του Γιώργου Ανδρειωμένου
Μολονότι για έναν σημαντικό αριθμό λογοτεχνών και διανοουμένων ο Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994) υπήρξε μια διακριτή φυσιογνωμία στον χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής γραμματείας για πολλά χρόνια, ο ίδιος δεν φρόντισε να τακτοποιήσει και να συγκεντρώσει εκδοτικά το πολυσχιδές έργο του, με αποτέλεσμα αυτό να παραμείνει επί δεκαετίες ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύ κοινό. Οι περισσότεροι τον έχουν ταυτίσει με το εγχείρημα της Επιθεώρησης Τέχνης (1954-1967), στην οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και με την πορεία της αριστερής πολιτιστικής δραστηριότητας και διανόησης, από τη μετεμφυλιακή ίσαμε τη μεταπολιτευτική περίοδο, ενώ αρκετοί τον θυμούνται από τις δεκάδες μεταφράσεις του ή ως χαρισματικό ομιλητή σε πολυάριθμες διαλέξεις για θέματα πρωτίστως πνευματικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου, φωτισμένο δάσκαλο σε φροντιστήρια και ιδιωτικές σχολές, συγγραφέα δύο τόμων με υποδειγματικές προσεγγίσεις λογοτεχνικών κειμένων και διευθυντή του ποιοτικού εκδοτικού οίκου «Διογένης».
Τώρα, πλέον, που το αναγνωστικό κοινό διαθέτει συγκεντρωμένα τα πρωτότυπα και μεταφρασμένα γραπτά του, σε δύο τόμους 2400 σελίδων, υπομνηματισμένα και πλαισιωμένα από εκτενές επίμετρο όπου βιογραφείται και σχολιάζεται το έργο του, φωτογραφικό παράρτημα με πλούσιο υλικό που σχετίζεται με την πολυδαίδαλη διαδρομή του και αναλυτικό ευρετήριο ονομάτων που αναφέρονται στα κείμενά του, μπορεί να ξεκινήσει μια ουσιαστικότερη και αντικειμενικότερη αποτίμηση της προσφοράς του στη δημοκρατία των νεοελληνικών γραμμάτων και να αναδειχθεί το εύρος των ενδιαφερόντων και των δραστηριοτήτων του. Γιατί, πράγματι, ο Κουλουφάκος έχει να επιδείξει αξιόλογο έργο όχι μόνο ως ποιητής ή διηγηματογράφος, αλλά και ως μελετητής και δοκιμιογράφος, κριτικός ποίησης και θεάτρου, θεωρητικός και διανοούμενος, καθώς και ως μεταφραστής απαιτητικών λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, επιστημονικών και άλλων έργων, από πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά και ρωσικά).
Ωστόσο, η κυκλοφορία των δύο πιο πάνω τόμων είναι απλώς ένα πρώτο βήμα για να γνωρίσει καλύτερα ο σημερινός και μελλοντικός αναγνώστης τον Κώστα Κουλουφάκο. Ένα πρώτο βήμα που μένει να συμπληρωθεί από τον εντοπισμό των καταλοίπων του, τη συγκέντρωση ποικίλων γραπτών του σε χειρόγραφη ή δακτυλόγραφη μορφή, τα οποία ευρίσκονται στα χέρια οικείων και φίλων του, τη συστηματική ταξινόμηση και καταγραφή τους και, τέλος, την έκδοσή τους σε έναν τρίτο τόμο. Για τούτο και οι γραμμές αυτές γράφονται με την παράκληση και την ελπίδα να παρακινηθούν όσοι κατέχουν συναφές υλικό να το θέσουν υπόψιν του υπογραφομένου (ή όποιου άλλου ενδιαφέρεται για ένα αντίστοιχο εγχείρημα), ώστε να αναδειχθεί και ο «άλλος Κώστας», που δεν μας είναι γνωστός από όσα τύπωσε ή έδωσε σε περιοδικά και εφημερίδες για δημοσίευση.
Από όσα είναι σε θέση να γνωρίζει ο γράφων, υπάρχουν εκπληκτικές ημερολογιακές καταγραφές του, επιστολές που απέστειλε και έλαβε από συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα, αθησαύριστα σημειώματά του σε αυτοτελείς εκδόσεις τρίτων, διαλέξεις που έδωσε για διάφορα ζητήματα (ανάμεσα στις οποίες και μια ενδιαφέρουσα ομιλία του για τις Τέσσερις Εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι), συνεντεύξεις του, μια απόπειρα συγγραφής της Αισθητικής του και, κυρίως, στίχοι και σκέψεις του γραμμένες σε χαρτί ή σε πακέτα τσιγάρων, μαζί με τις δύο ποιητικές συλλογές του που κυκλοφόρησαν σε περιορισμένο αριθμό βιβλίων και οι οποίες λανθάνουν (Η ορθή γενιά. Συλλογή αντιστασιακών ποιημάτων, Αθήνα 1964 και η Εποχή Συνθημάτων. Ποιήματα, Αθήνα 1978· η πρώτη εξ αυτών κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου, «από χέρι σε χέρι, σε 100 μόλις αντίτυπα», ενώ η δεύτερη βγήκε σε πενήντα αντίτυπα, πάλι «εκτός εμπορίου» αλλά «και πνευματικού χώρου»). Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια θυμάται ο υπογραφόμενος τον Κουλουφάκο να ρίχνει πάκετα από τσιγάρα με γραπτά του πάνω σε αυτά, σε πλαστικές σακούλες οι οποίες κρέμονταν από τη μέσα πλευρά της λαβής της πόρτας του γραφείου των εκδόσεων «Διογένης» που έβλεπε προς την οδό Ακαδημίας, ενώ στον βορεινό τοίχο του ίδιου γραφείου βρισκόταν, πάνω σε ένα ράφι, κουτί υποκαμίσου με διάφορα χειρόγραφά του εντός αυτού· εικάζει δε πως στο στούντιο που ενοικίαζε ο συγγραφέας επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής (στο ύψος της οδού Διδότου) ή στην οικία του στην οδό Μολφέτα στο Ψυχικό, ίσως και στο τυπογραφείο του στην οδό Καλλέργη στο Μεταξουργείο, ενδέχεται να βρισκόταν και άλλο συναφές υλικό.
