(Με το άρθρο αυτό κλείνει το ο αφιέρωμα στον Μάριο Χάκκα που επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)
του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Ο Χάκκας γεννήθηκε τό 1931 στή Μακρακρώμη της Φθιώτιδας και τον Ιούλιο του 1935 η οικογένεια του ήρθε νά έγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, σε ένα πλινθόκτιστο προσφυγικό σπίτι της Καισαριανής. Ζεί έπομένως τον πόλεμο και κυρίως την Κατοχή και τον Εμφύλιο από την προνομιακή θέση τοϋ Καισαριανιώτη· προνομιακή με την έννοια ότι του παρέχει τη δυνατότητα, θέλοντας και μη θέλοντας (στον Χάκκα βεβαίως θέλοντας), να ζήσει την κρίσιμη ιστορική περίοδο σε ένα γεωγραφικό σημείο στο οποίο παρουσίαζε πολύ μεγάλη πύκνωση και ένταση.
Μετά το τέλος του Εμφυλίουο ο Χάκκας θα ζήσει, από το 1950 ως το 1969, μιά ζωή που είχε όλα τα στοχεία της βιογραφίας ενός ενεργοϋ, οργανωμένου αριστερού:
—Δυσκολία πρώτα-πρώτα, λόγω κοινωνικών φρονημάτων, να βρει δουλειά (δίνει έξετάσεις στον ΟΤΕ το 1951 αλλά δεν προσλαμβάνεται).
—Έντονη πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα (μέλος της ΕΔΑ από το 1952 και εκ των ιδρυτών, την ίδια χρονιά, της Φιλοπροοδευτικής ‘Ενωσης Νέων, ΦΕΝ, ενός πολιτιστικού συλλόγου στην Καισαριανή).
—Φυλακή (το 1954 δικάζεται με τον 509 και καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια κάθειρξη, ποινή την οποία εκτίει στις φυλακές της Καλαμάτας, ένα χρόνο, και της Αίγινας τα ύπόλοιπα τρία).
—Μουλαράς στο στρατό (1958-1960).
Οί σχέσεις μέ την άριστερά δεν ήταν ανέφελες, λένε, και σωστά μάλλον λένε, μολονότι κανείς δεν έχει προσκομίσει τεκμήρια για αυτην τη διαφωνία ή σύγκρουση. Πάντως ορισμένα διηγήματα από τον Τυφεκιοφόρο τοϋ έχθροϋ (1966) την πιστοποιούν, όπως, επί παραδείγματι, «Τό ζήτημα» (κριτική της ξύλινης και άνούσιας κομματικής γλώσσας), «Οι κουφοί» (ο κουφός παππούς μεταδίδει στον γιό του τίς άρχές τοϋ κινήματος, ο γιός όμως είναι και αύτός κουφός και όλοι γενικώς είναι κουφοί…) ή «Ή σύσκεψη» (η οποία συνεχίζεται ατέρμονα, γίνεται για να γίνεται, έγκλωβίζοντας όσους παίρνουν μέρος σέ αύτην). ‘Οποιες πάντως και αν είναι οι συγκρούσεις, ο Χάκκας το 1964 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής (πρώτος σε σταυρούς της παράταξης που πλειοψήφησε). Το 1967 συλλαμβάνεται και κρατείται ένα μήνα στην Ασφάλεια Παγκρατίου.
Τό 1969 ό Μάριος Χάκκας αρρωσταίνει από καρκίνο και ή ζωή του και τό έργο του παίρνουν άλλη τροπή. Τα χρόνια της άρρώστιας είναι χρόνια πυρετικής συγγραφικής δουλειάς ενός άνθρώπου που επείγεται, γιατί ξέρει πώς δέν έχει περιθώρια. Τον Νοέμβριο τοϋ 1970 κυκλοφορεί ό Μπιντές και άλλες ιστορίες και το 1972, μιά-δυό μέρες μετά το θάνατό του, έκδίδεται το Κοινόβιο.
