του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ο κριτικός της λογοτεχνίας, εννοώ ο κριτικός της λογοτεχνίας που καταπιάνεται συστηματικά με τον έλεγχο και την αποτίμηση της τρέχουσας εκδοτικής παραγωγής, είναι πιθανόν να στραφεί κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας και στο απώτερο ή στο απώτατο λογοτεχνικό παρελθόν, μπαίνοντας με τον αναλυτικό εξοπλισμό και τη δύναμη των υποκειμενικών του κρίσεων και στα χωράφια της φιλολογικής επιστήμης. Είναι πιθανόν επιπλέον ο επικαιρικός κριτικός να στραφεί στην ξένη λογοτεχνία του καιρού του ή να μιλήσει για την ίδια την κριτική και τη δική της στροφή στο λογοτεχνικό παρελθόν. Όλα αυτά γίνονταν (γίνονται ακόμη) μέχρι και τους κριτικούς της γενιάς μου, όσους εμφανίστηκαν στα γράμματα πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια. Έχω την εντύπωση πως οι νεότερες κριτικές γενιές δεν έχουν θελήσει μέχρι στιγμής να αναμετρηθούν (αφήνω έξω την ξένη λογοτεχνία) με τις ερευνητικές περιοχές των φιλολόγων – σαν να δέχονται πως φιλολογική επιστήμη και κριτική οφείλουν να παραμένουν στα στεγανά τους, χωρίς περίεργες αλληλοεισχωρήσεις. Το θέμα μου, ωστόσο, στις σελίδες του ανά χείρας αφιερώματος είναι η προδικτατορική κριτική ενόσω συνεχίζεται και στη μεταπολιτευτική περίοδο, και πιο συγκεκραμένα η δοκιμιογραφία και η αρθρογραφία του Κώστα Κουλουφάκου μεταξύ 1954 και 1988, όπως αποθησαυρίζεται στην οικεία ενότητα του πρώτου τόμου των Δημοσιευμένων έργων του, που κυκλοφορεί με την επιμέλεια του Γιώργου Ανδρειωμένου από τις εκδόσεις Κίχλη. Το τι ακριβώς συμβαίνει με τις επικαιρικές κριτικές προσεγγίσεις του Κουλουφάκου, που στεγάζονται στην ομόλογη ενότητα του ίδιου τόμου και αφορούν κατά μείζονα λόγο την ποίηση, αποτελεί ζήτημα μιας διαφορετικής μελέτης, μίας από τις πολλές τις οποίες σίγουρα θα εμπνεύσει –τώρα, αύριο ή και μετά από δεκαετίες- η μνημειώδης έκδοση της Κίχλης σε συνάρτηση με το συνολικό έργο (ποιητικό, πεζογραφικό, κριτικό και μεταφραστικό) ενός από τους σημαντικότερους λογίους της μεταπολεμικής Αριστεράς.
Τα δοκίμια, τα άρθρα και τα εγκυκλοπαιδικά λήμματα του Κουλουφάκου είναι δημοσιευμένα πρωτίστως στην Επιθεώρηση Τέχνης, της οποίας ο ίδιος αποτέλεσε την «ατμομηχανή», όπως προσφυώς παρατηρεί ο Ανδρειωμένος στο πυκνό επίμετρο του δεύτερου τόμου των Δημοσιευμένων έργων, αλλά και σε εφημερίδες όπως Η Αυγή, σε περιοδικά και περιοδικές εκδόσεις όπως η Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Η Συνέχεια, το Χρονικό της γκαλερί Ώρα, το Αντί, Η λέξη, το Διαβάζω και ο Περίπλους, καθώς και σε τόμους της Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Εκείνο που θα προσπαθήσω να δείξω είναι το χρονικό βάθος και το λογοτεχνικό εύρος των αναφορών σε οργανική σχέση με την αριστερή πολιτική ιδεολογία, τα κριτικά εργαλεία και την αισθητική φιλοσοφία του κριτικού, πολλώ δε μάλλον που ο Κουλουφάκος είχε στα σκαριά, όπως λέει ο Ανδρειωμένος, μια Αισθητική την οποία ελπίζουμε να δούμε προσεχώς από κοντά.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Ο Κουλουφάκος ανοίγεται σε διεθνές περιβάλλον με τη μελέτη του για τον Λόρκα («Η ποίηση του Λόρκα», 1954). Τα λαϊκά χρώματα, η λαϊκή μουσική, η λαϊκή παράδοση και οι λαϊκοί άνθρωποι, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, αγρότες και γλεντζέδες, ζωντανεύουν με ζεστασιά σε μια ποίηση γραμμένη για να τιμήσει την Ισπανία, η οποία αργότερα θα αποκτήσει πλατύτερο βηματισμό και ευρέως κοινωνικό χαρακτήρα, αφήνοντας πίσω της το ισπανικό φολκλόρ. Ο Κουλουφάκος, πάντως, θέλει να μιλήσει κυρίως για μορφικά ζητήματα και για το μοντερνιστικό πνεύμα της σύνδεσης των αφηρημένων εννοιών με συγκεκριμένα αντικείμενα και με υλικά δεδομένα, πνεύμα το οποίο θα δώσει προοδευτικά τη θέση του στις υπερρεαλιστικές ασκήσεις του Λόρκα.