Αν, λοιπόν, συγκεντρωθεί, με τη συνδρομή συγγενικών και φιλικών του προσώπων, ανέκδοτο υλικό σαν και αυτό που μνημονεύτηκε πιο πάνω, θα σταθεί δυνατόν να συγκροτηθεί σε μιαν ενιαία μορφή το Αρχείο του, να ταξινομηθεί και να περιγραφεί με την απαραίτητη αρχειονομική μέριμνα και από αυτό να επιλεγεί ό,τι μπορεί να δημοσιευτεί και να συμπληρώσει την εικόνα του ως ανθρώπου, λογοτέχνη, διανοουμένου και ενεργού πολίτη. Με τον τρόπο αυτόν, άλλωστε, το αναγνωστικό κοινό θα μπορέσει να διαμορφώσει πλήρη άποψη για τη συνολική συνεισφορά αυτού του πολύ σημαντικού ανθρώπου των γραμμάτων και παράλληλα να αναδειχθούν όψεις μιας ανήσυχης όσο και ταραγμένης εποχής της νεότερης Ελλάδας, στην οποία ο Κουλουφάκος άφησε το αποτύπωμά του.
Ως απλά δείγματα τέτοιου υλικού δίνονται πιο κάτω, αφενός μεν, δύο σημειώματα της μητέρας του Αγγελικής Μπούκη-Κουλουφάκου, τα οποία έχουν γραφεί, υπό μορφήν τηλεγραφικών επιστολών, στην οπίσθια όψη δύο φωτογραφιών που του απεστάλησαν ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο και που μαρτυρούν τη βαθιά μητρική αγάπη και το κλίμα αλληλεγγύης που διαχρονικά χαρακτηρίζει την οικογένεια Κουλουφάκου (τεκμήρια 1 και 2), αφετέρου δε, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από ημερολογιακές του καταγραφές, από τα οποία αναδεικνύονται ο άδολος πατριωτισμός του, το αγωνιστικό του φρόνημα, το ενδιαφέρον του για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη, οι κακουχίες που υπέστη, η ψυχική ευαισθησία του και, πάνω απ’ όλα, το λογοτεχνικό του ταλέντο, ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια: ένα από αυτά (τεκμήριο 3) περιέχει τον πρόλογο που παρατίθεται στο πρώτο μπλοκ στο οποίο περιγράφεται η δραπέτευσή του από τις ιταλικές φυλακές του Σπολέτο και η πολυήμερη πορεία του, μαζί με άλλους συντρόφους του, στα Απέννινα Όρη, πριν καταλήξουν στο Αβελίνο και συναντήσουν τα συμμαχικά στρατεύματα· στο άλλο (τεκμήριο 4) περιλαμβάνονται εγγραφές του από την περίοδο που έχει πλέον ενταχθεί στις συμμαχικές δυνάμεις, συμμετέχει σε επιχειρήσεις του πολεμικού ναυτικού στην Αδριατική και ταλαιπωρείται στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής.
Από το λοιπό αθησαύριστο υλικό που τον αφορά, παρατίθενται εδώ η άποψη του Κώστα Κουλουφάκου για τον ζωγράφο Πάνο Σαραφιανό (1919-1968), όπως κατατέθηκε στις 04.10.1988, στον Μιχάλη Αγγελάκη και στη Λόλα Νταϊφά, στην εκπομπή του Δ΄ Προγράμματος της ΕΡΑ, «Η Εικόνα στον Ήχο» (τεκμήριο 5), τα σύντομα προλεγόμενά του στην (στοιχειοθετημένη και τυπωμένη στο τυπογραφείο του Κουλουφάκου και με εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Μποστ) ποιητική συλλογή του Γιάννη Μότσιου, Απόηχα, Αθήνα 1971 (σσ. 7-8, τεκμήριο 6), ένα ανυπόγραφο σημείωμα για τον Ιωάννη Λεοντακιανάκο (1954-1974) που τυπώθηκε στο οπισθόφυλλο της συλλογής του τελευταίου, Πρόωρο ηλιοβασίλεμα. Ποιήματα, Αθήνα: Διογένης, 1976 [Ελληνική Ποίηση], το οποίο, προφανώς, συντάχθηκε από τον Κουλουφάκο (τεκμήριο 7) και ο πρόλογος (στη σ. 5) μαζί με το ανυπόγραφο συνοπτικό σημείωμα του οπισθόφυλλου στο βιβλίο του αντιστασιακού Νίκου Αθανασίου (Γαριβάλδη, 1912-1997), Οι ανυποχώρητοι. Χρονικό, Αθήνα 1990, το οποίο, σύμφωνα με την ένδειξη στο κάτω μέρος του πίνακα περιεχομένων «στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε το χειμώνα 1989-90 στο Τυπογραφείο Πέτρου Κουλουφάκου, Καλλέργη 5, Αθήνα – τηλ. 3625-121, 5246-818» (τεκμήριο 8).
