του Ζήσιμου Χ. Συνοδινού (*)
Πριν από έναν περίπου μήνα κυκλοφόρησαν από τις καλές εκδόσεις «Κίχλη» τα δημοσιεύματα του Κώστα Κουλουφάκου, συγκεντρωμένα σε δύο ογκώδεις τόμους (2.400 σελίδες!), με φιλολογική επιμέλεια του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Γιώργου Ανδρειωμένου. Ένα επίτευγμα, το οποίο θα λέγαμε ότι απηχεί και την εκφρασμένη επιθυμία ενός πληροφορημένου κοινού, που τον έζησε, διάβασε κείμενά του ή τον ανακάλυψε εκ των υστέρων –κείμενα γραμμένα σε διάστημα σαράντα τόσων χρόνων, εν πολλοίς δυσεύρετα σήμερα σε παλιές εκδόσεις, ανθολογίες και συλλογικούς τόμους, σε περιοδικά και εφημερίδες– και που δεν μπορούσε να τα απολαύσει συγκεντρωμένα κάπως σε μια σύγχρονη μορφή.
Ο Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994) υπήρξε μια εξαιρετική πνευματική προσωπικότητα της μεταπολεμικής Αριστεράς: Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μελετητής και κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου, μεταφραστής, εκδότης, βασικός συντελεστής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και γνήσιος μαχητής και οραματιστής ενός καλύτερου κόσμου, χωρίς την τυραννία του ανθρώπου από άνθρωπο.
Η ζωή του υπήρξε μια συνεχής περιπέτεια με βάσανα και σκληρές δοκιμασίες, εξαιτίας της ιδεολογίας του, του ανεξάρτητου πνεύματός του και του ανυπότακτου χαρακτήρα του, ενώ παρόμοιες κακουχίες έζησαν και τα δύο μικρότερα αδέρφια του, Τάσος και Νίκος. Με καταγωγή από τη Μάνη, γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα μέχρι τα 17 του χρόνια, όταν μαθητής ακόμη του γυμνασίου οργάνωσε με ομηλίκους του ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα κατά των κατακτητών της χώρας. Συνελήφθη για τη δράση του από τους Ιταλούς, ανακρίθηκε σκληρά, έμεινε καιρό στην απομόνωση, τον επόμενο χρόνο (1942) καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 χρόνων και κατέληξε στις Φυλακές του Σπολέτο στην Ιταλία. Μετά από οχτώμιση μήνες κατάφερε με άλλους συγκρατούμενούς του να δραπετεύσει και να ενωθεί με τα συμμαχικά στρατεύματα στο Αβελίνο (1943). Στις αρχές του 1944 μαζί με άλλους Έλληνες συναγωνιστές του μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο και κατατάχθηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, όπου προσχώρησε στο ΕΑΜ και συμμετείχε στο κίνημα της Μ. Ανατολής. Μετά την αιματηρή καταστολή του κινήματος συνελήφθη και κλείστηκε στα «σύρματα» των εγγλέζικων στρατοπέδων συγκέντρωσης στις ερήμους της Β. Αφρικής.
Στην Ελλάδα γύρισε ελεύθερος τον Οκτώβριο του 1945, για να πάρει το απολυτήριο του γυμνασίου και να καταφέρει να εισαχθεί με εξετάσεις στο Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπουδάζει και αγωνίζεται μέσα από την ΕΠΟΝ, ενώ το 1947 αναγκάζεται να περάσει στην παρανομία. Για την πολιτική του δράση συλλαμβάνεται το καλοκαίρι του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, το 1949 στη Μακρόνησο, όπου παρά τα σκληρά βασανιστήρια δεν κάνει δήλωση, και το 1950 στον Αι Στράτη. Στα στρατόπεδα και τους τόπους εξορίας του μελετούσε συνεχώς, τόσο τα πανεπιστημιακά του μαθήματα, όσο και μια μεγάλη ποικιλία βιβλίων που έπεφταν στα χέρια του, ολοκληρώνοντας τη θεωρητική του κατάρτιση και μαθαίνοντας μόνος του ξένες γλώσσες. Στον Αι Στράτη μάλιστα γνωρίστηκε με τους εξόριστους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς (Γ. Ρίτσο, Τ, Λειβαδίτη, Θ. Κορνάρο Μ. Λουντέμη κ.ά.) και με τους νεότερους Τ. Πατρίκιο, Δ. Ραυτόπουλο, Μ. Φουρτούνη και Τ. Σπυρόπουλο, ενώ είχε αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Από τον Αύγουστο του 1953 λόγω της επιβαρυμένης υγείας του –είχε προσβληθεί από φυματίωση– εξέτιε την ποινή του, μέχρι το 1962, στην κατοικία του ως «αδειούχος εξόριστος».
