ΑΦΙΕΡΩΜΑ 2, Μηνάς Δημάκης, Θανάσιμα βάραθρα και κορυφές προς τα σύννεφα (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
175

 

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι μεταπολεμικοί ποιητές θα ολοκληρώνουν στη Μεταπολίτευση, και ώς το τέλος του 20ου αιώνα, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με  χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των πολιτών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες.

Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) έχει καταταγεί στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, μολονότι τόσο η χρονολογία της γέννησής του όσο και ο χρόνος της πρώτης του εμφάνισης στα γράμματα τον φέρνουν κοντά στη γενιά του 1930, καθιστώντας τον ένα είδος επιγόνου. Βεβαίως, ο Δημάκης ανήκει σίγουρα στους μεταπολεμικούς υπό την έννοια του εκπροσώπου της μεταφυσικής και της ερωτικής περιδίνησης, με άλλα λόγια ενός ταγμένου θιασώτη της υπαρξιακής ποίησης η οποία εμφανίζεται στην Ελλάδα χωρίς θρησκευτικό και χριστιανικό πρόσημο, προσλαμβάνοντας κάτι και από τον λυρισμό. Διακριτά είναι στον Δημάκη επίσης κάποια στοιχεία αν όχι από τις ψυχαναλυτικές συνιστώσες του υπερρεαλισμού, τότε σίγουρα από τα αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου του Καρλ Γιούνγκ, στα οποία θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις συμβολιστικές επιρροές από τον ποιητικό Μεσοπόλεμο. Ο Δημάκης υπήρξε επιπροσθέτως δοκιμιογράφος και μεταφραστής, αλλά αφιέρωσε μέχρι και την τελευταία στιγμή τη ζωή του στην ποίηση, της αυτοχειρίας του συμπεριλαμβανομένης.[1] Και τούτο πατώντας από τη μια πλευρά στα αποθέματα του προνεωτερικού ποιητικού παρελθόντος και από την άλλη, ιδίως όταν η γραφή του θα αρχίσει να ανδρώνεται και να ωριμάζει, στη μετάβαση από τον ομοιοκατάληκτο στον ελεύθερο στίχο και στη συνακόλουθη μετακίνηση προς τον μοντερνισμό,[2] απ’ όπου και πηγάζει η μεταιχμιακή θέση την οποία διεκδικεί, με βάση όλα τα προηγούμενα, το ποιητικό του έργο.

Ο έρωτας και η μηδενική βαθμίδα της ύπαρξης 

Από τα Φύλλα τέχνης (1935-1937), τη Χαμένη γη (1939) και το Κάψαμε τα καράβια μας (1946) μέχρι και το Στο τελευταίο σύνορο (1950), η ποίηση του Δημάκη θα οργώσει την περιοχή της τέχνης της, οργανώνοντας τη διάταξή της γύρω από δύο θεμελιώδεις κόμβους: τον έρωτα και τη μηδενική βαθμίδα της ύπαρξης. Ο έρωτας, ομοιοκατάληκτος πρώτα και ελευθερόστιχος κατόπιν, μπορεί να εκκινεί ως έντονη ορμή, ακόμα και ως επέλαση, μα γρήγορα καταλήγει να βαδίζει στα τυφλά, να παραπατά και να πέφτει εκ κατακλείδι σε βαθύ πηγάδι. Δεν πρόκειται, εντούτοις, μόνο για τα σκαμπανεβάσματα και για την καθοδική μέχρι αφανισμού πορεία του έρωτα μα και για την αδυναμία του ποιητικού προσώπου ή του ποιητικού υποκειμένου (η διαρκής κρίση της ατομικής υπόστασης αποτελεί το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών υπαρξιακών ποιητών) να ξεφύγει από μια θανάσιμη παγίδα: την παγίδα της κακοποίησης του υπαρξιακού πυρήνα του ατόμου  και του συντελεσμένου κενού. Η ύπαρξη δεν κατορθώνει να λυτρωθεί από τη συνεχή αφαίμαξη την οποία υφίσταται το υποκείμενο και εγκλωβίζεται σε έναν εκ των προτέρων αρνητικά φορτισμένο χώρο, σε μια διαρκή ροπή προς τη διάψευση και την κατάρρευση, χωρίς την παραμικρή προοπτική διάσωσης και σωτηρίας. Είναι μια προδιαγεγραμμένη διαδρομή προς ένα ήδη συντελεσμένο κενό, προς ένα βάραθρο που χαίνει ab initio μπροστά στο πρόσωπο και στην οικουμένη. Η κριτική της εποχής δεν θα κάνει τυχαία λόγο για «μηδενιστική βεβαιότητα»[3] του Δημάκη, για μια προειρημένη καταστροφή η οποία δεν κατονομάζεται καν.

