της Νίκης Λαβδιώτη (*)
Σχόλια στο «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας»
Στο διάσημο εναρκτήριο ψευδο-δοκίμιο της μπορχεσιανής Συντεχνίας (1976, 31987), δημοσιευμένο αρχικά το 1973 στο περιοδικό Η Συνέχεια, ο ανώνυμος αφηγητής-συγγραφέας συστήνεται ως φιλόλογος που, στο πλαίσιο της κριτικής παρουσίασης των ελληνικών μεταφράσεων της Έρημης Χώρας, φέρνει στο φως μιαν άγνωστη μετάφραση ενός επίσης άγνωστου μεταφραστή, του Πάτροκλου Γιατρά.[1] Στην πραγματικότητα ολόκληρο το ψευδο-δοκίμιο σκηνοθετείται ως μια πρόδρομη ανακοίνωση του μελετητή, ο οποίος, δεδομένης της σημασίας της ανακάλυψής του για την ελληνική φιλολογική έρευνα, παραθέτει ορισμένα μόνο τμήματα από τη σωζόμενη, λανθάνουσα έως τότε, μετάφραση του Γιατρά, υποσχόμενος ότι θα προβεί σύντομα σε κριτική έκδοση του συνόλου των σωζόμενων αποσπασμάτων. Παράλληλα, για να γίνει κατανοητή η μεταφραστική πρακτική του αφανούς ώς τότε αυτού μεταφραστή, ο φιλόλογος-μελετητής αναλαμβάνει να εισαγάγει τους αναγνώστες στις θεωρητικές αρχές πάνω στις οποίες ο Γιατράς στήριξε τη μεταφραστική του δραστηριότητα, όπως μπόρεσε να τις αποκωδικοποιήσει από όσα χειρόγραφα κατάφερε να διασώσει από τα χέρια της ανίδεης σπιτονοικοκυράς του.
Προτού μιλήσει για την αφανή τέταρτη μετάφραση της ελιοτικής Έρημης Χώρας στην ελληνική γλώσσα, ο μελετητής προχωρεί σε κριτική επισκόπηση των γνωστών μεταφράσεων των Σεφέρη, Σαραντή και Παπατσώνη (13-17). Ο μελετητής θεωρεί ότι από τις δημοσιευμένες ώς τότε μεταφράσεις του έργου, εκείνη του Σεφέρη «είναι φυσικά η καλύτερη», αναφερόμενος στη δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοσή της του 1949, μη διστάζοντας να σημειώσει ωστόσο την αινιγματική φύση («μας παραξενεύουν») «κάποι[ων] αμηχανι[ών]» της πρώτης μορφής της σεφερικής μετάφρασης, «ασυνήθιστ[ων] για τον ποιητή που είχε κιόλας δώσει το Μυθιστόρημα» (13). Στις σχετικές μεταγενέστερες κριτικές για τη μεταφραστική πρακτική του Σεφέρη, ο Βαγενάς γράφει ‒και προσέχει κανείς την ομοιότητα των νοημάτων:
Η μετάφραση του Σεφέρη είναι βέβαια καλύτερη από τη μετάφραση του Παπατσώνη και του Σαραντή, όμως, κατά τη γνώμη μου, υπολείπεται από το αριστούργημα που θεωρείται ότι είναι.
«Ο Σεφέρης ως μεταφραστής της αγγλικής γλώσσας» (1984) (Βαγενάς 2004α: 91)
Ωστόσο, ούτε και οι δύο αυτοί λόγοι εξηγούν πλήρως την, αταίριαστη, σε έναν ποιητή του μεγέθους του, μεταφραστική αντίληψη του Σεφέρη. Θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Ποιοι είναι αυτοί, είναι δύσκολο να το προσδιορίσουμε. Οι δυο εργασίες που περιέγραψα κατέδειξαν το πρόβλημα ‒καλύτερα, το αίνιγμα‒ του μεταφραστή Σεφέρη, το οποίο περιμένει την πλήρη λύση του.
«Ένα κριτικό αίνιγμα» (2008) (Βαγενάς 2004α: 168)
Αντλώντας λανθανόντως από τις κριτικές επιταγές της φαινομενολογικής Σχολής της Γενεύης, βασικό πρόταγμα της οποίας ήταν η γνώση του πλήρους έργου ενός συγγραφέα για την κατά το δυνατόν ασφαλέστερη ανασύσταση της συνείδησής του όπως εκβάλλει μέσα στα μεμονωμένα έργα του, αλλά και από το κομβικό δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν αναφορικά με «το έργο του μεταφραστή», σύμφωνα με το οποίο «τα σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ποτέ δεν βρίσκουν τους χαρισματικούς μεταφραστές τους την εποχή που εμφανίζονται» (Benjamin 2000: 16), ο αφηγητής προτείνει προδρομικά μια λύση για το «αίνιγμα» της πρώτης μεταφραστικής απόπειρας του Σεφέρη: την πρωιμότητά της. Γράφει σχετικά:
Όσο ανώδυνη είναι μια μετάφραση όταν το πρωτότυπο έχει εκπληρώσει την άμεση ιστορική του αποστολή του (τη συμβολή του στη λογοτεχνική έκφραση μιας εποχής), τόσο ανώριμη είναι εκείνη όταν ο ποιητής δεν έχει ακόμη δώσει ολόκληρο το έργο του. […] Είναι αδύνατο να διατυπώνεις για ένα ποίημα μα φιλόδοξη γνώμη, αν δεν γνωρίζεις ολόκληρη την ιστορία του δημιουργού του (13-14).
Η άγνοια των ελιοτικών Κουαρτέτων, που ολοκληρώθηκαν μόλις το 1942, δεν επέτρεψε, κατά τον ανώνυμο φιλόλογο, στον Σεφέρη να προβεί το 1936 σε μια σφαιρική προσέγγιση της Έρημης Χώρας και, δεδομένου ότι «η μετάφραση στην πραγματικότητα είναι ένα είδος κριτικής, ίσως το δυσκολότερο» (14), ο ποιητής αποφάσισε να δουλέψει εκ νέου το αρχικό μετάφρασμα. Ας θυμηθούμε εδώ και την άποψη που θα εκφράσει ο Βαγενάς αναφορικά με την δεύτερη μορφή της Έρημης Χώρας του Σεφέρη:
Στην πραγματικότητα η πλέον εύστοχη κριτική της μετάφρασης του Σεφέρη είναι η δεύτερη έκδοσή της (1949), η οποία αποτελεί μια αναθεώρηση.
