του Βαγγέλη Ραπτόπουλου
Υπάρχουν δύο τρόποι να μιλήσω για τη λογοτεχνία του Μάριου Χάκκα. Ο ένας θα ήταν να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το έργο του, το οποίο εξάλλου δεν είναι και τόσο εκτενές, άρα πρόκειται για κάτι εφικτό, και να αποπειραθώ να γράψω ένα σχετικά εμπεριστατωμένο δοκίμιο. Και ο άλλος, να κλείσω τα μάτια και να προσπαθήσω να αναλογιστώ ποια είναι τα σημαντικότερα πράγματα που ξέρω για τον δημιουργό του «Μπιντέ» και του «Κοινοβίου» (τα αγαπημένα μου βιβλία του), τι μένει στη μνήμη μου γι’ αυτόν και το έργο του, ποια είναι τα κυριότερα, το ψαχνό. Καταγράφοντάς τα, ίσως σταθώ τυχερός και το κείμενό μου αυτό έχει περισσότερη φρεσκάδα και δυναμισμό.
Επέλεξα τον δεύτερο τρόπο, κι αποφάσισα να μην ξαναδιαβάσω σχεδόν τίποτα δικό του. Γράφω «σχεδόν», επειδή δεν κρατήθηκα τελικά, και ρούφηξα απνευστί το εξαιρετικά σύντομο, όπως τα περισσότερα γραπτά του Χάκκα, ομώνυμο διήγημα από τον «Μπιντέ», που εξακολουθεί να είναι τόσο ζωντανό και σπαρταριστό, σαν να γράφτηκε μόλις χτες ή ίσως αύριο. Και τώρα κινδυνεύω να μοιάσω με εκείνον τον παραδοξολόγο και κυνικό Άγγλο κριτικό, που δήλωνε ότι αποφεύγει να διαβάσει τα έργα των λογοτεχνών τους οποίους κρίνει, προκειμένου να μην επηρεαστεί.
Πριν περάσω όμως στα λίγα πράγματα που κρατάω από το έργο του Χάκκα, θα ήθελα να αναφερθώ σε όσα κρατάω από τον ίδιο και τη ζωή του. Γεννιέται το 1931 στη Φθιώτιδα και μεγαλώνει στην προσφυγομάνα, λαϊκή και αριστερή ως τα μπούνια, Καισαριανή, στοιχεία που σφραγίζουν ανεξίτηλα και τον ίδιο και τα γραπτά του. 23 χρονών συλλαμβάνεται από το μετεμφυλιακό κράτος και καταδικάζεται σε τετραετή φυλάκιση. Η τραυματική σχέση του με την κομματική Αριστερά (ΕΔΑ) λήγει το 1966. Καρκίνος στα νεφρά το 1969, που τον βασανίζει από κει και πέρα, και σαν να τον ωθεί να γράφει ακατάπαυστα. «Ο μπιντές» εκδίδεται δυο χρόνια πριν πεθάνει στα 41 του, ενώ «Το κοινόβιο» κυκλοφορεί μετά θάνατον.
«Ο μπιντές», όχι ολόκληρο το βιβλίο, αλλά το ομώνυμο διήγημα, παρότι μια σταλιά, καθρεφτίζει ολόκληρη την υπό μετάλλαξη ελληνική κοινωνία: από την κυρίαρχη αγροτική ζωή στην κυρίαρχη μικροαστική, μέσα στη δεκαετία με τις κοσμογονικές αλλαγές, τη δεκαετία του ’60. Από την τούρκικη τουαλέτα εκτός σπιτιού, στο χωράφι ή στην αυλή («καμπινέ» την αποκαλεί ο Χάκκας, όπως όλοι τότε), στην τουαλέτα εντός, κι όχι απλώς με λεκάνη, αλλά και με μπιντέ.
«Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα», γράφει ο αφηγητής του διηγήματος για τον μπιντέ, το πολυτελές αυτό, για εκείνη την εποχή, είδος υγιεινής, «μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ‘να μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά».
Ώσπου, στο τέλος, στην αριστουργηματική κατακλείδα αυτής της βαθιά ειρωνικής (όπως όλο το όψιμο έργο του Χάκκα) αφήγησης, διαβάζουμε τη μεταφορά που δηλώνει τη μετάλλαξη ολόκληρης της νεοελληνικής κοινωνίας, τη γενίκευση της περίπτωσης του πρωταγωνιστή και την αναγωγή της σε κάτι ευρύτερο: «Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας».
