της Όλγας Σελλά
Το σκεφτόμουν, αυτό κυρίως σκεφτόμουν, αρκετή ώρα μετά από την παράσταση «Αίας» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο το περασμένο Παρασκευοσάββατο: τη γλώσσα. Η οποία έχει προσωπικότητα, έχει ηλικία και ιστορικό χρόνο, έχει παιδεία, έχει αγωγή. Την προσωπικότητα, την ηλικία και την εποχή, την παιδεία και την αγωγή του ανθρώπου που την εκφέρει. Και η μουσική –η μουσική που επιλέγουμε ν’ ακούσουμε, η μουσική που ντύνουμε τις στιγμές μας- το ίδιο. Και το σκεφτόμουν γιατί αυτό που κυρίως θεωρώ ως πιο χαρακτηριστική αναντιστοιχία στην παράσταση του «Αίαντα» ήταν η αναντιστοιχία της λόγιας αισθητικής και ύφους μετάφρασης, που υπογράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, με την εντελώς διαφορετικής όψης και ύφους παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αργύρης Ξάφης. Αυτά τα δύο στοιχεία, η μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου και η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, που ποτέ δεν συναντήθηκαν υφολογικά και αισθητικά με όσα συνέβαιναν στην ορχήστρα, υπογράμμιζαν, κυρίως, την προβληματική σκηνοθετική κατεύθυνση της παράστασης. Κι όχι, βεβαίως, γιατί είχαν πρόβλημα η μετάφραση ή η μουσική. Τα αντίθετο. Αλλά γιατί και τα δύο έδιναν ένα τελείως διαφορετικό ύφος στην τραγωδία, που απείχε πολύ από τη σκηνική εικόνα. Κι αυτό είναι πιστεύω –η απουσία αρμονικής σύζευξης των συστατικών στοιχείων μιας παράστασης- μια κρίσιμη σκηνοθετική αδυναμία.
Ο Αργύρης Ξάφης επέλεξε να αντιστρέψει την τραγωδία του Σοφοκλή, και να ξεκινήσει με το δεύτερο μέρος της, μετά την αυτοχειρία του Αίαντα δηλαδή, μια επιλογή που δεν κατέδειξε σκηνικά γιατί επιλέχτηκε. Η σορός του Αίαντα είναι ήδη μπροστά μας, με την Τέκμησσα (Εύη Σαουλίδου) να θρηνεί για την απώλεια και της ατυχία της. Το περιβάλλον είναι ψυχρό, χειμωνιάτικό, η εστία μοιάζει με θερμοκήπιο (;) χωρίς τους μουσαμάδες που το σκεπάζουν, ρημαγμένο (σκηνικά Μαρία Πανουργιά), η Τέκμησσα φοράει πανωφόρι με γούνινη κουκούλα (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη) κι ένας μεικτός χορός οδύρεται μαζί της. Τότε εμφανίζεται ο Τεύκρος (Χρίστος Στυλιανού), ο αδελφός του Αίαντα, οργισμένος από τον πόνο της απώλειας, αλλά και από την απόφαση του Αγαμέμνονα (Νίκος Χατζόπουλος) και του Μενέλαου (Γιάννη Νταλιάνη) να μην ταφεί το πτώμα του Αίαντα. Φοράει την κάπα του νεκρού αδελφού του –όπως έγινε αντιληπτό στο δεύτερο μέρος, που θα ήταν κανονικά το πρώτο, όταν τη φορούσε ο Αίας-, σα να παίρνει τη θέση του δηλαδή, να συνεχίζει, και σε μια κατεξοχήν εξωστρεφή ερμηνεία με πολλή μεγάλη ένταση φωνής, συγκρούεται με τους εκπροσώπους της εξουσίας (Αγαμέμνων, Μενέλαος), που εμφανίζονται φαύλοι, λίγοι, αλαζόνες, ανάλγητοι, επιδεικνύοντας τη θέση τους και τον τρόπο που κυβερνούν μέσα από τα αλλόκοτα κοστούμια τους και κυρίως τα αξεσουάρ που φορούσαν, αλλά και από τον τρόπο που εξέπεμπαν τα λόγια τους. Με μια ηθελημένη υπερβολή σε όλα τα στοιχεία τους, που δημιουργούσε αυτομάτως στον θεατή διάθεση απόρριψής τους. Ο Τεύκρος συγκρούεται και με την Αθηνά (Δέσποινα Κούρτη) που είναι παρούσα στη σκηνή σε όλο το πρώτο μέρος, σαν ξωτικό, σαν σκανταλιάρικό παιδί, απολύτως απομακρυσμένη από όποια θεϊκή υπόσταση. Κάνει high five με τον Οδυσσέα (Δημήτρης Ήμελλος), σκαρφαλώνει στην πλάτη του Τεύκρου, ανακατεύεται με το χορό, και όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί κινούνται περίεργα, σαν ακαθοδήγητα, γεμίζοντας την ορχήστρα μόνο από τη φυσική τους παρουσία. Από κάπου μακριά, έξω από το κοίλον, ακούγονται ήχοι μουσικοί (ωραία ιδέα).