«Σχόλια στον Σεφέρη» (1973) (Βαγενάς 2004α: 99)
Στη συνέχεια, ο μελετητής προχωρεί στον σχολιασμό του μεταφραστικού αποτελέσματος των τριών γνωστών μεταφράσεων του έργου, επιλέγοντας τους στίχους 236-242. Πρόκειται για το γνωστό επεισόδιο της δακτυλογράφου από την τρίτη ενότητα («The Fire Sermon») της Έρημης Χώρας. Είναι ενδιαφέρον ότι και ο Βαγενάς σε χρόνο μεταγενέστερο της συγγραφής του ψευδο-δοκιμίου, αξιολογώντας τον Σεφέρη ως «μεταφραστή της αγγλικής ποίησης» και εστιάζοντας αναπόφευκτα στην Έρημη Χώρα, κρίνει ως «αποσπασματική» την αξία της σεφερικής μετάφρασης, ξεχωρίζοντας το συγκεκριμένο επεισόδιο ως ένα από τα σημεία «στα οποία ο Σεφέρης κατόρθωσε να μας δώσει την ποιητική αίσθηση του πρωτοτύπου» (Βαγενάς 2004α: 93). Ποια ήταν όμως η γνώμη του ανώνυμου μελετητή που έμελλε να βγάλει από την αφάνεια τον Πάτροκλο Γιατρά; Θεωρεί ότι ο Σεφέρης –σε αντίθεση με τον Σαραντή που μεταφράζει με ένταση αναντίστοιχη του πρωτοτύπου και του Παπατσώνη που δεν διατηρεί τον ρυθμό και πεζολογεί (14-15, 16 )– «μένει πιστός στη θερμοκρασία του πρωτοτύπου» (15), αφού, παρά τη «στενή προσκόλληση» σε αυτό, η «ψυχολογική συγγένεια» που παρουσιάζει με τον Έλιοτ του επιτρέπει «να μεταφέρει ένα σημαντικό μέρος από τις διαθέσεις» του ξένου ομοτέχνου του (17). Έτσι, το μεταφραστικό αποτέλεσμα του συγκεκριμένου αποσπάσματος επιτυγχάνει «τη μέγιστη δυνατή πιστότητα με τη μεγαλύτερη αισθητική αρτιότητα» (16). Είναι, νομίζω, σαφές πως η αναδρομική γνώση της μεταφραστικής θεωρίας του Νάσου Βαγενά μάς επιτρέπει να θεωρήσουμε τις απόψεις αυτές ως προδρομικές της βασικής προϋπόθεσης που υποστρώνει τις μεταφρασεολογικές του αντιλήψεις για την επίτευξη μιας πιστής στο ποιητικό νόημα μετάφρασης: τη συγγένεια της ευαισθησίας μεταφραστή και ποιητή. Στο δοκίμιό του «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» (1980) θα υπογραμμίσει: «Μια μετάφραση δεν είναι δυνατόν να γίνει παρά μόνο όταν υπάρχει [αυτή] η προϋπόθεση της συγγένειας» (Βαγενάς 2004α: 37).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, πίσω από τον ανώνυμο φιλόλογο-μελετητή που αναλαμβάνει να μας γνωρίσει τον Πάτροκλο Γιατρά θα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς τον ίδιο τον Βαγενά, ο οποίος, παίζων άμα και σπουδάζων, μεταμορφώνει την persona του σε έναν μυθοπλασιακό ήρωα: τον μελετητή ενός άγνωστου μεταφραστή και ‒το σημαντικότερο‒ τον βιογράφο του, αφού εκείνος είναι που ενώνει τα νήματα της ζωής του, με τον ίδιο τρόπο που αποκωδικοποιεί τα χειρόγραφα για να ανασυστήσει τη μεταφραστική του θεωρία και να οργανώσει τα σπαράγματα των μεταφράσεών του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, στο εισαγωγικό αυτό μέρος του ψευδο-δοκιμίου, ο υπονοούμενος συγγραφέας Βαγενάς προβάλλει μεν μέσω του προσωπείου του αφηγητή/συγγραφέα – φιλολόγου/ερευνητή τις μεταφραστικές εκείνες αρχές τις οποίες αργότερα θα εξηγήσει θεωρητικά σε αυτόνομες μελέτες του ‒εκεί αναλαμβάνοντας πλήρως τη συγγραφική ευθύνη και πατρότητα‒,[2] μπολιάζοντάς τες όμως με στοιχεία (όπως η φαινομενολογική κριτική και το ενορατικό πέταγμα του δοκιμίου του Μπένγιαμιν) που, προγραμματικά διαφοροποιούμενα από αυτές, επιτρέπουν τη διατήρηση μιας (ειρωνικού τύπου) αποστασιοποίησης – ο εξημμένος λόγος περί Ποιήσεως του Γιατρά δεν θα μπορούσε παρά να βρει το αντίστοιχό του στον λόγο του μελετητή του. Ο Βαγενάς φαίνεται να επιλέγει να εφαρμόσει πρόδρομα στο εν λόγω ψευδο-δοκίμιο την ήδη διαμορφωμένη μεταφραστική του θεωρία, η οποία ωστόσο την εποχή της πρώτης δημοσίευσής του (1973) δεν έχει ακόμη διατυπωθεί. Είναι, επομένως, η αναδρομική γνώση της μεταφραστική θεωρίας του Βαγενά, που από το 1977 ώς το τέλος της δεκαετίας του 1980 έχει περιγράψει ένα συνεκτικό corpus, το οποίο εφεξής συμπληρώνεται, εκείνη που μας επιτρέπει να μιλάμε καταχρηστικά για μια τέτοια εφαρμογή. Πιστός στις αρχές του μπορχεσιανού σύμπαντος, ο Βαγενάς επινοεί προδρομικά τον εαυτό του ως μεταφραστή και θεωρητικό της μετάφρασης.
Περνώντας στο δεύτερο και κεντρικό τμήμα του ψευδο-δοκιμίου, ο αφηγητής-μελετητής ασχολείται αποκλειστικά με το “εύρημά” του: τον Πάτροκλο Γιατρά. Αφήνοντας τον Ηλία Λάγιο να συμπυκνώσει τη βιογραφία του Γιατρά στους εξαιρετικούς στίχους από το αφιερωματικό στον Βαγενά ποίημά του ‒Κι είμαστε πια ένας «ασπούδαχτος» τυπογράφος είμαστε/ τώρα και εσαεί ο Πάτροκλος Γιατράς, πολιτικός κρατούμενος, μεταφραστής.// Πεθαίνουμε Πάτροκλε, σ’ ένα δωμάτιο φτωχικό του Πειραιά,/ Μια αδαής σπιτονοικοκυρά θα κλείσει τα μάτια μας εν ειρήνη/ κι ύστερα θα πετάξει τα χαρτιά μας στα σκουπίδια. Προς το τέλος/ μας μέλλεται να εγκωμιάσουμε ό,τι μισήσαμε· αυτό ακριβώς που επιθυμούμε (Λάγιος 2009: 539)–, προχωρώ στη μεταφραστική του θεωρία και πρακτική και στις αρχές που τη στηρίζουν. Η απόφαση του Γιατρά να ασχοληθεί με τη μετάφραση ήταν προϊόν ενός τελείως τυχαίου περιστατικού: της επαφής του μέσα στη φυλακή με ένα βιβλίο «μεθόδ[ου] της αγγλικής άνευ διδασκάλου», που του γέννησε μια «ανεξήγητη έλξη» για την αγγλική γλώσσα (19). Φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφύγει η ειρωνεία που κρύβεται πίσω από αυτό το φαινομενικά τυχαίο συμβάν: αφού ο Γιατράς, σε περίπτωση που είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει το μεταφραστικό του εγχείρημα, θα έδινε μια νέα ώθηση «όχι μόνο [στην] πορεία ολόκληρης της ελληνικής ποίησης αλλά και [στην] έννοια του ίδιου του όρου μετάφραση» (18), δεν θα μπορούσε παρά να εκκινήσει τη ρηξικέλευθη μεταφραστική του σταδιοδρομία όμοια με έναν επίσης πρωτοποριακό συνάδελφό του. Ο λόγος βέβαια για τον Ευγένιο Ιονέσκο. Όπως πληροφορούμαστε από την εμβληματική μονογραφία του Μάρτιν Έσσλιν για το θέατρο του παραλόγου (Έσσλιν 1983: 184-186), το 1948 ο Ιονέσκο, αποφασίζοντας πως έπρεπε να μάθει αγγλικά, αγόρασε, σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, την «“Αγγλική Δίχως Κόπο” της μεθόδου Ασσιμίλ», δηλαδή επίσης μια μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου. Αντιγράφοντας «ευσυνείδητα ολόκληρες φράσεις από το αλφαβητάριό [του] προκειμένου να τις αποστηθίσ[ει]», καθώς ομολογεί ο ίδιος, οδηγήθηκε σε μια στιγμή έλλαμψης ‒όσα διάβαζε «ξαφνικά [του] φαίνονταν τόσο αποσβολωτικά, όσο και αδιαφιλονίκητα αληθινά»‒, με αποτέλεσμα να συγγράψει το πρώτο θεατρικό του έργο, αυτό που έγινε γνωστό ως Η φαλακρή τραγουδίστρια. Ένα έργο που θεωρούσε ως «ένα πολύ σοβαρό κομμάτι, “την τραγωδία της γλώσσας”» ‒αντιστοίχως σοβαρό θεωρεί βέβαια και ο Γιατράς το μεταφραστικό του εγχείρημα, αφού αυτοαναλώνεται στην επίτευξή του. Και όπως η επαφή του Ιονέσκο με το βιβλίο των αγγλικών ήταν καθοριστική για την συνειδητοποίηση της γλώσσας ως δομής ασύνδετων και ασυνάρτητων λέξεων, έτσι και η επαφή του Γιατρά με το έργο του Έλιοτ του αποκάλυψε «[τ]ο νόημα της λογοτεχνίας […] ολόγυμνο» (20).