Στο στάδιο, ωστόσο, αυτό εκδηλώνεται (ή μάλλον ετοιμάζεται να αναδυθεί) και μια άλλη διάσταση. Στον απεγνωσμένο αγώνα της για διάσωση, η ατομική ύπαρξη, που έχει κιόλας απομακρυνθεί από τα εγκόσμια, και στον συναφή της πόθο να εντοπίσει μια πύλη για την είσοδο στο απόλυτο, στο υπεργήινο και στο μεταφυσικό, η σπαραγμένη της οντότητα θέλει όχι μόνο να πετάξει ψηλά, να μεταμορφωθεί σε υψιπετή λόγο, αλλά και να μεταστοιχειώσει τη μνήμη της παιδικής της ηλικίας σε φάσμα ονείρου, περνώντας από την ανάμνηση του ατόμου σε μια συλλογική αιωνιότητα. Σύμφωνα με την αναλυτική ψυχολογία του Γιούνγκ, για τον οποίο συζητούσαμε προεισαγωγικά, οι ασυνείδητες αναπαραστάσεις και οι σκιές των ονείρων έχουν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού και τα γενικά μοτίβα των αρχετύπων σχηματίζουν μέρος του συλλογικού ασυνείδητου. Και ασυνείδητες αναπαραστάσεις στην περίπτωσή μας είναι οι ποιητικά υπερβατικές αναμνήσεις της συλλογικής αιωνιότητας στην οποία προσβλέπει –και την οποία επί ματαίω προσδοκά- ο Δημάκης:[4]

 

(…)

Άμμος και νερό

Θρέψαμε τα κοράλια τις χαρές μας

Θρέψαμε τα μαργαριτάρια τα δάκρυά μας

Κατοικήσαμε σε μυθώδεις πόες της ζούγκλας των βυθών

Ακούσαμε τις φωνές από τα ναυάγια

Όταν μαίνεται η θάλασσα με κινούμενα θεόβουνα

Κι ανοίγει θανάσιμα βάραθρα και κορυφές προς τα σύννεφα

(…)

 

«Της θάλασσας», Κάψαμε τα καράβια μας

 

Ένα προσωρινό άνοιγμα στην εξωστρέφεια και σκοτεινότερα ποιητικά τοπία

Το Σκοτεινό πέρασμα (1956) θα σηματοδοτήσει την οριστική προσχώρηση του Δημάκη στον ελεύθερο στίχο, καθώς και τη σταθερή υιοθέτηση εκ μέρους του των εκφραστικών τρόπων του μοντερνισμού – και δη του αγγλοσαξονικού και του σεφερικού του σκέλους: παρατακτική σύνταξη και πεζολογικό ύφος, απόκρυφος και ασυνεχής ποιητικός μύθος, στιχουργική αποσπασματικότητα και ελλειπτικότητα, ελεύθεροι  συνειρμοί και προχωρημένη –και προβεβλημένη- εικονοποιία. Με Το ταξίδι (1960), την Περιπέτεια (1966), όπως και με τα έσχατα Μακρύ ταξίδι στη νύχτα. Ars Poetica (1977), ο Δημάκης θα μπει στον κύκλο της ωριμότητας και της ολοκλήρωσης χωρίς, παρόλα αυτά, να απομακρυνθεί επί της ουσίας από το αρχικό του στάδιο. Τα θέματα και η ψυχοστασία του ποιητή θα παραμείνουν όπως τα έχουμε διατρέξει, με κάποιες, ωστόσο, προσθήκες ή συμπληρώσεις που έχουν τη σημασία τους χωρίς να επηρεάζουν το γενικό σύνολο. Εκείνο που θέλω να πω είναι πως ανιχνεύουμε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, από το Σκοτεινό πέρασμα και εφεξής, πρώτον μια διακριτική έξοδο από την καθιερωμένη υπαρξιακή ατμόσφαιρα και ύστερα μια επανάκαμψη της αγωνίας για την ύπαρξη, αυτή τη φορά με βαρύτερους ψυχικούς όρους και σκοτεινότερα ποιητικά τοπία. Τι θα πει, ωστόσο, προσωρινή έξοδος και προς τα πού κοιτάζει η καινούργια οπτική, αν έχουμε όντως να κάνουμε με κάτι τέτοιο; Τι ακριβώς καινοτόμο είναι πιθανό να επικαλεστεί ένα άνοιγμα προς την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται στην Ελλάδα μετά το τέλος της Κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Όπως θυμόμαστε, η πραγματικότητα αυτή αποτελεί πεδίο προνομιακής αναφοράς για μια σημαντική μερίδα των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών. Όχι, εντούτοις, και για όσα ισχύουν στην περίπτωση του Δημάκη. Η τωρινή του εξωστρέφεια επιβεβαιώνει το κριτήριο επί της βάσει του οποίου τον συμπεριλαμβάνουμε στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, πλην δεν αρκεί για να μεταβληθεί το στίγμα του. Μπορεί στο Σκοτεινό πέρασμα να κυριαρχεί η πραγματική Ελλάδα, αλλά αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο μιας λίγο-πολύ εθνικής προσέγγισης, σε απόσταση από άμεσα πολιτικά συμπαρομαρτούντα, όπου η ρημαγμένη γη της πατρίδας μετά την εμπειρία της Κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνδέεται είτε με το πένθος για τις τεράστιες απώλειες (ψυχικές, υλικές και ηθικές) είτε με την έγνοια να γεννηθεί στη συλλογική συνείδηση (να εμφυτευτεί στο εσωτερικό της) μια ενόρμηση για ανάκτηση και αποκατάσταση ή, καλύτερα, για επανίδρυση του εθνικού τόπου.[5]

