της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου (*)
Κάθε ερευνητική εργασία είναι μια ιστορία από μόνη της, μια περιπέτεια. Η αναζήτηση που συνεπάγεται η έρευνα έχει την αφετηρία της ερωτήματα με ρίζες συχνά ασυνείδητες. Όταν άρχισα να ψάχνω το απολογητικό-προγραμματικό κείμενο του Κώστα Κουλουφάκου για τη Δίκη της Επιθεώρησης Τέχνης είχα σίγουρα κρυμμένη βαθιά μέσα στο μυαλό μου τη μνήμη των δεκάδων φίλων, γνωστών και συγγενών που ανήκαν στην Αριστερά, είτε μέσα είτε εκτός «κόμματος». Στο πίσω μέρος του μυαλού μου φώλιαζαν οι ιστορίες ανθρώπων που πίστεψαν στο όνειρο και πλήρωσαν ακριβά γι’ αυτή τους την πίστη, τιμωρημένοι από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς σε ξερονήσια, φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις ή και (το χειρότερο απ’ όλα) απομονωμένοι από τους ίδιους τους τους συντρόφους σε διαδικασίες εσωτερικών δικών, καταδικών, απομονώσεων, αποκλεισμών και διαγραφών. Θυμόμουν τον ενθουσιασμό και την προσήλωσή τους στη χώρα-πρότυπο, τις θυσίες τους, τους αποκλεισμούς που είχαν υποστεί, τις αφηγήσεις των διώξεων, των εκτοπισμών, των δολοφονιών. Θυμόμουν επίσης τη λατρεία τους (μας) για συγκεκριμένους συγγραφείς και τα μηνύματά τους. Την αγάπη με την οποία διαβάζαμε τη Μάνα του Μαξίμ Γκόρκι, το Ένας αληθινός άνθρωπος του Μπορίς Πολεβόι, τη Νέα Φρουρά του Φαντέγεφ, το Πώς δενότανε το ατσάλι του Οστρόφσκι, τα παραμύθια του Αλεξέι Τολστόι, τις μεταφράσεις του Μαγιακόφσκι από τους Ρίτσο και Αλεξάνδρου, μαζί με τον Ντοστογέφσκι (βιβλία του οποίου, δεν το γνωρίζαμε, είχαν κλειδωθεί στην περίφημη λογοκριτική ντουλάπα της κυρίας Κρούπσκαγια…), τη χαρά με την οποία πηγαίναμε στις προβολές σοβιετικών ταινιών στην «Αλκυονίδα».
Όλη η ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι κατά τη γνώμη μου μια ιστορία πρόσληψης της σοβιετικής «πραγματικότητας» – τέτοια ήταν η λατρεία για την ΕΣΣΔ που καλλιεργούσαν και έτρεφαν τα μέλη και οι συμπαθούντες του «κόμματος» στη χώρα. Οι άρρητοι κανόνες της πρόσληψης της σοβιετικής κουλτούρας και ειδικά λογοτεχνίας στη χώρα συζητιούνταν, όμως, ελάχιστα. Αναρωτιόμουν γιατί, και προσέκρουα πάντα σε αδιαφορία, αλλά και ενόχληση. Γιατί, αλήθεια, τα αναζητούσα όλα αυτά; Τη στιγμή που παράλληλα στη χώρα μας επί δεκαετίες λειτουργούσε ο διαχωρισμός ανάμεσα στους διωκόμενους αριστερούς και τους κρατούντες δεξιούς, τους αυτάρεσκα και εμμονικά προσανατολισμένους στη δυτική κουλτούρα; Σε ποια θέση, πράγματι, θα βρισκόταν ένας διωκόμενος αριστερός που ανακαλύπτει τα κακώς κείμενα στη χώρα-πρότυπο; Ο αυτοματισμός της κατηγορίας περί προδοσίας και συνεργασίας με τις εχθρικές αστικές δυνάμεις ήταν δεδομένος, η θεώρηση της στάσης του το λιγότερο ως διαβλητής – σίγουρη.