Προτού όμως φτάσει (και εν τέλει σταματήσει) στον Έλιοτ, ο Γιατράς περιπλανήθηκε στους χώρους της αγγλικής λογοτεχνίας, μεταφράζοντας για εξάσκηση «Μίλτον, Κόλεριτζ, Μπάυρον, βικτωριανούς» (20). Η διά της μετάφρασης επαφή του με τα κείμενα τον οδήγησε επαγωγικά από το «νόημα της λογοτεχνικής μετάφρασης» στην «ουσία της ποιητικής δημιουργίας» και από εκεί στην ίδια «τη φύση της ποιητικής γλώσσας» (20). Και στο σημείο αυτό είναι έκδηλη η παρουσία του Μπένγιαμιν, με το ενορατικό άλμα από τη μετάφραση στην «αληθινή γλώσσα»:
Αν υπάρχει, επομένως, μια γλώσσα της αλήθειας, το χωρίς ένταση και επιπλέον σιωπηλό απόθεμα της έσχατης αλήθειας, το οποίο ολόκληρη η σκέψη καταβάλλει προσπάθεια να φτάσει, τότε αυτή η γλώσσα της αλήθειας είναι και η αληθινή γλώσσα. Και ακριβώς αυτή η γλώσσα, η προαίσθηση και η περιγραφή της οποίας είναι η μοναδική τελείωση στην οποία μπορεί να ελπίζει ένας φιλόσοφος, λανθάνει κατά τρόπο συμπυκνωμένο μέσα στις μεταφράσεις.
(Benjamin 2000: 20)
Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Γιατράς δεν αίρεται σε μία προ-πτωτική, σωτηριολογικού τύπου απόλυτη γλώσσα, έξω από τον κόσμο, όπως την οραματίζεται ο Μπένγιαμιν, αλλά ανάγεται στην ποιητική γλώσσα, η οποία ακριβώς είναι η μόνη γλώσσα που, κατά τον Βαγενά, ως φύσει οργανική, έχει απαλλαχθεί από τον δυϊσμό ανάμεσα στο υλικό σώμα και τη σημασία της. Παράλληλα, δεν μας διαφεύγει η συμπλοκή της μεταφραστικής με την ποιητική θεωρία, η οποία άλλωστε διατρέχει και τον θεωρητικό λόγο του Βαγενά.
Την ίδια στιγμή, η σύνδεση της αναγνωστικής ταυτότητας του Γιατρά με τη μετέπειτα μεταφραστική του πορεία (θεωρητική και πρακτική) οδηγεί, όπως και στη μεταγενέστερα οργανωμένη μεταφραστική ποιητική του Βαγενά, στη σύζευξη μεταφραστικής και ποιητικής θεωρίας μέσα από μια θεωρία αναγνωστική. Ο Γιατράς αποτελεί ορισμό του ιδανικού αναγνώστη, αφού, ως εργαζόμενος επί χρόνια σε τυπογραφεία, «στοιχειοθέτησε με τα ίδια του τα χέρια εκατοντάδες βιβλία (ποιητικές συλλογές κυρίως) ζώντας από κοντά τους παλμούς και τα ρεύματα της λογοτεχνίας μας», γεγονός που «τον προίκισε με μιαν ανεκτίμητη αρετή: του δίδαξε τι να αποφεύγει» (19). Λίγο παρακάτω επισημαίνεται ότι ο Γιατράς (προτού αρχίσει να μεταφράζει) «[δ]ιάβασε πολύ» (19). Με τον τρόπο αυτό προοικονομείται η μεταγενέστερα διατυπωμένη στο δοκίμιο «Ο συγγραφέας ως αναγνώστης» άποψη του Βαγενά ότι η αναγνωστική εμπειρία του συγγραφέα συνιστά «και αυτή μια εμπειρία ζωής, και μάλιστα ζωής συμπυκνωμένης, μέσα από την οποία δοκιμάζεται η εκτός λογοτεχνία ζωή του και πορεύεται η λογοτεχνική του ζωή» (Βαγενάς 2011: 238). Επιπλέον, η μετάφραση ως συγγραφική αναδημιουργική εμπειρία, σύμφωνα με το δοκίμιο «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» (1980) του Βαγενά, αποτελεί προϊόν της υποκειμενικής ερμηνείας του μεταφραστή που προέρχεται ακριβώς από την αναγνωστική του εμπειρία (Βαγενάς 2004α: 21), ώστε «η μετάφραση είναι ο προσεχτικότερος τρόπος ανάγνωσης» και «οι καλύτεροι αναγνώστες είναι οι μεταφραστές» (Βαγενάς 2004α: 89). Παράλληλα, στη μελέτη του «Ο Μπόρχες, ο Καβάφης και ο λαβύρινθος της ειρωνείας» (1984) ο Βαγενάς θα επισημάνει εκ νέου την οργανική σχέση ανάμεσα στην ανάγνωση και τη συγγραφή, σημειώνοντας:
Ο Μπόρχες έζησε από τα παιδικά του χρόνια μέσα στα βιβλία. Το επάγγελμά του ήταν τα βιβλία, αφού ξεκίνησε ως υπάλληλος μιας μικρής δημοτικής βιβλιοθήκης καταλήγοντας διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής, και έγινε αργότερα καθηγητής της λογοτεχνίας σε διάφορα πανεπιστήμια. Η μεγάλη του τριβή με τα τυπωμένα κείμενα τον έκανε να γνωρίσει καλύτερα απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος τη συμβατικότητα της λογοτεχνικής έκφρασης. να κατανοήσει ότι η εμπειρία της ζωής ενός συγγραφέα καθορίζεται κυρίως από την αναγνωστική του εμπειρία.
(Βαγενάς 2004β: 117)
Σύμφωνα με το τελευταίο παράθεμα, ο επινοημένος μεταφραστής της Συντεχνίας ταυτίζεται βιογραφικά με τον ίδιο τον Μπόρχες και, επομένως, αναπόφευκτα θα ακολουθήσει ανάλογη μεταφραστική πορεία (πβ. Πεντζίκης 2005: 45).