Επιλέχθηκε τα κείμενα να δοθούν με την ορθογραφία των συγγραφέων τους (με εξαίρεση την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος για λόγους που έχουν εξηγηθεί στο προλογικό σημείωμα του πρώτου τόμου της έκδοσης των δημοσιευμένων έργων του Κουλουφάκου από την «Κίχλη»), ώστε να μη χαθεί η αμεσότητά τους και η ιδιοτυπία τους, σε σχέση με τους γραφείς τους, το τότε μορφωτικό τους επίπεδο και την ηλικία τους· οι δύο κάθετες γραμμές (||) δηλώνουν την αλλαγή της σελίδας του αυτογράφου, ενώ όσα έχουν τεθεί εντός ορθογώνιων αγκυλών ([]) αποτελούν μικροπροσθήκες του υπογραφομένου.
1.
Ο Τάσος Κουλουφάκος
[Στην πίσω όψη της φωτογραφίας, η ακόλουθη επιστολή:]
Κώστα σου Στέλνω τον Τάσο μας να τον ιδείς έστω και χάρτινον[.] Τον Φιλίσαμε και εμείς πολλές πολλές φορές[.] Φιλισέ τον και εσύ άλλες τόσες.
Σε Φειλεί ο Τάσος με το στόμα του το χάρτινο ως που νάρθη ο καιρός να φιληθήτε στην πραγματικότητα. Η μαμά σου.
Αγγ. Κουλουφάκου
Αθήναι τη 5η/11ου/1949
2.
Η Αγγελική (Κούλα) Μπούκη-Κουλουφάκου
[Στην πίσω όψη της φωτογραφίας, η ακόλουθη επιστολή:]
Κώστα αυτήν την ωραίαν Φοτωγραφία μου Σου την Στέλνω να γελάσης με το χάλι της. Άκου κάπιος Φίλος του Νίκου επροχθές όπως ήμουν αμέριμνη και μάλον Σκεπτική γυρισμένο το κεφάλι μου προς την Αυλή μας που καθόμουνα στο παράθυρό μας με παίρνει με το ενσταντανέ και μου την έφερε χθες το βράδυ[·] γέλασα με την ψυχήν μου όταν ίδια την φάτσα μου έτσι[·] για αυτό στην στέλνω να γελάσης και εσύ[·] έστειλα και του Τάσου μία.
Αγγ. Κουλουφάκου
16/6ου/50.
3.
Η πρώτη σελίδα από το πρώτο μπλοκ με το ημερολόγιο
του Κώστα Κουλουφάκου που αναφέρεται στη δραπέτευσή του
από τις φυλακές του Σπολέτο και την περιπλάνησή του στα Απέννινα Όρη
13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κάθε άνθρωπος στη ζωή του τυχαίνει να περάση ωρισμένες περιπέτειες, που αν κανείς θα ήθελε να του τις προείπει ασφαλώς θα τον περνούσε για τρελλόν. Έτσι και εγώ αν κανείς ερχόταν το 1939 να μου είπη έστω και το έν τρίτον από αυτά που επρόκειτο να μου συμβούν δεν θα τον επίστευα με κανέναν τρόπον. Τα πολλά λόγια όμως είναι φτώχεια και θα είναι καλύτερα να αρχίσω την διήγησίν μου. Το τεράστιον κύμα του σημερινού καταστρεπτικού πολέμου αφού εσάρωσε την Πολωνία[,] την Γαλλίαν[,] το Βέλγιον και άλλες χώρες εξέλεξεν την Ελλάδα μας[,] την ωραία μας Ελλάδα για να την μεταβάλη σε τόπον σφαγείου. Το πώς η Ελλάς αντέδρασε το ξέρει όλος ο κόσμος και δεν χρειάζεται να γράψω τίποτε εδώ. Το κύμα όμως σαρώνοντας την ωραία πατρίδα μας παρέσυρε μαζί του ωρισμένα άτομα τα οποία με τις μικρές δυνάμεις τους και αψηφώντας || τις απειλές του αιμοβόρου κατακτητού ηθέλησαν έστω και μετά την κατάληψιν της πατρίδος μας να αντιδράσουν. Πολλοί από αυτούς απέθαναν στον αγώνα του[ς] και άλλοι[,] οι περισσότεροι[,] εσύρθηκαν αλυσσοδεμένοι στις πατρίδες των κατακτητών για να εκτίσουν εκεί τις ποινές που τους επεβλήθησαν από τα στρατοδικεία (παρ’ ολίγον να ειπώ θέατρα διότι τέτοια πραγματικώς ήσαν) μόνον και μόνον διότι υπήκουσαν εις την φωνήν του καθήκοντος που τους επέβαλλεν να αντιδράσουν και να δυσχαιράνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπον τα σχέδια του κατακτητού. Ένας από αυτούς τους τελευταίους είμαι και εγώ. Τα τέλη Απριλίου εχάθη η μάχη της Ελλάδος και το βάρβαρο πόδι του κατακτητού πατούσε τα άγια χώματα τα λουσμένα με τα αίματα τόσων γεναιών. Η μάχη των κανονιών είχε