Γράφοντας για την ποίηση στην Κίνα της δεκαετίας του 1950 («Μια ματιά στην κινέζικη ποίηση», 1956), και ανατρέχοντας στη μακρά προϊστορία της, ο Κουλουφάκος θα διακρίνει μεταξύ λαϊκής παράδοσης και σύγχρονου ιδιώματος. Η λαϊκή παράδοση συνεχίζεται και στο παρόν, αντίθετα από, τι συμβαίνει στη Δύση, ως ζωντανή παράδοση της σκληρής αγροτικής ζωής και της εναντίωσης στους φεουδάρχες. Η λόγια ποίηση αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κινεζικής αναγέννησης του 1921, αλλά είτε με επαναστατημένους ποιητές είτε με ποιητές που ψάχνουν τη μορφή. Η μορφή έρχεται πάλι στο προσκήνιο, για να απασχολήσει τον Κουλουφάκο και όταν θα συστήσει στο ελληνικό κοινό τον κουβανό ποιητή Νικόλας Γκιλιέν («Νικόλας Γκιλλιέν», 1961), τονίζοντας την πολλαπλότητα των εκφραστικών του τρόπων, ενώ στο άρθρο του για τον Τόμας Μαν («Τόμας Μανν, ο ασυμβίβαστος», 1965) μπορεί να επαινεί τη στάση του απέναντι στον ναζισμό και τις θέσεις του για την ειρήνη, πλην παραμένει επιφυλακτικός επειδή ο επιφανέστερος γερμανός συγγραφέας δεν κάνει το επόμενο βήμα, για να μπει αυτή τη φορά κάτω από τα φτερά του σοσιαλιστικού οράματος. Εδώ λειτουργεί ακόμη ένα αριστερό αντανακλαστικό το οποίο δεν θα διακρίνουμε στα εγκυκλοπαιδικά λήμματα για τον Θερβάντες (1985), τον Πούσκιν (1988), τον Τολστόι (1988) και τον
Τουργκένεφ (1988) που έχουν (ως πληροφοριακά-εγκυκλοπαιδικά σημειώματα) αυστηρά εργοβιογραφικό προσανατολισμό.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Η περιδιάβαση του Κουλουφάκου στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας εκκινεί από τον 9ο-10ο αιώνα και από το έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα («Ο θάνατος του Διγενή. Κρητική παραλλαγή», 1965). Σημασία εν προκειμένω έχει όχι η χρονολογική διάταξη των γεγονότων, αλλά η ιεράρχηση της καλλιτεχνικής τους αναγκαιότητας. Επιπλέον, ο Κουλουφάκος αμφιβάλλει ως προς τη φιλολογική ερμηνεία του Νικολάου Πολίτη για τον Διγενή ως θεϊκό ον και ως υπερήρωα, τονίζοντας την ανθρωποκεντρική του υπόσταση. Ο Διγενής είναι πολύ ανθρώπινος διότι χάνει τη μάχη με τον χάρο και πεθαίνει: έχει επίσης την ικανότητα να παίζει και να χαίρεται ενώ πριν και πάνω απ’ όλα παρακινείται από τη δύναμη να φαντάζεται τους κόσμους των επιθυμιών του – από έναν τρόπο να αγγίξει το αδύνατον. Στον προβληματισμό του Κουλουφάκου για τη μορφή προστίθεται τώρα το ενοραματικό και, έτι περαιτέρω, το φαντασιακό στοιχείο της λογοτεχνίας.