Είναι η επαφή με την Έρημη Χώρα του Έλιοτ εκείνο που εν τέλει θα αποτελέσει μια πραγματικά αποκαλυπτική εμπειρία για τον μεταφραστή Γιατρά, αφού μέσω αυτής θα του φανερωθεί «[η] πραγματικ[ή] σημασί[α] του ποιητή» και μαζί με αυτή «τ[ο] νόη[μα] της ίδιας της ζωής του» (20-21). Σύμφωνα με τις σημειώσεις που παραθέτει ο φιλόλογος-ερευνητής, ο Γιατράς θεωρεί τους ποιητές «ασήμαντα όργανα» που υπακούουν στις βουλήσεις «μιας υπέρτατης και απρόσωπης δύναμης που ονομάζεται Ποίηση» (21), μέσω της οποίας και μόνο είναι δυνατό να οδηγηθεί κανείς στην πραγματική πραγματικότητα. Η Ποίηση, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Γιατρά, αναθέτει τη γνωστοποίηση των μεγάλων οραμάτων της για την ανθρωπότητα ‒όπως αυτά επενδύονται στα μεγάλα ποιητικά έργα‒ στους ποιητές, οι οποίοι με τη σειρά τους αναλαμβάνουν την ευθύνη για την όσο το δυνατόν πιστότερη μεταβίβαση του υψηλού τους μηνύματος στους αναγνώστες (24). Θα μπορούσε κανείς εδώ να δει μια ειρωνική, υπόγεια αντιπαράθεση του Βαγενά με τον Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος στο πασίγνωστο δοκίμιο του «Ο θάνατος του συγγραφέα» σημειώνει:
Η “γλώσσα” είναι εκείνη που μιλά, όχι ο συγγραφέας. Να γράφει κανείς είναι, μέσω μιας προκαταβολικής α-προσωπικότητας […] να φτάνει στο σημείο εκείνο όπου μόνο η “γλώσσα” δρα, “επιτευγματοποιεί”, και όχι “εγώ”. […] Γι’ αυτόν [τον σύγχρονο γραφέα], αντίθετα, το χέρι του, αποκομμένο από οποιαδήποτε “φωνή”, φερόμενο από μία καθαρή κίνηση εγγραφής (και όχι έκφρασης), χαράσσει ένα πεδίο χωρίς προέλευση ‒ ή το οποίο, έστω, δεν έχει άλλη προέλευση από την ίδια τη “γλώσσα”, δηλαδή από αυτό ακριβώς που, αδιάκοπα, θέτει κάθε προέλευση υπό αμφισβήτηση. […] Ο γραφέας δεν έχει πια μέσα του πάθη, κέφια, αισθήματα, εντυπώσεις, αλλά το απέραντο εκείνο λεξικό, από όπου αντλεί μία γραφή, που δε σταματά ποτέ […].
(Barthes 1997: 138, 141, 142)
Όπως ο Μπαρτ εμφανίζει τη Γλώσσα ως μια υπερβατική δύναμη με όργανα τους σύγχρονους γραφείς (ώστε η λογοτεχνία να μετατρέπεται σε γραφή), έτσι και ο Γιατράς παρουσιάζει την Ποίηση, την οποία ταυτίζει με την Ιστορία, ως μια υπερβατική δύναμη με υποτελείς της τους ποιητές. Ωστόσο, οι ποιητές κατά τον Γιατρά, αν και όργανα της Ποίησης, σε αντίθεση με τους μπαρτικούς γραφείς, διατηρούν το δικαίωμα της έκφρασης, και πάνω σε αυτό κρίνονται αναφορικά με την πιστότητα της μετακένωσης του μηνύματος της Ποίησης:
Η μόνη ελευθερία του ποιητή –που δημιουργεί και τις προϋποθέσεις της ευθύνης του– είναι η τελική επιλογή: η εκλογή της κατάλληλης λέξης, από τις τόσες που είναι ικανές να εκφράσουν ένα δεδομένο νόημα, και ο φορτισμός της με την ανάλογη συναισθηματική ένταση που θα δημιουργήσει την πραγματικής της υπόστασης (24).[3]
Άλλωστε, η πίστη του Γιατρά στην Ποίηση φαίνεται να απηχεί όσα ο Βαγενάς υποστήριζε για τον ίδιο τον Μπόρχες στη μεταπτυχιακή του εργασία στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ «Pierre Menard’s Genealogy» (1972), γραμμένη κατά την εποχή της κυοφορίας του ψευδο-δοκιμίου:
Ο Μπόρχες με το «Πιερ Μενάρ» φαίνεται να οδηγεί την έννοια της λογοτεχνίας σε έναν λογοτεχνικό ιδεαλισμό: οι συγγραφείς, ελάσσονες ή μείζονες, είναι απλά σχήματα, εκφραστές, περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχοι, των πολύμορφων βουλήσεων μιας υπερβατικής δύναμης που ονομάζεται Λογοτεχνία.
(Βαγενάς 2020: 97)
Αναγνωρίζοντας την Έρημη Χώρα ως «μια μεγάλη εξαγγελία, “χωρίς αμφιβολία [τη] σημαντικότερη της εποχής μας”» (21), την οποία ωστόσο ο Έλιοτ πρόδωσε, διαστρεβλώνοντας το νόημά της, προκειμένου να υπακούσει όχι στην Ποίηση, η οποία τον είχε χρίσει όργανό της, αλλά στις ηθικές πιέσεις της Καθολικής Εκκλησίας και στη θεολογική του φύση, ο Γιατράς αναλαμβάνει ο ίδιος να γράψει εκ νέου το έργο, όχι ως νέο, αλλά ως ακριβώς τη «μεγαλειώδη εξαγγελία του θριάμβου της Ιστορίας» (25), την οποία η Ποίηση είχε αναθέσει στον Έλιοτ. Ο Γιατράς επομένως δεν μεταφράζει την ελιοτική Έρημη Χώρα, αλλά αποκαθιστά διά της μετάφρασής του την αρχική εντολή της Ποίησης. Αυτός είναι και ο λόγος που ο φιλόλογος-ερευνητής σημειώνει πως δεν ήταν απαραίτητη η «προϋπόθεση της ψυχικής συγγένειας ανάμεσα στον ποιητή και τον μεταφραστή» (23) ‒ προϋπόθεση που φυσικά θα βρεθεί στην καρδιά της μεταφραστικής θεωρίας του ίδιου του Βαγενά. Ο Γιατράς μάλιστα, έχοντας «αποκρυσταλλώσει μιαν ικανοποιητική μέθοδο εργασίας» (22) αποφασίζει να μεταφράσει το έργο, συμπεριλαμβάνοντας και «την παγκόσμια εμπειρία που μεσολάβησε στο μεταξύ» (29) ‒ μέρος της οποίας αποτελεί και η ιστορία της πρόσληψης του έργου στην Ελλάδα μέσα από τις μεταφράσεις του. Η μεταφραστική του πρακτική εν τέλει, όπως φαίνεται στους λίγους στίχους που κατορθώνει να μεταφράσει, κάποιους από τους οποίους παραθέτει σχολιασμένους ο φιλόλογος-μελετητής του, μένει πιστή στη μεταφραστική του θεωρία ‒που είναι βέβαια μια θεωρία ποιητικής‒ αφού αναπλάθει τους στίχους του πρωτοτύπου κατά τρόπο που να υπηρετούν το όραμα της Ποίησης που έχει επενδυθεί σε αυτούς.
Με αφορμή αυτή την τελευταία παρατήρηση, σημειώνω ότι οι μελετητές του Βαγενά έχουν επανειλημμένως συσχετίσει την προσπάθεια του Γιατρά με εκείνη του μπορχεσιανού Πιερ Μενάρ.[4] Ο Γιατράς βέβαια δεν ταυτίζεται με τον Μενάρ (βλ. και Δοξιάδης 2017: 22-23). Παρότι εκκινούν και οι δύο από την ίδια, κατά το μάλλον ή ήττον αρχή ‒ο Μενάρ επιχειρεί να συγγράψει «όχι έναν άλλο Δον Κιχώτη (που δεν είναι δύσκολο), αλλά τον Δον Κιχώτη» (Μπόρχες 2005: 124) και ο Γιατράς δεν ήθελε «να γράψει μια καινούργια Έρημη Χώρα, αλλά «να γράψει την Έρημη Χώρα, εκείνη που η ποίηση είχε εμπιστευτεί στον Έλιοτ» (24)‒ ακολουθούν διαφορετικές μεταφραστικές στρατηγικές και ως εκ τούτου φτάνουν σε διαφορετικά μεταφραστικά αποτελέσματα. Ο Ζεράρ Ζενέτ σημειώνει σχετικά για τον Μενάρ:
ο Δον Κιχώτης του Πιερ Μενάρ, όπως τον λέμε, δεν είναι ένα αντίγραφο, αλλά περισσότερο ένας ελάχιστος μετασχηματισμός, ή μια μέγιστη μίμηση, του Θερβάντες, που παρήχθη από τον κανονικό δρόμο της συρραφής: η απόκτηση μιας τέλειας αυθεντίας μέσα από την πλήρη ταύτιση (να είσαι ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες).
(Genette 1982: 445).
