του Φοίβου Γκικόπουλου
Η έρευνα για τον Παζολίνι είχε ως κύριο ενδιαφέρον το παρεξηγημένο βιογραφικό πρόβλημα που, από μόνο του, δεν σημαίνει τίποτε, αλλά, στην περίπτωση του Παζολίνι, δημιούργησε πραγματικές κριτικές αποκλίσεις. Σπάνια σ’ έναν Ιταλό συγγραφέα, το έργο ταυτίζεται με τη ζωή, όπως συμβαίνει με τον Παζολίνι. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι στον Παζολίνι το έργο δεν είναι άλλο από μια αυτο-αναλυτική εξέλιξη της ίδιας του της ζωής. Ο συγγραφέας κυριεύθηκε από αυτή για να μπορέσει να μετουσιώσει το εγώ του και τη δίψα του για αλήθεια. Όμως ποτέ ο Παζολίνι δεν τόλμησε να πάει παραπέρα, να παίξει με τον γλωσσικό εξτρεμισμό: προτίμησε, βυθισμένος στον ωκεανό του λόγου, να συλλάβει τον ρυθμό, να διατρέξει τις δομές, να αποσυναρμολογήσει τους μηχανισμούς, σε φωνητικό και γλωσσο-κοινωνιολογικό επίπεδο.
Μια τέτοια σχέση με τον λόγο μπορεί, σε πρώτο επίπεδο, να δώσει εκφραστικά και σημασιολογικά αποτελέσματα συνδεδεμένα με τις φόρμες του ασυνείδητου και τα αποσπάσματα του μύθου. Αντίθετα, κοιτάζοντας τη σκάλα αξιών, μπορεί να διοχετευτεί μόνο στο μοντέλο του Νάρκισσου, που μέσα από τον εαυτό του αναλαμβάνει το βάρος μιας κριτικής ή ελέγχει, διαρκώς, στην πορεία της ζωής, την ίδια του τη διάσταση μέσα στον κόσμο.
Το να δώσουμε βάρος σε ένα βιογραφικό ενδιαφέρον για τον Παζολίνι, παραμένει μια λεπτή αμφισημία. Αναπτύσσοντας ένα τέτοιο ενδιαφέρον ισοδυναμεί με το να ασχοληθούμε με ολόκληρο το έργο που εκτείνεται από την αφήγηση στην ποίηση, από τη δημοσιογραφία στη γραπτή θεατρική μορφή, από τον κινηματογράφο στις γλωσσολογικές θεωρίες, σαν ένας πίνακας περιεχομένων ενός ημερολογίου, άμεσου ή υφασμένου με τα χρόνια, αλλά πάντα αποτελούμενο από γεμάτα εσωτερικά φύλλα, από κομμάτια ενός καθρέφτη που αναζητά να συνθέσει την πραγματικότητα.
Είναι όμως δυνατό να κατασκευάσουμε έναν βιογραφικό ιστό αν, πρώτα και κύρια, δεν ερευνήσουμε πάνω στο έργο; Και με τι ισοδυναμεί μια έρευνα πάνω στο έργο; Ως δημόσιο πρόσωπο ο Παζολίνι ακολούθησε την τύχη εκείνου που εξαναγκάστηκε να παρακολουθήσει μια ρήξη ανάμεσα στην προσωπική του εικόνα και τη λογοτεχνική του δημιουργία: το έργο πέρασε σε δεύτερη μοίρα για ν’ αφήσει χώρο στο πρόσωπο και, μ’ αυτή την έννοια, αναγκάστηκε να παρακολουθήσει την αποσύνθεση του δημόσιου και ιδιωτικού του σώματος, μόνο σε συνάρτηση με τη βιογραφία του. Ίσως είναι πιο εύκολο να διεισδύσουμε στα μύχια του ανθρώπου-ποιητή, του ανθρώπου-συγγραφέα, του ανθρώπου-σκηνοθέτη και του ανθρώπου-προβοκάτορα.
Η ιταλική κουλτούρα μετά το θάνατο του Παζολίνι είδε να πέφτει το κενό πάνω στις διαλεκτικές της δυνατότητες. Στο κενό που δημιουργήθηκε στην ιταλική κοινωνία πρέπει να ξαναρχίσουμε τον διάλογο με τον Παζολίνι, γιατί υπάρχει ακόμη ζωντανή σ’ αυτόν η διδασκαλία του Ανατροπέα – Νάρκισσου, που ανακαλεί στη μνήμη τη διαρκή κριτική επιβεβαίωση της εφαρμογής των αξιών εκ μέρους της κοινωνίας: σε μια τέτοια συζήτηση εισέρχονται επίσης η φύση αυτών των αξιών και η ανθρώπινη ανταπόκριση σ’ αυτές.