τελειώση. Αλλά τώρα, άρχιζε για μένα –για μας θέλω να πω τους Έλληνας– μια άλλη μάχη[,] η μάχη του αόπλου εναντίον του ωπλισμένου[,] η μάχη που το καθήκον μάς υπαγόρευε. Χωρίς να θέλω καθόλου να || περιαυτολογήσω[,] σημειώνω ότι από τους πρώτους παρουσιάσθηκα στην παράταξιν της μάχης με μόνα εφόδια τον νεανικόν μου ενθουσιασμόν[,] την ακλόνητη αγάπη προς την πατρίδα μου και την ακράδαντον πίστιν εις την Νίκην των συμμάχω[ν] μας. Ίσως η τύχη θέλησεν όπως από τους πρώτους παρουσιάσθηκα στην γραμμήν του καθήκοντος, έτσι και από τους πρώτους να πέσω θύμα του, και ο Θεός ηξεύρει όπως και αρκετοί άνθρωποι εκείνο που έπραξα στο λίγο διάστημα που έμεινα ελεύθερος, δηλ. μέχρις της 14[ης] Ιουλίου 1943. Το ουσιώδες είναι ότι επλήρωσα την αγάπη μου για την πατρίδα με 2 ετών και 3 μηνών βάσανα και κακουχίες. Το Ιταλικόν Στρατοδικείον-Θέατρον με κατεδίκασεν εις 30ετή φυλάκισιν και έξ μήνες κατόπιν της καταδίκης μου με μετέφεραν στην Ιταλίαν[,] στις αποκρουστικές φυλακές του Μουσολινικού καθεστώτος διά να εκτίσω την ποινή μου. Σκοπός του παρόντος ημερολογίου δεν είναι να εξιστορήσω τα δεινά της δεκαμήνου παραμονής μου εις τις Ιταλικές φυλακές. Στο διάστημα αυτό έβλεπα την ημέρα της απελευθερώσεως να γίνεται όλο και πλησιεστέρα || και οι Νικηφόρες δυνάμεις των μεγάλων συμμάχων μας αφού απελευθέρωσαν την Αφρικήν έθεσαν πόδα εις την Σικελίαν. Ο πρώτος σταθμός[,] το πρώτο βήμα προς την Ολοκληρωτικήν νίκην των συμμάχων εναντίον της Ιταλίας υπήρξεν την 26ην Ιουλίου η πτώσις του φασισμού. 44 ημέρες αργότερα Νικημένη και κατεστραμμένη η Ιταλία ζητούσε την άνευ όρων συνθηκολόγησιν που αμέσως εγένετο δεκτή παρά των συμμάχων μας. Από αυτής της ημέρας άρχεται το θέμα και η περιπέτεια που θέλω να εξιστορήσω.
4.
Το εξώφυλλο από τις ημερολογιακές καταγραφές του Κώστα Κουλουφάκου
με τον τίτλο: Ταξείδια στην ξηρά – ταξείδια στην θάλασσα (20.02.1944-31.05.1944)
ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ – ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ
Σάββατον 18.3.44
Η ημέρα μέχρις τώρα πέρασε ήσυχη χωρίς τίποτε το αξιοσημείωτο. Αυτές τις τελευταίες ημέρες νοιώθω ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Η παρέα των παιδιών ούτε και αυτού του Ανδρέα μπορεί να το συμπληρώση. Πλήττω τρομερά. Τί άραγε θάταν ικανό να με θεραπεύση; Ίσως ένα ταξείδι κομμάνδος στην Ελλάδα. Ίσως, πολύ πιθανόν ένας άλλος έρως. Πονώ φρικτά σαν κολασμένος για κάτι παληό κι’ ακαθόριστο. Γιατί άραγε η ψυχή μας να μη μπορεί να ικανοποιηθή εύκολα; Μια μεγάλη παρηγοριά θα ήταν αν θα πήγαινα πάλιν στον καλό ιερέα της Αλεξανδρείας για να μου επιτρέψη να κοινωνήσω. Συ θεέ μου μόνο μπορείς να με βοηθήσης να συμπληρώσω το κενό που νοιώθω. Δείξε μου συ ω Φως της Αληθείας, το δρόμο της γιατρειάς!…
Τρίτη 21/3/1944
[…] Όλα θα πάνε καλά. Το μόνον που μου λείπει είναι μια αγάπη, μια αληθινή τρυφερότης, μα ελπίζω ο θεός να με βοηθήση και σ’ αυτό το ζήτημα.
Τρίτη βράδυ
Τί διάψευσις!… Η ψυχή μου είναι γεμάτη απογοήτευσι, κι’ [η] καρδιά μου πληγωμένη από την αχαριστία του κόσμου κτυπά γρήγορα γρήγορα. ||
Χτύπα Φτωχή Καρδιά!…