Χωρίς τον Μπιντέ και το Κοινόβιο σήμερα δεν θα μιλούσαμε εδώ ή όπου αλλού για τον Χάκκα. Με το ‘Όμορφο καλοκαιρι, ποιήματα (1965), τον Τυφεκιοφόρο τοϋ έχθροϋ και την Ένοχη (1971, τρία μονόπρακτα, γραμμένα το 1966 τα δύο πρώτα και το 1970 το τρίτο), θα έξασφάλιζε άσφαλώς δυό-τρείς παραγράφους σε μιά ιστορία της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, αλλά δεν θά ήταν δυνατον να γίνεται λόγος για το έργο του Χάκκα. Τώρα όμως τα πράγματα είναι ολότελα διαφορετικά– με τα δυό αύτά βιβλία συγκροτείται έργο, έργο πού θα μείνει, λίγο αλλά γερό, ένα έργο που κατέχει την όλοδική του θέση στή χρυσή αλυσίδα της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.
Σε αύτό το έργο θα άναφερθούμε και εμείς σήμερα. Αυτός είναι ο Χάκκας «tei qu’en lui-méme enfin» ο θάνατος (και όχι η αιωνιότητα, όπως ορίζει το περίφημο σονέτο του Μαλλαρμέ) «le change». Ο θάνατος άλλωστε είναι και το θέμα του έργου αύτου. Δεν είναι ούτε το ΕΑΜ ούτε η Κατοχή ούτε η Αντίσταση ούτε ή Καισαριανή άλλα ο θάνατος. “Οχι ό θάνατος γενικά και άόριστα ως άφευκτο τέρμα του βίου, ούτε ο θάνατος του άλλου, άλλά ο δικός του θάνατος που μετά βεβαιότητας επίκειται — εξού και ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Μπιντέ και του Κοινοβίου. Τον χωρίζουν από αύτον μήνες, έβδομάδες, μέρες, ποιος ξέρει;, και αυτός δεν έχει «κέρμα παράτασης» να ρίξει, ώστε νά πιάσει «το μέσο ποσοστό της ζωής» («Γκορπισμός», Ό μπιντές, σ. 68). Θά ήταν όμως ορθότερο, πιστεύω να λέγαμε ότι το θέμα του Χάκκα δεν είναι άκριβώς ούτε ο θάνατος, ο δικός του, έστω, θάνατος, άλλά τί γίνεται η ζωή, η δική του ζωή, το παρελθόν της και το παρόν της, όταν ο θάνατος έχει ζυγώσει τόσο κοντά, τί όψη παίρνουν τα πράγματα όταν τα ατενίζει από απόσταση άναπνοής ο θάνατος.
Το επικείμενο τέλος οδηγεί τον σαραντάχρονο Χάκκα στην απελπισία και τον μηδενισμό.[I]
Πώς να με παραδεχτουνε όταν ολοι είναι γραπωμένοι από κάπου κι εγώ τους λέω πώς δέν έχει νόημα ούτε η σκέψη τους ούτε η πράξη τους, δεν έχει νόημα τίποτε (ύπογράμμιση δική μας), ούτε καν αυτές οι φράσεις πολύ περισσότερο οι κακίες μου κι οι καλοσύνες των άλλων που είναι γεμάτες αφέλεια.
(«Κατά Μάικ», Ό μπιντές, σ. 50)
Τίποτα πιά δεν πιστεύω, όλα σαβούρα γιά πέταμα.
(«Τό Κοινόβιο», από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, σ. 14).
Ο μηδενισμός στον Χάκκα παίρνει τη μορφή απελπισμένης προσκόλλησης στη ζωή, γίνεται σπαραχτική κραυγή ζωής, μιας ζωής που για να τη ζήσεις δεν χρειάζεται να τη μεταφράσεις σε ιδέες και αξιες. Το μόνο που μετράει είναι η ζωή στα πρωτογενή βιολογικά συστατικά της, το νυν της ζωής που δεν έχει άνάγκη να το ύποστηρίζει κανένα αεί.