Και όντως: κάθε απόπειρα ειλικρινούς και αμερόληπτης κριτικής στην πολιτική της ΕΣΣΔ γινόταν αντιληπτή ως ύποπτη. Απαγορευμένοι στην ΕΣΣΔ (πολύ εκ των οποίων οι άριστοι) συγγραφείς και ποιητές δεν μεταφράζονταν ποτέ ή επικρίνονταν με τρόπο πανομοιότυπο με αυτόν στη χώρα-πρότυπο. Η απόρριψη του δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού από τον Άρη Αλεξάνδρου επαρκούσε να τον καταστήσει «αποσυνάγωγο» κατά τον όρο του Δημήτρη Ραυτόπουλου. Η κριτική αυτή καταντούσε το λιγότερο ανεπιθύμητη, και προκαλούσε –κατά τον όρο που επινόησα ως προσφορότερο για το φαινόμενο που παρατηρούσα— την όλο και πιο οργανωμένη και αυστηρή «εισαγωγή της σοβιετικής λογοκρισίας στην Ελλάδα».
Στην αρχή, και πριν αποφασίσω να εστιάσω στη Δίκη και το απολογητικό κείμενο του Κώστα Κουλουφάκου, είχε προηγηθεί μια πολύμηνη μελέτη για τις συνθήκες στις οποίες εργάζονταν οι επίσημοι αλλά και οι παραμερισμένοι, απαγορευμένοι, καταδικασμένοι λογοτέχνες στη Σοβιετική Ένωση το αργότερο μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ το 1921 επί Λένιν. Ήταν η εποχή που ο Πούτιν δεν είχε κλείσει ακόμα τα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ και δεκάδες έγγραφα ήταν προσβάσιμα στον ερευνητή που ενδιαφερόταν. Για πρώτη φορά μπορούσε κανείς να διαβάσει τις συζητήσεις των μεγάλων προσωπικοτήτων της Επανάστασης για τον ρόλο και τη μεταχείριση που θα έπρεπε να έχουν οι λογοτέχνες στη χώρα. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξή μου κατά τη μελέτη μιας πρώιμης ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα σε Στάλιν, Λένιν και Τρότσκι για τους λεγόμενους «συνοδοιπόρους» – όσους λογοτέχνες συμπαθούσαν μεν, αλλά δεν ανήκαν στο κομμουνιστικό κόμμα προερχόμενοι συνήθως από αστικές οικογένειες. Ο Τρότσκι τους θεωρούσε επικίνδυνους και πρότεινε την εκτέλεσή τους, ενώ ο …Στάλιν επιχειρηματολογούσε υπέρ της διάσωσής τους και της συνεργασίας μαζί τους! Έβγαιναν όλα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ελεύθερα στο διαδίκτυο ή σε νέες εκδόσεις: πρακτικά των συνεδριάσεων της ΚΕ της ΕΣΣΔ, επιστολές, σημειώματα, λογοκριμένα και επί χρόνια εξαφανισμένα λογοτεχνικά έργα. Εννοείται πως τα ερωτήματα που προέκυπταν από όλα αυτά δεν αφορούσαν, βέβαια, αποκλειστικά το σοβιετικό λογοτεχνικό πεδίο. Ήταν η διαδικασία της πρόσληψης που με ενδιέφερε πάρα πολύ, οι «ορίζοντες προσδοκιών» των Ελλήνων αναγνωστών, η ανάγνωση των έργων στην Ελλάδα των μεταπολεμικών κυρίως δεκαετιών.