Χτύπα φτωχή καρδιά. Χτύπα γιατί ίσως με το πολύ χτύπημα κουρασθής και σταματήσης για πάντα. Και σταματώντας ίσως βρης τη χίμαιρα που λέγεται γαλήνη. Χτυπάς λαφιασμένη γιατί διαπιστώνεις πως τίποτε από εκείνα που πίστευες είναι αλήθεια. Κι’ έλεγες στα όνειρά σου φτωχή καρδιά. Εκείνη που θ’ αγαπήσω, ζεσταμένη από τη φλόγα μου θα μένει πάντα κοντά μου. Οι άνθρωποι που θα βοηθώ θα το αναγνωρίζουν και θα μ’ ευγνωμωνούν. Οι φίλοι μου θα μ’ αγαπάνε, κι’ εγώ θ’ αγαπώ όλο τον κόσμο. Όλα γύρω μου θάναι καλά και ζεσταμένα απ’ τη φλόγα της αγάπης. Και τώρα χτυπάς γρήγορα γρήγορα πιο δυνατά απ’ τη βροχή που πέφτει στο πάνινο σπίτι μου, σαν να θέλεις με το χτύπημα να ζεσταθής απ’ την παγωνιά που νοιώθεις γύρω σου. Εκείνη που αγαπάς σε γέλασε, σε πρόδωσε. Αυτοί που βοήθησες σε πλήρωσαν με βρισιές κι’ αγνομωσύνη, κι’ οι φίλοι σου μακρυά από σένα || δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτε. Το χιόνι σε τριγυρίζει και συ απελπισμένα χτυπάς σαν σπουργιτάκι το χειμώνα ζητώντας λίγη ζεστασιά. Χτύπα λοιπόν φτωχή καρδιά. Χτύπα γιατ’ ίσως από το πολύ χτύπημα κουρασθής και σταματήσης για πάντα, και σταματώντας ίσως βρης τη χίμαιρα που λέγεται γαλήνη. ΚΚ. Έγραψα αυτό το πραγματάκι σαν να το απηύθυνα στην καρδιά μου. […]
28/3/44
Η Μεγάλη θαλασσοταραχή αγαπημένε μου φίλε δεν μου επέτρεψε να συνεχίσω προχθές βράδυ την αφήγησίν μου. Συνεχίζω τώρα που η θάλασσα είναι λιγώτερο αγριεμένη. […] Ξημέρωνε η 25η Μαρτίου. Η σκέψις μου έτρεξε αμέσως στις δυο μου μητέρες που γιώρταζαν. Τί σύμπτωσις αλήθεια, η μαμά Ελλάδα κι’ η μαμά Κούλα να || γιορτάζουν μαζί. Τις σκεπτόμουν αλυσσόδετες και τις δυο να στενάζουν κάτω από το βάρβαρο πέλμα του κατακτητή και εγώ μακρυά να μη μπορώ να τις βοηθήσω άμεσα. Μια ορμή ξεχείλιζε μέσα μου. Θάθελα αν ήταν δυνατόν να πεταγώμουν μια στιγμή κοντά τους να τις χαιρετήσω και να τις διαβεβαιώσω πως όλοι εμείς εδώ κάτω θα κάμωμε το παν για να τις ελευθερώσωμε. Κι’ η γλυκειά παρθένα από ψηλά που γιώρταζε και κείνη την ίδια ημέρα ας μας βοηθήση. «Γλυκειά μου παρθένα βοήθησε συ που βλέπεις το δίκαιον του αγώνος μας, και κάνε να δούμε ελεύθερη την Ελλάδα μας και να σφίγξουμε στην αγκαλιά μας νικηταί τις μαννούλες μας». Χρόνια πολλά μαμά Ελλάδα και χρόνια πολλά μαμά Κούλα, η σκέψις μου την 25η Μαρτίου ήταν αποκλειστικώς και μόνον ιδική σας. || Κι’ όμως η ξαφνική θύελλα που με σήκωσε από το Καμπρίτ δεν ήταν διατεθειμένη να με αφήση στην Αλεξάνδρεια. Γιαυτό όταν κατά τας 10 παρουσιασθήκαμε, πλυμένοι, σιδερωμένοι με τον Κώστα στον Α.Σ., με ρώτησαν αν ξέρω αγγλικά κι’ αν θέλω να πολεμήσω. Η Ευκαιρία για μένα ήταν μοναδική. Το όνειρο της βοηθείας στις μητέρες μου μού εδίδετο ευκαιρία να το πραγματοποιήσω. Την ημέρα της γιορτής των μητέρων μου αυτές οι ίδιες διά μέσου του Α.Σ. μού ζήτησαν την βοήθειάν μου. Γεμάτος χαρά και θάρρος απήντησα καταφατικά. Η ευχές και των δυο μητέρων μου ας με συνωδεύουν, κι’ αν στην προσπάθειά μου πεθάνω πάλιν θα είμαι Νικητής γιατί μόνον στη θυσία βασίζεται η Νίκη και μόνον με αίμα ποτίζεται και θάλλει το δένδρο της ελευθερίας. Όποιο κι’ αν είναι το αποτέλεσμα εγώ θάμαι ευχαριστημένος. […]
Δευτέρα 1/5/1944. Πρωτομαγιά στο Μπάρι
Μου φαίνεται πως είναι ένα μεγάλο ψέμμα. Πού λοιπόν είναι η πρωτομαγιά; Στη θάλασσα δεν υπάρχουν παρά νάρκες και ναυάγια, αντί για λουλούδια πέφτουν βόμβες κι’ αντί για κρασί χύνεται αίμα… αίμα που όσο χύνεται τόσο μεθάει τους || αιτίους[,] τα κτήνη που επροκάλεσαν την αιματοχυσία, κι’ όσο βλέπουν να χύνεται τόσον περισσότερο ζητούν, όπως η φωτιά που όσον περισσότερα ξύλα ρίχνεις τόσο περισσότερο θεριεύει.
Αντί για να κουρδίζουνε τις κιθάρες καθαρίζουν πυροβόλα κι’ αντί για βιολιά ηχούν οι σηρείνες του συναγερμού.