[…] Τό μόνο πού ύπάρχει είναι ή στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ με αυτό το σουλούπι και τουτη τη φάτσα μέσα στο χώρο, κι αυτό είναι ολο, […] ξέροντας πως κανένας άλλος δεν εκτόπισε ακριβώς τον ίδιο όγκο αέρα, στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή, κι αυτό είναι. Πάρα πέρα δεν έχει.
(«Κατά Μάικ», Ό μπιντές, σ. 51)
Δεν θέλω […] ιδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν ν’ άγαπας τό φορτίο σου, σου άνοίγουν ένα κάποιο παράθυρο και τραβάς πρός τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει η ζωή σου και μένεις μ’ ένα νεκρικό χαμόγελο πρός το δραμα.
(Στο ίδιο, σ. 49).
Ό ετοιμοθάνατος όμως αύτός άνθρωπος, ο απελπισμένος μηδενιστής, ό όποιος τό μόνο πού θέλει είναι «νά εξαφανιστεί σέ σπουδαίες άγκαλιές, σέ οξείες γωνίες μέ ατέρμονα σκέλη» (Στό ίδιο, σ. 49), ήταν αριστερός και μάλιστα διαμορφωμένος κατά τη δεκαετία ’40-’50 και επιπλέον ή ζωή του παίζει και ένα άλλο παιχνίδι: ή θανάσιμη αρρώστια τον χτυπάει στά χρόνια της χούντας, όταν οί δοσίλογοι, κατά τό λεξιλόγιο τοϋ Χάκκα, είναι στην έξουσία.
Ή Αριστερά, όπως κάθε ομάδα, και δή ομάδα ιδεολογική, επιφορτισμένη με σωτηριώδη ιστορική αποστολή, χωρίζει τους άνθρώπους στους «δικούς μας» και στους «άλλους». Οι «δικοί μας» μάλιστα, στην περίπτωση ενός άριστερού πλασμένου στή δεκαετία τοϋ ’40, δεν είναι απλώς οι ομοϊδεάτες αλλά εκείνοι μέ τους οποίους εχεις ζήσει σκληρές και δύσκολες στιγμές, έχεις μοιραστεί ταλαιπωρίες, διωγμούς, φυλακίσεις, έχεις δεθεί ακόμη μαζί τους μέ τον πανίσχυρο δεσμό του θανάτου. Όσο για τους «άλλους» δεν είναι απλώς οι πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά οι δοσίλογοι, οι συνεργάτες των Γερμανών, οι χαφιέδες, οι βασανιστές, άνθρωποι δηλαδή με τους οποίους δεν σε χώρισαν απλώς ιδέες αλλά αίμα.
Στον Μπιντέ και το Κοινόβιο, σε αυτά τα διηγήματα της απελπισίας και του μηδενισμού, υπάρχει έντονη και κυριαρχική η παρουσία της Κατοχής και του Εμφυλίου (ένώ απουσιάζουν, παραδόξως εκ πρώτης όψεως, στα δύο πρώτα βιβλία του). Το ερώτημα που θα θέσουμε, που θα τους θέσουμε, είναι αν υπάρχει εξίσου έντονη και η διαχωριστική γραμμή στους από δω και στους από κει, στους δικούς μας και στους άλλους. Και αν vαι, ποιοι είναι τελικά αυτοί, ποιούς θεωρεί ο Χάκκας ότι είναι οι δικοί του και οι άλλοι;
Το διήγημα «Ή τοιχογραφία», από τον Μπιντέ, αρχίζει με μιά παρατήρηση για την παράσταση «Ό εμπεσών εις ληστάς», τη γνωστή μας δηλαδή παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, στο Μοναστήρι της Καισαριανης. Ο Χάκκας παρατηρεί– εύστοχα -ειρήσθω έν παρόδω οτι η παρατήρησή του αληθεύει όχι μόνον για την παράσταση αυτή αλλά, χωρίς να το ξέρει, γιά όλη τη βυζαντινή ζωγραφική- ότι ο εμπεσών, οι ληστές και ο περαστικός, δηλαδή ο Σαμαρείτης -ο Χάκκας πιθανότατα αγνοεί ότι πρόκειται για την εν λόγω παραβολή γιατί, αν τό ήξερε, ίσως να το αξιοποιούσε— έχουν όλοι «τις ίδιες φάτσες». Όχι μόνο τα ακάλυπτα μέρη του σώματος ή τα ρούχα είναι ίδια άλλά «τα πρόσωπα, τα πρόσωπα, “εμπεσών” και μη “εμπεσών” όλα τα ίδια» (σ. 55-56). Σε αυτή την ομοιομορφία των προσώπων, σε αυτή την αισθητική κακοτεχνία κατά τον Χάκκα, θεμελιώνεται η αντιστοιχία -αυτό ενδιαφέρει το διήγημα— τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανης.
