του Αλέξανδρου Γιατρά
Τον θυμάμαι (δεν έχω δικαίωμα να εκφέρω αυτό το ιερό ρήμα˙ μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο είχε δικαίωμα, κι αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει) να κρατά στο χέρι ένα σκουρόχρωμο λουλούδι ρολογιάς, βλέποντάς το όπως δεν το ’χει δει κανείς, κι ας το κοίταζε μια ολόκληρη ζωή, από το λυκαυγές ώς το λυκόφως.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
«Φούνες, ο μνήμων»
Θυμάμαι το ανέκφραστο, χλομό, μοναδικά απόμακρο πρόσωπό του πίσω από ένα τσιγάρο˙ θυμάμαι (θαρρώ) τα ξεραμένα χέρια του του τυπογράφου˙ δίπλα στα χέρια του μια κούπα του καφέ ζωγραφισμένη άτεχνα με τον Σταυρό του Αγίου Γεωργίου˙ στο περβάζι του παραθύρου, το γλαστράκι με την μπιγκόνια. Θυμάμαι καθαρά τη φωνή του, τη βαθιά, πικραμένη, βραχνή φωνή που είχαν παλιά οι άνθρωποι της βιοπάλης. Δεν τον είχα δει πάνω από τρεις φορές˙ η τελευταία ήταν το 1969… Επικροτώ απόλυτα την πρωτοβουλία σας να ζητήσετε απ’ όλους όσοι τον γνώρισαν να γράψουν κάτι γι’ αυτόν˙ η δική μου μαρτυρία θα ’ναι το δίχως άλλο η πιο φτωχή και, ίσως, η πιο σύντομη, όχι όμως η λιγότερο αντικειμενική του αφιερώματός σας. Το αξιοθρήνητο γεγονός της εξαιρετικά συντηρητικής ανατροφής μου θα με αποτρέψει απ’ το να κατατριβώ με διθυράμβους – είδος υποχρεωτικό στην Αριστερά, όταν πρόκειται για αξιομακάριστο αριστερό. Σπορά δωσίλογου, νενέκου, λακέ: ο Γιατράς δεν ξεστόμισε ποτέ αυτές τις προσβολές, αλλά ξέρω πολύ καλά πως συμβόλιζα για κείνον και τις τρεις συμφορές. Ο Νάσος Βαγενάς έχει γράψει πως ο Γιατράς ήταν ένας πρόδρομος των υπερανθρώπων: «Το έργο που ανέλαβε δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου αλλά μιας ολόκληρης γενιάς, και μάλιστα όχι μόνο των ποιητών και των μεταφραστών της»˙ δε λέω όχι, καλό όμως είναι να έχουμε υπόψη μας πως ο Γιατράς, αν και ήταν θείος μου, μισούσε θανάσιμα τον πατέρα μου, κάτι που συνεπάγεται ορισμένους ανυπέρβλητους περιορισμούς.
Η πρώτη μου ανάμνηση απ’ τον Γιατρά είναι πολύ καθαρή. Τον βλέπω ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1956, δεν είχα κλείσει ακόμη τα έντεκα. Εκείνη τη μέρα, ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του στις φυλακές της Αίγινας να τον επισκεφθούμε. Μας θυμάμαι να περπατάμε παραλιακά χέρι-χέρι, ο πατέρας μου αμίλητος, σκεφτικός. Βαριά, σταχτιά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό. Είχα ένα φόβο (μια ελπίδα) πως η νεροποντή θα μας έπιανε στο δρόμο. Πήραμε την οδό Φανερωμένης και στρίψαμε στην Καποδιστρίου˙ είχε σκοτεινιάσει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη˙ ένα αγόρι έτρεχε προς το μέρος μας πάνω στο στενό, σκαμμένο πεζοδρόμιο. Θυμάμαι τις γυμνές πατούσες του, θυμάμαι το κεφάλι του κουρεμένο με την ψιλή, με φόντο την πυκνή, απλωμένη συννεφιά. Άκουσα μια αντρική φωνή να του φωνάζει απειλητικά: «Έτσι και σε περιλάβω, θα σε τσακίσω!» Καθώς το αγόρι μάς προσπερνούσε ορμητικά από την εξωτερική πλευρά του πεζοδρομίου, ο πατέρας μου με τράβηξε απ’ το χέρι κοντά του. Θυμάμαι την αντρική φωνή να καλεί το αγόρι με το όνομά του, «Πανάγο», κι αυτομάτως το χέρι μου να πονάει απ’ το ανακλαστικό σφίξιμο του πατέρα μου, λες και ο άντρας το είχε ονοματίσει «Πάτροκλο».