Την εποχή κατά την οποία δημοσιεύει ο Κουλουφάκος τα άρθρα και τα δοκίμιά του (ακόμα και σε περίπτωση που κάτι τέτοιο προκύπτει μεταπολιτευτικά) μεγέθη όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Δημήτρης Χατζής δεν έχουν μετατραπεί ακόμη σε εμβληματικούς σταθμούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τη εξαίρεση του Κώστα Βάρναλη, συνιστούν, όμως, ήδη πρόσωπα που έρχονται από μια προγενέστερη περίοδο και σε αυτή τη γραμμή οφείλουμε να διαβάσουμε τα κείμενα του νεότερου από τους ίδιους κριτικού. Από μικροαστός διανοούμενος και από την προσήλωσή του στη μοναχικότητα και σε ένα είδος αφηρημένης ελευθερίας, ο Βρεττάκος θα μετατοπιστεί σε έναν νεοχριστιανικού τύπου μυστικισμό μέχρι να προσανατολιστεί σε πιο συγκροτημένη κοινωνική κατεύθυνση («Τα κοινωνικά στοιχεία στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου», 1956). Ο Κουλουφάκος μοιάζει οπωσδήποτε αρκετά μαρξιστής, στα κριτήριά του, εντούτοις, διαβλέπουμε αν όχι έναν μορφολογικό στοχασμό, τότε οπωσδήποτε μια φιλοσοφική προδιάθεση. Με τον Βάρναλη («Το ποιητικό έργο του Βάρναλη», 1957), μορφή και κοινωνικό περιεχόμενο του έργου θα γίνουν ένα. Περνώντας από την πρώτη ποιητική του περίοδο και τους ξεπερασμένους τρόπους της ποιητικής φόρμας στην ταξική, εργατική και κοινωνική συνείδηση και στο είδος της σάτιρας, ο Βάρναλης δεν θα ξεφύγει, παρά τη σατιρική ευλογία, από την πρόσδεσή του στον γαλλικό παρνασσισμό και στα σύμβολά του, τα οποία εξαναγκάζουν τα πρόσωπα που μεταφέρουν το μήνυμα της κοινωνικής απελευθέρωσης να ασφυκτιούν στο πεδίο της εσωτερικής προβολής τους. Ακόμα και όταν ο Κουλουφάκος δεν θέλει να ξεφύγει από την κοινωνική (όχι την πολιτική) ιδεολογία της Αριστεράς, αιτία για την ποιητική αποτυχία δεν είναι η ιδεολογική υστέρηση, αλλά η προσκόλληση σε ένα απαρχαιωμένο σύστημα συμβόλων και τεχνικών τρόπων.
Αδιαχώριστα βλέπει ο Κουλουφάκος τη μορφή και το περιεχόμενο και στον Ρίτσο.
Η πορεία του Ρίτσου διαγράφεται ως πορεία από την αλληγορία προς τον μοντέρνο, κοφτό και σκηνικά απογυμνωμένο λόγο, όπου κοινωνικό και ατομικό βρίσκονται σε αδιάκοπη διαλεκτική επικοινωνία, σχηματίζοντας δύο εξίσου πολύπλοκους και πολυδιάστατους πόλους («Ο προβληματισμός στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου», 1957). Πολύ αργότερα, ο Κουλουφάκος θα διαγράψει την πορεία του Ρίτσου ως πορεία από την εξανάσταση προς τον ώριμο αγώνα, και από εκεί ως πορεία προς την εξοικείωση με τη μοίρα, χωρίς να καμφθεί εξ αυτού η επαναστατική του συνείδηση («Πέντε φάσεις στην ποιητική σταδιοδρομία του Γιάννη Ρίτσου» 1975). Μολονότι τόσο ο Βάρναλης όσο και ο Ρίτσος βαραίνουν ως ιερά τέρατα στις λογοτεχνικές και στις αγωνιστικές αξίες της Αριστεράς, ο Κουλουφάκος δεν παύει ποτέ να κοιτάζει προς τις εσωτερικές αρθρώσεις του έργου, προς τα υλικά της οικοδόμησης και της αρχιτεκτονικής του.
Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Προσεγγίζοντας ο κριτικός τον Δημήτρη Χατζή («Ο δημιουργός της μεγάλης αρτηρίας», 1981), όταν ο τελευταίος έχει πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα ως περίπου αυτονόητο λογοτεχνικό κεφάλαιο, κρίνει την πεζογραφία του σε ένα κλίμα ανάμεσα σε θερμό και ψυχρό ρεύμα, υπογραμμίζοντας πως η ίδια δεν επικοινωνεί πάντοτε εξίσου αποτελεσματικά με τον αναγνώστη ενόσω διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το δημοτικό τραγούδι – η λογοτεχνική προτεραιότητα και το πώς αναπαράγεται το λογοτεχνικό παρελθόν ισχύουν ως σταθερά αξιολογικά μέσα.
Ο Βασίλης Λούλης γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά η πεζογραφία του ανήκει στη μεταπολεμική περίοδο και ο Κουλουφάκος συγκινείται από τα αποτυπωμένα στις σελίδες λαϊκά βιώματα ενός ασπούδαστου λογοτεχνικά ναυτεργάτη και όχι από την εργατική ιδεολογία στην οποία παραπέμπουν («Η ανθρωπιά μέσα στη μοναξιά», 1983). Την ιδεολογία θα παραμερίσει ο Κουλουφάκος και όταν θα κουβεντιάσει την ερευνητική ενασχόληση με τον Κάλβο του Κ. Πορφύρη, μεγαλύτερού του ηλικιακά κριτικού, φίλου του και εξίσου κρίσιμου προσώπου για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της Επιθεώρησης Τέχνης. Ο Πορφύρης (Πορφύρης Κονίδης) αποφεύγει, επιχειρώντας μια ιδεολογική βιογραφία του Κάλβου, να ταυτίσει την καλβική επαναστατική ιδεολογία με τις δικές του ιδεολογικές θέσεις. Και τούτο επειδή υποκαθιστά την οποιαδήποτε ιδεολογία με την ενδελεχή έρευνα («Το ενδιαφέρον του Κ. Πορφύρη για τον Κάλβο», 1985) – όταν η ιδεολογία του βιογράφου αντισταθμίζεται από τον οιονεί επιστημονικό λόγο.
ΤΕΧΝΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ιστορία και πολιτική δεν είναι σαν την ιδεολογία και συνομιλούν ούτως ή άλλως με τη λογοτεχνία. Μέσα από ποιους δρόμους γίνεται, παρόλα αυτά η συνάντηση της Ιστορίας με τη λογοτεχνία και πού ακριβώς διασταυρώνονται οι διαδρομές των δύο; Μελετώντας την αντιστασιακή λογοτεχνία («Η αντιστασιακή λογοτεχνία. Αναζήτηση κάποιων γενικών χαρακτηριστικών», 1982), ο Κουλουφάκος υπογραμμίζει πως οι συγγραφείς που είναι δικαίως υπό τη σκέπη της δεν κατοχυρώνουν το βάρος της δουλειάς τους εξαιτίας της εμπλοκής τους στα ιστορικά γεγονότα: προχωρώντας από το «γενικά αληθινό» προς το «αισθητικά αληθινό», επιζητούν να βασιστούν στην «ιστορική αλήθεια των κινημάτων της ψυχής» και όχι στην «ιστορικά ακριβολογημένη αλληλουχία» των ιστορικών περιστατικών. Με το ίδιο ακριβώς κριτήριο αποτιμά ο Κουλουφάκος και την ποίηση ή την πεζογραφία που αντλεί την έμπνευσή της από το 1821 («Ο “κοινός μύθος” της Νεώτερης Ελλάδας», 1958). Ο κοινός αυτός μύθος απαιτεί για την εδραίωσή του μυθιστορήματα και ποιητικά δράματα ικανά να επιτελέσουν καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, επιδιώκοντας όχι τόσο τον «νατουραλισμό της ιστορικής ακρίβειας» όσο τον «ρεαλισμό της ιστορικής αλήθειας».