Έτσι και έβαζε μιά σύσπαση στα πρόσωπα των ληστών όπως σηκώνουν τα ματσούκια και χτυπάνε τον πεσμένο ταξιδιώτη ή αν ζωγράφιζε μιά έκφραση πόνου στο πρόσωπο του τελευταίου, η αντιστοιχία τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανης θάχε χαλάσει.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει.
(«Ή τοιχογραφία», Ό μπιντές, σ. 56)
Και ξάφνου, χάρη στην τοιχογραφία αυτή, φωτίζεται για τον Χάκκα η σύγχρονη ιστορία της Καισαριανης, η σύγχρονη ιστορία της ‘Ελλάδας, στην τραγικότερη ίσως στιγμή της, φωτίζεται δηλαδή η εμφύλια σύγκρουση της δεκαετίας του ’40.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χωνής ή αλλιώς ο Μαμά Το Κουλούρι Μου φωνάζει το χωνί, αργότερα γίνεται χίτης και δέρνει με τη σειρά του αύτους που φωνάζουν το χωνί με τη σειρά τους και που εδερναν πρωτύτερα τον Μαμά Το Κουλούρι Μου, γιατί φώναζε το χωνί. Οι ίδιοι άνθρωποι, τά ίδια πρόσωπα, ένα και μόνο μοντέλο.
(Στο ίδιο, σ. 56)
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν εκεινοι που έχουν δίκιο και οι άλλοι που έχουν άδικο, όλοι το ίδιο είμαστε, όλοι σε ένα καζάνι βράζουμε. Ολοι το ίδιο είμαστε όχι στα μάτια του Θεού, όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνεύσει ο Χάκκας ή όποιος άλλος την τοιχογραφία, άλλα στην ιστορία. Καμία λοιπόν διαχωριστική γραμμή. Δεν χρειάζεται συζήτηση πόσο κολοσσιαία ανατροπή είναι αυτή, πόσο σκανδαλώδης, για έναν συγγραφέα γέννημα-θρέμμα της άριστερας.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: ’Εσείς με ποιούς ήσασταν;
Ο X: Με τους δικούς μας. Ο πρώτος σκοτωμένος που είδα ήταν ένα παιδί δυό τρία χρόνια μεγαλύτερο μου μ’ «ανοιγμένο κρανίο και τα μυαλά χυμένα στο χώμα. ‘Ορκίστηκα ν’ «ανοίξω μόλις μεγαλώσω ένα κρανίο τών άλλων. Έπειτα είδα έναν «αντίπαλο ανάσκελα στη μέση του δρόμου, ήταν όπως τον πήραν από το κρεβάτι, φορούσε φανέλα ριγέ και μακρύ μάλλινο σώβρακο. Τον είδα πια το πρωί κοκκαλωμένο πριν τον σηκώσουν και τον ρίξουνε μες στ’ αυτοκίνητο.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Εγκρίνατε;
Ο X: Μάλλον, γιατί μέσα μου έλεγα «καλά του κάνανε», σα να ήτανε αυτός που άνοιξε του παιδιού το κρανίο και τώρα πλήρωνε. Μετά είδα κι άλλους πολλούς σκοτωμένους και σιγά σιγά έπαψα να νιώθω λύπη για τους δικούς μας, ούτε εκείνη την άγρια χαρά για τους αντίθετους. Ήταν απλώς σκοτωμένοι που με γεμίζανε και δε μου έκανε εντύπωση τίποτα, κυρίως δε νοιαζόμουνα να μάθω σε ποιά παράταξη ανήκανε, ούτε κι οι κρεμασμένοι στη μικρή πλατεία, μόνο θυμάμαι του κεφαλιού τους την κλίση, όλοι γέρναν λίγο μπροστά, άλλος άριστερά κι άλλος δεξιά, κι ακόμα βλέπω τη μύξα ενός που είχε τρέξει κι είχε κοκκαλώσει ίδιο μακαρόνι, δυό τρεις πόντους έξω από το ρουθούνι. Το ίδιο και με το σώμα της παράλυτης μετά την πυρκαγιά στις παράγκες. Βάλαν τή φωτιά οί άλλοι κι ό κόσμος πετάχτηκε έξω.