Κι’ ο εργάτης, ο φτωχός εργάτης που πάντα αυτός πληρώνει αντί να γιορτάση την ημέρα της γιορτής του σκοτώνεται στα διάφορα μέτωπα και στις θάλασσες. Ξεφρενιασμένη ανθρωπότης[,] σχιζοφρενής κοινωνία[,] τί την έκαμες την Πρωτομαγιά; Πού φυλάκισες την ημέρα των λουλουδιών[,] του τραγουδιού[,] του γλεντιού, αφήνοντας τ’ όνομά της σε μια άλλη κοινή αιματοβαμμένη ημέρα του πολέμου;
Αλλοίμονό σου δυστυχισμένη κοινωνία γιατί αυτή η πρωτομαγιά που σήμερα εξηφάνισες θάρθη μια μέρα ελεύθερη και παντοδύναμη για να σε τιμωρήση. ΚΚ. ||
Χθες η τρομερή τρικυμία ήταν κάτι το πρωτάκουστο. Είμεθα μέσα στο Λιμένα κι’ όμως μας έσπασαν συρματένιοι κάβοι και χάσαμε τις δυο άγκυρες. Παρ’ ολίγον να πέσουμε στα βράχια, και μ’ όλες τις προσπάθειές μας δεν κατωρθώσαμε να γλυτώσουμε δυο συγκρούσεις που η μια απ’ αυτές προκάλεσε μια διαρροή στο πλοίο. Η χθεσινή ημέρα πέρασε ολόκληρη με τις μανούβρες[·] σήμερα σηκώθηκα το μεσημέρι. Μούπαν πως είναι Πρωτομαγιά. Μα εγώ δεν τη νοιώθω. Δεν βλέπω λουλούδια, δεν οσφραίνομαι αρώματα εξοχής, δεν ακούω μουσική, κρασί δεν υπάρχει και τα χείλη μου δεν θα φιλήσουν αγνά κόκκινα χείλη κοριτσιού. Μόνο ο πόλεμος[,] αυτό το αποκύημα μιας διαβολικής φαντασίας, μια κατάρα αδυσώπητη απλώνεται σαν ομίχλη πάνω απ’ τα κεφάλια και σαν βραχνάς[,] σαν εφιάλτης κακού ονείρου πιέζει τα στήθη. «Και γύρισα μες τ’ άνθη του Μαγιού» || λέει ο ποιητής. Μα πού είναι τ’ άνθη; πού είναι τα στεφάνια; Εγώ για μόνα άνθη βλέπω τους αφρούς μιας τρυκιμισμένης θάλασσας και μόνα στεφάνια βλέπω τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια των σκοτωμένων απ’ την αϋπνία και κούρασι συναδέλφων μου.
Κι’ όμως δεν μπορεί, μια μέρα θάρθη η Πρωτομαγιά, και τότε τα λουλούδια θάχουν πιο ζωηρά χρώματα, η χλόη πιο πράσινη[,] νέα τραγούδια θα τονίζονται, τότε δεν θα υπάρχουν σύννεφα στον ουρανό ή κι’ αν θα υπάρχουν θάναι βαμμένα απ’ το χρώμα της ευτυχίας, γιατί ο εφιάλτης θάχει περάσει, τη σκοτεινή νύκτα θάχει διαδεχθεί η ημέρα[,] ο βραχνάς δεν θα πιέζει τα στήθη που ελεύθερα θα υμνούν την ειρήνη και τότε δικαίως ο άνθρωπος που ίσως θάχει συνετισθή λίγο θα πη τα λόγια του Ποιητή: «Και γύρισα μες τ’ άνθη του Μαγιού…» στο προσφιλές πρόσωπο που θα χαιρετήση. Πότε θάρθη αυτή η ημέρα;
21/5/44 Κυριακή
Έχω σήμερα τη γιορτή μου, αλλά οι κραταιοί μας σύμμαχοι φρόντισαν μολονότι είμαι ξανά στο στρατόπεδο να μου κάνουν μερικά δώρα, και προ πάντων την πείνα[,] τη φρικτή πείνα, και φούσκες στα χέρια από το φτιάρισμα.
Σήμερα όλη την ημέρα εφτιάριζα ξερά χόρτα, φυτρωμένα σ’ ένα σκληρό έδαφος κάτω από τις πύρινες αχτίδες του ηλίου και για ανταμοιβή μάς έδωσαν τόσο λίγο φαγητό που είμαι ψόφιος της πείνας. Είναι η τρίτη εορτή κατά συνέχειαν που περνώ κλεισμένος. Δυστυχισμένη μου μαννούλα πόσο θα κλαις σήμερα. Άλλες χρονιές γνώριζες τουλάχιστον πως ζω μα τώρα ούτε κι’ αυτήν την παρηγοριά έχεις. Μη κλαις όμως και να είσαι βεβαία πως θα έλθουν καινούργες καλύτερες || ημέρες. Ανοίγοντας το ημερολόγιον κατά τύχη είδα τη φωτογραφία του Κώστα Κ. και μου φάνηκε πως με το αινιγματικό της ύφος μου ευχόταν τα χρόνια πολλά. Χρόνια πολλά Κώστα. Σήμερα είμαι ευτυχής που είμαι μακρυά σου. Ίσως υποφέρω σωματικώς αλλά τουλάχιστον ψυχικώς είμαι σχετικώς ήρεμος. Χρόνια πολλά μα ΠΕΙΝΩ!
[Κατακλείδα, μετά την εγγραφή της 31.05.1944]
Σήμερα αγαπημένε μου φίλε τελειώνε[ι]ς και συ. Ένας άλλος σου αδελφός θα σε αντικαταστήση και συ θα πας να βρεις τον πρώτο σου αδελφό, μαζί με τ’ άλλα αγαπημένα μου πράγματα, για να μου θυμίζεις έπειτα από χρόνια, ημέρες χαράς ή λύπης, ελπίδων κι’ απογοητεύσεων[,] μοναξιάς και πόνου. Χαίρε φίλε μου. Κλείνεις μέσα σου τον εαυτό μου, και τις ιδέες μου. Φύλαξέ τες ζηλότυπα μόνο για μένα και για κείνους που θέλω εγώ.
Χαίρε φίλε.