Έτσι επανήλθε στην πολιτική δράση ως στέλεχος των διανοουμένων της ΕΔΑ και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χημεία και να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη λογοτεχνία, εργαζόμενος παράλληλα για το βιοπορισμό του. Από το 1954 συμμετείχε, μαζί με τους φίλους και συντρόφους του Τ. Πατρίκιο, Δ. Ραυτόπουλο, Μ. Φουρτούνη, στο προχωρημένο εγχείρημα του σπουδαίου λογοτεχνικού περιοδικού της Αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), με το οποίο ο Κουλουφάκος, ως υπεύθυνος ύλης στην αρχή και αργότερα αρχισυντάκτης του, ταύτισε σχεδόν τη ζωή του εκείνη την περίοδο. Αυτά τα χρόνια ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής του με πολλές και ποικίλες δημοσιεύσεις (ενυπόγραφες ή με διάφορα ψευδώνυμα ή αρχικά) στα περισσότερα τεύχη του περιοδικού, και όχι μόνον, αλλά και με συγκρούσεις με την ηγεσία του Κόμματος σε θέματα ελευθερίας του πνεύματος και της τέχνης. Άλλωστε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε αντιληφθεί τις ανυπέρβλητες αδυναμίες, την ψευδαίσθηση και τα αδιέξοδα του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Τον Απρίλη του 1967 συνελήφθη ξανά από τη χούντα των συνταγματαρχών, εξορίστηκε στη Γυάρο και στη συνέχεια στο Παρθένι της Λέρου, όπου το 1968, στη διάσπαση του ΚΚΕ, διατήρησε αποστάσεις κι από τις δυο πλευρές, μολονότι υποστήριζε την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος. Εκεί κατήγγειλε και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία που κατέπνιξαν την άνοιξη της Πράγας. Το 1970 απολύθηκε από το Παρθένι και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Διογένης», ενώ παράλληλα συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Στη μεταπολίτευση ξεκίνησε μια νέα δημιουργική φάση με μεταφράσεις, μελέτες, ομιλίες, διαλέξεις, μαθήματα σε σχολές θεάτρου, συνεργασίες του σε περιοδικά και εφημερίδες, με παράλληλη, διαρκή εμπλοκή του στην πολιτική (ΕΔΑ 1974-1979, συνεργαζόμενος με το ΚΚΕ Εσ. μέχρι το 1986 και στη συνέχεια ενταγμένος στο ΚΚΕ Εσ.-Ανανεωτική Αριστερά).
Χωρίς αμφιβολία, ο Κώστας Κουλουφάκος υπήρξε διανοούμενος μιας πονεμένης στρατευμένης γενιάς με γνήσια οράματα, ο οποίος συνδύαζε το λόγο, τα γράμματα και την τέχνη με την πολιτική χειραφέτηση. Πρωτοπόρος σε ιδέες, οραματιστής μιας πραγματικά ελεύθερης ανθρώπινης κοινωνίας, ένας σεμνός, εκλεκτός μαχητής ανάμεσα στους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, αλλά και ουμανιστής οπαδός μιας αντιεξουσίας που αφυπνίζει τις συνειδήσεις των εξουσιαζομένων. Ένας γνήσιος αντιεξουσιαστής επαναστάτης («πείραμα αντιεξουσίας» άλλωστε είχε ονομάσει τον κανονισμό λειτουργίας της Επιθεώρηση Τέχνης που ο ίδιος είχε συντάξει).