O Πάτροκλος Γιατράς απομακρύνεται από τον Μενάρ, αφού η δική του μεταφραστική προσπάθεια θα μπορούσε να αποκληθεί ως «μέγιστος μετασχηματισμός». Επιπλέον, η «αξιοθαύμαστη φιλοδοξία» του Μενάρ «ήταν να γεννήσει μερικές σελίδες που θα συνέπιπταν ‒λέξη προς λέξη, γραμμή προς γραμμή» (Μπόρχες 2005: 124) με το πρωτότυπο έργο του Θερβάντες, μέσω, όπως σημειώνει ο Χανς Ρόμπερτ Γιάους, «τ[ης] απόλυτ[ης] […] ταύτισ[ης] με τον προκάτοχό του, η οποία θα πάρει τη μορφή μιας κατά γράμμα επανάληψης του παλιού έργου στο αυθόρμητα δημιουργημένο νέο», που καταλήγει με τον τρόπο αυτό «ασυγκρίτως πλουσιότερο και συνθετότερο» από το παλιό (Jauss 1995: 132).[5] Στην περίπτωση αυτή, η σύγχρονη εμπειρία περνά στο έργο όχι μέσω αλλαγών και αναπλάσεων, αλλά μέσω της νέας σημασίας που έχουν αποκτήσει οι λέξεις στο διάστημα που χωρίζει το πρωτότυπο από την επανεγγραφή του, διάστημα ιδεολογικών, πολιτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών μεταβολών, που διαφοροποίησαν την επιστημολογική μας οπτική απέναντι στον κόσμο και τις εννοιολογικές αναπαραστάσεις μας. Ο Γιάους χαρακτηρίζει την προσπάθεια του Μενάρ ως το «experimentum crucis της θεωρίας της πρόσληψης: [τη] μη ταυτότητα του επαναλαμβανόμενου κατά την επανάληψή του» (Jauss 1995: 132). Στην περίπτωση του Γιατρά, ωστόσο, δεν είναι αυτό το διακύβευμα της μεταφραστικής του στρατηγικής. Αντίθετα, η συμπερίληψη της σύγχρονης ιστορικής εμπειρίας στη μετάφραση της αληθινής Έρημης Χώρας σχετίζεται με την αποκατάσταση του ιδεατού πλην μη πραγματωμένου από τον Έλιοτ πρωτοτύπου, με την απόδοση εν τέλει της προ-εγγεγραμμένης στο έργο «εξαγγελίας» της Ποίησης για τον «θρίαμβο της Ιστορίας» (25) (βλ. και Δοξιάδης 2017: 25-28). Άλλωστε, επίσης σε αντίθεση με τον Μενάρ που πεθαίνει χωρίς να έχει δημοσιεύσει κανένα τμήμα από την επανεγγραφή του (Μπόρχες 2005: 129), ο Πάτροκλος Γιατράς επιδιώκει και εν τέλει δημοσιεύει ορισμένους στίχους από τα αποσπασματικά αποτελέσματα του μεταφραστικού του εγχειρήματος, ανεξάρτητα από το αν αυτοί περνούν απαρατήρητοι (18).
Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε τα ίδια τα αποσπάσματα της μετάφρασης του Γιατρά που εισάγονται στο ψευδο-δοκίμιο του Βαγενά. Πρόκειται στην πραγματικότητα για αποσπάσματα μιας επινοημένης μετάφρασης ενός επινοημένου μεταφραστή, δηλαδή για μεταφράσεις που έγιναν μεν από τη γραφίδα του Βαγενά, προκειμένου να υπηρετήσουν ωστόσο τη μεταφραστική θεωρία του μυθοπλασιακού μεταφραστή Πάτροκλου Γιατρά. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πιστεύω ότι τα ενσωματωμένα παραθέματα, περισσότερο από αποτυπώσεις της πιστής εφαρμογής από μέρους του Γιατρά των θεωρητικών του credo πάνω στο ζήτημα της μετάφρασης, αποτελούν, σε συνάρτηση μάλιστα με τα αντιβαλλόμενα αποσπάσματα της σεφερικής μετάφρασης, μια λανθάνουσα πρόταση του Βαγενά για τη μετάφραση της Έρημης Χώρας, προτού μάλιστα ο ίδιος φτάσει σε μια πλήρη και συνεκτική διατύπωση της μεταφραστικής του θεωρίας. Ο Βαγενάς στη μελέτη του «Το πρόβλημα της μετάφρασης του ελεύθερου στίχου» (2001) εξετάζει παραδειγματικά τη στρατηγική του Σεφέρη στη μετάφραση της Έρημης Χώρας μέσα από την αντιπαραβολή των εννέα πρώτων στίχων από την «Ταφή του νεκρού» στο πρωτότυπο και στη σεφερική ‘αντιγραφή’. Εκεί επικρίνει την τάση του Σεφέρη, που εκκινεί από την επιθυμία του να μείνει πιστός στο νοηματικό περιεχόμενο του ποιήματος, «να μεταφράζει κατά λέξη, πράγμα που καθιστά αναπόφευκτη και τη μετάφραση κατά στίχο», γιατί με τον τρόπο αυτό αδυνατεί να αναπαραγάγει αναλογικά το ρυθμικό σχέδιο του πρωτοτύπου, που στηρίζεται σε μια γόνιμη συνομιλία της «μετρικής παράδοσης» με τον «μετρικό νεοτερισμό» ‒βάση είναι ο ιαμβικός πεντάμετρος, παραδοσιακός στίχος της αγγλικής ποίησης, ο οποίος ωστόσο ποικίλλεται εσωτερικά με μεθοδευμένες ρυθμικές επιλογές, κατά τρόπο που να ανοικειώνει τις ρυθμικές προσδοκίες του μεσοπολεμικού Άγγλου αναγνώστη (Βαγενάς 2004α: 80-84). Και το πρώτο απόσπασμα, ωστόσο, που παρατίθεται στο ψευδο-δοκίμιο (οι στίχοι 366-377 από την πέμπτη ενότητα «What the Thunder Said») αποτελεί τυπικό δείγμα της μεταφραστικής αυτής στρατηγικής του Σεφέρη που καταλήγει σε έναν σχεδόν άρρυθμο ελεύθερο στίχο, που δεν μεταδίδει την έντεχνα δομημένη ρυθμική αγωγή του πρωτοτύπου ‒ αναφέρομαι κυρίως στους στίχους 366-372 της σεφερικής μετάφρασης.[6] Αντίθετα, η επινοημένη μετάφραση του Γιατρά (δηλαδή η μετάφραση του υπονοούμενου συγγραφέα Βαγενά) ικανοποιεί εκείνο το μεταφραστικό σχέδιο που ο Βαγενάς έκρινε ότι θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει ο Σεφέρης προκειμένου με μέσα ανάλογα να αποδώσει στη μετάφρασή του λειτουργίες αντίστοιχες με εκείνες του πρωτοτύπου, το αίτημα δηλαδή για αξιοποίηση στοιχείων της «νεοελληνικής μετρικής παράδοσης (εναλλάσσοντας, λ.χ., τον ιαμβικό 15σύλλαβο ή 10σύλλαβο με τον 11σύλλαβο και τον 9σύλλαβο ή τον 7σύλλαβο)» (Βαγενάς 2004α: 83). Συγκεκριμένα, ολόκληρο το απόσπασμα της μετάφρασης Γιατρά ακολουθεί ιαμβική ρυθμική αγωγή, αξιοποιώντας ολόκληρη την κλίμακα των ιαμβικών στίχων της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, με την εξαίρεση τριών τροχαϊκών στίχων, που ‘διαταράσσουν’ την ομαλή εναλλαγή ιάμβων, στα σημεία ακριβώς που το νόημα το επιτάσσει:
Ποιος είναι͜ αυτός ο͟ ήχος στον α̱έρα
Απόμακρες φωνές θρηνητικές
Ποια_είναι τα σάπια͜ αυτά κουφάρια που σαλεύουν
Στη χαμηλή πεδι̮άδα, που βουλιάζουν ολο̱ένα
