Δώρα Μέντη
Ανάμεσα στα 42 υποκεφάλαια που συγκροτούν το βιβλίο Στον ανήσυχο μαθητή μου του Αντώνη Καρτσάκη παρακολουθούμε με ενδιαφέρον το ηθικό και επαγγελματικό ανάπτυγμα ενός εκπαιδευτικού που πιστεύει στη νεότητα και καθοδηγείται από αυτήν. Το βιβλίο αναδεικνύει εξαρχής την αμφίδρομη επικοινωνία, καθώς αποτελεί ουσιαστικά μια ανοικτή επιστολή με αποδέκτη τον μαθητή, τον νέο συνάδελφο, τον σκεπτόμενο αναγνώστη. Πρόκειται για μια ανοικτή και ανοιχτόκαρδη επιστολή, γιατί ο συγγραφέας της είναι πλούσιος σε εμπειρίες, καθώς είχε την τύχη να υπηρετήσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση την καλύτερή της εποχή: ξεκινώντας από την ευοίωνη εποχή της μεταπολίτευσης και συνεχίζοντας, από διάφορες θέσεις και μετερίζια, τον ενεργό εκπαιδευτικό βίο του Δάσκαλου, του Διευθυντή και του Σχολικού Σύμβουλου. Όλη αυτή η δημιουργική ατμόσφαιρα υφαίνει τον ιστό της σε όλο το βιβλίο, μεταγγίζοντας τη χαρά και το μύρο μιας καβαφικής μνήμης, μετά την αποχώρηση του συγγραφέα από την εκπαίδευση. Με γνήσιο ενδιαφέρον για όσους παραμένουμε, μας μεταφέρει τη συνδυαστική του αντίληψη «παίζοντες άμα και σπουδάζοντες», αλλά, οπωσδήποτε, «εν ου παικτοίς».
Οι διάφορες θέσεις και οι διαδοχικοί ρόλοι που έπαιξε στην εκπαίδευση ο Καρτσάκης συμπλέκονται στο βιβλίο παράλληλα με την ανήσυχη διάθεση, τη θεωρητική του μεθοδολογία και τους πειραματισμούς. Ο βίος του διδάσκοντα ως αεί διδασκόμενου ξεκινά τη δεκαετία του ’60 από τα μαθητικά θρανία μιας κωμόπολης στο νομό Ηρακλείου όπου κάποιοι φωτισμένοι καθηγητές, με πενιχρούς μισθούς και αγάπη για τη δουλειά τους, κέρδισαν τον μικρό μαθητή και τον μύησαν στο δημοτικό τραγούδι, στον Ερωτόκριτο, στον Παπαδιαμάντη. Ο μαθητής μεγαλώνει γοητευμένος από το μεράκι του δάσκαλου και ακολουθεί σταθερά τον ίδιο δρόμο όχι μόνο στο μάθημα μα και σε κάθε παράμετρο της σχολικής ζωής: το διάλειμμα, τις εθνικές γιορτές, τα κενά, τις καταλήψεις, τους βαθμούς, τις εκδρομές, τις δραστηριότητες, τη βιβλιοθήκη, τις συνεδριάσεις, ακόμα και τις απουσίες που δεν έκανε: «Κύριε, γιατί δεν αρρωσταίνετε;». Από το σχολείο θηλέων, μέχρι τις εσχατιές της νότιας Κρήτης’ από τα σχολεία της πρωτεύουσας, τις μεταπτυχιακές σπουδές και το διδακτορικό στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Ρεθύμνου ως την κεντρική επαναφορά στη δευτεροβάθμια του Ηρακλείου, οι αναμνήσεις του μάχιμου εκπαιδευτικού αποτελούν τον κεντρικό άξονα της κριτικής περίσκεψης πάνω σε φλέγοντα ζητήματα που επανέρχονται σε καθημερινή βάση στα σχολεία μας.
