα να τινάζω τις κουβέρτες και το μαξιλάρι που ΄χαν νοτίσει από την υγρασία. Τότε άκουσα, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, παράξενο και τρομακτικό έναν ήχο να ΄ρχεται από το νερό, ξαφνικό και θορυβώδικο πλατσούρισμα, θαρρείς και κάτι ετοιμαζόταν να κάνει την εμφάνισή του ακριβώς κάτω από το βράχο και να συρθεί έξω, ίσως και στη στεριά. Ώσπου να κάνω στροφή και να σκύψω προς τη θάλασσα βίωσα ένα λεπτό γνήσιου τρόμου. Και τότε ακριβώς αποκάτω, με τα υγρά, σαν σκυλήσια κεφαλάκια τους στραμμένα προς τα πάνω να με κοιτάζουν όλο περιέργεια, τέσσερις φώκιες, που κολυμπούσαν τόσο κοντά στο βράχο ώστε αν άπλωνα το χέρι μου θα τις άγγιζα […] Κι εγώ παρακολουθώντας το παιχνίδι τους ήμουνα βέβαιος πως ήταν πλάσματα αγαθοεργά που ΄χαν έρθει να μ’ επισκεφτούν και να μου δώσουν την ευχή τους». Έτσι θα έπρεπε να τελειώσει η ιστορία, λέει ο Τσαρλς, «με τις φώκιες και με τ΄ αστέρια, την εξήγηση, την παραίτηση, τη συμφιλίωση, όλα να έχουν ανακτηθεί με κάποιο ανώτερο νόημα, ακτινοβόλο, πράο, διφορούμενο».
Έχουμε από όσα αποσπάσματα προηγήθηκαν ένα δείγμα της συγγραφικής πρόκρισης της Μέρντοχ να δημιουργεί ανεξάρτητους και ελεύθερους χαρακτήρες, αναλόγως και με τις φιλοσοφικές της ανησυχίες, αρχικά τον υπαρξισμό, στη συνέχεια τον Πλάτωνα και μετά τον μυστικισμό, αλλά χωρίς, ωστόσο, οι δικοί της ήρωες να έχουν αυτή την ελευθερία. Το γνώριζε, εξάλλου, και η ίδια και το επισημαίνει ο Τζέημς Γουντ στο Πώς δουλεύει η λογοτεχνία (Αντίποδες, 2023): «Γρήγορα όμως καταλαβαίνει κανείς πως, όσο και αν ‘’ενδιαφέρεται για τους άλλους ανθρώπους’’, με τη συμβατική έννοια της φράσης, το ενδιαφέρον αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να φτάσει να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που δεν είναι ο εαυτός του». Η Μέρντοχ θεωρεί πως αυτή η αδυναμία είναι μια «πνευματική αποτυχία», αλλά, προφανώς, είναι υπερβολικά αυστηρή με τον εαυτό της, αφού, όπως φαίνεται στο Θάλασσα, θάλασσα, προφανές, άλλωστε, ομόλογο του ταραγμένου κόσμου του πρωταγωνιστή και ευθεία αναφορά στον Ξενοφώντα, η ας πούμε αδυναμία της Μέρντοχ δεν οφείλεται στην έλλειψη ψυχολογικής ακρίβειας, ή σε ρηχές μεταφυσικές διαπιστεύσεις, αλλά μάλλον στη σύνθετη και πολυεστιακή πλοκή, γεμάτη από κωμικά, αλλά και δραματικά περιστατικά.
Αν και οι αναφορές στον Θιβετιανό ποιητή-μύστη Μιλαρέπα στο μυθιστόρημα είναι ευάριθμες, η προσωπικότητα του Μιλαρέπα είναι στενά συνδεδεμένη με τον Τζέιμς, το εξάδελφο του Τσαρλς Αροουμπάι, που κάποτε σε μια χιονοθύελλα στο Θιβέτ έχασε ένα συνοδοιπόρο από τη φυλή των Σέρπα, με το ψευδώνυμο Μιλαρέπα. Οι δύο χαρακτήρες είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, ενός χαρακτήρα, στην πραγματικότητα. Γι΄αυτό και εκείνος που έστω και χωρίς να έχει συνείδηση εκ νέου υποδύεται την ιστορία του Μιλαρέπα – τα σχετικά με αυτόν αναλυτικά εκτίθενται στην Εισαγωγή του ανά χείρας.
Εντέλει, ο Τσαρλς επιστρέφει στον κόσμο που είχε αφήσει – «ναι, ήμουν ερωτευμένος με τα νιάτα μου». Πράγματι, «η ζωή, σε αντίθεση με την τέχνη, έχει έναν εκνευριστικό τρόπο να σκοντάφτει και να συνεχίζει τον δρόμο κουτσαίνοντας, ανατρέποντας τις μεταστροφές, καλλιεργώντας το πόσο αδύνατον είναι να ζήσουμε ευτυχισμένοι και ενάρετοι για πάντα…».
Και η θάλασσα, συγχρόνως φυσική και υπερφυσική, άφευκτη και ανέφικτη, άπιστη και άπειρη, τοπίο κάθε επιστροφής, τόπος νόστου, κόλπος ζωοδότης και λίκνο τελικού προορισμού, μεγάλη και ευρύχωρη, λύνει όλους τους κόμπους. Ωθεί τον Τσαρλς Αροουμπάι να αναθεωρήσει. Κι εμείς κλίνουμε το γόνυ σε μια μεγάλη συγγραφέα, σε ένα υψηλό λογοτεχνικό επίτευγμα.
Iris Murdoch, Θάλασσα, θάλασσα, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Gutenberg.