του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο David Park γεννήθηκε το 1953 στο Μπέλφαστ, ζει στο Κάουντι Ντάουν της Βόρειας Ιρλανδίας, έχει γράψει δέκα βιβλία κι έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις. Πέρσι πρόσθεσε στη λίστα των ευσήμων του το βραβείο για το Ιρλανδικό Μυθιστόρημα της Χρονιάς, που του απονεμήθηκε για το Ταξιδεύοντας σε ξένη γη – έργο το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, σε πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Μάντη. Βασισμένο σε μια μακρά πεζογραφική παράδοση, που συνδυάζει τη χριστουγεννιάτικη ιστορία, τις χειμωνιάτικες διηγήσεις τρόμου και την αγγλοσαξονική θρησκευτική υμνολογία των μοναχικών προσκυνητών, σε μια διαδρομή αυτοκαθαρμού και εξιλέωσης (βλ. τις πυκνές παρατηρήσεις του μεταφραστή στην εισαγωγή του), το βιβλίο του Παρκ ξεδιπλώνει την πορεία ενός φωτογράφου από τα περίχωρα του Μπέλφαστ προς το Σάδερλαντ της βορειοανατολικής Αγγλίας κατά τη διάρκεια μιας πρωτοφανούς κακοκαιρίας. Σκοπός του Τομ είναι να διασχίσει το παγωμένο τοπίο σε Ιρλανδία και Βρετανία για να φέρει πίσω τον γιο του, εν όψει των διακοπών των Χριστουγέννων.
Οι πτήσεις έχουν απαγορευτεί λόγω του καιρού, το χιόνι έχει κατακλύσει τα πάντα και μολονότι τα χέρια του Τομ μένουν κολλημένα στο τιμόνι του αυτοκινήτου, το βλέμμα και ο νους του βυθίζονται στον λευκό περίγυρο του ταξιδιού, ο οποίος από τη μια πλευρά αλλάζει συνεχώς, εξαιτίας της μετακίνησης, ενώ από την άλλη επηρεάζει συντριπτικά τη συνείδηση και τον ψυχισμό του οδηγού με την ομοιομορφία και την ακινησία του. Γρήγορα καταλαβαίνουμε πως ο τρόμος των χειμωνιάτικων διηγήσεων και το φωτεινό ή σκοτεινό κλίμα της χριστουγεννιάτικης ιστορίας βρίσκονται στην πραγματικότητα πολύ μακριά από το βιβλίο του Παρκ. Εκείνο το οποίο βαθμιαία επικρατεί, για να γίνει εντέλει το κυρίαρχο στοιχείο, είναι η βασανιστική συνθήκη της επεξεργασίας της ενοχής, που θα επιφέρει (αν θα την επιφέρει εντέλει) την εξιλέωση.
Φωτογραφίζοντας με το μάτι, εν είδει επαγγελματικού αντανακλαστικού, την καταβάλλουσα λευκότητα η οποία τον περιβάλλει, ο μοναχικός πατέρας είναι αναγκασμένος να συνομιλήσει έως εσχάτων με το φάντασμα του άλλου του γιου, για τον θάνατο του οποίου θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό του. Και οι εικόνες αυτού του γιου, οι εικόνες της καταβύθισής του στα σκληρά ναρκωτικά και στον εκμηδενισμό, που ανάγκασαν τον πατέρα να τον διαγράψει εν ζωή μέχρι να επέλθει ο πραγματικός θάνατος, έρχονται να γίνουν ένα με τα πλάνα του λευκού τοπίου, όπως γεννιούνται και σχηματίζονται στον νου του φωτογράφου – όπως έχουν σφηνωθεί σε μια πατρική μνήμη χωρίς λυτρωμό.
Ο Παρκ διαλέγει έναν υπερβολικά συμβολικό τρόπο για να επιτρέψει στον Τομ να σπάσει την αλυσίδα των ενοχών του (ένα άγαλμα αγγέλου), κι αυτό κάπως ουδετεροποιεί την αμεσότητα της αφήγησης, από την άλλη, όμως, μεριά, παραμένουν και λειτουργούν στο ακέραιο όλα τα οδόσημα του εξαρχής δύστροπου και δύσκολου ταξιδιού του: οι περισπασμοί των σταθμεύσεων, που σηματοδοτούν ένα αίσθημα αλληλεγγύης, με την εκ των πραγμάτων έξοδο από την περιχαράκωση της ενδοσκόπησης, η πιεστική λειτουργία της μνήμης, που μετατρέπεται σε σάρκα εκ της σαρκός του ήρωα, το άγχος της εκπλήρωσης του οδικού προορισμού, αλλά και, εν κατακλείδι, η εξοικείωση με το εσωτερικό χάος και η έστω τραυματική κατανίκηση και υπέρβασή του. Ένας συγγραφέας που αξίζει κάθε κόπο να προσέξουμε.
info: David Park, Ταξιδεύοντας σε ξένη γη. μτφρ. Νίκος Α.Μάντης, Aldina-Gutenberg