Είμαι πεπεισμένη πως η έρευνα δεν ξεκινάει ποτέ από το μηδέν. Η ερευνητική επιστημονική εργασία όπως την κατανοώ εγώ έχει μέσα της απορία, περιέργεια, αλλά και φιλοδοξία ντετεκτιβική. Η ιστορία, δυστυχώς, όπως και η φιλολογία (κατατάσσω το βιβλίο μου στο μεταίχμιο των δυο κλάδων) τείνουν συχνά να «επισημοποιούνται», να εξυπηρετούν στόχους και ιδεολογήματα αλλότρια, ξένα προς την ίδια τη φύση της επιστήμης που είναι η αναζήτηση της αλήθειας και μόνον, και επομένως αποκτούν εκδοχές-«θέσφατα», αδιαμφισβήτητα «συμπεράσματα», απαράβατα δόγματα. Δόγμα αποτελούσε στην Ελλάδα και το αλάθητο των Σοβιετικών συντρόφων στις θέσεις τους για τη λογοτεχνία γενικώς, για μεμονωμένα έργα ή λογοτέχνες, με όλες τις διακυμάνσεις και αλλαγές της πολιτικής της ΕΣΣΔ. Η μαυρόασπρη οπτική για τη λογοτεχνική συνθήκη στη χώρα-πρότυπο και οι πιστές αντανακλάσεις της στην Ελλάδα ήταν δεδομένες. Καταδικάστηκε από την Πράβντα; Σβήνεται στην Ελλάδα. Επικρίθηκε από τον Λένιν, τον Χρουστσόφ, από τον Μπρέζνιεφ; Επικρίνεται ή και αποσιωπάται και στην Ελλάδα. Άρχισαν να συσσωρεύονται κι εδώ αποσιωπήσεις, διαστρεβλώσεις, απαγορευμένα πεδία. Οι λογοκριμένοι στην Ελλάδα γίνονταν λογοκριτές για τους συντρόφους τους.
Έτσι κάπως έπεσα πάνω στην ιστορία της Δίκης της Επιθεώρησης Τέχνης με αφορμή τη δημοσίευση το 1959 ενός σοβιετικού διηγήματος που είχε αυστηρά επικριθεί από τον άξεστο Χρουστσόφ – της λεγόμενης Σιωπής (ο μεταφρασμένος τίτλος) ή Η δική του γνώμη (ο πρωτότυπος τίτλος). Και σαν να μην έφτανε αυτό διαβάζω πως με αφορμή τη δίκη, εσωκομματική, κλειστή, από καταξιωμένες προσωπικότητες απέναντι στους νεαρούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες, υπάρχει ένα απολογητικό υπόμνημα πολλών σελίδων γραμμένο από έναν εκ των κατηγορουμένων, τον Κώστα Κουλουφάκο. Πώς θα ήταν δυνατόν να γράψω οτιδήποτε για την πρόσληψη της σοβιετικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, όταν δεν έχω στα χέρια μου και δεν μπορώ να διαβάσω το πολυσέλιδο κείμενο ενός νέου λογοτέχνη και κριτικού πάνω σε ένα σοβιετικό διήγημα και την πολιτική του απήχηση; Ο Κουλουφάκος, όταν έγραφε το υπόμνημά του, όπου εν μέρει στην ξύλινη κομματική γλώσσα και εν μέρει σε όλο πάθος φράσεις παραθέτει τις απόψεις του περί της πορείας και της λειτουργίας της λογοτεχνίας, ήταν τριάντα πέντε ετών. Κοντά του, στη συντακτική επιτροπή της ρηξικέλευθης Επιθεώρησης Τέχνης είχε τον Μανόλη Φουρτούνη, τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Πορφύρη. Απέναντί του τους Μάρκο Αυγέρη, Θέμο Κορνάρο, Δημήτρη Φωτιάδη, Παναγιώτη Φουντουραδάκη, Βαγγέλη Σακκελάρη, Νίκο Κιτσίκη, Λεωνίδα Κύρκο και Γιάννη Ρίτσο.
Γνωρίζοντας για την ύπαρξη του υπομνήματος, το οποίο αναφερόταν σε διάφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις, άρχισα την αναζήτησή του. Στα ΑΣΚΙ το κείμενο δεν υπήρχε – ήταν άλλωστε αδημοσίευτο. Έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ στον γιο του Κώστα Κουλουφάκου, τον εκδότη Πέτρο Κουλουφάκο. Άλλο ένα στοιχείο της όποιας επιστημονικής έρευνας που εγγράφεται στα θετικά της συγκεκριμένης ασχολίας υπήρξε η γνωριμία με αξιόλογους ανθρώπους, η βοήθεια που ανέλπιδα εισπράττει κανείς σε δύσκολες καμπές της, οι νέοι φίλοι. Επισκέφτηκα τον Πέτρο Κουλουφάκο στα γραφεία του «Διογένη» λίγο πριν ο εκδοτικός οίκος κλείσει. Ήθελα απλώς να τον παρακαλέσω να με αφήσει να διαβάσω το χειρόγραφο του πατέρα του, για να μπορέσω να προχωρήσω την έρευνα πάνω στο γενικό ερώτημα της πρόσληψης της σοβιετικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Συνάντησα έναν άνθρωπο φιλικό, προσηνή, εξαιρετικά ενημερωμένο, με την απαραίτητη απόσταση, αλλά και χιούμορ και σεβασμό βεβαίως, χρήσιμα για την προσέγγιση ιστοριών σαν του πατέρα του. Όσο μιλούσαμε με ρώτησε: «Και τι θες να το κάνεις το κείμενο;». «Να το διαβάσω». «Δεν θέλεις να το δημοσιεύσεις;» Αυτό ήταν ένα δώρο, εννοείται, απρόσμενο και σημαντικό. «Αν γίνεται, ναι, πολύ θα το ήθελα». Τότε μου είπε πως το κείμενο που είχε βρει στο αρχείο του πατέρα του ήταν προς δημοσίευση, αφού στο δακτυλόγραφο υπήρχαν σαφείς οδηγίες προς τον τυπογράφο –τον Αποστόλη— για την τυπογραφική μορφή του.