Σ’ αυτό το σκηνικό έρχεται ο Οδυσσέας να συμβιβάσει το αδιέξοδο με τη σοφία και τη διπλωματία του, σε μια από τις ωραιότερες σκηνές του κειμένου. «Τον μισούσα όταν ήταν σωστό να τον μισώ», λέει στον Αγαμέμνονα για τον Αίαντα, μεσολαβώντας για την ταφή του. Και ο Τεύκρος κηδεύει τον αδελφό του και τότε μπαίνουν οι τέσσερις μουσικοί στην ορχήστρα και μας χαρίζουν μία από τις ωραιότερες συνθέσεις του Κορνήλιου Σελαμσή, μόνο που με παρέπεμπε κατευθείαν σε επτανησιακή μπάντα σε λιτανεία, εντελώς δυτικότροπη, εντελώς αταίριαστη με τον σκηνικό χρόνο!
Και αμέσως μετά βρισκόμαστε στο δεύτερο μέρος (δηλαδή στο πρώτο του κειμένου) που ο Αίας (Στάθης Σταμουλακάτος) είναι ακόμα ζωντανός, παιδεύεται και ξεγελιέται από την Αθηνά, σφάζει τα ζώα του στρατοπέδου νομίζοντας ότι σφάζει τους συμπολεμιστές του, και όταν συνέρχεται, θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του: «Ιώ σκότος, δικό μου φως/ έρεβος φωτεινότατο για μένα –Χάρε, είσαι ολόφωτος/ πάρτε με, πάρτε με να κατοικήσω τον Άδη, πάρτε με/ γιατί ούτε στο γένος των θεών/ ούτε και στους ανθρώπους που ζουν μέρα τη μέρα/ τ’ αξίζω να σηκώνω τα μάτια για βοήθεια». Και εμφανίζεται πάλι ο Οδυσσέας που τον ψάχνει ανάμεσα στις σκηνές, (με μουσική ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε Ροζ Πάνθηρα και Πήτερ Σέλλερς) για να του αλλάξει γνώμη. Τα πολύ ωραία χορικά αυτού του σημείου χάθηκαν λίγο στην κίνηση και στο μπες βγες στο «θερμοκήπιο» που είναι πλέον σκεπασμένο με το πλαστικό.
Ο Αίας δεν αλλάζει γνώμη και αποχαιρετώντας τον Ήλιο, τον «αρματηλάτη του ψηλού ουρανού», κάνει ένα salto mortale και πέφτει πάνω στο σπαθί, που ήταν δώρο του Έκτορα, του εχθρού του, και δίνει τέλος στη ζωή του, σε μια από τις πολύ ωραίες στιγμές της παράστασης. Με μόνο το περίγραμμα του σπαθιού, πίσω από την πλαστική λινάτσα να λάμπει μόνο αυτό στην ορχήστρα. Σκοτάδι. Θάνατος. Τέλος.
Πριν από αυτό το τέλος, ο Αίας έχει δύο συγκλονιστικούς μονόλογους, έξοχα μεταφρασμένους από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Όμως η επιλογή του πολύ καλού –σε άλλους ρόλους- Στάθη Σταμουλακάτου σα να γείωσε το ύφος και του Σοφοκλή και της μετάφρασης. Κι έμειναν κάπως οι λέξεις μετέωρες.