Σταθήκαμε μπροστά στη μεγάλη, γκρίζα, σιδερένια πόρτα. Ο πατέρας μου ελευθέρωσε το χέρι μου κι άφησε χάμω την τσάντα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Γύρισα και τον είδα να ισιάζει τη γραβάτα του και να βγάζει από τη μέσα τσέπη της καμπαρντίνας την υπηρεσιακή ταυτότητα του Χωροφύλακα. Μπήκαμε στην αίθουσα του επισκεπτηρίου με τη μεγάλη πινακίδα να προειδοποιεί: «Ομιλείτε χαμηλοφώνως». Ο πατέρας μου άνοιξε πάνω στον στενό πάγκο την τσάντα κι έβγαλε από μέσα ένα κουτί ζαχαροπλαστείου κι ένα μικρό δέμα τυλιγμένο με χαρτί. Δεν πήρε πολύ μέχρι να εμφανιστεί κι ο Γιατράς, συνοδεία ενός φρουρού. Θυμάμαι που κοντοστάθηκε σαν είδε τον πατέρα μου κι έκανε να γυρίσει πίσω στο κελί του˙ θυμάμαι κατόπιν το βλέμμα του να πέφτει πάνω μου. Κάθισε επιφυλακτικά αντίκρυ μας, πίσω από τα κάγκελα, αδύνατος, ταλαιπωρημένος˙ παρά το κάτισχνο πρόσωπό του, μπορούσα να διαπιστώσω ότι εκείνος κι ο πατέρας μου έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερού.
Έπειτα από μια αμήχανη σιωπή, θυμάμαι τον πατέρα μου να απευθύνεται στον Γιατρά δίχως να παίρνει απόκριση. «Σε χτυπάνε; Τους είπα να μη σε χτυπάνε. Αυτός εδώ είναι ο γιος μου. Τον λένε Αλέξανδρο. Πες καλημέρα στον θείο. Σου ’φερα ένα κομμάτι γαλακτομπούρεκο˙ θυμάσαι που το τρώγαμε τις Κυριακές στ’ ορφανοτροφείο; Σου ’φερα κι αυτό εδώ, κάτι να διαβάζεις. Δεν ήξερα τι να σου πάρω, ο βιβλιοπώλης μου ’δωσε μια μέθοδο αγγλικής άνευ διδασκάλου. Είναι της μόδας, μου ’πε. Έλα, Αλέξανδρε, δώσε εσύ το βιβλίο στον θείο. Μίλα του παιδιού, πες κάτι. Τόσο δρόμο κάναμε».
Ο Γιατράς δεν είπε τίποτα. Στο δρόμο της επιστροφής, περιμένοντας το καραβάκι καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι στην προκυμαία, θυμάμαι τον πατέρα μου να καπνίζει βουβός ατενίζοντας τη θάλασσα, ενόσω εγώ έτρωγα εκείνο το κομμάτι γαλακτομπούρεκο που προοριζόταν για κείνον.