Και η πολιτική; Πώς συνδιαλέγεται η πολιτική με τη λογοτεχνία και πώς έρχεται σε επαφή μαζί της; Ακόμα περισσότερο, πώς μπορούμε να απαντήσουμε στο εξαιρετικά λεπτό και ευαίσθητο ερώτημα για τη συνεύρεση και τη συγκατοίκηση πολιτικής και λογοτεχνίας; Εξηγώντας στα μεταπολιτευτικά χρόνια την πολιτική γραμμή και την πολιτική στάση της Επιθεώρησης Τέχνης κατά την προδικτατορική φάση («Ένα πείραμα αντι-εξουσίας. Ο κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας της συντακτικής επιτροπής που εξέδωσε και διεύθυνε την Επιθεώρηση Τέχνης», 1983), ο Κουλουφάκος συνοψίζει ό,τι είδαμε μέχρι εδώ να εφαρμόζει ως δοκιμιογράφος και ως αρθρογράφος: προασπίζεται την ανεξαρτησία του πολιτισμού απέναντι στην κομματική εξουσία, ζητάει τη σύμπηξη μιας πολιτιστικής Αριστεράς χωρίς ζντανοφικό χαλινάρι, αποσκοπεί σε ένα συμπεριληπτικό (για να χρησιμοποιήσω σημερινή ορολογία) αριστερό έντυπο, πρόθυμο να συζητήσει με όσους βρίσκονται ιδεολογικοπολιτικά μακριά του. Γιατί έστω και αν τα πάντα είναι πολιτικά, και τίποτε δεν καταλήγει ουδέτερο, εκείνο που πρωτεύει είναι ο κόσμος της τέχνης και των κανόνων της («Τέχνη και πολιτική», 1975).
Η Επιθεώρηση Τέχνης[1] και ο Κουλουφάκος[2] αγωνίζονται να απομακρυνθούν από μια Αριστερά που χειροτονεί έργα κομματικής νομιμοφροσύνης και άνωθεν υπαγορευμένης αισιοδοξίας. Κατά τις συζητήσεις και τις διαμάχες στο εσωτερικό του περιοδικού, στον πόλο της ανανέωσης η μάχη δόθηκε υπέρ της αυτοδυναμίας, ακόμα και της κρυπτικότητας, του λογοτεχνικού κειμένου και υπέρ του συγγραφέα ο οποίος ζητούσε να μείνει ανεξάρτητος από το τι θα όριζε εκάστοτε η οποιαδήποτε υπέρτερη αρχή. Στον πόλο της ορθοδοξίας, ο αγώνας ήταν να μείνει πάση θυσία εντός του κάδρου ο πολιτικός και ο αισθητικός υπερκαθορισμός. Δεν είναι σίγουρο ότι η αριστερή ανανέωση κατάφερε να οδηγήσει σε τελεσφόρο αποτέλεσμα τις μάχες της. Πολλές παλινωδίες, πλήθος επιφυλάξεις και υπαναχωρήσεις ή αρνητικός κατά περίπτωση συσχετισμός δυνάμεων. Όμως τα πράγματα δεν ξετυλίγονται και δεν αλλάζουν δέρμα από τη μιαν ημέρα στην άλλη και οι ιστορίες της αμφισβήτησης δεν ολοκληρώνονται (αν και όποτε ολοκληρωθούν) με άλματα της Ιστορίας, αλλά με μικρά και κάποτε εξαιρετικά ασταθή και αβέβαια βήματα.