Από ιδεολογική σκοπιά, δεν είναι εύκολο να τοποθετήσουμε τον Παζολίνι, από τη φύση του και τις επιλογές του, μέσα στα συνήθη σχήματα: δεν είναι ούτε δεξιός ούτε αριστερός, δεν είναι ούτε ολοκληρωτικά καθολικός ούτε ολοκληρωτικά άθεος, δεν είναι πεπεισμένος κομμουνιστής και δεν είναι πεπεισμένος αντικομουνιστής: είναι, κάθε φορά, το ένα και το άλλο από αυτά τα πράγματα και κανένα από αυτά. Η ιδεολογία στον Παζολίνι είναι κλειδί ανάπτυξης της λογοτεχνίας και της τέχνης, αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ολότητά της, επειδή δεν θα βοηθούσε τον καλλιτέχνη στην ανάγνωση της αλήθειας. Αντίθετα, ο Παζολίνι κρατά μια διαλεκτική στάση προς την ιδεολογική συζήτηση και προσδίδει πρωταρχικό ρόλο στο «πάθος» του. Έτσι, η αναζήτηση της αλήθειας, μέσα από τις ιδεολογικές υπαγορεύσεις, βιώνεται από τον Παζολίνι με ακραίους όρους. Μέσα από αυτούς τους δρόμους, το πνευματικό πάθος γίνεται αντιπαράθεση ανάμεσα στην ιδεολογία και τη θεσμική εφαρμογή της στο εσωτερικό της αλήθειας. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό ολόκληρης της μεθόδου του Παζολίνι, που βασίζει τις κρίσεις του όχι σε μια ουτοπική αισθητική συνειδητοποίηση, αλλά σε μια αναζήτηση που πραγματοποιείται μέσα από την εξέλιξη της ιστορικής διαδικασίας. Η ιδεολογία δεν συμβαδίζει με την ανάγκη της Ιστορίας, γιατί ο Θεσμός, που θα πρέπει να διαφυλάσσει την πλήρη εφαρμογή της, εκ των πραγμάτων προδίδει τις προθέσεις της. Έτσι, η αλήθεια βγαίνει ηττημένη: τα παιχνίδια της Εξουσίας καταβροχθίζουν τα ιδανικά και εξανεμίζουν τη δυνατότητα δημιουργίας της συνείδησης.
Ο πρώτος διαχωρισμός που πρέπει να κάνουμε, για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ιδεολογίας του Παζολίνι, είναι εκείνος ανάμεσα στην «ιδεολογία» και τον «μύθο». Στο έργο του Παζολίνι ιδεολογία και μύθος συνυπάρχουν και δίνουν υπόσταση στο λόγο: η ιδεολογία μάλιστα, γίνεται ο τρόπος με τον οποίο επανέρχονται και ενσωματώνονται οι μυθικές μορφές της αλήθειας, σε μια υπόθεση ελπίδας που συχνά είναι απογοητευτική. Γράφει ο ίδιος σχετικά: «Ειπώθηκε πως έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόιντ. Στην πραγματικότητα το είδωλό μου είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ». Οι τρεις αναφορές –τα τρία «είδωλα»- που μνημονεύει ο συγγραφέας είναι ενδεικτικά, όχι όμως και εξαντλητικά. Είναι γεγονός ότι ο Παζολίνι αποδέχεται την μαρξιστική ιδεολογία, αλλά είναι πάντα μάλλον κριτικός προς το Κόμμα-Θεσμός. Η ανακάλυψη του Μαρξ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 έχει, για τον Παζολίνι, τα χαρακτηριστικά της «φρεσκάδας της ελπίδας», αλλά γρήγορα η ελπίδα μετατρέπεται σε ουτοπία, κι αυτό δεν είναι χωρίς επιπτώσεις: πράγματι, είναι σαν η ελπίδα της λύτρωσης, να καταναλώνεται και ν’ αφήνει πίσω της τη φρίκη της απογοήτευσης. Για τον Παζολίνι πάντως, ο μαρξισμός αντιπροσωπεύει την κατ’ εξοχήν ιδεολογία, έστω και με κριτικό πνεύμα στο επίπεδο της θεσμικής και κομματικής πρακτικής. Και ο κριτικός στόχος, αντίθετα, είναι η καταναλωτική ιδεολογία. Πράγματι, ενάντια στην ιδεολογία της κατανάλωσης και το κενό της αστικής τάξης που αντιπροσωπεύει τις κοινωνικές δομές, ο συγγραφέας επιτίθεται κατ’ επανάληψη, με επισημάνσεις που εμπλέκουν όλη την υπαρξιακή του αντίληψη.
Ο μύθος που ο Παζολίνι αντιπαραθέτει στον «καταναλωτισμό» είναι εκείνος της «βαρβαρότητας»: «θαυμαστός βάρβαρος», όπως τον εννοούσαν αυτός και η Έλσα Μοράντε, που επιβιώνει στις κοινωνίες που ακόμη δίνουν στον άνθρωπο τον τρόπο να αισθανθούν ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι, και που συνίσταται στην ικανότητα να διατηρήσουν τον πρωτόγονο εαυτό τους, εκείνη την αίσθηση που αποξενώνει και προφυλάσσει από τον αστικό πολιτισμό.
Για να έχουμε μια επιβεβαίωση του πώς η ιδεολογική εξέλιξη διαπλέκεται με τις βαθιές εσωτερικές αναζητήσεις του ποιητή, φτάνει να διασχίσουμε παράλληλα τους σταθμούς της βιογραφίας του και την ιστορία των έργων του: θα δούμε τότε με ποιο τρόπο κάθε κριτικός ή κοινωνικός λόγος είναι σε άμεση σχέση με την βιογραφική προβολή. Κι αυτό, στον Παζολίνι, δίνει τροφή σε διατυπώσεις που, αν και αληθοφανείς, αποτελούν ψηφίδες της αλήθειας, υποθέσεις ανάπτυξης και θεωρήματα των οποίων η εξήγηση ανακαλεί, ακόμη κι από την αρχή, τις βάσεις της ουτοπίας.