Ποια_είναι͜ η πολιτεί̱α πέρα απ’ τα βουνά
Που ξεψυχά̮ει στον οργισμένο͜ α̱έρα
Πύργοι πέφτουν
Ι̮ερουσαλήμ Αθήνα͟ Αλεξάντρει̮α
Λονδίνο Νέ̱α̮͜ Υ̱όρκη[7]
Ο Γιατράς, δηλαδή ο Βαγενάς, δίνει μια μετάφραση σε ελευθερωμένο στίχο που αναπαράγει τον ρυθμό του πρωτοτύπου με τα μέσα της ελληνικής λογοτεχνικής ρυθμικής παρακαταθήκης. Βέβαια, ο στίχος του Έλιοτ Cracks and reforms and bursts in the violet air παραλείπεται στη μετάφραση, ίσως επειδή στηρίζεται στην εναλλαγή ισχυρών μονοσύλλαβων και δισύλλαβων λέξεων, η αντιστοιχία των οποίων στην ελληνική θα οδηγούσε σε ένα ρυθμικό ξεχαρβάλωμα ή σε ανάπτυξη του στίχου.[8]
Το δεύτερο σπάραγμα της μεταφραστικής προσπάθειας του Γιατρά είναι η μετάφραση των στίχων 411-414, λίγο πριν από την έξοδο του ποιήματος. Ενώ η μετάφραση καταδεικνύει την πολιτικά αριστερή προοπτική του Γιατρά, ο οποίος αναπλάθει το πρωτότυπο αντιστρέφοντας το νόημα των στίχων του, εντούτοις η ρυθμική αίσθηση μένει ακέραια. Δεν συμβαίνει το ίδιο στη σεφερική μετάφραση, η οποία, ακολουθώντας το πρωτότυπο λέξη προς λέξη, χάνει το ρυθμό και καταλήγει να πεζολογεί. Οι μεταφρασμένοι στίχοι του Γιατρά, που στη συνέχεια θα επιγράψουν και τη μεταγραφή της Έρημης Χώρας από τον Ηλία Λάγιο ως «Έρημης Γης» στην έβδομη από τις Ασκήσεις (1984) (Λάγιος 2009: 191),[9] έχουν ως εξής:
…Άκουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μόνο
Καθένας με το κλειδί ανοίγοντας τη φυλακή του
Καθένας με το κλειδί γκρεμίζοντας τη φυλακή του. (33)
Πιστεύω ότι μπορούμε να αντιπαραβάλουμε τη μεταφραστική επιλογή του Πάτροκλου Γιατρά να μεταβάλει τους στίχους 413-414 (We think of the key, each in his prison/ Thinking of the key, each confirms his prison) αντιστρέφοντας τη σημασία τους, με το δίστιχο που ο Σεφέρης αποδίδει στη γραφίδα του Μαθιού Πασχάλη σε εγγραφή της 30ης Σεπτεμβρίου 1938. Παραθέτω:
Όταν όλα σ’ αφήνουν και σου φαίνονται ανάξια, γελοία, και παράτονα,
γύρισε τρεις φορές το κλειδί, μαζέψου και ξανάρχισε να διαβάζεις Πλάτωνα.
(Σεφέρης 1977: 105)
Ο Σεφέρης έχει ήδη μεταφράσει στα ελληνικά την Έρημη Χώρα (στην έκδοση του 1936), ώστε να είναι δόκιμο να υποθέσει κανείς ότι στην εγγραφή αυτή, μέσω του παιγνιώδους προσωπείου του, επανεγγράφει το δίστιχο που είχε μεταφράσει ως Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη φυλακή του/ Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του, αφήνοντας με τη σειρά του θέση στην «ελευθερία του ατόμου και τ[η] συνείδηση αυτής της ελευθερίας» ως «ουσί[ας] της ανθρώπινης φύσης» (34), σε λιγότερο βέβαια ριζοσπαστικές προεκτάσεις από αυτές που προσδίδει ο Γιατράς.
Από όσα προηγήθηκαν, μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Ο Βαγενάς στο ψευδο-δοκίμιό του επινοεί δύο πρόσωπα: αφ’ ενός, τον ερευνητή-μελετητή που υποτίθεται πως συγγράφει το δοκίμιο προκειμένου να ανακοινώσει τη φιλολογική ανακάλυψη μιας τέταρτης ελληνικής μετάφρασης της Έρημης Χώρας του Έλιοτ από έναν «σεμνό λογοτέχνη» (18), ο οποίος παρέμενε άγνωστος· αφ’ ετέρου, τον μεταφραστή Πάτροκλο Γιατρά, με όλη του τη βιογραφία και τα σπαράγματα της μεταφραστικής του δραστηριότητας, θεωρητικής και πρακτικής. Αναδρομικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι και τα δύο αυτά μυθοπλασιακά πρόσωπα εμφανίζονται συγχρόνως να συγκλίνουν και να αποκλίνουν από τη μεταφραστική ποιητική που ο ίδιος ο Βαγενάς θα θεραπεύσει θεωρητικά και πρακτικά στη συνέχεια. Από τη μία πλευρά, ο φιλόλογος προοικονομεί μεν την κριτική αποτίμηση του μεταφραστικού εγχειρήματος του Σεφέρη από τον Βαγενά, την ίδια στιγμή όμως εμφανίζεται να ασπάζεται ορισμένες απόψεις (τις προϋποθέσεις κριτικής από τη φαινομενολογική σχολή της Γενεύης, τον εξημμένο και ενορατικό λόγο του Μπένγιαμιν) ή να μην αποδέχεται άλλες (την αναγκαιότητα συγγένειας ευαισθησιών μεταξύ μεταφραστή και ποιητή), που θα τον αποστασιοποιήσουν από αυτόν. Ο Γιατράς, από την άλλη, συναιρεί βέβαια προδρομικά τη μεταφραστική με την ποιητική θεωρία μέσα μάλιστα από μια θεωρία αναγνωστική, και επιπλέον παρουσιάζεται να μεταφράζει με ευαισθησία για το ρυθμικό αποτέλεσμα (όπως ακριβώς θα μεταφράσει αργότερα και ο Βαγενάς), ωστόσο η πίστη του στην Ποίηση ως υπερβατική δύναμη με όργανα τους ποιητές, πίστη στη βάση της οποίας διαμορφώνει τη μεταφραστική του στρατηγική σε εκείνο που έμελλε να αποτελέσει, αν είχε ολοκληρωθεί, το magnum opus του, την επανεγγραφή δηλαδή της Έρημης Χώρας, τον απομακρύνουν από τη νηφάλια, μη μεταφυσική προσέγγιση του ποιητικού και μεταφραστικού φαινομένου η οποία διακρίνει τον Βαγενά. Ακριβέστερα, η μεταφραστική θεωρία του Γιατρά φέρει περισσότερο έκτυπα τα στοιχεία της υποκειμενικής προσέγγισης του ποιητή-δημιουργού, σε αντίθεση με εκείνη του Βαγενά, η οποία, όσο και αν αντλεί από την προσωπική του τριβή με τη μετάφραση της ποίησης, προσπαθεί να εμφανίζεται όπως κάθε θεωρητικός λόγος που σέβεται τον εαυτό του: ως μη υποκειμενικός, αλλά υποκείμενος σε γενικές και καθολικές αρχές. Θα έλεγα ότι ο μετέπειτα θεωρητικός λόγος του Βαγενά συνιστά μια προσπάθεια μεταμφίεσης του λόγου του ποιητή (-Γιατρά) σε λόγο του φιλόλογου-θεωρητικού, μέσω της αποσιώπησης ή της υπόκρυψης στοιχείων δηλωτικών της ποιητικής προέλευσής του. Με βάση αυτά, θέλω να προτείνω ότι ο Βαγενάς μέσα στο υπό εξέτασιν ψευδο-δοκίμιο κατ’ ουσίαν “μοιράζει” προδρομικά στους δύο μυθοπλασιακούς ήρωες στοιχεία της δικής του διφυούς σταδιοδρομίας, σε ένα παιχνίδι