Το βασικό ερώτημα όμως είναι: γιατί γνώρισε την επιτυχία που γνώρισε (ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη, εντυπωσιακή· κυκλοφοριακή επιτυχία αφενός, αλλά και ακτινοβολία έντονη σε ένα ικανό μέρος του αναγνωστικού κοινού) στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο Χάκκας; Ούτε φιλόδοξα μυθιστορήματα-τοιχογραφίες έγραψε, ούτε τίποτε. Κάτι διηγηματάκια μόνο. Στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, νομίζω ότι κανείς άλλος δεν κατάφερε κάτι παρόμοιο.
Υπάρχουν δύο βασικές αιτίες, κατά τη γνώμη μου, πέρα από το αναντίρρητο ταλέντο του συγγραφέα, χωρίς το οποίο τα υπόλοιπα δεν θα είχαν την παραμικρή σημασία. Η πρώτη αιτία θα γίνει σαφής αν συνοψίσω το διήγημά του «Τα κόκκινα μυρμήγκια», που θα πρέπει να πρωτοδιάβασα στο περιοδικό «Αντί», του αείμνηστου Χρήστου Παπουτσάκη. Παρακολουθώντας τα μυρμήγκια στο προαύλιο της φυλακής, ο κρατούμενος πρωταγωνιστής νιώθει ότι ταυτίζεται με τα μαύρα, δηλαδή δεν ανήκει στις τάξεις των κόκκινων μυρμηγκιών, που είναι οι πιστοί στην κομματική γραμμή συγκρατούμενοί του (όπως ήταν και ο ίδιος στο παρελθόν). Αυτό είναι ό,τι θυμάμαι από το διήγημα, μετά από τόσα χρόνια. Σαν να εκφράζεται εκεί μια κριτική στάση απέναντι στον σταλινισμό, ανάλογη ίσως με αυτήν του Τσίρκα στις «Ακυβέρνητες πολιτείες» ή του Μίσσιου στο «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;». Με αποτέλεσμα να μείνει ο Χάκκας μέσα μου συνδεδεμένος με το να είναι κανείς ανένταχτος αριστερός, χωρίς κομματική ταυτότητα, αιρετικός, ένας αριστερός διαμαρτυρόμενος απέναντι ακόμη και στην ίδια την Αριστερά, που λέει ο λόγος.
Δεύτερη και κυριότερη αιτία ήταν το ύφος του Χάκκα, το καθόλου συμβατικό, ανατρεπτικό, υπερβολικά άμεσο και προφορικό ύφος του, που, όπως έγινε αντιληπτό και από τα ελάχιστα αποσπάσματα του «Μπιντέ» που παρέθεσα προηγουμένως, έσταζε ειρωνεία. Μια ειρωνεία καινοφανή τότε, που αναιρούσε και δυναμίτιζε τον συναισθηματικό ουμανισμό ο οποίος κυριαρχούσε, και ταυτόχρονα προοιώνιζε τον φονικό κυνισμό μεταγενέστερων γενεών, όπως η ψηφιακή, ας πούμε. Το μοναδικό αυτό, όλο ειρωνεία και αυτοσαρκασμό ύφος του, ο Χάκκας το σφυρηλάτησε και το κέρδισε, το κατέκτησε μαθαίνοντας ότι νοσεί από καρκίνο και τα ψωμιά του είναι μετρημένα. Και αποφάσισε να γράψει-μιλήσει αντισυμβατικά, χωρίς να κρατάει τους τύπους, οδηγήθηκε στο να τα πει έξω από τα δόντια, εκπέμποντας ειρωνεία τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς ολόκληρη την κοινωνία, προς τη ζωή την ίδια. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, και τα θέματά του ήταν ανάλογα, βιωματικά και ταιριαστά με τον εξομολογητικό, χειμαρρώδη χαρακτήρα της γραφής του, μια εξίσου αντισυμβατική, ανατρεπτική θεματολογία.
Η κοινωνία επιβάλλει ένα είδος υποκρισίας, μια λογοκρισία σε ό,τι λέμε και κάνουμε. Ο βαθμός ειλικρίνειας και αλήθειας που περιέχει ένα βιβλίο, το προβιβάζει σε πραγματικά καλό και το κάνει να αντέχει στον χρόνο. Οι δύο φράσεις που προηγήθηκαν θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράφουν τη λογοτεχνία του Μάριου Χάκκα.
Μ. Χακας: “η δύναμις μου εν ασθενεια τελειουται”
Δεν περιέγραφε, ούτε κατέγραφε, πολλώ μάλλον δεν αντέγραφε της ματιας του είδωλα, μα έδινε ο. τι πολύτιμο και μοναδικό, από την καταβυθιση στην ύπαρξη του–όσο καθημαγμενη, συγκλονιζε με την ειλικρινεια της