Η ιδεολογία, βεβαίως, η πολιτική και η Ιστορία είναι πανταχού παρούσες. Ποιος αμφιβάλλει; Αν, εντούτοις, πάρουν το πάνω χέρι, τότε δεν θα επιτρέψουν στη λογοτεχνία να τις εννοήσει και να τις κατανοήσει, ούτε να εκφράσει την πραγματικότητά τους μόνο όπως η ίδια μπορεί και ξέρει. Αυτό είναι το στίγμα που εκπέμπει, και το μήνυμα που μας στέλνει, ο κριτικός, ο δοκιμιογράφος και ο αρθρογράφος Κουλουφάκος. Ας θυμηθούμε, ανακεφαλαιώνοντας καταλογογραφικά, πώς διαγράφεται η τροχιά του: δεξίωση της σύγχρονης ξένης λογοτεχνίας των χρόνων του, βαθιά βουτιά στις ρίζες και στα αρχέτυπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας με άγρυπνη κρητική συνείδηση, εστίαση στη λειτουργία της φόρμας (για την ελληνική και για την ξένη λογοτεχνία), εξέταση των φιλοσοφικών, των αλληγορικών και των συμβολικών της παραμέτρων, καθώς και εξονυχιστική ακτινογράφηση των νεωτερικών και των μοντερνιστικών της διαστάσεων. Πάνω απ’ όλα, απομάκρυνση του έργου τέχνης, και επομένως και της κριτικής, από ιδεολογικούς, ιστορικούς και πολιτικούς περισπασμούς.
Κι αν οι κυρίαρχες επί των ημερών μας θεωρίες της λογοτεχνίας, που γεννήθηκαν ήδη πριν από τον θάνατό του Κουλουφάκου, δεν έχουν τόσο σε υπόληψη την αυτοδυναμία του έργου της τέχνης, βάζοντας από την πίσω πόρτα και την ιδεολογία και την Ιστορία και την πολιτική, στο όνομα της απάλειψης των ταξικών και των φυλετικών διακρίσεων, ή της διαλεύκανσης των θεμάτων του φύλου, της ταυτότητας και του σεξουαλικού προσανατολισμού, το μόνο βέβαιο είναι πως με την τέχνη και με τα έργα της δεν έχουμε τελειώσει. Κι επειδή τα πάντα εντάσσονται σε ιστορικούς κύκλους, κι όπως γεννιούνται έτσι και πεθαίνουν, και ύστερα ανασταίνονται, το μήνυμα του Κουλουφάκου όχι μόνο δεν έχει ξεθωριάσει, αλλά είναι πολύ πιθανό να το βρούμε ξανά (σύντομα ή αργότερα) μπροστά μας,
[1] Η Επιθεώρηση Τέχνης (φηφιοποιημένη πλέον εξ ολοκλήρου από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τα ΑΣΚΙ) παρακολούθησε επί δεκατρία χρόνια (1954-1967) την ελληνική πολιτιστική ζωή. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά για τις τέχνες και τον στοχασμό κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (μαζί με το αντίπαλο δέος της, τις Εποχές) και αντιπροσωπεύει σήμερα ένα από τα πλέον διερευνημένα θέματα στο πεδίο της αισθητικής και της ιδεολογίας της Αριστεράς. Από την πληθώρα των σχετικών ερευνητικών ευρημάτων, για την ιστορική της πορεία, βλ. Μαρία Στεφανοπούλου (επιμέλεια) «Επιθεώρηση τέχνης». Μια κρίσιμη δωδεκαετία. Επιστημονικό συμπόσιο, 29 και 30 Μαρτίου 1996. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997.
[2] Για τον Κουλουφάκο και τη συμμετοχή του στην Επιθεώρηση Τέχνης εν σχέσει και προς τη γενικότερη ταυτότητα του περιοδικού, καθώς και τον πολιτικό και κομματικό του περίγυρο, βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος: Αναθεώρηση τέχνης. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» και οι άνθρωποί της. Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2005, Αιμιλία Καραλή: Μια ημιτελής άνοιξη. Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967). Ελληνικά Γράμματα, 2005, Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου: Υπόθεση Γκράνιν. Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008, και Γιώργος Ανδρειωμένος: Από τη στράτευση στην αμφισβήτηση. Λόγοι και αντίλογοι στην «Επιθεώρηση Τέχνης», Ι. Σιδέρης, 2020.