ΚΚ
5
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ: Ο Σαραφιανός ήταν ένας καλλιτέχνης που μας έδωσε ένα έργο πολύ ρωμαλέο σε εκφραστικότητα και πάρα πολύ βαθύ σε νόημα. Ένα έργο το οποίο νομίζω, χωρίς βέβαια να θέλω να πω ότι έχω καμιά αρμοδιότητα να μιλάω για τα εικαστικά ζητήματα, αλλά σαν ένας, ας μου επιτραπεί, επαρκής θεατής, ένα έργο λοιπόν το οποίο σε σταμάταγε, σε σταματάει και σε υποχρεώνει –το σε υποχρεώνει, πάλι, να το πάρουμε μέσα σε εισαγωγικά– σε υποχρεώνει να ανοίξεις διάλογο μαζί του. Έναν διάλογο που ίσως φαίνεται να τον έχει κάνει προηγούμενα ο καλλιτέχνης με τα πράγματα και με τον εαυτό του, το έργο να απεικονίζει και τον διάλογο, αλλά και το καταστάλαγμα αυτού του διαλόγου, το οποίο σου το παροχετεύει εσένα, ανοίγοντας πάλι έναν διάλογο αυτό με εσένα, όχι απλώς τί κατάλαβες, αλλά τί ένιωσες, πώς αντέδρασες, πώς θα αντιδρούσες σε μια διαφορετική κατάσταση. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο σε αυτό το σημείο. Εκείνο που θά ’θελα να τονίσω είναι πως αυτό το έργο δεν σου επιτρέπει επίσης να το ξεχάσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κι όταν έχει περάσει πολύς καιρός και το ξαναβλέπεις, ξαναβλέπεις ένα από τα έργα, κάποιον από τους πίνακες ή κάποιους από τους πίνακες του Σαραφιανού, τότε όχι μόνο αποκαθίσταται ο παλιός διάλογος, αλλά και καινούρια πράγματα αντιλαμβάνεσαι ότι υπήρχαν που δεν τα είχες αντιληφθεί πιο πριν. Αυτή η γνωριμιά, αυτή η επαφή με το έργο του Σαραφιανού αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για να γνωρίσω και τον καλλιτέχνη. Και θέλω στο σημείο αυτό να πω ότι θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που γνωρίστηκα με τον Σαραφιανό. Ήταν ένας άνθρωπος, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση εγώ σχημάτισα από τις επαφές μας, που διαπνεόταν από μια βαθύτατη καλοσύνη. Αλλά ταυτοχρόνως ήταν ένας άνθρωπος πολύ στοχαστικός, με μιαν άκρα ευαισθησία, με μια πολύ βαθιά ωριμότητα σκέψης, θά ’λεγα με πνευματική πυγμή, αλλά δεν ήτανε άνθρωπος που πήγαινε να σε εντυπωσιάσει. Αυτή η πνευματική πυγμή συνοδευότανε από μια θεϊκή, θα έλεγα, σεμνότητα. Τον διέκρινε μια απλότητα και στη συμπεριφορά και στους τρόπους με τους οποίους έπιανε τα διάφορα θέματα ή άκουγε αυτό που του έλεγε ο συνομιλητής του. Και στο σημείο αυτό θά ’θελα επίσης να τονίσω ότι αυτή η απλότητα, αυτή η πραότητα που τον διέκρινε και που νομίζω ότι πρέπει να ίσχυε για ολόκληρο τον βίο του, έκρυβε και σκέπαζε και ταυτοχρόνως, όταν τό ’ψαχνες λιγάκι, αποκάλυπτε μια βαθύτατη ανησυχία για τη μοίρα του ανθρώπου, για τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, για τις καταστάσεις μέσα στις οποίες μας υποχρεώνουν να ζούμε, για το μέλλον που επιφυλάσσεται στους ανθρώπους. Ήταν ένας βαθύς προβληματισμός, ο οποίος, ακριβώς επειδή ήτανε καίριος, δεν χρησιμοποιούσε εξωτερικά εφέ, αλλά μπορούσε να εκδηλώνεται με αυτόν τον ήρεμο, τον γαλήνιο τρόπο που κυριολεκτικά εμένα με μάγευε. Αυτός ο συνδυασμός της ανησυχίας εις το βάθος και της στερεότητας, αν θέλεις, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε αυτά τα πράγματα και που κατέληγε σε μια πράα στάση, σε μια στάση που δεν ήταν εξωτερική αγωνία, ήτανε εσωτερικευμένη αγωνία, νομίζω ότι παρουσιάζεται στο έργο του με τον εξής τρόπο: ενώ υπάρχει, ας πούμε, πολλή ανησυχία, πολλή αγωνία, σ’ αυτά τα μάτια τα οποία σε παρακολουθούνε, είναι σαν να σου ψάχνουνε τη συνείδησή σου, τί λες, τί κάνεις, τί θα πράξεις, ας πούμε, απέναντι σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση την οποία εικονίζουν, και αυτά τα στόματα τα οποία είναι ανοιχτά, ταυτοχρόνως το έργο έχει μια τέτοια στερεότητα δομής, μια τέτοια επάρκεια στον τρόπο με τον οποίο είναι κατανεμημένοι οι τόνοι, δεν ξέρω αν μπαίνω σε χώρους ζωγραφικής, εγώ λέω τί αισθάνομαι ο ίδιος, λοιπόν, και δεν φοβάμαι να το λέω έτσι, ο τρόπος λοιπόν που είναι κατανεμημένοι οι τόνοι, τα φωτισμένα μέρη, τα σκοτεινά μέρη, το χρώμα εκτός από το μαύρο που είναι, αν θέλεις, ένα κυρίαρχο στοιχείο στη ζωγραφική του Σαραφιανού, χρησιμοποιεί και το χρώμα με πάρα πάρα πολλή ευαισθησία, με πάρα πολλή διακριτικότητα, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο που γίνεται, πραγματικά, πάρα πολύ εύγλωττο. Αυτή η δυνατότητα που είχε λοιπόν ο Σαραφιανός να συνδυάζει τη ρωμαλέα έκφραση, τη στέρεα, αυτή που δεν ανησυχεί γιατί εκφράζεται, αλλά δίνει όλη την ανησυχία στο εκφραζόμενο, είναι νομίζω ένα από τα μεγάλα προτερήματα που εγώ μπόρεσα να διακρίνω στην προσφορά του Σαραφιανού.