Έπιασα τον εαυτό μου, αρκετές φορές, να καθηλώνεται απολαμβάνοντας την ανάγνωση της μετάφρασης από τους υπέρτιτλους, να κοιτάζει τη δράση και της εξέλιξή της στην όρχηστρα και να ξαναγυρίζει στους υπέρτιτλους για να αντιληφθεί το κείμενο –ειδικά σε κάποιες σκηνές, ειδικά σε κάποιες ερμηνείες. Το εντελώς αντίθετο, δηλαδή, από εκείνο που συνέβη μια εβδομάδα νωρίτερα, στον ίδιο χώρο, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στον «Αγαμέμνονα» του Ούρλιχ Ράσε, όταν ο ρυθμός της παράστασης, παρότι στα γερμανικά, μας συνεπήρε τόσο, που αργούσαμε να στραφούμε στους υπέρτιτλους.
Αλλά δεν ήταν αυτό το μόνο πρόβλημα –το χάσμα δηλαδή ανάμεσα στη γλώσσα του κειμένου, με τη «γλώσσα» της σκηνής- στην παράσταση του Αργύρη Ξάφη. Αυτό βέβαια είχε άμεσο αντίκτυπο στις ερμηνείες, που έδωσε άλλη προσωπικότητα σε αρκετούς από τους ρόλους. Ξεχώρισαν η Εύη Σαουλίδου και ο Δημήτρης Ήμελλος που έφεραν μια διαφορετική θερμοκρασία στις ερμηνείες τους. Οι υπόλοιποι, έμπειροι ηθοποιοί, ακολούθησαν με πλήρη επάρκεια τις σκηνοθετικές οδηγίες, ενώ ο Χρίστος Στυλιανού και ο Στάθης Σταμουλακάτος έδωσαν μια παραπάνω εξωστρέφεια στην ερμηνεία τους. Ο χορός, παρότι ακαθοδήγητος και συχνά αμήχανος στο χώρο, είχε καλές ερμηνευτικές και κινησιακές στιγμές (από τις ωραιότερες εκείνη που με το πουκάμισό του ένα μέλος του χορού «δέρνει» τον αέρα από τη θλίψη του για το θάνατο του Αίαντα), ενώ ακατάτακτα ήταν τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.
Συνολικά η παράσταση του Αργύρη Ξάφη είχε πολλά διαφορετικά στοιχεία, πολλές διαφορετικές ιδέες, που δεν κατάφεραν να γίνουν ενιαίο σύνολο και ως εκ τούτου να μεταδώσουν τις αποχρώσεις των χαρακτήρων και των λόγων τους.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης, Δραματουργική επεξεργασία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Αργύρης Ξάφης, Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής, Χορογραφία: Χαρά Κότσαλη, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτις: Μαρία Σαββίδου, Φωνητική προετοιμασία: Απόστολος Κίτσος, Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Μάγια Κυριαζή, Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Αθανασοπούλου, Βοηθός σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Β΄ Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Σταθοπούλου , Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Φωτογράφος παράστασης: Κάρολ Γιάρεκ
Δημιουργία βίντεο: Θωμάς Παλυβός
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Δημήτρης Ήμελλος Οδυσσέας
Δέσποινα Κούρτη Αθηνά
Γιάννης Νταλιάνης Μενέλαος
Εύη Σαουλίδου Τέκμησσα
Στάθης Σταμουλακάτος Αίας
Χρίστος Στυλιανού Τεύκρος
Νίκος Χατζόπουλος Αγαμέμνων
Στο ρόλο του μικρού Ευρυσάκη εμφανίζονται σε διπλή διανομή ο Τάσος Μικέλης και ο Κωνσταντίνος Σπανός.
Χορός (αλφαβητικά)
Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς , Λάμπρος Κωνσταντέας , Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός.
Μουσικοί επί σκηνής (αλφαβητικά)
Μάνος Βεντούρας κόρνο, Σπύρος Βέργης τρομπόνι, ευφώνιο, Στέφανος-Σπυρίδων Δαφνής τρομπέτα, φλικόρνο, Μενέλαος Μωραΐτης τούμπα.