μεταμφίεσης και αυτοειρωνείας: από τη μια πλευρά, ο φιλόλογος που με την έρευνά του φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της ιστορίας της λογοτεχνίας μας, αλλά και ο θεωρητικός που αξιολογεί τις μεταφράσεις άλλων· από την άλλη, ο λογοτέχνης που μεταφράζει, αρθρώνοντας παράλληλα τη δική του συνεκτική μεταφραστική θεωρία. Ο πρώτος εκφράζεται με απέραντο θαυμασμό για τον δεύτερο ‒αλλά μήπως και ο Βαγενάς δεν έχει κατηγορηθεί πολλάκις ως σεφερολάγνος; Ο δεύτερος αποκτά φωνή και υπόσταση μέσω του πρώτου ‒ μα και ο θεωρητικός Βαγενάς δεν είναι το “όργανο” για να ακουστούν οι απόψεις του καλλιτέχνη;[10] Μπορούμε να πούμε ότι ο Βαγενάς με την υιοθέτηση ενός διπλού προσωπείου δημιουργεί, κατά τις μπορχεσιανές επιταγές, τους προγόνους του, εν είδει μάλιστα σχεδόν αρχετυπικών μορφών: ο αφηγητής ως ο κατ’ εξοχήν φιλόλογος, αφού επανεγγράφει με την ανακάλυψή του την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μετάφρασης· ο Πάτροκλος Γιατράς ως ο κατ’ εξοχήν μεταφραστής, αφού φτάνει στις ακρότατές συνέπειές της την αρχή για τη «μετάφραση ως πρωτότυπο». Από διαφορετική σκοπιά, ο Βαγενάς μέσα από το διπλό προσωπείο επινοεί προδρομικά τον εαυτό του τόσο ως δημιουργικό μεταφραστή όσο και ως φιλόλογο-θεωρητικό, ώστε να μην είναι υπερβολή να αναγνωρίσουμε τον Βαγενά ως προϊόν μυθοπλασίας. Μπορούμε εν τέλει να αναγνωρίσουμε στο «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας» ό,τι σημείωνε ο Βαγενάς για το «Πιερ Μενάρ» του Μπόρχες:
Αν κάθε έργο τέχνης αποτελεί μια πλήρη πραγμάτωση της βαθύτερης φύσης του δημιουργού του, το «Πιερ Μενάρ», περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, πραγματώνει τη συγγραφική φύση του Μπόρχες και αποτελεί μια συνοπτική πνευματική αυτοβιογραφία του με τη μορφή μιας μυθοπλασίας.
(Βαγενάς 2020: 88)
Την ίδια στιγμή, η ταύτιση του υπονοούμενου συγγραφέα τόσο με τον αφηγητή (ανώνυμος φιλόλογος-ερευνητής) όσο και με το αντικείμενο της αφήγησης (Πάτροκλος Γιατράς) μέσα σε ποιητολογικά συμφραζόμενα με οδηγεί σε μια ανάγνωση του ψευδο-δοκιμίου ως επανεγγραφή του σεφερικού «Νιζίνσκι». Ας δούμε τι γράφει σχετικά ο Βαγενάς στην κριτική μελέτη του για τον Σεφέρη:
Η περιγραφή αυτή γίνεται από κάποιον αφηγητή, τον Στράτη Θαλασσινό, που εμφανίζεται και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη σαν ένα προσωπείο του. Είδαμε πως ο Νιζίνσκι είναι στο ποίημα το σύμβολο του ιδανικού ποιητή. Η διακύμανση των συναισθημάτων του αφηγητή από το θέαμα δείχνει πως ο Στράτης Θαλασσινός είναι το σύμβολο του ιδανικού αναγνώστη. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στο ερώτημα κατά πόσο ο Σεφέρης θα έπρεπε να ταυτιστεί με το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα. Είναι φανερό πως, στο βαθμό που αυτό εκφράζει τις απόψεις του για την επικοινωνία του έργου τέχνης με τον δέκτη του, ο Στράτης Θαλασσινός είναι ο ποιητής. Από την άλλη πλευρά όμως ο Σεφέρης ταυτίζεται απόλυτα με τον Νιζίνσκι, που η παράστασή του δεν είναι παρά μια εικονογράφηση της δικής του προσπάθειας. Εδώ βρίσκεται το τεχνικό ενδιαφέρον του ποιήματος· ότι το προσωπείο του ποιητή δεν είναι μόνο ο αφηγητής, αλλά και το πρόσωπο που γίνεται το αντικείμενο της αφήγησης.
(Βαγενάς 1979: 73-74)
Δεν είναι μόνο ο διπλασιασμός των προσωπείων που συνδέει το δοκίμιο με το σεφερικό ποίημα. Ο Γιατράς, όπως και ο Στράτης Θαλασσινός, συνιστά, όπως είδαμε, σύμβολο του ιδανικού αναγνώστη. Επιπλέον, αν ο Γιατράς στις σημειώσεις του αντιτίθεται σθεναρά στην απόσβεση της προσωπικότητας που προτάσσει ο Έλιοτ (25-26, 33-34), η αυτοκαταστροφική του πορεία από τη στιγμή που αναλαμβάνει την αποστολή της μετάφρασης της αληθινής Έρημης Χώρας, δηλαδή τη συγγραφή του πρωτοτύπου ως όφειλε να είναι, και η απόλυτη ταύτισή του με το μεταφραστικό αυτό εγχείρημα τον οδηγεί από άλλο δρόμο πίσω στον Έλιοτ, και από εκεί στον Νιζίνσκι, ο οποίος θυσιάζει ολόκληρο τον εαυτό του για χάρη της χορευτικής του παράστασης (Σεφέρης 2004: 112-113, σειρές 51-73). Μάλιστα, η σύνδεση των δύο προσώπων-προσωπείων μπορεί να τεκμηριωθεί ακόμη και στη βάση κοινών διατυπώσεων: ο Στράτης Θαλασσινός, βλέποντας «το άσπρο δέρμα τρομερά χλωμό, προς ένα κίτρινο φιλντισί» και τα μαύρα μαλλιά του Νιζίνσκι «σαν πεθαμένα», νιώθει πως βρίσκεται «μπροστά σε μιαν αγωνία»·(Σεφέρης 2004: 113, σειρές 66-69) ο ανώνυμος μελετητής-ερευνητής, αιτιολογώντας την πεποίθησή του για τον φυσιολογικό θάνατο του Πάτροκλου Γιατρά, αναρωτιέται: «Και το να αποφασίσεις να σηκώσεις μόνος σου το φορτίο τόσων ανθρώπων, δεν σημαίνει πως είσαι πρόθυμος να καταβάλεις και την αγωνία που τους αντιστοιχεί;» (35) [η έμφαση δική μου].
[1] Στο εξής οι παραπομπές στο «Ο Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας» θα γίνονται εντός του κυρίως κειμένου με απλή αναφορά στις σχετικές σελίδες της τρίτης έκδοσης.
[2] Πβ. Πυλαρινός 2004: 94, Πεντζίκης 2005: 22, Σαμουήλ 2007: 438-439.
[3] Τη διακειμενική σχέση του δοκιμίου του Μπαρτ με το ψευδο-δοκίμιο της Συντεχνίας εξετάζει και ο Πεντζίκης (2005: 30-34) από διαφορετική ωστόσο οπτική. Κατά τη γνώμη μου, η ειρωνεία καταβρέχει και τον ίδιο τον Γιατρά λόγω «υπεροψίας και μέθης», προερχόμενης βέβαια από ειλικρινή ποιητική έξαψη. Για την κριτική του Βαγενά στο περιώνυμο δοκίμιο του Μπαρτ, βλέπε τα δοκίμια «Λογοτεχνία και οργανική μορφή» και, κυρίως, «Ταυτότητα και ποιητικός λόγος» στο Βαγενάς 2012: 31-38 και 43-54.