Παρ’ όλο που ο ίδιος βίωνε έντονα το κλίμα των σκληρών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων/μεταπτώσεων του ελληνικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπου κυριαρχούσε η αντίληψη «η αλήθεια είναι καλύτερο να μένει κρυμμένη, γιατί εκείνος που αποφασίζει να την λαλήσει μονάχα μπελάδες κι αφορισμούς θα πάρει γι’ ανταμοιβή» (Δ. Ραυτόπουλος), ως ονειροπόλος και ρομαντικός επέμενε με πείσμα και παρρησία ότι αυτός θα την μολογάει πάντα «κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», γιατί πίστευε ακράδαντα ότι η αλήθεια ήταν πάντοτε απελευθερωτική, επαναστατική.
Σχεδόν όλα τα ποιήματά του, άλλα επικαιρικά, σκληρά και πικρά, άλλα διαχρονικά, χαμηλόφωνα και τρυφερά, γράφτηκαν τα περισσότερα στη μετεμφυλιακή προδικτατορική περίοδο, απηχώντας ιδέες και συναισθήματα εκείνης της εποχής. Στα ευάριθμα πεζογραφήματά του (διηγήματα) υπήρξε αρκετά μεθοδικός στην ύφανση των χαρακτηριστικών των ηρώων του, με «μήνυμα» στο τέλος, υποστηρίζοντας ότι το λογοτεχνικό έργο έχει τρεις πλευρές: τη λογική-γνωστική, την αισθητική και την ηθική, που είναι «η κατάσταση πνεύματος» στην αναζήτηση του μηνύματος.
Αλλά εκτιμώ ότι ξεχώρισε περισσότερο ως πληθωρικός κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Ασχολήθηκε με το έργο μεγάλων ποιητών μας, Άρη Αλεξάνδρου, Κώστα Βάρναλη, Νικηφόρου Βρεττάκου, Οδυσσέα Ελύτη, Τάσου Λειβαδίτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Σεφέρη, Διονύσιου Σολωμού κ.ά., αλλά και με τους πεζογράφους Βασίλη Λούλη, Ασημάκη Πανσέληνο, Κοσμά Πολίτη, Δημήτρη Χατζή κ.ά. Επίσης για εννιά ολόκληρα χρόνια κράτησε επάξια στην Επιθεώρηση Τέχνης τη στήλη της κριτικής για την ποίηση και το θέατρο, γράφοντας παράλληλα δοκίμια, μελέτες και άρθρα.
Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται από ευθυβολία, πολυμάθεια και εντιμότητα, οξύτητα αλλά και τρυφερότητα, τόλμη και πνεύμα ανεξαρτησίας από κάθε κοινωνική σύμβαση και καταναγκασμό, κόντρα σε λογικές συμπράξεων και πνευματικών συμβιβασμών, όπως έχει de profundis ομολογήσει στο ποιητικό του «Θεμέλιο ήθους»:
Έπραξα πάντοτε κατά συνείδηση.
Σε κάστες δεν πεθύμησα ποτέ ν’ ανήκω.
Μήτε και θέλησα ποτέ
στους ισχυρούς νάμαι αρεστός.
(Από τη συλλογή «Εποχή συνθημάτων», 1978)
Ή σε ένα παρόμοιο («Ηθική»), απόσπασμα:
Δεν κλέβω
Φοβάμαι κάθε τι που δεν το κέρδισα μόνος μου.
Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο. […]
(Από τη συλλογή «Διαπιστώσεις», 1951-1963)
Εντρύφησε επίσης στα πρωτότυπα έργα αρκετών αναγνωρισμένων ποιητών, συγγραφέων και διανοητών του κόσμου: Αμάντο, Αραγκόν, Γκιλλιέν, Γκράμσι, Κόνφορθ, Κουαζίμοντο, Λόρκα, Λούκατς, Μαγιακόβσκι, Μαρκούζε, Μπρεχτ, Μωρουά, Νερούντα, Σαρτρ, Τριολέ, Χικμέτ, Χιμένεθ, αλλά και κλασικών: Βερν, Γκόγκολ, Θερβάντες, Τσέχωφ, Φλωμπέρ, μεταφράζοντάς τους. Εκ τούτου, μας έχει αφήσει έναν εντυπωσιακό όγκο καλών πρωτότυπων μεταφράσεών του από επτά τουλάχιστον γλώσσες, όπου εντυπωσιάζει πάλι με το εύρος των γνώσεών του και την ποικιλία των θεμάτων.