Σε όλες τις επόμενες συλλογές της δεύτερης φάσης του Δημάκη η εξωστρέφεια που παρακολουθήσαμε θα πετάξει μακριά για πάντα. Θα επανέλθουν, σε εκτεταμένες συνθέσεις, η αναζήτηση του απόλυτου και του μεταφυσικού ενώ οι νεκροί θα δηλώσουν την παρουσία τους στα περισσότερα από τα βιβλία της ίδιας φάσης όχι τόσο με τις παραστάσεις των ιστορικών νεκρών τους οποίους συναντάμε στον Μανόλη Αναγνωστάκη ή στον Τάκη Σινόπουλο όσο, κυρίως και πρωτίστως, ως μεταφορά για τη νέκρωση της ίδιας της ύπαρξης. Τίποτε δεν θα μείνει όρθιο πλησιάζοντας στον τερματισμό της ποιητικής παραγωγής του Δημάκη. Ο άνεμος του εκμηδενισμού θα σαρώσει ακόμα και τη μηδενική υπαρξιακή βαθμίδα στην οποία κατέβηκε με τις πρώτες συλλογές του ο Δημάκης, πλημμυρίζοντας τους στίχους του με άμμο και στάχτη. Ας κρατήσουμε ως γενναίο και ζείδωρο αντίτιμο γι’ αυτή την ερήμωση τον ευαγγελισμό της γλώσσας στην ποίηση του Δημάκη, τη δεξιότητά της να δουλεύει με λέξεις, εικόνες και υπόγειες φωνές τούς δραματικούς τόνους των στίχων της, βγαίνοντας από την μπεκετική τους ασφυξία, χάρη στην σχεδόν έμφυτη ικανότητά της να τους γεμίζει με το βάθος και την υποβολή της συγκινησιακής της δύναμης.

 

σημειώσεις:

[1] Βλ. Ευτυχία Παναγιώτου «Μηνάς Δημάκης. Ένας υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδας αφοσιωμένος στην ποίηση», περιοδικό του προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος  Ο κύκλος, Μηνάς Δημάκης, αναμνηστικό τεύχος, Σεπτέμβριος 2023.

[2] Βλ. Ευτυχία Παναγιώτου, όπ.π.

[3] Βλ. τι γράφει ο Βασίλης Νησιώτης (Πάνος Θασίτης) για το Στο τελευταίο σύνορο στην κριτική του για το Σκοτεινό πέρασμα, την αμέσως επόμενη συλλογή του Δημάκη, στο σημείωμά του «Η ποίηση της ύπαρξης στην Ελλάδα και κρίσεις πάνω στο Σκοτεινό πέρασμα του Μηνά Δημάκη και στην Πολιτεία του Άρη Δικταίου», περιοδικό Νέα Πορεία, τόμ. 2, τεύχος 23-24, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1957.

[4] Βλ. Για όλα αυτά, βλ., τη συγκεντρωτική έκδοση του Μηνά Δημάκη Ποιήματα (1973) και τα επιλεγόμενα Σοφίας Άντζακα «Η περιπέτεια της ψυχής στην ποίηση του Μηνά Δημάκη», που σχολιάζουν τα Φύλλα τέχνης, τη Χαμένη γη και το Κάψαμε τα καράβια μας προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά χωρίς ονομαστική αναφορά στον Γιούνγκ.

[5] Βλ. σχετικά με αυτό το ζήτημα και τις καίριες επισημάνεις του του Π. Σ. Σπανδωνίδη στα επιλεγόμενά του, υπό τον τίτλο «Η ποίηση του Δημάκη. Ένας νέος εικονισμός», στην έκδοση του Μηνά Δημάκη Ποιήματα (1974) η οποία περιλαμβάνει τις συλλογές Στο τελευταίο σύνορο και Σκοτεινό πέρασμα.

Προηγούμενο άρθροΑπό την Αυστραλία στην Αλεξάνδρεια του Κ. Π. Καβάφη (της Μάρθας Βασιλειάδη και του Μιχάλη Μπακογιάννη)
Επόμενο άρθροΕκδήλωση για τον Hobsbawm και τον εθνικισμό

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