του Αριστοτέλη Σαΐνη (*)
Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
Borges, Jorge Luis (1899-1986),Ποιήματα, μετάφρ. Δ. Καλομοίρης,Ελληνικά Γράμματα, 1995
Είναι γνωστό ότι τίποτα δεν έχει τέλος σ’ αυτόν τον κόσμο κι ότι οι δρόμοι της λογοτεχνίας και της κριτικής είναι τρελοί. Είναι γνωστό ότι το πολύτιμο «Αρχείο» του Αχιλλέα Κυριακίδη, μετά τη βράβευση του συγγραφέα το 2004, αποτέλεσε το μήλο για το οποίο ακόμα ερίζουν το ΕΛΙΑ και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη (η τελευταία θέλει να φυλαχθεί στο πρώτο, το τελευταίο θέλει την αποθήκευση στη δεύτερη). Μέχρι την οριστική απόφαση, για την οποία αρμόδια είναι τα δικαστήρια, το «Αρχείο» φυλάσσεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο που έχουν παραχωρήσει οι Εκδόσεις Opera. Η αρχική συλλογή του εκδοτικού οίκου δημιουργήθηκε φροντίδι του διευθυντή του, Γιώργου Μυρεσιώτη, ο οποίος, παραμένοντας πιστός στο έμβλημα του εκδοτικού οίκου («Λυπούμεθα, αλλά το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση», βλ. http://www.lifo.gr/articles/book_articles/90482), δημιούργησε την πρώτη συλλογή, η οποία περιλάμβανε αρχικά όλες τις χειρόγραφες (υποδείγματα καλλιγραφίας και η χαρά του επιμελητή) μεταφράσεις του συγγραφέα. Από το 2004, ωστόσο, εμπλουτίστηκε με υλικό γενικότερου ενδιαφέροντος (φωτογραφίες, αλληλογραφία, κριτικές κ.λπ.) και έκτοτε η συλλογή τροφοδοτείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Σήμερα η «Συλλογή Αχιλλέα Κυριακίδη» αποτελείται από 19 κούτες αρχειακού υλικού που καταλαμβάνουν 35 κυβικά μέτρα. Η αξία του δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ακόμα, καθώς πρόκειται για ετερογενές, χαώδες και λαβυρινθώδες υλικό που παραμένει αταξινόμητο. Η έλλειψη καταλόγου καθιστά τη χρηστικότητά του περιορισμένη. Μια πρώτη παρατήρηση, που ενισχύει τις κατά καιρούς δηλώσεις του συγγραφέα, είναι ότι υπάρχουν μόνο χειρόγραφες ή δακτυλογραφημένες τελικές εκδοχές των κειμένων και, άρα, καθόλου πρόσφορο έδαφος για γενετική κριτική. Όπως και να ’χει, ευχαριστώ και από αυτή τη θέση τους υπεύθυνους του εκδοτικού οίκου που επιτρέπουν κατά καιρούς τις εφόδους μου και τις περιπλανήσεις μου στις κούτες του Αρχείου. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις μου, αναδιφώντας σ’ αυτές τις «χαμένες Τροίες», η ενδελεχής και συστηματική φιλολογική σκαπάνη εντόπισε στο παλίμψηστο «Αρχείο» του συγγραφέα ένα αληθινό διαμάντι που εκ παραδρομής αρχικά και λόγω κεκτημένης ταχύτητος αποδόθηκε (ο φιλολογικός ενθουσιασμός του ερασιτέχνη), από τον γράφοντα στον ίδιο τον Αχιλλέα Κυριακίδη. Φευ, αλίμονο, όπως υπέδειξε ο τελευταίος, πρόκειται, αναμφισβήτητα, για τμήμα του «ορατού» έργου του Αντώνη Ιωάννου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αχιλλέα Κυριακίδη η «αγαθή τύχη» που οδήγησε στη γνωριμία του Αντώνη Ιωάννου με τον Πάτροκλο Γιατρά «μπορεί να συγκριθεί μόνο μ’ εκείνην που έφερε τον Μπόρχες περαστικό από τον καθρέφτη του Zonar’s, καθ’ οδόν προς την εμβροντησία του Νάσου Βαγενά».
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον γεννημένο στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αινιγματικό Αντώνη Ιωάννου. Μαθηματικός, ερασιτέχνης αστρονόμος και επαγγελματίας κινηματογραφόφιλος, κριτικός λογοτεχνίας και κινηματογράφου έχει αφήσει ευδιάκριτα τα ίχνη του σε έγκριτες εφημερίδες, ανθεκτικά λογοτεχνικά περιοδικά και έγκυρα φέιγ-βολάν για να μην αναφέρει κανείς την αυταπάρνηση με την οποία έχει επιμεληθεί ποιητικές ή διηγηματικές συλλογές, και μυθιστορήματα ελλήνων συγγραφέων (οι κακές γλώσσες λένε, «λογοκρίνοντας αλλά Πάουντ», όπως φανερώνει και η παροιμιώδης στους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ των λογοτεχνικών πραγμάτων φράση: «το ψαλίδι του Ιωάννου»). Το τεράστιο «αόρατο» έργο του δεν έχει τύχει, ως εικός, αναγνώριση, αν εξαιρέσει κανείς το δοκίμιό του, «Το πεπερασμένο άπειρο και τα δωδεκαδικά ορθογώνια δι-τετράγωνα στα πεδία ασκήσεων του OuLiPo», το οποίο βραβεύτηκε ως το πιο ακατανόητο επιστημονικό κείμενο του 1990.
Αναδιφώντας, λοιπόν, στους αταξινόμητους ακόμα φακέλους του «Αρχείου», γεμάτους παραλειπόμενα, απόκρυφα ή αποκηρυγμένα κείμενα, κριτικές, συνεντεύξεις, πενιχρά συμβόλαια με εκδότες, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και προσωπική αλληλογραφία, έπεσα πάνω στο εξής τεκμήριο, το οποίο και παραθέτω. Θεωρώ ότι στις σελίδες αυτού του αφιερώματος βρίσκεται, επιτέλους, στον οικείο του χώρο.
Πρόκειται, όπως θα καταλάβει γρήγορα ο αναγνώστης, για μιαν αποσπασματικώς σωζόμενη βιογραφική διατριβή με τον άβολο τίτλο «Π.Γ.: Curriculum Mortis», η οποία σε πλήρη ανάπτυξη θα τάραζε, κυριολεκτικά, τα λιμνάζοντα νερά της βαλτωμένης φιλολογίας μας, παρέχοντας νέες πληροφορίες για την ταραγμένη δεκαετία του 1970, και την περίπλοκη ιστορία προσώπων και πραγμάτων, το κουβάρι της οποίας προτίθεμαι να ξετυλίξω εν καιρώ. Εδώ περιορίζομαι στις πληροφορίες που αφορούν τη ζωή και, κυρίως, τον θάνατο του μεγάλου μεταφραστή Πάτροκλου Γιατρά. Ο Ιωάννου, κεντώντας και συμπληρώνοντας τα κενά που μας άφησε η πρωτοποριακή, όσο σεμνή και ολιγόλογη εργοβιογραφική μελέτη του Νάσου Βαγενά, προβαίνει σε αποκαλύψεις για τον μαγικό μικρόκοσμο του Πάτροκλου Γιατρά, «με τους αγγέλους και τους δαίμονες που τον συντρόφευαν στα μακριά, μοναχικά βράδια του».
Σώζονται μόλις 4 δακτυλογραφημένες σελίδες μεγέθους Α4. Ακολουθεί η φωτογράφηση του τεκμηρίου και η μεταγραφή του, και εδώ περιορίζομαι σε δύο μόνο σημαντικές παρατηρήσεις:
- Ο ενικός οικειότητας που χρησιμοποιείται ευρέως στο κείμενο οφείλεται στην ιδιαίτερη σχέση του νεαρού Ιωάννου με τον «μεγάλο επαναστάτη-ποιητή της Χαλκιδικής», τον αυτοδίδακτο χειρώνακτα (τυπογράφο στο επάγγελμα), τον φυλακισμένο της Μακρονήσου και της Αίγινας, και, κυρίως, τον αγνοημένο μεταφραστή, το ανολοκλήρωτο μεταφραστικό έργο του οποίου θα μπορούσε ν’ αλλάξει την πορεία ολόκληρης της ελληνικής ποίησης; Σύμφωνα με το τεκμήριο, ο Ιωάννου είναι η πηγή της πληροφορίας για το θάνατο του Πατρόκλου, την οποία ο Νάσος Βαγενάς αποδίδει (γιατί άραγε;) «σε ένα [ανώνυμο] φίλο του». «Αυτός ο φίλος του Γιατρά είμαι εγώ!» σημειώνεται με έμφαση, μόλις στη σελίδα 2. Θυμίζω ότι ο Γιατράς πέθανε πράγματι στις 18 Νοεμβρίου 1969, προσβεβλημένος από έναν «άγνωστο ιό» (κατά την ιατρική εκδοχή), από «αιφνίδιο μαρασμό» (σύμφωνα με τη σπιτονοικοκυρά του) ή αυτοκτονώντας (η εκδοχή του φίλου). Η «κατάρρευση» του Πατρόκλου υπό το βάρος της αποστολής του (το έργο της επαναμάγευσης της ελληνικής ποίησης), ερμηνεία που φαίνεται να υιοθετεί με ευκολία ο Βαγενάς, καθίσταται προβληματική και τουλάχιστον έωλη, αν όχι αποτέλεσμα υπερερμηνείας.
- Ότι η βιογραφική πρόθεση του ανά χείρας σημειώματος που γρήγορα ξεστρατίζει σε παρατηρήσεις για την κοινή γενεαλογία ποιημάτων αρχικά των Γιατρά-Σινόπουλου (δύο ομόλογων ποιητικών φωνών που δημιούργησαν αγνοώντας ο ένας τον άλλον), φαίνεται ότι θα επεκτεινόταν και σε συγκριτική ανάγνωση του έργου του Γιατρά με την ποίηση άλλων ομοτέχνων του και το σημαντικότερο όχι μόνο ελλήνων ποιητών… καθώς ο Γιατράς φαίνεται ότι είχε έρθει σε άμεση επαφή και με άλλες (πλην της ελιοτικής) «κορυφαίες στιγμές» της παγκόσμιας ποίησης…
Δυστυχώς το υπόλοιπο δακτυλόγραφο αγνοείται, γεννώντας εύλογα το ερώτημα πού βρίσκεται και κυρίως γιατί δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας…
Αριστοτέλης Σαϊνης
Φιλόλογος – Βιβλιοπώλης
{“Π.Γ.: Curriculum Mortis”}
{σελ. 1}
Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Νάσο Βαγενά που, με τη γνωστή του επιστημονικότατα, μας αποκάλυψε τον συγκλονιστικό κόσμο του Πάτροκλου Γιατρά (βλ.) Μια σειρά αφορισμών [χειρόγραφη προσθήκη: του] για την Ποίηση, που πρωτοδημοσιεύτηκαν πρόσφατα –με την επιμέλεια του Βαγενά– στο περιοδικό ΔΕΝΤΡΟ ενίσχυσε τον προσωπικό μου θαυμασμό για την προσωπικότητα και την πνευματική διαύγεια του Γιατρά που τώρα, τώρα μόνο μπορώ να το πω, γνώριζα προσωπικά.
Αv πήρα απόφαση να μιλήσω, είναι γιατί πρόσφατα ο Βαγενάς έφερε στο φως μια σειρά αφορισμών του Γιατρά για την Ποίηση (βλ*). Δεν είμαι διόλου σίγουρος αν ο Γιατράς θα επιθυμούσε αυτή τη μεταθανάτια δημοσίευση των –λιγοστών – έργων του. Γι’ αυτό, άλλωστε, σιώπησα τόσον καιρό Οι αφορισμοί που δημοσιεύτηκαν μ’ έβγαλαν απ’ το δίλημμα. Χρωστώ λοιπόν κι εγώ προσωπική χάρη στον Βαγενά που άνοιξε τον δρόμο.
Η σεμνή και λιγόλογη βιογραφία του Γιατρά από τον Βαγενά δίνει στον αναγνώστη ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να εκτιμηθεί το έργο τού αξέχαστου φίλου μου, αφού προβάλλονται ιδιαίτερα οι συνθήκες εκείνες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της εκπληκτικής θεωρίας του για την Ποίηση (στερημένη ζωή, επάγγελμα τυπογράφου που τον έφερε σ’ επαφή με τη Λογοτεχνία, η φυλακή, η μέθοδος της Αγγλικής, η δήλωση, ο Έλιοτ, ο Περισσός…). Μια μικρή, ελάσσων ανακρίβεια στις χρονολογίες που αναφέρονται δεν μπορεί να καταστρέψει την όλη εντύπωση. (Ο ίδιος ο Πάτροκλος αρεσκόταν, άλλωστε, να μπερδεύει, τους άλλους με λανθασμένες πληροφορίες γύρω από τη ζωή του, είμαι όμως σε θέση να γνωρίζω καλά πως ο Γιατράς υπέγραψε τη δήλωση στις 21 και όχι στις 22 Ιουλίου του I958.) Μέσ’ απ’ το κείμενο του Βαγενά προβάλλει ανάγλυφα ο μαγικός μικρόκοσμος του Πάτροκλου με τους αγγέλους και τους δαίμονες που τον συντρόφευαν στα μακρινά, μοναχικά του βράδια. Όμως γι’ αυτά, θα μιλήσω πιο κάτω.
Ας επαναλάβουμε τη θεωρία του Γιατρά, όπως τη συνοψίζει και παρουσιάζει ο Βαγενάς: οι ποιητές, κατά τον Γιατρά, μεγάλοι ή μικροί… ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ σελ. 16. Έτσι, ο Γιατράς καταπιάνεται με τη μετάφραση της ΈΡΗΜΗΣ ΧΩΡΑΣ, όχι για να προσθέσει μια ακόμα εκδοχή στα πολλά και δύσκολα μεταφραστικά προβλήματα του ποιήματος, αλλά για να ξ α ν α γ ρ ά ψ ε ι το Ποίημα. Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ του Γιατρά, γράφει, βασίζεται σε μια μεταγανέστερη εμπειρία, στην εμπειρία μιας εποχής που περιέχει και το ίδιο το ποίημα… Έτσι εξηγούνται οι εκ πρώτης όψεως αυθαίρετες επεμβάσεις του Γιατρά στο ποίημα, επεμβάσεις που σε αρκετά σημεία αλλοιώνουν εντελώς το ελιοτικό νόημα.
{σελ. 2}
Η παρουσίαση του Γιατρά από τον Βαγενά τελειώνει με δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το ένα τίθεται από τον ίδιο τον Γιατρά και εκφράζει -όσο κανένα άλλο κείμενο του δυστυχισμένου ποιητή- την αγωνία του για τη μοίρα του ανθρώπου: ένα αδιέξοδο σχηματίζεται από την τομή τριών απλών συλλογισμών: «ο ηθικός πολιτισμός πηγάζει από την εσώτερη πηγή της ψυχής· στη δημιουργία του λίγο συντελούν οι εξωτερικές επινοήσεις»· «ουσία της ανθρώπινης φύσης είναι η ελευθερία του ατόμου και η συνείδηση της ελευθερίας» και «ο άνθρωπος είναι ον δημιουργικό και αυτοτελειούμενο». (Αναρωτιέμαι εδώ αν ο Βαγενάς, όταν δημοσίευε το κείμενό του για τον Γιατρά, είχε ή έλαβε υπόψη του τον περίφημο αφορισμό του Πάτροκλου: «ελευθερία είναι η ψευδαίσθηση της ελευθερίας».) Η δημιουργικότητα του ανθρώπινου όντος απασχολούσε έντονα τον Γιατρά, που, άλλωστε, είδε τον εαυτό του να δημιουργεί κάτω από συνθήκες όχι [δυσδιάκριτη διαγραφή] παραδεκτές σαν γόνιμες: φυλακή, απομόνωση στον Περισσό.
Το δεύτερο ερωτηματικό είναι γύρω από το θάνατο του Γιατρά. Ο Βαγενάς έχει μιαν ενδιαφέρουσα και λογικοφανή εκδοχή για τον πρόωρο χαμό του Πάτροκλου: το τεράστιο έργο που ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Γιατράς δεν πρέπει να μετρηθεί με τη συμβατική μονάδα του χρόνου, που ισχύει, δηλαδή, για όλους εμάς· έτσι, για τον Βαγενά, ο Γιατράς πέθανε από φυσιολογικό θάνατο. Όσο φυσιολογικός μπορεί να χαρακτηρισθεί ο [χειρόγραφη προσθήκη: πρόωρος] θάνατος του Μότσαρτ στα τριάντα του ή του Ρεμπώ, θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς. Ο σεβασμός που φαίνεται να τρέφει ο Β. για τον Γ., διάχυτος μέσα στο κατανυκτικό κείμενο, επιτρέπει το μπορχεσιανό παράδοξο. Ας μην παραγνωριστεί, ωστόσο, πέρα από την άποψη της σπικονοικοκυράς του Γιατρά πως ο ποιητής πέθανε από «αιφνίδιο μαρασμό» και η εκδοχή πως ο Γιατράς αυτοκτόνησε. Την εκδοχή αυτή ο Β. την αποδίδει ανώνυμα «σε ένα φίλο του». Αυτός ο φίλος του Γιατρά είμαι εγώ.
[δυσδιάκριτη διαγραφή] Πότε και πώς γνωριστήκαμε με τον Πάτροκλο δεν έχει και τόση σημασία τώρα πια. Κάπου μέσα στο σεμνό βιογραφικό του σημείωμα εμφιλοχωρώ κι εγώ σα μια διακριτική μαγική εικόνα. Άλλωστε, η φιλία μας, δεν είχε ποτέ τις εξάρσεις, τις παλινδρομήσεις και τις καθιζήσεις που παρουσιάζουν συχνά οι φιλίες δύο ανδρών. Δεν αγκαλιαστήκαμε ποτέ με τον Πάτροκλο. Κι όσο και αν φαίνεται περίεργο, δεν λαχταρίσαμε ποτέ ο ένας τον άλλο. Όμως, ζούσαμε τηρώντας μιαν ιερή απόσταση, ξέροντας πως ο καθένας μας πως ο άλλος είναι εκεί. Εκεί. Αυτό μας έδινε σιγουριά, ήταν σα να χει καθένας μας τη μικρή, αποκλειστική του συναισθηματική αποθήκη, ένα αποκούμπι αγάπης. Ο ίδιος ο Πάτροκλος έλεγε γελώντας για τη σχέση μας: «αυτό είναι το μεγαλείο της Απόστασης· προϋποθέτει τη διαρκή ύπαρξη των δύο σημείων που αφίστανται».
{σελ. 3}
[…]
Στο μικρό του δωμάτιο. Στον Περισσό, πήγα δυο-τρεις φορές όλες κι όλες. Την πρώτη φορά, του μίλησα για τον Σινόπουλο. Δεν τον ήξερε. Κι όμως τα σπίτια τους απείχαν μόλις δύο τετράγωνα. Αργότερα, έμελλε να διαπιστώσω μια κοινή γενεαλογία ανάμεσα σε πολλά ποιήματα του Γ. και του Σ. Θυμάμαι ιδιαίτερα τη συγγένεια ανάμεσα στο [κενό στο δακτυλόγραφο] και στο ποίημα του Γ. [κενό στο δακτυλόγραφο]. «Σ’ ορκίζομαι, δεν τον ξέρω, δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό του», είπε ο Πάτροκλος. «Όμως αυτό που μου λες έχει πολύ ενδιαφέρον, κυρίως γιατί ο Σ. χειρίστηκε το θέμα πολύ καλύτερα από μένα. Άσε λοιπόν, να μην τον γνωρίσω καλύτερα».
{σελ. 4}
[…]
Δε θέλω –αν και θα μπορούσα- να επιμείνω σε σημαντικές ή όχι λεπτομέρειες από τη σχέση μας· λεπτομέρειες από συναντήσεις αραιές, βιαστικές και μέσα σε συνθήκες απωθητικές τουλάχιστον. [δυσδιάκριτη διαγραφή] Ξέρω πως παραβιάζω θεληματικά άγραφους κανόνες της βιογραφικής, [που ωστόσο] αλλά εγώ δεν θέλω να [μιλήσω για τη] περιγράψω τη ζωή του Πάτροκλου Γιατρά. Θέλω να [σας διηγηθώ] μιλήσω για το θάνατό του. Γράφω με άλλα λόγια το CURRICULUM MORTIS του. Κρατώντας στοιχεία απ’ την ευγένεια και την αξιοπρέπεια του φίλου μου, θέλω να συντάξω την επιθανάτια αναφορά μου, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή μου πως κι εκείνος έτσι θα το ’θελε. Είχε τόσο περιφρονήσει τη ζωή –ιδιαίτερα μετά τη γνωριμία του με τις κορυφαίες στιγμές της ποίησης, κι όχι μόνο της αγγλικής, αν μου επιτρέπει μια συμπλήρωση ο Ν.Β.– την είχε τόσο υποβιβάσει που πολλές φορές μιλούσε…
Ο Ποιητικός λόγος… [χειρόγραφη αρχή παραγράφου]
(*) Ο Αριστοτέλης Σαϊνης (Θεσσαλονίκη 1969) είναι ερασιτέχνης φιλόλογος και επαγγελματίας Βιβλιοπώλης. Τελευταίο του εκδοτικό ίχνος: «Το πραγματικό πορτρέτο ενός φανταστικού “καθολικού διαβολιστή”», Επίμετρο στο: Max Beerbhom, Ηνοχ Σόουμς: Μια ανάμνηση από τη δεκαετία του 1980, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Άγρα, 2018.