του Τίτου Πατρίκιου
(…)
Ο πρώτος που μου μίλησε με ενθουσιασμό για τον Κουλουφάκο ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Θα ΄χα δύο μέρες ακόμα που βρισκόμουν στο στρατόπεδο όταν το βράδυ καθώς μιλούσαμε στο καλύβι του – τον Ρίτσο τον ήξερα ήδη από την Αθήνα, από τους δικούς μου – μου είπε: «Πρέπει να γνωρίσεις τον Κώστα Κουλουφάκο. Είναι ένα καταπληκτικό παιδί.» ΄Ύστερα από λίγο, λες και ήταν σχεδιασμένο, άνοιξε η πόρτα του καλυβιού και πάνω στο σκοτάδι, φωτισμένος από τη λάμπα λουξ, φάνηκε ένας ψηλός, ξερακιανός, με κάτι ατελείωτα κανιά στα οποία έπλεε ένα φαρδύ, κοντό παντελόνι και, παρ΄όλο που ήταν νύχτα, μ΄ ένα ψάθινο καπέλο. Ήταν ο Κώστας Κουλουφάκος.
Εκείνο το βράδυ μείναμε ως αργά, γιατί ο Κουλουφάκος είχε έρθει να διαβάσει στον Ρίτσο ένα καινούργιο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα που έγραφε. Χρειάστηκε κάποια ώρα για να νιώσει κάπως άνετα με τον άγνωστό του που βρισκόταν εκεί και να αρχίσει να διαβάζει. Όταν τελείωσε, ο Ρίτσος έκανε μια σειρά από διεισδυτικές παρατηρήσεις και μετά ακολούθησε μια συζήτηση για το πλάνο του μυθιστορήματος και για το πως ο Κουλουφάκος λογάριαζε να το αναπτύξει, σε μια σειρά από τόμους. Κατόπιν η συζήτηση στράφηκε γύρω από το σύγχρονο μυθιστόρημα , το μυθιστόρημα – ποταμός, το κοινωνικό μυθιστόρημα, το επαναστατικό μυθιστόρημα. Εγώ άκουγα έκθαμβος και αμίλητος. Έτσι άρχισε η γνωριμία μας και η φιλία μας με τον Κώστα Κουλουφάκο. Το πρώτο της έναυσμα ήταν το μυθιστόρημα. Η ποίηση ήρθε λίγο πιο έπειτα.
Θυμάμαι πάντα τον καμβά εκείνου του μυθιστορήματος. Μια φτωχή οικογένεια από την Πελοπόννησο προκόβει τον ίδιο καιρό που μεγαλώνει η Ελλάδα. Το πιο δραστήριο μέλος της φτιάχνει ένα μαγαζί, μετά άλλο, κι άλλο. Το 1912, το ΄13, το ΄20, σε κάθε πόλεμο, στο αίμα που χύνεται υπάρχει και το αίμα που προσφέρει η οικογένεια αυτή. Αλλά στα καινούργια εδάφη, όπου υψώνεται η ελληνική σημαία, ανοίγει κι΄ ένα καινούργιο μαγαζί της. Ταυτόχρονα , άλλα μέλη της οικογένειας μπαίνουν στο αναπτυσσόμενο επαναστατικό κίνημα, οι σχέσεις περιπλέκονται, οι συγκρούσεις οξύνονται κλπ κλπ. Τα χειρόγραφα του μυθιστορήματος ήσαν ένα πάκο ολόκληρο, που διαρκώς μεγάλωνε.
Από την άλλη μεριά ο Κουλουφάκος είχε δύο, ίσως τρεις, ποιητικές συλλογές, καθαρογραμμένες, σελιδοποιημένες και συραμμένες με κορδόνι , σε σχήμα πλακέτας. Θυμάμαι έναν τίτλο «Σινιάλα στους βράχους».
-Αυτές οι συλλογές είναι έτοιμες, μόλις βγω θα τις τυπώσω, μου έλεγε όταν γνωριστήκαμε καλύτερα. Αυτό το «τυπώσω» μου είχε κάνει εντύπωση και το αναλογιζόμουν χρόνια αργότερα, το 1962 στο Παρίσι,όταν μου έγραψε πως είχε αποκτήσει τυπογραφείο. Γυρίζοντας στην Ελλάδα του έφερα ένα μικρό αλλά πολύ ωραίο βιβλίο των εκδόσεων Penquin για την τέχνη της τυπογραφίας, με μια πλακατζίδικη – όπως νόμιζα – αφιέρωση στα ιταλικά, αυτή τη γλώσσα που εκείνος γνώριζε τέλεια και που εγώ τότε τη μάθαινα: Per Costas , tipografo e poeta. Η αφιέρωση ούτε τον τον διασκέδασε ούτε τον ευχαρίστησε. Όπως και για πολλά άλλα πράγματα, οι σχέσεις του με την τυπογραφία μου έμειναν πάντα σκοτεινές. Σ΄εκείνο το τυπογραφείο, στην οδό Αγίου Παύλου 28, κοντά στο σταθμό Λαρίσης, τύπωσε τον επόμενο χρόνο τη δική μου «Μαθητεία».