Ακάματος τεχνίτης του λόγου, τελειομανής, εργασιομανής –«δούλευε λυσσασμένα», όπως είχε μας είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πριν από χρόνια η γυναίκα του, η γνωστή ζωγράφος και αγωνίστρια Μαρία Κωστάκου (1922-2015)–, διακρίθηκε ακόμη ως ικανός ομιλητής και άξιος δάσκαλος, με τη μακρόχρονη εμπειρία από την εποχή των μαθημάτων του στους εξόριστους συντρόφους του, την έντονη πολιτική του ενασχόληση, τη διδασκαλία του σε ιδιωτικά φροντιστήρια και θεατρικές σχολές αργότερα, και, τέλος, με τη συχνή παρουσία του σε πνευματικές συζητήσεις, διαλέξεις και ομιλίες στο ευρύτερο κοινό.
Αξίζει όμως να ασχοληθούμε λίγο με την έκδοση που με βαθιά γνώση και εξαιρετική φροντίδα ετοίμασε ο δεινός φιλόλογος Γιώργος Ανδρειωμένος, με την αποφασιστική συνδρομή των εκδόσεων «Κίχλη». Στους δύο πολυσέλιδους τόμους περιλαμβάνονται όλα τα δημοσιευμένα κείμενα του Κουλουφάκου, καταταγμένα ειδολογικά και χρονολογικά. Ο πρώτος τόμος περιέχει τα ποιήματα, πεζά, δοκίμια, άρθρα, λήμματα σε λεξικά-εγκυκλοπαίδειες, εργασίες σε αυτοτελείς εκδόσεις, προλόγους σε βιβλία τρίτων, κριτικές βιβλίων, θεατρικές κριτικές, κείμενα πολιτικοκοινωνικού προβληματισμού, συνεντεύξεις-διαλέξεις, αυτοβιογραφικά σημειώματα. Ο δεύτερος χαρακτηριστικά τμήματα από τις μεταφράσεις του (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμια και άρθρα) και ολοκληρώνεται με το πολύτιμο «επίμετρο» του επιμελητή, που παρακολουθεί συστηματικά όλη την αγωνιστική και πνευματική πορεία του. Ένα φωτογραφικό παράρτημα και το πολύ χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων στο τέλος καθιστούν την έκδοση λειτουργική για τον απαιτητικό αναγνώστη και τον ερευνητή.
Επειδή στα κατάλοιπα του δημιουργού διατηρούνται κι άλλα αδημοσίευτα κείμενά του, δοκίμια, ημερολόγια, σημειώματα, επιστολές του, ο επιμελητής μιλάει για πρόσθετη μελλοντική έκδοση. Αλλά προσωπικά εκτιμώ ότι το μεγάλο στοίχημα κερδήθηκε. Έχουμε πια στα χέρια μας σχεδόν ολόκληρο το πνευματικό έργο ενός διανοουμένου που αψηφούσε την υστεροφημία και τη «χάρτινη δόξα» χάρις στην πρωτοβουλία του πιο κατάλληλου προσώπου για ένα τέτοιο εγχείρημα. Του οποίου η υποδειγματική εργασία φαίνεται από τον τρόπο παρουσίασης, τη γενικότερη ταξινόμηση του υλικού και τις καίριες επισημάνσεις του με δικά του εύστοχα πληροφοριακά σημειώματα και υποσημειώσεις.
Γιατί ο επιμελητής δεν είναι μόνον ο πολυγράφος μελετητής, που έχει ασχοληθεί με σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ή με πλείστα όσα θέματα φιλολογίας, αλλά τυγχάνει και στενός συγγενής του Κουλουφάκου, από τη μεριά της μητέρας του, που τον έζησε και μαθήτευσε κοντά του. Επομένως ήταν και εκπλήρωση χρέους του Ανδρειωμένου προς τον παππού του, ο οποίος είχε αφήσει διασκορπισμένο έναν τόσο αξιόλογο πνευματικό μόχθο.