(«Ένοχος ένοχης», Τό κοινόβιο, σ. 96-97)
Και όμως η διαχωριστική γραμμή υπάρχει. Μόνο που δέν χωρίζει εαμίτες και χίτες, αριστερούς και δεξιούς, δίκαιους και άδικους, άλλα χωρίζει την παλιά πρωτόγονη Καισαριανή (=κοινωνία και ζωή), την άγρια και γι’ αυτό αυθεντική, από τη σημερινή Καισαριανή (κοινωνία και ζωή), την πολιτισμένη και γι’ αυτό ψεύτικη, πλαδαρή, αναυθεντική.
Καισαριανή του βερεσέ στο μπακάλη και του παπαζωτό για τα μαλλιά, πέθανες πιά. Καισαριανή του κοπροφάγου Μουκούτσου (τον είδα να τρώει τα περιττώματά του σε στοίχημα «αντί κατοχικού κατοστάρικου ακουμπώντας στο πεζούλι του γήπεδου), αυτός π μετέπειτα ρουφιάνος και τρομοκράτης και για τίις δυό παρατάξεις. Πρωτόγονη Καισιαριανή, δεν υπάρχεις πια.
“Ομως εμένα ο νούς μου κι η αγάπη μου για την Καισαφιανή της «ξυλοκοπίας» και είναι εύτύχημα πού έζησα και μεγάλωσα εκεί. “Ολα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας[…]. “Ολα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμά τους, γι’ αυτό δε λεν να σβήσουν από μέσα μου άνθρωποι, γειτονιές και γεγονότα.
Ένας χώρος πού κατοικήθηκε γιά πρώτη φορά. Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα τοϋ Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού της προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο.
Καισαριανή τών κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, του γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες μέ τίς νταγιάκες. Καισαριανή τών κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ’ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου.
(«Ή τοιχογραφία», Ό μπιντές, σ. 57-58)
Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στό στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της ιστορίας.
Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν’ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μιά πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο που θέλει ν’ αλλάξει την ονομασία σου. Τί δουλειά έχεις πια εσύ μ’ αυτά τ’ άνθρωπάκια, το πνεύμα ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα ή Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από τη συνοικία Σαίντ-Αντουάν του Παρισιού παρά μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλές σου στέπες αρδεύτηκαν, η Καντώνα οικοδομεϊται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο αξια απ’ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια αγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα που απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών… ών ούκ έστι τέλος». Τέλος της εποχής κι οι έκπτώσεις επόμενες.
Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ. Καισαριανή, αναγουλιάζω. […]. Πιάνω στό βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι πού δέν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.