Νεότερη κατά αρκετά έτη, με 26ετή εκπαιδευτικό βίο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με ανάλογη κοσμοαντίληψη, δέχτηκα με χαρά να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο γιατί με αγγίζει ο προβληματισμός, με ενδιαφέρει η στάση του και κατευθύνομαι συνειδητά στην ίδια ρότα: με λογισμό και με όνειρο. «Όσο περνάν τα χρόνια μου / κι όσο περνώ με κείνα», μες στα γρανάζια ενός ξέφρενου και άσκοπου μεταμοντερνισμού, δεν περιμένω πια το «ξημέρωμα» μιας άλλης προηγμένης ή καινούριας εποχής, μα αναστοχάζομαι, ολοένα και περισσότερο «χωρίς να φωνασκώ και να συμφύρομαι», με μόνιμη επωδό τους στίχους του κοινού αγαπημένου μας Μανόλη Αναγνωστάκη. Δεν είναι λίγες οι φορές που η σχολική ζωή έχει ανάγκη τις «στοχαστικές προσαρμογές» αλλά και το παράδειγμα, μια παραγκωνισμένη, σήμερα, αξία βιωματικής μάθησης με δοκιμασμένη και μακραίωνη διαδρομή. Γιατί κατά κύριο λόγο ο δάσκαλος εξακολουθεί να επενδύει έργω και λόγω στο έμψυχο υλικό, εξερευνά μαζί του την παραδομένη γνώση, στοχεύει στην επικοινωνία και συνεχώς μετέρχεται τέχνες κινητοποίησης και πειθούς που τον κρατούν σε εγρήγορση, θέλει να παραμείνει αληθινός ανάμεσα στους ολοένα και περισσότερο εθισμένους στην εικονική πραγματικότητα μαθητές του.
Κι ερχόμαστε τώρα στο διακύβευμα τόσο για τον μαχόμενο δάσκαλο όσο και για τη σχέση της παιδείας με την πολιτεία: ποια γνώση έχει σήμερα αξία μες στη γοργά μεταβαλλόμενη και ανεπεξέργαστη εποχή μας; Αυτή η παράμετρος δεν ξεφεύγει στιγμή από την οπτική του συγγραφέα, ο οποίος πιστεύει ότι ο θεσμός της εκπαίδευσης έχει αποστολή να διαμορφώσει την αυριανή κοινωνία, τον μελλοντικό πολίτη, να καλλιεργήσει την κριτική σκέψη, το μη χειραγωγήσιμο, δημοκρατικό άτομο. Τι κάνουμε λοιπόν ως λειτουργοί όταν το σχολείο ευνοεί τη μηχανιστική λογική, στερεί τους μαθητές από την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις για το αντίθετο και τις συχνές μεταρρυθμίσεις; Για να μην φτάσουμε στη θλιβερή παραδοχή «ο δάσκαλος ένα κενό πίσω από τις εξαγγελίες», παραφράζοντας τον σκοτεινό σεφερικό στίχο, καλό θα ήταν να απομακρύνουμε από την έδρα μας την αμάθεια και τον αυτοσχεδιασμό, που είναι καλός στο θέατρο αλλά όχι στην τάξη, και να αποφύγουμε τις ηχηρές σειρήνες της καινοτομίας. Μπορούμε, αντίθετα, με καιρό και με κόπο να ενθαρρύνουμε την καινοτόμο διάθεση των μαθητών μας γύρω από τις πολλές και διάφορες κλίσεις, ενδιαφέροντα και δεξιότητες, καθώς αυτή είναι η επιλογή που μας ανοίγει το δρόμο για τη δημοκρατική διαχείριση της τάξης και για τη διαμόρφωση του κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος για την οικοδόμηση της γνώσης. Τα μέσα είναι πολλά δοκιμασμένα και διαθέσιμα, όπως τα αξιοποίησε σε όλη τη θητεία του ο έμπειρος Καρτσάκης με σκοπό την προσέγγιση των διδασκόντων με τους διδασκόμενους, και την απομάκρυνση από το ρόλο του απρόσωπου μεσολαβητή που καλύπτεται πίσω από το οχυρό της όποιας εξουσίας ή της αυθεντίας του. Το οχυρό αυτό δεν το έχει ανάγκη ένας σύγχρονος παιδαγωγός, όταν, εξοπλισμένος με θεωρία και μελέτη, χειρίζεται τη νεανική ορμή ώστε να κινητοποιεί τη σκέψη, αποδίδοντας κοινωνικό έργο και ποιοτική διαπαιδαγώγηση. Ο Καρτσάκης είναι σίγουρα μια ανήσυχη συνείδηση αλλά και ένας πολύ καλά διαβασμένος δάσκαλος, όπως πιστοποιούν οι πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές και οι ενσωματωμένες στην αφήγηση σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Είναι ανοικτός επίσης σε νεότερους πειραματισμούς, καθώς, ιδιαίτερα στη διάρκεια της σύντομης θητείας του ως Σχολικός Σύμβουλος, ενθάρρυνε τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, και συμπαραστάθηκε στον ανοιχτόμυαλο-οραματιστή δάσκαλο, προβάλλοντας τις καλές πρακτικές που άντλησε και εφάρμοσε μαζί με το αξιόλογο και παραγωγικό εκπαιδευτικό δυναμικό της περιφέρειάς του.