Δύο χρόνια μετά, Ιούλιος του ’58 ήταν θαρρώ, ο πατέρας μου ήρθε στο σπίτι ασυνήθιστα ευδιάθετος με ένα μπουκάλι κρασί στα χέρια για να γιορτάσουμε, όπως είπε σ’ εμένα και τη μητέρα μου, το γεγονός της αποφυλάκισης του θείου Πάτροκλου. «Τον θυμάσαι τον θείο Πάτροκλο;» με ρώτησε, ενόσω εξηγούσε στη μητέρα μου ότι ο αδερφός του είχε υπογράψει επιτέλους τη δήλωση μετανοίας. Θυμάμαι πως η είδηση μου προκάλεσε μια ενοχλητικά μαγική αίσθηση: τη μόνη φορά που τον είχα δει, εμείς γυρίζαμε άπραγοι και ηττημένοι από την Αίγινα κι εκείνος έμενε πίσω άκαμπτος, αμίλητος και αποφασισμένος˙ το γεγονός της αποφυλάκισής του – καλύτερα: της παράδοσής του – στα χείλη του πατέρα μου έπαιρνε μια χροιά ονείρου, καθώς συγκεραζόταν με άλλα, προηγούμενα. Για το παράξενο όνειρο που είδα πάντως εκείνο το θερμό καλοκαιρινό μεσημέρι, ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο και το μισό ποτήρι κρασί που ο πατέρας μου, ελαφρώς μεθυσμένος, μου έβαλε πρώτη φορά να πιω στο τραπέζι (καθησυχάζοντας τη μητέρα μου πως την επόμενη χρονιά θα πήγαινα γυμνάσιο, πως είχα πλέον μεγαλώσει). Βρισκόμουν, λέει, έξω από το σπίτι του Γιατρά, ένα δωμάτιο φτωχικό, και μέσ’ απ’ τη γρίλια τον είδα καθισμένο σ’ ένα τραπέζι να διαβάζει ασταμάτητα, το ένα βιβλίο μετά το άλλο, λες και βρισκόταν υπό το καθεστώς αέναης κάθειρξης. Κάποια στιγμή, σήκωσε ένα βλέμμα άγριο, πυρετικό, και το κάρφωσε μέσα απ’ τη γρίλια πάνω μου (ή πάνω στη συκιά της αυλής). Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σας ακουστεί παράδοξο και τρελό, αλλά μέχρι και σήμερα λογαριάζω αυτό το όνειρο ως τη δεύτερη φορά που είδα τον Πάτροκλο Γιατρά.
Όπως και να ’χει, τα χρόνια πέρασαν, οι εγκύκλιες σπουδές μου ολοκληρώθηκαν κι έφτασε η ώρα των εισαγωγικών εξετάσεων. Πέτυχα να εισαχθώ στη σχολή Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρω πώς το έμαθε, αλλά μια μέρα έφτασε στη φοιτητική καμαρούλα που διέμενα ένα γράμμα του, στο οποίο με συνέχαιρε και μου θύμιζε τη «δυστυχώς φευγαλέα συνάντησή μας της 4ης Φεβρουαρίου του ’56». Παράλληλα, διαχώριζε τα αρνητικά αισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα μου («δεν μπορώ να τον συγχωρήσω», έγραφε, «το χώμα δεν έχει καλά-καλά κρυώσει») από εκείνα που έτρεφε για μένα, και με προέτρεπε θερμά να δανειστώ το Χρυσό Κλωνάρι του J. G. Frazer από τη βιβλιοθήκη της σχολής μου και να αντιγράψω ιδιοχείρως το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Η θανάτωση του θεϊκού βασιλιά». «Θα σου κάνει καλό», πρόσθετε αινιγματικά κλείνοντας το γράμμα, συμπληρώνοντας σε υστερόγραφο πως, μετά την αποφυλάκισή του, είχε αφιερώσει τη ζωή του στη διόρθωση της Έρημης Χώρας του Έλιοτ – για την