(Στο ίδιο, σ. 59-60)
’Εδώ χαράζει τη διαχωριστική γραμμή ο Χάκκας: από τη μιά ο παράδεισος της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, άγριος και πρωτόγονος· ο αληθινός κόσμος, και από την άλλη, ο κόσμος της πτώσης, ο πολιτισμένος κόσμος του μπιντέ, του καταναλωτισμού, της αμαρτίας, ο ψεύτικος κόσμος. Η πρώτη Καισαριανή, η μυθική, η παραδείσια είναι αμετάβλητη και αναλλοίωτη, ακίνητη, είναι τελικά ο κόσμος των νεκρών.
Καισαριανή, σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα να δω και ν’ άγγίξω μερικούς που έφυγαν έγκαιρα, πριν προλάβουν να ενταχτούν στο οποιοδήποτε νόημα της τοιχογραφίας, είτε ξυλοκοπικής, είτε καταναλωτικής. Για το Λεύτερη, τον άδερφό της κυρα-Βδοκιάς —«Ασλάν Λεύτερη, καπλάν Λεύτερη»— και που αργότερα εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Για τον Πουτσούρη που έπαιξα μαζί του με ξύλινα σπαθιά και χάρτινα καπέλα, έπειτα κρατούσε στα χέρια του μιαν αραβίδα, δεκαπέντε χρονώ παιδί όταν τον βρήκε στό μέτωπο μια σφαίρα κοντά στον Ποσειδώνα. Ευχαριστώ που ευδόκησα να δω το μπλε σακάκι του Απόλλωνα, το πιο μπλε της ζωής μου, από ανόθευτο ουρανό και θάλασσα. Και τον Άρη που σκοτώθηκε γωνία Δαμάρεως και Φορμίωνος και που στη θέση εκείνη είδα τα πτώματα μερικών δοσιλόγων, που κρύβανε την ταυτότητά τους στην κάλτσα. Δίκαιη και γρήγορη πληρωμή, μια κάθαρση αυτόματη του χώρου.
Ποιόν να σου πρωτοθυμηθώ, Καισαριανή; Τον Ιγνάτιο πού πήγε θράσος; Ήταν ο χαζός της συνοικίας κι είχε παρασυρθεί από το γενικό κλίμα. Έβαζε στην κωλότσεπή του ένα τσόκαρο τάχα περίστροφο και γύριζε τις γειτονιές όλο προφύλαξη. Κάπου τον πέτυχαν σ’ αυτή την ύποπτη στάση, του ρίξανε, πάει κι αυτός.
(Στο ίδιο, σ. 58-59)
Με αυτό τον τρόπο, με αύτην τη νέα διαχωριστική γραμμή, συγκροτεί ο Χάκκας ένα νέο κοινόβιο, το δικό του, όχι κοινόβιο ιδεών, πίστης, ιδανικών, άλλα κοινόβιο προσώπων, ζώντων και τεθνεώτων. Οι προνομιακοί κάτοικοι αυτού τού κοινοβίου είναι, χωρίς αμφιβολία, οι νεκροί. Τους νεκρούς νοσταλγεί ο Χάκκας, τους χαμένους– ανάμεσά τους τοποθετεί ήδη τον εαυτό του.
Ντε, βρε κοπρόσκυλο, μίλα για κοινούς άνθρώπους, γι’ αύτους που πέρασες έστω κι ένα δευτερόλεπτο δίπλα τους και σε σημάδεψαν, για κοινή ζωή σε προαύλια, κελιά και θαλάμους, τουλάχιστον για κείνον που καθόταν στο κότσι και μάθαινε τον άλλον μπουζούκι.
Φυσικά δέν ύπήρχε μπουζούκι. Εισαγωγή, ποικίλματα και καταλήξεις, όλες οι πενιές με τό στόμα και τα χέρια νά παίζουν, να κρατουν χρόνο, πατήματα, παύσεις.
«Κλάψε να μ’ απαλλάξουνε» έπαιζε, και τότε θυμήθηκα πού συμβούλευαν τον Σωκράτη νά κουβαλήσει την Ξανθίππη με τα παιδιά μπροστά στο δικαστήριο και να κλάψουν.