Ποιος ρόλος υπερισχύει τελικά στον συγγραφέα; Διαβάζοντας κι εσείς το βιβλίο νομίζω ότι θα απαντήσετε χωρίς δεύτερη σκέψη ότι ο συγγραφέας θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο της τάξης, σύμφωνα και με την εκτίμηση όσων ευτύχησαν να είναι μαθητές του. Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου πρωταγωνιστεί η ανατροφοδότηση της γνώσης από και προς τα μαθητικά θρανία, από την πρώτη ως την τελευταία σειρά. Οι ρόλοι του Διευθυντή και του Σχολικού Συμβούλου επισκιάζονται εμφανώς από τον καθηγητή που διδάσκει καθημερινά στο Λύκειο λογοτεχνία, έκθεση, ιστορία, αρχαία.
Σε ποιον άραγε απευθύνεται η επιστολή που περιέχει αυτό το βιβλίο; Στον ανήσυχο μαθητή; Ναι, αλλά όχι μόνο. Απευθύνεται σε όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία: στον μαθητή, στον καθηγητή, στον γονιό, στον Διευθυντή, στον Σχολικό Σύμβουλο, γιατί όλοι εμείς που ζούμε καθημερινά το σχολείο και μοιραζόμαστε την κοινή αγωνία, αναγνωρίζουμε στις σελίδες του κομμάτια του εαυτού μας. Ανάμεσα στις αρετές του βιβλίου συγκαταλέγονται η αφοπλιστική ειλικρίνεια, η απολογιστική αλλά και αξιολογική διάθεση, το εξομολογητικό ύφος, ο ευθύβολος λόγος, η πείρα και η πυρά του δάσκαλου. Δεν πρόκειται ωστόσο για τα απομνημονεύματα ενός καθηγητή, ούτε για μια πιστή καταγραφή της εκπαιδευτικής του πορείας. Από τη μια μεριά, τα επαγγελματικά βιώματα τον ωθούν να θίξει τα χρόνια ζητήματα της παιδείας, να συζητήσει τα τρωτά και να προβληματίσει τον αναγνώστη. Από την άλλη, γράφει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, με λογοτεχνικό χρωματισμό και χιουμοριστική επένδυση, χάρη στη συχνή αναφορά ευτράπελων περιστατικών που όλοι διαθέτουμε και, προφανώς, νοσταλγικά ανακαλούμε με την ευκαιρία της ανάγνωσης. Η αφήγηση άλλωστε δεν είναι γραμμική, έχει ανακολουθίες, αναδρομές, εσωτερικούς μονολόγους και επαναλήψεις, σάτιρα και αυτοσαρκασμό που διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Παράλληλα το βιβλίο αποτελεί ένα ημερολόγιο εφηβείας, μνήμης κι αγάπης για ολόκληρη τη σχολική κοινότητα: από «τη μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ» που πλημμυρίζει με την ηλικία της την τάξη ως τον ανήσυχο μαθητή που μας αμφισβητεί σταθερά από το τελευταίο θρανίο.
Info: Αντώνης Καρτσάκης, Στον ανήσυχο μαθητή μου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2015