ακρίβεια «στη συγγραφή της αληθινής Έρημης Χώρας», και πως, όποτε το επιθυμούσα, ήμουν ευπρόσδεκτος να τον επισκεφθώ και να μαθητεύσω στο πλάι του «τη φύση της ποιητικής γλώσσας». Στην αρχή, όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκα τη φάρσα. Αφού απέκλεισα αυτό το ενδεχόμενο, δεν ήξερα πού έπρεπε ν’ αποδώσω την ιδέα ότι αυτός, ένας ασπούδαχτος τυπογράφος, ήταν σε θέση να διορθώσει την Έρημη Χώρα, πόσο μάλλον να την ξαναγράψει: σε ιταμότητα, σε άγνοια ή σε ηλιθιότητα; Για να τον προσγειώσω εντελώς, αποφάσισα να του στείλω ένα τυπικό ευχαριστήριο γράμμα και να μη δώσω περαιτέρω σημασία.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1969 – πτυχιούχος πια, είχα πιάσει δουλειά σε μια σχολή αγγλικής γλώσσας στην Αθήνα – πήρα ένα τηλεγράφημα απ’ τον Πολύγυρο, που με καλούσε να επιστρέψω αμέσως, γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν «καθόλου καλά». Ο Θεός να με συγχωρέσει˙ το καμάρι που ήμουν ο αποδέκτης ενός επείγοντος τηλεγραφήματος, η λαχτάρα μου να μάθει όλος ο Πολύγυρος την αντίφαση ανάμεσα στην αρνητική μορφή του μηνύματος και το αδιάλλακτο επίρρημα, ο πειρασμός να δραματοποιήσω τον πόνο μου, υποκρινόμενος μια αντρίκεια στωικότητα – όλα αυτά μου απέκλεισαν κάθε περίπτωση να νιώσω πραγματικό πόνο. Φτιάχνοντας τη βαλίτσα μου, έφερα ξανά στο μυαλό μου τον Γιατρά και σκέφτηκα πως, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του πατέρα μου, όφειλα να τον ενημερώσω˙ το βράδυ, μετά το δείπνο, πήγα στο σπίτι του. Μου έκανε εντύπωση που η νύχτα ήταν το ίδιο βαριά με τη μέρα.
Στο φτωχόσπιτο της γειτονιάς του Πειραιά, με υποδέχτηκε, σαν να με περίμενε, η κυρία Νίτσα, η σπιτονοικοκυρά του Γιατρά. Μου είπε πως ο Πάτροκλος τις τελευταίες μέρες ήταν καθηλωμένος, σχεδόν παράλυτος, στο κρεβάτι και να μην παραξενευόμουν αν τον έβρισκα στα σκοτάδια, γιατί ήξερε πώς να περνάει τις νεκρές ώρες, χωρίς ν’ ανάβει το φως. Διέσχισα το πλακόστρωτο προαύλιο, το χαγιάτι˙ έφτασα στη δεύτερη αυλή. Είχε μια κληματαριά˙ δεν μπορούσα να δω τη μύτη μου. Άκουσα από κάπου κοντά μου τη βραχνή και κοροϊδευτική φωνή εκείνου. Η φωνή αυτή μιλούσε αγγλικά˙ η φωνή αυτή (που ερχόταν απ’ τα σκοτάδια) άρθρωνε με μακρόσυρτη ηδονή μια ομιλία, μια προσευχή ή ένα ξόρκι. Οι εγγλέζικες συλλαβές αντηχούσαν στη χωμάτινη αυλή˙ ο φόβος μου τις θέλησε ν’ ακούγονται ατέλειωτες και ακατάληπτες˙ αργότερα, στη διάρκεια του απέραντου διαλόγου εκείνης της νύχτας, έμαθα πως οι συλλαβές αυτές σχημάτιζαν τους παρακάτω στίχους της Έρημης Χώρας: I have heard the key / Turn in the door once and turn once only / We think of the key, each in this prison / Thinking of the key, each confirms his prison.
Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στον τόνο της φωνής του, ο Γιατράς μου είπε να περάσω. Ήταν στο κρεβάτι του και κάπνιζε. Μου φαίνεται πως δεν είδα το πρόσωπό του παρά μόνο όταν ξημέρωσε. Θαρρώ πως θυμάμαι τις στιγμιαίες αναλαμπές της καύτρας του τσιγάρου του. Το δωμάτιο είχε μια ακαθόριστη μυρωδιά μούχλας. Κάθισα˙ του είπα την ιστορία με το τηλεγράφημα και τη βαριά ασθένεια του πατέρα μου˙ του αδερφού του. «Ο κυρ-Αχιλλέας πεθαίνει», μονολόγησα – δεν ξέρω γιατί. Δεν σχολίασε τίποτα. Του είπα για κείνο το όνειρο που τον είχα δει όταν ήμουν παιδί. Του είπα ότι το φτωχικό του δωμάτιο έμοιαζε μ’ εκείνο του ονείρου κι εκείνος μου επιβεβαίωσε ότι πίσω από το δωμάτιο υπήρχε πράγματι μια συκιά. Στην ερώτησή του γιατί είχα αργήσει τόσο πολύ να τον αναζητήσω, του απάντησα «μου είπαν πως είχες πεθάνει».
Εδώ, φτάνω στο πιο δύσκολο σημείο της αφήγησής μου. Κι η αφήγησή μου δεν έχει άλλο θέμα (καλό είναι ο Αναγνώστης να το ξέρει απαρχής) από τον διάλογο εκείνης της νύχτας πριν από μισό περίπου αιώνα. Δεν θα επιχειρήσω ν’ αναπαραγάγω τις λέξεις, που σήμερα έχουν χαθεί αμετάκλητα. Προτιμώ να συνοψίσω με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα αυτά που μου είπε εκείνος. Ο έμμεσος τρόπος γραφής είναι παγερός και άτονος˙ το ξέρω πως θυσιάζω την αποτελεσματικότητα της αφήγησής μου˙ αφήνω εσάς να φανταστείτε τις αμήχανες σιωπές μου που μ’ εξουθένωσαν εκείνη τη νύχτα.
Ο Γιατράς ξεκίνησε ρωτώντας με κουρασμένα αν το βαθύτερο κίνητρο της επίσκεψής μου ήταν κάποια χαιρεκακία για το γεγονός ότι δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει το έργο του. Τον διαβεβαίωσα πως όχι˙ θεωρούσα ότι το έργο που είχε αναλάβει τον υπερέβαινε, πως δεν ήταν δυνατό να το φέρει εις πέρας μόνος του. Απολύτως καλοπροαίρετα, ο Γιατράς μου είπε πως του προξενούσε κατάπληξη το γεγονός ότι η αποτυχία του μου φαινόταν φυσιολογική. Μου είπε πως, πριν από κείνο το βροχερό απόγευμα που αποφυλακίστηκε ως «ανανήψας κομμουνιστής», ήταν κι αυτός σαν όλους τους υπόλοιπους: τυφλός, κουφός, κλούβιος, ανίδεος. (Προσπάθησα να του θυμίσω ότι εκείνος είχε φυλακιστεί, είχε βασανιστεί, είχε υποφέρει˙ ούτε που μ’ άκουσε.) Είχε ζήσει πενήντα χρόνια σαν μέσα σ’ όνειρο: κοίταζε χωρίς να βλέπει, άκουγε χωρίς ν’ ακούει, τα ξεχνούσε όλα, σχεδόν όλα. Το βράδυ που έγινε δηλωσίας, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του˙ όταν συνήλθε, το παρόν ήταν τόσο πλούσιο, τόσο λαγαρό, που ήταν σχεδόν αφόρητο˙ το ίδιο και οι πιο παλιές, οι πιο ασήμαντες αναμνήσεις του. Λίγο αργότερα, κατάλαβε πως είχε μείνει τελείως άδειος. Ούτε που τον ενδιέφερε. Λογάριασε (ένιωσε) πως αυτό το κενό μέσα του ήταν το ελάχιστο αντίτιμο. Τώρα πια, η μνήμη του κι η αντίληψή του χωρούσαν πολύ περισσότερη από την παγκόσμια ιστορική εμπειρία.