– Τώρα που έχεις τυπογραφείο, πρέπει να τυπώσεις και τα δικά σου, του είπα μια μέρα μ΄αυτό το φιλικό ενδιαφέρον που συχνά περιέχει μια ανεξήγητη σκληρότητα.
– Θα τα τυπώσω, θα τα τυπώσω, μου είπε κοφτά και σταμάτησε την κουβέντα.
Ας ξανάρθω όμως στον Αϊ Στράτη. Παρά την κλονισμένη και όμως ανθεκτική υγεία του, ο Κουλουφάκος δούλευε ασταμάτητα. Συνέχιζε το μυθιστόρημα που δεν τελείωσε ποτέ, έγραφε καινούργια ποιήματα, μετέφραζε, διάβαζε λογοτεχνία και ιστορία, μελετούσε όποιο θεωρητικό έργο, μαρξιστικό ή άλλο, μπορούσε να βρεθεί στο στρατόπεδο, τελειοποιούσε τις γλώσσες που ήξερε (ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά) ή μάθαινε καινούργιες (γερμανικά, ισπανικά(, παρέδιδε μαθήματα γλωσσών ή φυσικομαθηματικών στους εξόριστους που ήθελαν. Όλα αυτά αμζί με τις πρακτικές υπηρεσίες που ήταν απαραίτητο να προσφέρει κανείς για την εσωτερική λειτουργία του στρατοπέδου, και κυρίως την ολόψυχη συμμετοχή του στις αφανείς εκ πρώτης όψεως αλλά έντονες κομματικές λειτουργίες που σύντομα έγιναν εσωκομματικές συγκρούσεις. Δίπλα σ αυτές τις δραστηριότητες, που όλοι θα τις έλεγαν σοβαρές,, θυμάμαι και μια άλλη , που ίσως να φαίνεται λίγο αστεία αλλά είχε κι αυτή τη σημασία της : καθώς εκείνο τον καιρό οι εξόριστοι , για να βελτιώσουν την πενιχρή διατροφή τους, προσπαθούσαν να φτιάξουν , όχι πάντα με επιτυχία, κοτέτσια κατά σκηνή, ο Κουλουφάκος μελέτησε μια σειρά ειδικά βιβλία και δημιούργησε ένα παραγωγικότατο μικρό πτηνοτροφείο που τροφοδοτούσε με αυγά και κοτόπουλα τη σκηνή του, και όχι μόνο αυτή.
Ο πηγεμός στον Αϊ Στράτη και η βαθιά επίδραση, και ποιητική και ανθρώπινη που δέχτηκα από τον Γιάννη Ρίτσο, σημάδεψαν την οριστική μου επιστροφή στην ποίηση. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως ύστερα από λίγο καιρό μπήκα κι εγώ ή μάλλον έγινα δεκτός στη λογοτεχνική ομάδα των νέων που την αποτελούσαν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, Μανόλης Φορτούνης, ο Σάκης Ρετσινάς, ο Τάσος Σπυρόπουλος, και που ο εμψυχωτής της ήταν ο Κώστας Κουλουφάκος. Μόνο ένας από τους νέους που έγραφαν στο στρατόπεδο δεν ήθελε να έχει καμία επίδραση από τον Ρίτσο ούτε σχέση με την ομάδα. Ήταν ο Μέμος Παναγιωτόπουλος, που δούλευε εντελώς μοναχικά τα επαναστατικά ποιήματα του.
Η αντίληψη που είχε τότε ο Κουλουφάκος, και την μετέδιδε και στους άλλους, ήταν πως η λογοτεχνία πρέπει να σπάσει το καβούκι της μοναχικότητας, πως πρέπει όχι μόνον να απευθύνεται σε πολλούς αλλά να γίνεται και από πολλούς. Η πιο προωθημένη έκφραση της αντίληψης αυτής ήταν ένα ποίημα για το θάνατο του Στάλιν, το 1953, που έγραψαν από κοινού ο Κουλουφάκος και ο Φορτούνης.