Συμπερασματικά, οι δύο αυτοί τόμοι συνιστούν φέτος σημαντικό εκδοτικό γεγονός, γιατί μπορούν αφενός να διευρύνουν τους κύκλους της ανάγνωσης και αφετέρου να αποτελέσουν έναυσμα να επανεξεταστεί σε βάθος το έργο του Κ. Κουλουφάκου, ώστε να αποτιμηθεί δικαιότερα η προσωπικότητα και η συνολική προσφορά του στα γράμματα και τον πολιτισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ο Κουλουφάκος παρά τα τόσα γραπτά του και την εγνωσμένη αξία του παραμένει σχεδόν άγνωστος, αφανής, («αθέατος και σιωπηλός άνθρωπος των γραμμάτων» έχει χαρακτηριστεί από τον Μάνο Ελευθερίου), αφού στις γνωστές «Ιστορίες» της νεοελληνικής λογοτεχνίας-φιλολογίας λίγοι έχουν αναφερθεί στο έργο του (Γ. Κορδάτος, Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Λίνος Πολίτης και, κυρίως, ο φίλος του Αλέξανδρος Αργυρίου).
Ο Γιώργος Ανδρειωμένος διδάσκει στη νεολαία μας νεοελληνική φιλολογία πάνω από 35 χρόνια, ζει καθημερινά τις αναζητήσεις της μέσα στο πανεπιστήμιο, αφουγκράζεται την αγωνία της, διαλέγεται μαζί της για τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας. Η τελευταία εξαιρετική δουλειά του με τα έργα του Κουλουφάκου –που έρχεται σε συνέχεια εκείνης του 2020 για την Επιθεώρηση Τέχνης– αναπόφευκτα προσβλέπει και σ’ αυτό το κοινό, που αδυνατεί να συλλάβει τη μακρινή εικόνα εκείνης της Ελλάδας μετά το Εμφύλιο και έως τη Μεταπολίτευση. Άλλωστε ο ίδιος ο τιμώμενος έχει αφήσει το δικό του μήνυμα στη νεολαία του μέλλοντός μας με το ποίημά του «Διαθήκη» (Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 9, Σεπτεμβριος 1955, σ. 192):
ΔΙΑΘΗΚΗ
Στον έφηβο του 2052
Εσύ γεννήθηκες με τη χλόη
πάνω στους τάφους των εχθρών
και τους δικούς μας.
Μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα στο σταφύλι
Τη θάλασσα
Τα ηλεκτρονικά μηχανήματα.
Ξέρω πως έχεις το μυαλό σου στο κεφάλι
Και την καρδιά στη θέση της.
Μάθαινε με τα δυο.
Αγάπα μόνο το δεύτερο.
Ίσως, έτσι θα συμπαθήσεις λίγο τους εχθρούς μας.
Εσύ μπορείς να κάνεις
Αυτό που εμείς δεν επιτρέψαμε στον εαυτό μας.
Δε θα βαρυγνωμήσουμε που θα μας κρίνεις.
Άλλωστε
Εμείς μονάχα πολεμήσαμε.
Και δεν υπάρχει λόγος να μάθεις τ’ όνομά μας.
Ήρθαμε
κάναμε το καθήκον μας
και φύγαμε.
Όσον αφορά το πολύτιμο προσωπικό αρχείο του Κ. Κουλουφάκου (αταξινόμητα χειρόγραφα, επάλληλες ποιητικές γραφές σε πακέτα τσιγάρων «Άρωμα» σκέτο, σημειώματα, σκέψεις, ημερολόγια, επιστολές, πολιτικά κείμενα), επείγει η πλήρης τακτοποίηση και επεξεργασία του, ώστε να αξιοποιηθεί το περιεχόμενό του από την έρευνα. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προκύψουν νέα σημαντικά στοιχεία τόσο για το έργο του όσο και για την εποχή του, αφού ο ίδιος ο δημιουργός του συνετέλεσε αποφασιστικά στην πνευματική παραγωγή και τους αγώνες μιας γενιάς που έγραψε σπουδαίες σελίδες στη σύγχρονη ιστορία μας.
(*) Ο Ζήσιμος Χ. Συνοδινός είναι ιστορικός-αρχειονόμος
Κώστας Κουλουφάκος: Τα δημοσιευμένα έργα [Τόμος 1: Πρωτότυπα • Τόμος 2: Μεταφρασμένα]. Φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο: Γιώργος Ανδρειωμένος Εκδόσεις Κίχλη, Σελίδες: (τ. Α´) 1320 • Σελίδες: (τ. Β´) 1080