Εμείς, με μια ματιά, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε διαμιάς τρία ποτήρια πάνω σ’ ένα τραπέζι˙ ο Γιατράς, όλα τα φύλλα, όλες τις ψαλίδες κι όλα τα σταφύλια μιας κληματαριάς. Ήξερε τα σχήματα που είχαν τα σύννεφα του νοτιά το ξημέρωμα της 7ης Νοεμβρίου 1917, και μπορούσε να τα παραβάλει με τους σχηματισμούς της παγωμένης θάλασσας γύρω απ’ την εξεγερμένη Κροστάνδη. Ήξερε το μέσο ύψος που είχαν τα στάχυα κατά την εισβολή στην Πολωνία και το μοτίβο με το οποίο χτίζονταν οι πυραμίδες των νεκρών από το Zyklon B στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς. Μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του προσώπου του πρώτου παιδιού που σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό της Δρέσδης και να επιβεβαιώσει ότι η μυρωδιά των ανθρώπων που κάηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι έμοιαζε με αυτή του καλαμαριού όταν ψήνεται. Οι γνώσεις αυτές δεν ήταν απλές˙ κάθε αναπαράσταση ήταν δεμένη με αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές κ.λπ. Μπορούσε ν’ αναπλάσει κάθε ιστορικό γεγονός, με κάθε λεπτομέρεια. Μου είπε: «Αντί να αντιμετωπίζουμε τη σύγχρονη ιστορία ως απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας, χρίζοντας τον μύθο ταξινομητικό και ενοποιητικό στοιχείο μιας κατακερματισμένης οντολογικής πραγματικότητας, οφείλουμε να κάνουμε τη δική μας δράση συγκολλητικό αρμό των θραυσμάτων του Κόσμου, με την άνευ όρων βίωση της πραγματικότητας, με την απόλυτη ανάληψη του παρόντος»˙ κι ακόμα: «Πώς θα μπορούσα να αποδώσω ακέραιες τις κοσμογονικές διαστάσεις της πραγματικής Έρημης Χώρας, αν αγνοούσα την οδύνη της παγκόσμιας εμπειρίας που μεσολάβησε στο μεταξύ;»˙ κι ακόμα, λίγο πριν φέξει, έπειτα από μια απότομη παύση (λες κι άκουγε μια φωνή να του υπαγορεύει απ’ το μέλλον): «Όσοι επιχειρήσουν να πετάξουν την ιστορία στον σκουπιδοτενεκέ, κύριε, θα βρεθούν μαζί μου στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας». Μια περιφέρεια πάνω σ’ ένα μαυροπίνακα, ένα ορθογώνιο τρίγωνο, ένας ρόμβος – αυτά είναι σχήματα που εμείς μπορούμε να τα αντιληφθούμε πλήρως˙ το ίδιο συνέβαινε με τον Γιατρά και με την αναμαλλιασμένη χαίτη ενός αλόγου, με ένα κοπάδι γιδοπρόβατα σε μια μακρινή πλαγιά, με την πρωτεϊκή φωτιά και την απροσμέτρητη στάχτη, με τα πολλά πρόσωπα ενός νεκρού σε μια πολύωρη αγρυπνία. Κι εγώ δεν ξέρω πόσους νεκρούς έβλεπε στον ουρανό.