[4] Πεντζίκης 2005: 43-44, Σαμουήλ 2007: 437-438, Mάλλη 2009: 520-521, Σαΐνης 2009: 529-530 (ο μελετητής τον συσχετίζει επίσης και με τον Σέσαρ Παλαντιόν, 529) και 2013.
[5] Όμοια και Genette 1982: 365-366. Πβ. Μπόρχες 2005: 127: «Τα κείμενα του Θερβάντες και του Μενάρ είναι κατά λέξιν πανομοιότυπα, αλλά το δεύτερο είναι σχεδόν απείρως πλουσιότερο (πιο επαμφοτερίζον, θα πουν οι επικριτές του· ωστόσο και ο επαμφοτερισμός είναι πλούτος)».
[6] Στο κείμενο παρατίθεται αρχικά το ελιοτικό απόσπασμα, το οποίο ακολουθείται από τη μετάφραση του Σεφέρη, για να περάσει στη μεταφραστική προσέγγιση του Γιατρά (30-32).
[7] Αντί για «Βιέννη». Ο Γιατράς «εξοβελίζει τη λέξη», που θεωρεί ότι ο Έλιοτ χρησιμοποιεί για την ηχητική της εικόνα, αντικαθιστώντας την με τη «Νέα Υόρκη, προοιωνίζοντας έτσι τη μοίρα της αμερικανικής αυτοκρατορίας» (31-32). Ας μην ξεχνάμε ότι η ψυχροπολεμική εμπειρία περνά μέσα στη μετάφραση του αριστερού Γιατρά.
[8] Βλ.. τη μετάφραση του Σεφέρη που αντιπαραβάλλεται: «Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουμβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα», που οδηγεί και σε αναδίπλωση (είσθεση) λόγω του μακρού μήκους του στίχου (31).
[9] Για τη σχέση Ηλία Λάγιου και Νάσου Βαγενά μέσω Πάτροκλου Γιατρά, βλέπε Κεφαλέα 2008: 102-104, Σαΐνης 2009: 537-541, Δοξιάδης 2017: 39-53.
[10] «Δεν θα έλεγα ότι έχω εκφραστεί με την πεζογραφία. Τα κείμενα της Συντεχνίας εκφράζουν περισσότερο πνευματικές παρά ψυχολογικές καταστάσεις, και γι’ αυτό είναι λιγότερο διηγήματα και περισσότερο δοκίμια (δοκίμια για την ποίηση). Ασχολούμαι μόνο με την ποίηση, τόσο γράφοντας ποιήματα όσο και με δοκίμια ή μελέτες γι’ αυτήν. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ποιο από αυτά τα δύο με αντιπροσωπεύει καλύτερα, γιατί τα αισθάνομαι και τα δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Και τα δύο βγαίνουν από την ίδια ανάγκη, και είναι φυσικό να επιδρούν το ένα στο άλλο. Βέβαια, η προσωπική μου εμπειρία από την ποιητική πράξη επιδρά στις θεωρητικές μου απόψεις πολύ περισσότερο απ’ όσο οι θεωρητικές μου απόψεις στην ποίησή μου. Οπωσδήποτε δεν θα έγραφα δοκίμια για την ποίηση, αν δεν έγραφα ποίηση» (Βαγενάς 1982: 43).
Αναφορές
Βαγενάς, Ν. 1979. Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Βαγενάς, Ν. 1982. «Δεκαοχτώ λογοτέχνες της νεότερης γενιάς. Νάσος Βαγενάς» (συνέντευξη). Διαβάζω 50, 42-43.
Βαγενάς, Ν. 1987. Η Συντεχνία. Αθήνα: Στιγμή [1η έκδοση: 1976].
Βαγενάς, Ν. 2004α. Ποίηση και μετάφραση. Αθήνα: Εκδόσεις Στιγμή [1η έκδοση: 1989].
Βαγενάς, Ν. 2004β. Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία. Αθήνα: Εκδόσεις Στιγμή [1η έκδοση: 1994].
Βαγενάς, Ν. 2011. Κινούμενος στόχος. Κριτικά κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Βαγενάς, Ν. 2012. Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις [1η έκδοση: 2002].
Βαγενάς, Ν. 2020. Η Λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αθήνα: Πόλις.
Δοξιάδης, Α. 2017. Λέγοντας και ξαναλέγοντας. Η λογοτεχνία, ο μυστηριώδης Πάτροκλος Γιατράς και οι μεταμορφώσεις της «Έρημης Χώρας». Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος.
Έσσλιν, Μ. 1983. Το θέατρο του παραλόγου, μετάφραση: Μ. Λυμπεροπούλου. Αθήνα: Εκδόσεις Θεωρία [1η έκδοση: Αρίων, 1970].
Κεφαλέα, K. 2008. «Ερημότοπος–Έρμη Χώρα–Έρημη Χώρα–Έρημη Γη. Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ.» Θέματα Λογοτεχνίας 37, 84-109.
Λάγιος, Η. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος.
Μάλλη, Μ. 2009. «Η συντεχνία.» Πόρφυρας 130, 519-527.
Μπόρχες, Χ. Λ. 2005. Άπαντα Πεζά, εισαγωγή-μετάφραση-επιμέλεια-σχόλια: Α. Κυριακίδης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2005.
Πεντζίκης, Γ. 2005. Πάτροκλος Γιατράς: Ένας ποιητικό ήρωας του Νάσου Βαγενά. Αθήνα: Εκδόσεις Σοκόλη.
Πυλαρινός, Θ. «Ο Νάσος Βαγενάς ως θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας.» Στο Νάσος Βαγενάς. Μελετήματα, φιλολογική επιμέλεια: Θ. Πυλαρινός, 83-108. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής.
Σαΐνης, Α. 2009. «Ο δοκιμιογράφος Αλέξης Γιατράς ή Κάποιοι άγνωστοι κρίκοι στην πορεία από τη μετάφραση της Έρημης Χώρας (Πάτροκλος Γιατράς, 1969) στη “μεταγραφία” της Έρημης γης (Αλέξης Φωκάς, 1984).» Πόρφυρας 130, 528-546.
Σαΐνης, Α. 2013. «Τα “Χρονικά” του Πάτροκλου Γιατρά.» Εφημερίδα των Συντακτών, 21 Ιουλίου.
Σαμουήλ, Α. «Πάτροκλος Γιατράς ή οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας.» Στο Νάρκισσος και Ιανός. Η νεωτερική πεζογραφία στην Ελλάδα, επιμέλεια Γ. Αριστηνός, 435-439. Αθήνα: Εκδόσεις Μεσόγειος.
Σεφέρης, Γ. 1977. Μέρες Γ’ (16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940). Αθήνα: Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. 2004. Ποιήματα, επιμέλεια: Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ίκαρος.
Barthes, R. 1997. «Ο θάνατος του συγγραφέα.» Στο Εικόνα-Μουσική-Κείμενο, μετάφραση: Γ. Σπανός, 137-143. Αθήνα: Πλέθρον [1η έκδοση: 1988].
Benjamin, W. 2000. «Τhe task of the translator», μετάφραση στα αγγλικά: Harry Zohn. Στο The Translation Studies Reader, επιμέλεια: L. Venuti, 15-25. London – New York: Routledge.
Genette, G. 1982. Palimpsestes. La littérature au second degré. Paris: Éditions du Seuil.
Jauss, H. R. «Η θεωρία της πρόσληψης: Αναδρομή στην άγνωστη προϊστορία της.» Στο Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, εισαγωγή-μετάφραση-επίμετρο: Μ. Πεχλιβάνος, 109-136. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
(*) Η Νίκη Λαβδιώτη είναι φιλόλογος και μεταφράστρια. Τελευταία της μελέτη: Μarginalia ή σημειώσεις στο περιθώριο: διαμόρφωση και εξέλιξη ενός παραγνωρισμένου είδους κριτικής, Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2022.
Εξαιρετικό το κείμενο της Ν. Λαβδιώτη για τον Ν. Βαγενά.