του Θανάση Παπαγεωργίου (*)
Το να ανεβάζεις Μάριο Χάκκα το 1970, – εσύ, ένας θίασος με ‘’περίεργες’’ τάσεις που κάνει έναρξη της εμφάνισής του στην Κοκκινιά(!), εκείνος, ένας σταμπαρισμένος κομμουνιστής, ήδη γνώριμος παλαιόθεν της Ασφάλειας, τόσο πριν όσο και μετά την έλευση της χούντας – και να τολμάς να καταθέτεις κείμενό του στην Επιτροπή Λογοκρισίας, καταντάει εμπαιγμός του συστήματος, όταν μάλιστα έχουν προηγηθεί καταθέσεις και άλλων έργων, παρόμοιου ‘φυράματος’ συγγραφέων, με τις ανάλογες απαγορεύσεις ‘’αναβιβάσεως από σκηνής…’’. Εμφανώς ήταν το παιχνίδι που κάναμε με τους καραγκιόζηδες της Ζαλοκώστα στέλνοντάς τους κείμενα αριστερών συγγραφέων για να τους εξαναγκάσουμε να τα διαβάσουν και να τα απαγορεύσουν. Διασκεδάζαμε διαπιστώνοντας ότι δεν ξέρανε τι τους γίνεται, τους ξεμπροστιάζαμε όταν δεν διστάζανε να απαγορέψουν στίχους από τον Ευριπίδη ή τον Αισχύλο και τους εκθέταμε όπου μπορούσαμε, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Είχε προηγηθεί η απαγόρευση ενός έργου του Δημήτρη Χριστοδούλου(Γωνία ποτάμι και γέφυρα), από τους απαγορευμένους ποιητές της επταετίας και λίγο αργότερα το ‘Τρομπόνι’ του Ποντίκα που κρίθηκε ακατάλληλον δι’ ανηλίκους, προφανώς για τη σκηνή των βασανιστηρίων, πριν κόψουν κάτι αστείους στίχους από το φινάλε ενός έργου του Πέτερ Βάϊς(Άσμα για το σκιάχτρο της Λουσιτανίας) – στρατευμένο θέατρο(!) – που αναφερότανε στον ξεσηκωμό της Μοζαμβίκης. Ήταν το παιχνίδι μας. Το ρισκάραμε, άλλωστε θα γινόταν ένα ακόμη παιχνίδι με τον κ. Βύρωνα Σταματόπουλο, τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ… Και το στείλαμε. Πέντε αντίτυπα, όπως έλεγε η εγκύκλιος. Δεν το απέρριψαν! Εντελώς απρόσμενα, εντελώς ηλίθια και ανόητα μας έδωσαν άδεια για την ‘’Ενοχή’’ του Μάριου που λίγο πριν τον είχανε συλλάβει και τον κρατούσανε για ένα μήνα. Να ‘ταν διπλωματία εκ μέρους τους, να θεώρησαν το έργο ανώδυνο, να μην κατάλαβαν τίποτα; Όλα παίζουν, αλλά το πιο πιθανό κατά τη γνώμη μου, είναι ότι μας αφήσανε να το ανεβάσουμε για να δούνε ποιοι θα έρθουν να το δούνε, μήπως και πιάσουν λαβράκι. Γνωστή μέθοδος. Μιλάμε για αρχές 1970. Πολύ σκληρές εποχές, πολύ σκληρά παιχνίδια.
Δεν θυμάμαι πώς γνώρισα τον Μάριο Χάκκα. Μάλλον από τον Θανάση Κωσταβάρα που μεσολάβησε και μας έδωσε το κείμενο ενός ‘καινούργιου’ συγγραφέα. Μας άρεσε αλλά ήταν βέβαιο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουμε άδεια από τη λογοκρισία. Πιο πιθανό ήταν να έρθουν να μας συλλάβουν όλους μαζί που είχαμε το θράσος να το υποβάλλουμε παρά να ασχοληθούν με το κείμενο του παλιοκουμουνιστή. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 7 Απριλίου του 70, στο Θέατρο Φλορίντα της λεωφόρου Αλεξάνδρας γωνία με την οδό Ρεθύμνου, εκεί που μετά κτίστηκε το ξενοδοχείο Παρκ, σήμερα το λένε Radisson Blu Park. Μουσική του φίλου του Μάριου του Λάζαρου Κουζηνόπουλου. Με τη Λίνα Λαμπράκη, που δεν ζει πια και τον Γιώργο Κυρίτση. Το παρουσιάσαμε σε ένα ενιαίο πρόγραμμα μαζί με την ‘Αντιγόνη’ του Ανούϊγ. Άρεσε. Ήταν μια γραφή πρωτότυπη για την εποχή εκείνη που το ελληνικό έργο δεν έχαιρε καμίας απολύτως εκτίμησης και προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι έξω απ’ το νερό και να ανασάνει. Άρεσε όμως γιατί κάτι αλλιώτικο άρχισε να διαφαίνεται στον θεατρικό ορίζοντα τον καλυμμένο από ανώδυνες φαρσούλες, βουλεβάρτα και τις