του Γιάννη Πάσχου (με έμπνευση από τα διηγήματα του Μάριου Χάκκα)
Ο Χάρης Ευτυχιάδης δούλευε στο καφενείο «Η Γεύση του δειλινού», ήταν λίγο πιο κάτω από το τυπογραφείο που έβγαζε ο Χάκκας τα βιβλία του και λοιπές σημειώσεις. Εκεί γνωρίστηκαν οι δυο τους και είχαν στην πορεία πολλά πάρε δώσε γιατί έμεναν και σε κοντινά σπίτια στην Καισαριανή.
«Κάποια στιγμή έφυγα από εκεί» μου λέει ο Χάρης στην κουβέντα που κάναμε για τη γνωριμία του με τον Χάκκα «και μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη ένεκα Ροζίτας, καψούρης του κερατά, θα φύγω κύριε Μάριε, του λέω, είχαμε και μια διαφορά ηλικίας και του μιλούσα στον πληθυντικό, ο έρωτας με τραβάει βόρεια». «Και το σκέφτεσαι;» μου κάνει «εδώ χωρίς Ροζίτα θα πήξεις, γιαουρτάκι θα γίνεις πρόβειο με πέτσα δυο δάχτυλα, να φύγεις ρε, ο τόπος είναι οι άνθρωποι και ο έρωτας το σπίτι μας, αν γκρεμιστεί κοίτα να προλάβεις να βγεις από όπου βρεις μην σε πλακώσει κακομοίρη».
«Σαν να τα ήξερε, έκοβε το μάτι του, ένας μήνας, δυο μήνες, τρεις και άκουσα ένα βράδυ που επέστρεψα ξαφνικά τον τριγμό στα θέμελα του σπιτιού και τη Ροζίτα στα τέσσερα με τον εργοδότη μου καβάλα στο κάρινο το κρεβάτι κι εμένα μου έτριξαν τα κοκαλάκια, αυτό έπαθα».
«Και τι έκανες;» με ρώτησε ο Χάκκας.
«Σ΄ αυτόν έριξα δυο σφαλιάρες και ξεθύμανα, η Ροζίτα με κοιτούσε και περίμενε να την κοπανήσω…»
«Δεν πιστεύω να…»
«Όχι κύριε Μάριε, τρίχα δεν άγγιξα, μιλιά δεν έβγαλα, μάζεψα δυο πράγματα κι έφυγα…»
«Καλά, δεν είπες ένα μωρή πουτάνα, ένα γαμώ το μουνί που σε τίναζε καριόλα, μέσα στο σπίτι μας να βγάλεις τα μάτια σου με αυτόν τον χουντοχαφιέ; Τίποτα δεν είπες; Πολλές ανωτερότητες Χαρούλη μου. Καλά, δεν έβαλες μια φωνή έστω, έτσι για το γαμώτο. Ας μην ξεστόμιζες βρισιές, αλλά μια φωνή ρε αδελφέ, να τιμήσεις το κέρατο που έφαγες , έτσι ρε, να δώσεις μια διάσταση ηρωική και πένθιμη, τη γυναίκα σου γάμησαν κι εσύ μούγκα, και τώρα που πάστωσαν οι λέξεις μέσα σου πως θα τις βγάλεις ρε Χάρη; Ψιθυριστά; Σαν μανταμούλα, σαν να ΄παθες αυχενικό και σε χτύπησε στο γλωσσικό;
«Γιατί, πειράζει το αυχενικό στο γλωσσικό κύριε Μάριε;»
«Ναι ρε, πειράζει, όλα πειράζουν, ειδικά αν ο άλλος είναι χουντοχαφιές , αυτό και μόνο με θίγει εμένα που το ακούω, να πηδιόταν με έναν κανονικό να πω, στο διάολο να πάει, που δεν πάει, αλλά λέμε τώρα, αλλά με τον χαφιέ, τον γαμημένο τον χαφιέ, τον βρικόλακα του Γράμμου, όχι, αυτός δεν δικαιούται ρε γυναίκα να πηδάει, ο μπινές, ο άχρηστος, α ρε Χαρούλη, μια ευκαιρία σου δόθηκε να ζεματίσεις