Το κείμενο ήταν συναρπαστικό. Για τους νέους ανθρώπους που δικάστηκαν από ένα τελικώς ανόητο, απαράδεκτο κομματικό δικαστήριο, από ένα με τη χρονική απόσταση και τη γνώση του σήμερα καταστροφικά δογματικό σώμα δικαστών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν αγαπημένοι λογοτέχνες και φίλοι όπως ο Ρίτσος, μετέπειτα αναθεωρητές όπως ο Κύρκος, αλλά και βαριά δογματικοί και ατάλαντοι άνθρωποι όπως ο Αυγέρης, η δίκη αυτή ήταν τραυματική και καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία τους. Είχε προηγηθεί η ιστορία στην Ουγγαρία. Θα έπονταν η Πράγα. Μερικοί νέοι άνθρωποι αναζητούσαν στην πολωμένη ατμόσφαιρα του Ψυχρού Πολέμου τη δικαίωση των ιδεών τους, το βήμα προς τη χαλάρωση των ψυχροπολεμικών ιδεών, τη στροφή σε μια πιο ανοιχτή αντίληψη για την τέχνη και τον ρόλο της στην κοινωνία. Είχαν όμως απέναντί τους παλιά κομματικά στελέχη «σε επαγρύπνηση», ανθρώπους που έβλεπαν παντού να παραμονεύει ο εχθρός και η προδοσία. Αυτοί, βάζοντας επικεφαλής τον Δεσποτίδη, ματαίωσαν κάθε προσπάθεια αντίστοιχου «λιωσίματος των πάγων» στην Ελλάδα. Οι Έλληνες κομουνιστές αποδεικνύονταν δογματικότεροι από τους σοβιετικούς. Τρία χρόνια μετά τη δίκη, όταν οι «αναθεωρητές» θα έχουν παραμεριστεί, στο Βουκουρέστι γράφεται μια έκθεση για την πορεία του περιοδικού: Οι «ανοιχτά αναθεωρητικές απόψεις» του περιοδικού, κατά την έκθεση της Ηρώς Ζωγράφου έχουν υποχωρήσει, διαπιστώνεται «μια καλυτέρευση τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή».