γνωστές επιθεωρήσεις, το μόνο είδος που είχε κάποιο ενδιαφέρον, έστω κι αν βρισκότανε στη δύση του. Άρεσε γιατί έλεγε περισσότερα από αυτά που φαντάζομαι ότι είχαν διαπιστώσει οι σοφοί της λογοκρισίας. Μιλούσε για μια ενοχή που κουβαλούσαμε όλοι μέσα μας, από παιδιά, μεγαλωμένα από γονείς που είτε η προσφυγιά, είτε ο χαμένος αγώνας της Κατοχής, είτε ο εμφύλιος, ακόμα κι η ‘’λογική’’ του Κόμματος την είχε περάσει μέσα τους και μεταδόθηκε στους μεταγενέστερους. Μια ενοχή που χάραξε πορείες και χαρακτήρες, λες κι εσύ φταις για ό,τι κακό συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο και που τώρα, αυτή την εποχή, τόσο συχνά, μπροστά στον ανακριτή, σε βασανίζει και σε προβληματίζει, αν έκανες καλά, αν έκανες καλά, αν έκανες καλά… Το αιώνιο ερώτημα κάθε πολιτικοποιημένου ατόμου. Αυτό πιστεύω ότι ήταν και το ζητούμενο από τον συγγραφέα, να απενοχοποιηθεί η στάση μας απέναντι στα γεγονότα, να πιστέψουμε ότι κάνουμε το σωστό, να χτίζουμε ελεύθερα, να μην αυτολογοκρινόμαστε, να νιώσουμε λεύτεροι μέσα μας. Να πάψουμε επιτέλους να αισθανόμαστε ότι εμείς φταίμε για όλα.
Παίχτηκε μέχρι τις 19 Απρίλη κάνοντας 18 παραστάσεις. Δεν έχω στοιχεία για αριθμό θεατών, αλλά θυμάμαι ότι δεν πήγε άσχημα. Και ο Ανούϊγ και ο Χάκκας έδεναν θαυμάσια για τους σκοπούς μας και τους στόχους μας. Κατέβηκε εσπευσμένα επειδή έπρεπε να παραδώσουμε το θέατρο στον επόμενο θίασο για τις πρόβες της καλοκαιρινής σεζόν.
Με τον Μάριο δεν κάναμε πολλή παρέα. Η αρρώστια είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της και χαθήκαμε πολύ γρήγορα, αφού εκείνος έτρεχε για τα δικά του. Ήταν πολύ ευτυχής που είδε έργο του στη σκηνή και έλεγε ότι είναι μεγάλη υπόθεση να βλέπεις το έργο που έγραψες ανεβασμένο γιατί μόνο τότε μαθαίνεις και διορθώνεσαι. Θυμάμαι ότι ήταν πολύ στριμωγμένος οικονομικά – πολύ πρωτότυπο για όλους μας! – και πούλαγε κάτι κινέζικα διακοσμητικά του τοίχου, πρέπει κάπου να έχω κάποιο που μου είχε χαρίσει στην πρεμιέρα. Όταν πέθανε, διατήρησα τη σχέση μου με την Μαρίκα, την λατρευτή του Μαρίκα, που την επισκεπτόμουν συχνά στο σπίτι τους στο Βύρωνα μαζί με μια κοινή μας φίλη από την Κομοτηνή. Μιλάγαμε για την τόσο σύντομη σχέση μας, αλλά κυρίως για το πόσα θα μπορούσε να προσφέρει ο Μάριος στο θέατρο και όχι μόνο. Ανέβασα ξανά την ‘Ενοχή’ σε μια εορταστική χρονιά για τα 15 χρόνια της Στοάς στη σεζόν 1985-86. Κάτω από τον γενικό τίτλο ‘’Κάτι έγινε και τσακ’’ παρουσιάσαμε ένα πρόγραμμα με νεοέλληνες συγγραφείς – Καμπανέλλης, Χάκκας, Ποντίκας, Μουρσελάς, Φακίνος, Κορδάτος, Κονδύλη, Ασλανίδου – δίνοντας έμφαση στην προσπάθειά μας να εδραιωθεί στη συνείδηση του κοινού το ελληνικό έργο. Τώρα η ‘’Ενοχή’΄ ερμηνεύτηκε από τη Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Παύλο Ορκόπουλο, με μουσική Σταμάτη Σπανουδάκη. Δώσαμε 149 παραστάσεις που τις παρακολούθησαν 9500 θεατές, από τις 3 Οκτωβρίου 1985 μέχρι τις 28 Απριλίου του 1986. Επιτέλους κάποιος κόσμος είδε και τον θεατρικό συγγραφέα Μάριο Χάκκα. Στο βιβλιοπωλείο μας στο φουαγιέ τα βιβλία του είχαν πάντα περίοπτη θέση, αλλά τώρα, το 1985, ο Μάριος Χάκκας δεν ήταν ο άγνωστος νέος συγγραφέας του 1970. Τώρα το κοινό έβλεπε ανάμεσα σε άλλα και ένα θεατρικό έργο του συγγραφέα του ‘Τυφεκιοφόρου’, του ‘Μπιντέ’, του ‘’Κοινόβιου’’.
(*) Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι σκηνοθέτης