έναν από αυτούς για τα καλά κι εσύ τι έκανες; Έριξες δυο χαστούκια και τι έγινε; Τίποτε, ρε συ, εγώ τόσα χρόνια μπούχτισα από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επιβάλουν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο κι εσένα μια ευκαιρία σου δόθηκε να αφήσεις ανάπηρο ένα χουντομεζέ που σου γάμησε τη γυναίκα, αν το σκεφτείς δώρο ήταν, να έχεις λόγο βάσιμο να τον πελεκήσεις, που θα βρεις άλλη τέτοια ευκαιρία;»
«Προβληματίστηκα» λέει ο Χάρης και τον ρώτησα «και εσύ τι θα ΄κανες, συγγνώμη, αλλά τι θα ΄κανες στη θέση μου κύριε Μάριε;»
«Εγώ τι θα ΄κανα; Θα μάζευα φόρα, θα έσκυβα για να έχω το κέρατό μου σε ευθεία με τον κώλο του και θα του το έχωνα και θα τον ξεκόλιαζα, να, αυτό θα έκανα, κατάλαβες; Αυτοί ρε, όπως κι οι προηγούμενοι, όπως και οι επόμενοι, καθείς με τον τρόπο του βέβαια, ξέρεις τι κάνουν; Χαλάσματα, σιχασιές και γκρεμίσματα, αυτά κάνουν, και θέλουν και το μουνί το ξένο δικό τους και τον κώλο τον δικό μας δικό τους, τέτοιοι είναι, άρπαγες, φαταούλες, ανθρωποφάγοι.»
«Θα πάω να τον βρω τώρα!»
«Α, καλά κρασιά Χάρη, όταν ανάμεσα από τις πράξεις μεσολαβούν λόγια σαν την κουβέντα τη δικιά μας, σκατά, όλα γίνονται χλαπάτσα, μια ευκαιρία σου δόθηκε και την έχασες, δεν πειράζει, νέος είσαι θα έχεις κι άλλες, δεν εννοώ σώνει και καλά να πάνε στραβά τα πράγματα και με την επόμενη γκόμενα, εννοώ να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Θα μου πεις είναι εύκολο αν δεν σου το έμαθαν; Όχι δεν είναι εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο ρε γαμώτο. Εγώ δεν θα είμαι εδώ να σε συμβουλεύω Χαρούλη, θα φύγω, θα φύγω καβάλα στο δεκάρι το καλό, μέτρα: 1972 δεν έχουμε; Ένα και εννιά κι επτά και δυο ίσον δεκαεννιά, ένα και εννιά ίσον δέκα, άντε γεια μας, και να μου το θυμηθείς Χάρη μου, απλά μαθηματικά: Σε πενήντα χρόνια, ω ρε Χάρη το 2022 θα είσαι εβδομήντα πέντε χρονών, όλα θα είναι χειρότερα έως πολύ χειρότερα από σήμερα, το νου σου Χάρη, μην τους αφήνεις να κατουράνε μέσα στο σαλόνι το σεμέν της μάνας σου που έχεις πάνω στην τηλεόραση, Δεν έχεις σεμέν της μάνας σου πάνω στη τηλεόραση;»
«Έχω ένα άσπρο με λουλουδάκια»
«Να το βγάλεις είναι αντιαισθητικό»
«Που θα πας κύριε Μάριε;»
«Ααα, κι άλλη κουβέντα θα ανοίξουμε πάλι; Έχω δουλειές με φούντες. Στο χάος.»
«Στο χάος;»
«Ναι στο χάος Χάρη, στο χάος, εδώ έχω πρόβλημα, τα κλειδιά μου δεν ταίριαζαν σε καμιά ανθρώπινη πόρτα.»
«Πολύ δύσκολος δεν είσαι κύριε Μάριε;»
«Βγάλε εσύ το σεμέν πάνω από την τηλεόραση κι άσε τι είμαι εγώ…»