Στη διαδρομή της δημοσίευσης του υπομνήματος Κουλουφάκου συνάντησα και γνώρισα και άλλους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας: Τον γλυκύτατο και φιλόξενο Μανόλη Φουρτούνη με τη γυναίκα του που είχε εντοπίσει το παράξενο διήγημα στην ιταλική εφημερίδα Il Contemporaneo (το σχετικό τεύχος εντόπισα στη βιβλιοθήκη του Μιλάνου για να διασταυρώσω εάν οι Ιταλοί γνώριζαν περί της καταδίκης του Γκράνιν από τον Χρουστσόφ) και το είχε μεταφράσει από τα ιταλικά. Τον χαμογελαστό και πάντα ευγενέστατο Τίτο Πατρίκιο, που παρουσίασε, μάλιστα, το βιβλίο μου στην Πάτρα, ο οποίος επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι οι νέοι συντάκτες του περιοδικού παρακολουθούσαν κατά γράμμα τη σοβιετική γραμμή: Ήδη στις αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου του σοβιετικού ΚΚ που μελέτησαν τότε κατά γράμμα, είχαν παρατηρήσει μια στροφή προς το πιο προοδευτικό, τουλάχιστον σε ζητήματα τέχνης/λογοτεχνίας, την οποία αποπειράθηκαν να «εισαγάγουν» στην Ελλάδα με τη δημοσίευση του διηγήματος – ανεπιτυχώς βεβαίως λόγω των δογματικών μεγαλύτερων συντρόφων τους. Τον Λεωνίδα Κύρκο που με έναν μεγάλο γάτο αγκαλιά, φορώντας τη ρόμπα του, άρρωστος πια και αδύναμος μου αποκάλυψε τις διαδρομές των ελέγχων και των κατηγοριών που εκπορεύονταν από τους υψηλά ιστάμενους κομματικούς παράγοντες στο Βουκουρέστι, καθώς και την εικασία του σχετικά με το ποιος χτύπησε το σήμα κινδύνου για την αποκλίνουσα ομάδα, ενώ φάνηκε να ειρωνεύεται τον εαυτό του και την τότε αυστηρότητά του απέναντι στους νέους συντρόφους του. Την ήδη αγαπημένη φίλη Καίτη Δρόσου που μού διηγήθηκε πώς ο Κώστας Κουλουφάκος είχε διαβάσει και ζητήσει την άποψη του Αλεξάνδρου για το υπόμνημα, ο οποίος τον είχε συμβουλεύσει να το δημοσιεύσει – εξέγερση για την οποία μάλλον δεν ήταν έτοιμος ο Κουλουφάκος. Από όλους αυτούς που με βοήθησαν τότε στην προετοιμασία της έκδοσης ζει σήμερα μόνο ο Τίτος Πατρίκιος.
Πολλοί (όχι όλοι) από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης βίωσαν το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, κλήθηκαν να κατανοήσουν τι είχε πάει λάθος, να αναθεωρήσουν έστω κι αργά, να συλλογιστούν. Σήμερα, ακόμα και αυτό το διήγημα του Γκράνιν που προκάλεσε τόση αναστάτωση, φαντάζει μονολιθικό. Ήταν όμως για τότε, για τα γούστα και τις πολιτικές αντεγκλήσεις της εποχής, ένα διήγημα ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό: Πιστό στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που σήμερα μας φαίνεται το λιγότερο απαράδεκτα δογματικός και στεγνός, ασκούσε –πιστό στο «λιώσιμο των πάγων» που είχε ξεκινήσει το αργότερο με τον μυστικό λόγο του Χρουστσόφ στο 20ό συνέδριο το 1956— αυστηρή κριτική στην οργάνωση της παραγωγής στην ΕΣΣΔ, στηλίτευε ανήθικες συμπεριφορές, προειδοποιούσε για τη διαφθορά. Μια κριτική που ο Κουλουφάκος οραματιζόταν να ασκεί κάθε συγγραφέας και κάθε αναγνώστης με αυτοσεβασμό, η οποία όμως δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη από τους «παλιούς αγωνιστές» και τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη που έβλεπαν με καχυποψία την ΕΔΑ. Έτσι, στην ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα, δυστυχώς εγγράφηκε και το επεισόδιο της «υπόθεσης Γκράνιν» που ανάγκασε έναν τίμιο και σπουδαίο διανοούμενο της Αριστεράς να εξεγερθεί κατά του εσωκομματικού μονολιθισμού. Με σημερινούς όρους δεν είναι εύκολα μετρήσιμο το θάρρος αυτής της εξέγερσης, η αξιοπρέπεια του εξεγερμένου, η σημασία των όσων λέει στο υπόμνημά του ο Κώστας Κουλουφάκος. Ωστόσο, καθώς έγραψε στο υπόμνημά του – «Πρέπει να το πάρουμε απόφαση μια για πάντα: Ο Σοσιαλισμός δεν είναι κανένα φαφούτικο γεροντοπαλίκαρο που πρέπει να το προξενέψουμε σαν να ήμασταν τίποτα λαδικά. Είναι ένας νιος λεβέντης, άξιος να καταχτάει τον έρωτα με τα νιάτα και τη λεβεντιά του».
(*) Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ανατολικών, Βαλκανικών και Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας