της Χρύσας Σπυροπούλου (*)
Τα κεριά έριχναν το αχνό τους φως στο τραπεζομάντιλο με τα χριστουγεννιάτικα μοτίβα και στα γκι που διακοσμούσαν τις βάσεις των ποτηριών, καθώς η Λίζα τοποθετούσε τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα στη θέση τους. Οι κινήσεις της ήταν σταθερές, σαν να έπαιρνε μέρος σε ιεροτελεστία. Σαν να μετρούσε τις αποστάσεις για να ακουμπήσει το κάθε αντικείμενο όπου αρμόζει. Σκέφτηκε να χαμηλώσει ακόμα περισσότερο τα φώτα ώστε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα με το φως των κεριών. Θα άφηνε για αργότερα τις φωταψίες.
Απόψε, παραμονή των Χριστουγέννων, για άλλη μία φορά είχε προσκαλέσει τους φίλους της, με τους οποίους εδώ και τριάντα χρόνια περνούσαν τις γιορτές παρέα, την Κορνηλία, την κόρη του μακαρίτη συζύγου της, μαζί με τον Νικόλα, τον σύντροφό της, αλλά και το ζευγάρι που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στη γειτονιά. Είχε ξεκινήσει να μαγειρεύει από πολύ νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, ενώ κάποιες άλλες ετοιμασίες είχαν γίνει την προηγουμένη.
Η μυρωδιά της κανέλας από τα κεριά της θύμισε άλλες εποχές. Όταν τα πορτοκάλια, η σοκολάτα και η κανέλα έμπαιναν μόνο τις γιορτινές μέρες στο πατρικό της, προϊόντα ιδιαίτερα και πολυτελή για την οικογένειά της, εκείνα τα συστατικά που θα έδιναν στα κουλουράκια της μητέρας της ξεχωριστή γεύση. Έβαλε λίγο ακόμα κόκκινο κρασί στο ποτήρι της με την cranberry sangria και σκέφτηκε, καθώς ρουφούσε το ποτό ανυπόμονα, ότι η παραμονή των Χριστουγέννων θα αποδεικνυόταν η τυχερή της μέρα. Την περίμενε, αυτή τη φορά, όπως τα παιδιά, με ανυπομονησία και ανακούφιση συνάμα. Ήξερε ότι η Κορνηλία ήταν αλλεργική στα αμύγδαλα, και γι’ αυτό άλλωστε, η ίδια θα φρόντιζε να τα ρίξει τριμμένα στο eggnog με σοκολάτα, να τα αφήσει να χαθούν μέσα στα αρώματα του bourbon, της κρέμας και της μαύρης σοκολάτας, που της άρεσε πάντα να πίνει τέτοιες μέρες, καθώς η μακρά παραμονή της στο Λονδίνο είχε αλλάξει τις παραδοσιακές ελληνικές της συνήθειες. Και θα περίμενε. Αρκούσε το αλλεργικό σοκ. Όσα είχε διαβάσει στο διαδίκτυο ήταν σαφή. Κι αυτή ήταν αποφασισμένη να της ετοιμάσει μια ευτυχισμένη έξοδο από τα εγκόσμια. Η καημένη η Κορνηλία δεν καταλαβαίνει τίποτε, σκέφτηκε. Πάντα έχει καλές προθέσεις για τους άλλους, και το ίδιο περιμένει από εκείνους.
Από τον χώρο της βιβλιοθήκης ακούγονταν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια της Mariah Carey, All I want for Christmas is you, και το Last Christmas του George Michael. Τώρα η επανάληψη των ρεφρέν της έδινε στα νεύρα. Όχι, δεν θα αφηνόταν να δείξει νευρικότητα, πρέπει να ξέρει τι κάνει για να γίνουν όλα σωστά. Τα είχε, εξάλλου, σχεδιάσει και ελέγξει. Κανείς δεν θα την υποψιαζόταν. Άλλωστε, όλοι ήξεραν για τις κρίσεις άσθματος της Κορνηλίας, δεν θα το έψαχναν περισσότερο. Κοίταξε γύρω να δει αν το κάθε τι ήταν έτοιμο, στολισμένο και σε τάξη. Ήταν τελειομανής η Λίζα σε ό,τι κι αν έκανε. Πρόσεξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το άστρο στην κορυφή του και την μπόλικη χρυσαφένια σκόνη. Θυμήθηκε πόσο είχε θυμώσει όταν έλαβε κάποτε για χριστουγεννιάτικο δώρο αυτό το άστρο από την Κορνηλία. Από εκείνη την ημέρα είχε αρχίσει να καταστρώνει τα σχέδιά της. Τώρα όλα θα άλλαζαν μια και καλή. Είδε ένα κερί να στάζει στο τραπεζομάντιλο και έσπευσε να το απομακρύνει. Κάθε λεκές την ενοχλούσε. Τα πράγματα χρειαζόταν να μπούνε σε τάξη, να είναι καθαρά, οι αποκλίσεις να αποκαθίστανται.
Δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή. Να της προσφέρει το ποτήρι και να αρχίσει να την παρακολουθεί με ικανοποίηση καθώς εκείνη θα πίνει το ποτό της και θα χάνει τις αισθήσεις της, θα καταρρέει. Λίγοι γνώριζαν ότι η Κορνηλία είναι αλλεργική στα αμύγδαλα. Μόνο οι πιο στενοί φίλοι και η Λίζα· της το είχε εκμυστηρευθεί ο άντρας της κάποτε, σε μια στιγμή συναισθηματικού ξεσπάσματος. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να προκληθεί το μοιραίο με τόσο μικρή δόση, αλλά και πάλι, αν αποτύγχανε, θα ξαναπροσπαθούσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή των Φώτων. Τίποτε πια δεν θα την αποθάρρυνε. Όταν θα την έβγαζε από τη μέση, κάποιες εκκρεμότητες σχετικές με την περιουσία του άντρα της θα διευθετούνταν, και θα αποκτούσε ακόμα και το δικό της μερίδιο. Ο άντρας της σκοτώθηκε, τον προηγούμενο χρόνο, όταν το αυτοκίνητό του ανετράπη για αδιευκρίνιστους λόγους, όπως είπαν οι ειδικοί, και έπεσε στη θάλασσα. Ακόμα και η Κορνηλία, που ισχυριζόταν ότι θα ερευνήσει καλύτερα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το δυστύχημα και ότι θα ορίσει εμπειρογνώμονες, δεν έκανε τίποτε. Ο χρόνος την παρέσυρε στους δικούς του ρυθμούς. Και ο έρωτάς της για τον Νικόλα.
Χτύπησε το κινητό της. Είδε ότι ο αριθμός ήταν του συντρόφου της Κορνηλίας, του Νικόλα. Της φάνηκε περίεργο. Τους περίμενε από στιγμή σε στιγμή. Δεν υπήρχε λόγος να της τηλεφωνήσουν. Ειδικά αυτός.
«Η Κορνηλία έπαθε ηλεκτροπληξία και κατέληξε. Πήγε να ανάψει το πορτατίφ στον διάδρομο με βρεγμένα χέρια, δεν πρόσεξε το καλώδιο που ήταν φαγωμένο και κατέρρευσε» της είπε λακωνικά. Η Λίζα θυμήθηκε ότι το δάπεδο, στον διάδρομο του σπιτιού της Κορνηλίας, ήταν μαρμάρινο. Ήταν καταδικασμένη.
Δυσκολεύτηκε να κρύψει την ανακούφισή της. Έφερε μπροστά στα μάτια της μια εικόνα, που πέρασε αστραπιαία, αλλά επανήλθε. Έβλεπε μπροστά της τον Νικόλα να κάνει υπολογισμούς, να ζητάει δανεικά από την Κορνηλία για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Τι πήγε στραβά άραγε; Τώρα αρνήθηκε να του δώσει χρήματα; Μήπως η ίδια υπέγραψε την καταδίκη της βάζοντάς τον συνδικαιούχο σε τραπεζικό λογαριασμό; Τελικά η Κορνηλία ήταν πολύ άτυχη, συμπέρανε αναστενάζοντας. Μα πολύ άτυχη.
(*) Η Χρύσα Σπυροπούλου είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τελευταίο της “Η ακολουθία του κακού”, εκδ. Μεταίχμιο