Αυτά μου είπε˙ για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε σ’ εσάς ούτε στον εαυτό μου, δεν τ’ αμφισβήτησα ποτέ – ούτε τότε. Εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε διαδίκτυο, ούτε μέσα κοινωνικής δικτύωσης˙ κι ωστόσο, μου φαίνεται αδιανόητο κι απίστευτο που κανείς δεν έκανε μια προσπάθεια να εξετάσει το «φαινόμενο Γιατράς». Το σίγουρο είναι πως όλοι μας ζούμε αναβάλλοντας για την επαύριο ό,τι μπορεί ν’ αναβληθεί˙ ίσως ξέρουμε κατά βάθος πως είμαστε αθάνατοι και πως, αργά ή γρήγορα, ο καθένας μας θα κάνει τα πάντα, θα ξέρει τα πάντα.
Μέσα απ’ το σκοτάδι, η βραχνή φωνή του Γιατρά συνέχιζε να μιλά.
Μου είπε πως, γύρω στα 1960, είχε μηχανευτεί ένα κρυφό σύστημα αρίθμησης για την Έρμη Χώρα του (ναι, Έρμη, γιατί η διόρθωσή του δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον τίτλο) και πως, σε λίγους μήνες, θα ’χε ξεπεράσει το είκοσι δύο χιλιάδες – περίπου όσες και οι μέρες του πάνω στη γη. Αυτό που τον ώθησε να το κάνει ήταν η έντονη δυσαρέσκεια που είχε νιώσει όταν αντίκρισε τους στίχους της Έρημης Χώρας ολοφάνερα αριθμημένους, κάτι που υποδήλωνε ξεδιάντροπα την αξία του ποιήματος για μελλοντική αναφορά και μελέτη: πέραν πάσης αμφιβολίας, ο Έλιοτ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα ποίημα έτοιμο για άμεση αγιοποίηση και αθανασία. Μου αποκάλυψε πως, ήδη από τον καιρό της Μακρονήσου, βρισκόταν σε επαφή με έναν, νεαρό τότε, φαρμακοποιό με ποιητικές ανησυχίες από τη Θεσσαλονίκη, που είχε αναπτύξει ένα δικό του πρωτότυπο σύστημα αρίθμησης, πειραματιζόμενος με την πυθαγόρεια αριθμολογία (πιθανότατα αυτή η πληροφορία να ήταν κάποιου είδους μομφή προς το πρόσωπό μου, για το γεγονός ότι εγώ είχα αγνοήσει την πρόσκλησή του), αλλά έσπευσε να συμπληρώσει ότι είχε απορρίψει γρήγορα εκείνο το σύστημα, διότι ήταν ποτισμένο με το ίδιο δηλητήριο που ήταν ποτισμένη και η ελιοτική Έρημη Χώρα: τη θρησκεία. Το δικό του σύστημα ήταν απλό: εδραζόταν στην αντιστροφή του ρόλου μεταξύ στίχων και αριθμών. Το τριακόσια σαράντα (λόγου χάρη) ήταν: Εδώ κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί, να ονειρευτεί, να λησμονήσει˙ το μηδέν ήταν: Η ταφή του νεκρού λαού. Άλλοι αριθμοί του ήταν: Λονδίνο Νέα Υόρκη, Καθένας με το κλειδί γκρεμίζοντας τη φυλακή του, Ποια είναι τα σάπια αυτά κουφάρια που σαλεύουν, Θα σου δείξω τη σκιά της Ιστορίας σε μια χούφτα σκόνη. Αντί να λέει τετρακόσια τριάντα ένα, έλεγε Τέλος. Του είπα πως το να λες 431 είναι σαν να λες τέσσερις εκατοντάδες, τρεις δεκάδες, μία μονάδα: «τέλος» δεν υπάρχει στους «αριθμούς». Ο Γιατράς δε με κατάλαβε ή δεν ήθελε να με καταλάβει.