Φυσικά από τις ίδιες ιδέες διαπνεόμουν κι εγώ. Αλλά δεν συμμεριζόμουν την άποψη πως ένα ποίημα μπορεί να γραφεί από περισσότερους. Δεχόμουν όμως άλλες μορφές συνεργασίας, πέρα από τις αναγκαίες παρατηρήσεις και προτάσεις διορθώσεων που κάναμε όλοι στα γραφτά όλων. Έτσι όταν ο Κουλουφάκος μου πρότεινε να κάνουμε ποιητικές ασκήσεις κατά το πρότυπο των σουρεαλιστών , δηλαδή αν παίρνουμε τυχαία μια λέξη και μετά να τη συνεχίζουμε γράφοντας και οι δύο αυτοματικά επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, το υιοθέτησα αμέσως. Έτσι βγήκαν δύο αντίστοιχες σειρές ασκήσεων , που οι δικές μου δημοσιεύτηκαν στον τόμο «Ποιήματα Ι . Έπειτα από μερικά χρόνια κάναμε το ίδιο πείραμα στην Αθήνα από το οποίο προέκυψαν για μένα «Οι παραμορφώσεις».
Ήταν πολλά τα όσα μας έκαναν εκείνα τα χρόνια να συνδεθούμε , ο Κουλουφάκος κι εγώ. Ένα, από τα πιο σημαντικά, ήταν τούτο: ενώ και οι δύο είχαμε τότε ακράδαντη πίστη και μέχρις εσχάτων αφοσίωση στο κίνημα, ταυτόχρονα και οι δύο, είχαμε μιαν αντικομφορμιστική προσέγγιση που όμως δεν την αφήναμε να γίνει προκλητική, και στα πολιτικά πράγματα, μια κριτική στάση, που συνεχώς τη βαθαίναμε, χωρίς όμως επί πολύ καιρό να τη δείχνουμε προς τα έξω. Έτσι λόγου χάριν, ο αποδεχόμενος πλήρως τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό Κουλουφάκος, ήξερε κιόλας στα 1952 το βιβλίο του Όργουελ «1984» που είχε εκδοθεί στα 1949 και μου μιλούσε γι αυτό με δέος. Κι εγώ, ο επίσης αποδεχόμενος τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, έφερα στον Αϊ Στράτη, ύστερα από μια σύντομη άδεια στην Αθήνα, ένα τόμο με ποιήματα του Έζρα Πάουντ, τον οποίο μου είχε δανείσει ο Άρης Αλεξανδρου – ο τίτλος του ήταν Personae – ποιήματα που τα διαβάζαμε προς γενικό σκανδαλισμό με απόλαυση.
Αλλά ήδη λίγο μετά την άφιξη μου στον Αϊ Στράτη, όταν είχε δημιουργηθεί πλήρης εμπιστοσύνη ανάμεσά μας, ο Κουλουφάκος μου διηγήθηκε γεμάτος αγανάκτηση τούτο οτ περιστατικό: Μερικούς μήνες πριν, σε μια κομματική σύσκεψη για τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες του στρατοπέδου και στην οποία είχαν πάρει μέρος ο Ρίτσος, ο Κορνάρος, ο Λουντέμης, ο Δαγκλής κ.ά , καθώς και νεότεροι όπως ο ίδιος,,ο Φουρτούνης,κ.ά, ο Κώστας Λυκούρης, ένας παλιός Ακροναυπλιώτης που έκανε την εισήγηση ως γραμματέας της κομματικής οργάνωσης , είχε πει : «πρέπει να παλέψουμε ενάντια στους λυσσασμένους αντιδραστικούς Μαγιακόφσκι, Ελυάρ και Πικάσο».
- Και δεν του απάντησε κανείς; ρώτησα με αφέλεια.
- – Μα, είσαι με τα καλά σου; Πώς αν απαντήσεις όταν κενείς από τους μεγάλους δεν είπε λέξη»
- – Ούτε ο Ρίτσος;
- _Ούτε ο Ρίτσος!
Ίσως εκείνη η φορά να ήταν η τελευταία που ο Κουλουφάκος δεν είχε προβάλει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του, δεν είχε ασκήσει την κριτική του χωρίς να λογαριάζει καμιά συνέπεια.
(Τμήμα από την πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό Μανδραγόρας, τχ. 3, Απρ.-Ιούν. 1994)