«Άν είσαι μάνα και πονείς», α άλλη στροφή, κι η μάνα του Χαλήλ μπέη μπροστά στις «στράτες του Μοριά», κλεισμένες, να κλαίει τον υγιό της μαζί με τη μάνα του Ξέρξη μετά την καταστροφή. Όχι οι χαρές των νικητών, μόνο των χαμένων το κλάμα, το κλάμα, το παγκόσμιο κλάμα.
Δάσκαλέ μου, έλπίζω να είσαι στο πόστο σου, καθισμένος στο κότσι, διδάσκοντας το αιώνιο κλάμα κι ας στερείσαι μπουζούκι. Δεν έχουν σημασία τα μέσα. Μόνο το μεράκι να υπάρχει και βρίσκεται τρόπος για έκφραση. Κάνε τη γλώσσα σου πένα και παίξε για δ,τι σε καιει κι αυτό από μόνο του θά φτάσει ως τό Εικοσιένα, μέχρι την εποχή του Σωκράτη κι ακόμα παραπέρα, στο θρήνο της Εκάβης.
‘Όλα ύπάρχουνε μέσα μου γι’ αύτό τραγουδώ για τους φίλους μου, γί αυτό σχεδιάζω ένα κοινόβιο που θα μας αποσπάσει από την παγκόσμια μοναξιά μέ μοιρολόγια στα πλαγιασμένα βουνά, με ψαλμωδίες για τις πληγές των λατομείων στις πλευρές τους, για την υλοτόμηση που τους στέρησε δέντρους κι ελάτια.
(«Τό κοινόβιο», από την ομώνυμη συλλογή, σ. 18-20)
Αυτοί είναι οι άγιοι του Παραδείσου του Χάκκα, φτωχοί άγιοι, σαν τον Άη-Γιώργη τον Κουταλά, από όπου οραματίζεται το κοινόβιό του. ‘Όσο για τους ζώντες κατοίκους του κοινοβίου του, αυτοί είναι οι φίλοι του. Το κοινό που έχουν με τους πεθαμένους είναι ότι και αύτοί, είτε συμβιβάστηκαν είτε όχι, είναι χαμένοι, διπλά και τρίδιπλα χαμένοι, τρελοί, νευρασθενείς, αλκοολικοί, απροσάρμοστοι. Ό σαρκαστής και χλευαστής Χάκκας γίνεται απέραντα τρυφερός όταν μιλάει για τους φίλους του: «Οι φίλοι μου αυτά τά παιδιά» («Το κοινόβιο», σ. 25).
Σταματώ εδώ. Θα ήθελα από τα παραπάνω να έχει γίνει κατανοητό πόσο άβολος συγγραφέας είναι για την Αριστερά ο Χάκκας, σε πόση αμηχανία φέρνει έναν αριστερό αναγνώστη του. Ό λόγος είναι απλός: η πρώτη ύλη των διηγημάτων του είναι άριστερή, είναι η προσφιλής στους αριστερούς ύλη, Κατοχή και Αντίσταση (δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι δεν χρησιμοποιεί πουθενά αυτην τη λέξη), ο τρόπος όμως θεώρησης αυτής της ύλης (διάβαζε της ζωής, της κοινωνίας και της ιστορίας) απέχει από την αριστερή ιδεολογία οσο απέχει από αύτην ο απελπισμένος ή/και ηδονιστικός μηδενισμός.
[I] Οί συγγραφείς τους όποιους ξεχωρίζει ό Χάκκας είναι ό Ρίλκε, ό Σάμουελ Μπέκετ και ό Χένρυ Μίλλερ. («Τό τρίτο νεφρό», Ό μπιντές, σ. 79). Ή προτίμηση αύτή έχει ασφαλώς τή σημασία της, όπως σημασία έχει και ότι ό λόγος αύτής τής προτίμησης δέν είναι διόλου αισθητικός: «Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλήστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας άπό τή δική μου ζωή, λαχαίνω τίς σκέψεις μου μές στά γραφτά τους […]».
(*) Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1743, Μάρτιος 2002