Εγώ όμως είχα καταλάβει: Ο Γιατράς δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το έργο του, γιατί η περιορισμένη έκταση του πρωτότυπου κειμένου δεν μπορούσε να χωρέσει όλη αυτή την παγκόσμια ανθρώπινη εμπειρία που είχε συσσωρεύσει εντός του. Εκείνος διέκρινε συνεχώς το αθόρυβο προχώρημα της διάβρωσης, της σήψης, της κόπωσης. Σημείωνε την πρόοδο του θανάτου, της υγρασίας. Ανέπνεε κάθε στιγμή τον κουρνιαχτό της Ιστορίας. Ήταν ο μοναχικός, διαυγής θεατής ενός κόσμου πολύμορφου, στιγμιαίου και σχεδόν αφόρητα ακριβούς. Η Βαβυλώνα, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη εξουθένωσαν με θηριώδη μεγαλοπρέπεια τη φαντασία των ανθρώπων˙ κανείς, όμως, μέσα στους πολυάνθρωπους πύργους ή τις βιαστικές λεωφόρους, δεν έχει νιώσει ποτέ τη θέρμη και την ένταση μιας τόσο ανεξάντλητης ιστορικής πραγματικότητας όσο εκείνης που έπεφτε μέρα και νύχτα πάνω στον δύστυχο Πάτροκλο, στην πειραιώτικη φτωχογειτονιά του. Δυσκολευόταν πολύ να κοιμηθεί. Να κοιμάσαι σημαίνει ν’ αφαιρείσαι απ’ τον κόσμο˙ ο Γιατράς, ανάσκελα στο κρεβάτι του, μες στο σκοτάδι, έφερνε στο νου του κάθε ρωγμή, κάθε γλυφή των γύρω σπιτιών. (Επαναλαμβάνω πως η πιο ασήμαντη απ’ τις ιστορικές αναπλάσεις του ήταν πιο λεπτομερής και πιο ζωντανή απ’ τη δική μας αίσθηση ενός φυσικού πόνου ή μιας φυσικής απόλαυσης.) Προς τ’ ανατολικά, σε μια περιοχή που δεν είχε μπει ακόμα στο σχέδιο, είχαν χτιστεί κάτι καινούργια σπίτια. Ο Γιατράς δεν τα ’χε δει ποτέ˙ τα φανταζόταν, όμως, μαύρα, ογκώδη, χτισμένα από σκοτάδι συμπαγές και, για να κοιμηθεί, γύριζε πλευρό προς τα κει ν’ αναπνεύσει τη φρέσκια σκόνη τους. Συνήθιζε ακόμα να φαντάζεται τον εαυτό του στο βυθό του λιμανιού, να λικνίζεται εκμηδενισμένος απ’ το ρεύμα.
Είχε μάθει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια αγγλικά. Υποπτεύομαι, ωστόσο, πως δεν ήταν πολύ ικανός στη σκέψη. Σκέψη είναι να ξεχνάς τις διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο από Ιστορία κόσμο του Γιατρά δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, σχεδόν σε πλήρη ετοιμότητα.
Στην αυλή έπεσε το συνεσταλμένο φως της αυγής. Και τότε είδα το πρόσωπο της φωνής που μιλούσε όλη τη νύχτα. Ο Γιατράς μου φάνηκε μνημειώδης σαν τον μπρούντζο, πιο αρχαίος απ’ την Αίγυπτο, προγενέστερος των προφητειών και των πυραμίδων. Σκέφτηκα πως καθεμιά απ’ τις λέξεις μου (καθεμιά απ’ τις κινήσεις μου) θα καταγραφόταν στην αμείλικτη ανθρώπινη εμπειρία του˙ με κυρίευσε ο φόβος όταν σκέφτηκα τις περιττές χειρονομίες μου να πολλαπλασιάζονται, σηκώνοντας ολοένα και περισσότερη σκόνη.
Ο Πάτροκλος Γιατράς πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1969, από ίνωση των πνευμόνων.
Αλέξανδρος Γιατράς, 2023
[Το κείμενο του Αλέξανδρου Γιατρά έφτασε στα χέρια μας μέσω του συγγραφέα Γιώργου Χωματηνού. O Γιώργος Χωματηνός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Ναυπηγική και Ναυτική Μηχανολογία. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του: Η μοναξιά της βαρύτητας (2019)]