[Όλη η εκπομπή παρατίθεται πλέον στο: https://www.panossarafianos.gr/el/ekpompi-20-hronia-apo-thanato-toy-panoy-sarafianoy, απ’ όπου και απομαγνητοφωνήθηκε, στις 11.02.2023, το κομμάτι που ξεκινά στα 36΄ και 11΄΄ και σταματά στα 42΄ και 21΄΄, αποκαθιστώντας την προφορικότητα του λόγου του Κουλουφάκου σε κάποια σημεία, σε σχέση με το κείμενο που έχει μεταγραφεί στον ίδιο ιστοχώρο.]
6
Η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής είναι κατά κανόνα πράξη ψυχικού σθένους. Αποτελεί αυτόβουλη κατάργηση του παράβυστου ενός χώρου και πρόσκληση σε αγνώστους να εισχωρήσουν στο άδυτο, να συμμεριστούν σκιρτήματα ψυχής, να ψηλαφήσουν σημεία επώδυνα, να χαρούν, να ελπίσουν ή να θρηνήσουν για πράγματα που είναι και δικά τους – ας μην το ξέρουν. Πρόσκληση, λοιπόν, σε αγνώστους να γνωρίσουν κάτι από τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο του ποιητή.
Η πράξη αυτή η πάντοτε συγκινητική από μόνη της, γίνεται ακόμα συγκινητικότερη όταν προέρχεται από έναν ξενητεμένο που λαχταράει να μιλήσει στον τόπο του, να επικοινωνήσει με τους δικούς του.
Έτσι, το σημείωμα τούτο δεν γράφεται για να παρουσιάσει την ποίηση του Γιάννη Μότσιου, μια και τα ποιήματα πρέπει πάντα να κάνουν το δρόμο μόνα τους και να βρίσκουν την ψυχή του αναγνώστη δίχως διαμεσολαβήσεις περιττές αν όχι επιζήμιες. Γράφεται απλώς για να χαιρετήσει την πράξη της έκδοσης σα μια συμβολική επάνοδο του ξενητεμένου στην πατρίδα του, για την οποία έχει πολύ μοχθήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Γιάννης Ε. Μότσιος γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Δεσπότης των Γρεβενών όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκεί δημοτικό σχολείο. Έφηβος ακόμα αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή του στο γυμνάσιο των Γρεβενών και σε ηλικία δεκαεννιά μόλις χρόνων βρέθηκε το 1949 πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ. Εκεί, όταν τέλειωσε τη Μέση Εκπαίδευση, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Αργότερα μεταγράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου απ’ όπου αποφοίτησε το 1959 με άριστα. Την ίδια χρονιά έπειτα από επιτυχείς εξετάσεις και μετά από εισήγηση της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου του Κιέβου, ο Μότσιος γίνεται δεκτός για μια τριετία ανώτερων σπουδών στο Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας «Γκόρκυ» της Ακαδημίας της ΕΣΣΔ, στη Μόσχα. Το 1963 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Διονύσιος Σολωμός, η ζωή και το έργο του». Αμέσως μετά διορίστηκε τακτικός επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Λογοτεχνίας στο τμήμα Ξένης Λογοτεχνίας, θέση που κατέχει ώς σήμερα. ||
Λίγοι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό Έλληνες έχουν προσφέρει τόσο πολλά για τη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όσα ο Γιάννης Μότσιος. Φοιτητής ακόμα στο Κίεβο, όταν μαθήτευε κοντά στον γνωστό ελληνιστή Αντριέι Μπελέτσκι, είχε δημοσιεύσει στη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα», στα περιοδικά «Φσέσβιτ» (Κόσμος), «Σοβιετική Ουκρανία» και σ’ άλλα έντυπα, πάνω από τριάντα άρθρα και μελετήματα για τους Σολωμό, Καζαντζάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο, Βουτυρά και άλλους Έλληνες λογοτέχνες. Σαν επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου «Γκόρκυ» έκαμε την επιλογή των κειμένων του Σολωμού που εκδόθηκαν στη ρωσική γλώσσα και προλόγισε ο ίδιος την έκδοση. Ακολούθησε η εργασία «Κωστής Παλαμάς» με επιλογή κειμένων, πρόλογο και σημειώσεις. Επίσης προλόγισε τις ρωσικές εκδόσεις των βιβλίων «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη, και οι «Νεκροί περιμένουν» της Διδώς Σωτηρίου. Η μετάφραση του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στα ρωσικά και του «Καπετάν Μιχάλη» στα ουκρανικά είναι έργο δικό του. Πέρα απ’ αυτά, ο Γιάννης Μότσιος έχει πάρει μέρος σε πολλές διεθνείς και σοβιετικές πανενωσιακού επιπέδου διασκέψεις όπου έχει κάμει ανακοινώσεις πάνω σε θέματα της νεοελληνικής γραμματολογίας. Τακτικός συνεργάτης της «Ιστορίας της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας» έχει γράψει μελετήματα σχετικά με Έλληνες Λογοτέχνες που δημοσιεύονται στους εννέα από τους δέκα τόμους του έργου. Η τελευταία υπό έκδοση μεγάλη εργασία του Μότσιου, «Η Ελληνική Λογοτεχνία στην περίοδο 1914-1970» περιέχει ξεχωριστά κεφάλαια αφιερωμένα στους Καβάφη, Καρυωτάκη, Βάρναλη, Σεφέρη, Σικελιανό, Ρίτσο, Ελύτη, Καζαντζάκη και άλλους ποιητές και πεζογράφους.
Εκτός από τις παραπάνω φιλολογικές μελέτες του, έχουν δημοσιευτεί πάρα πολλά ποιήματά του μεταφρασμένα στα ρωσικά, ουκρανικά και γεωργιανικά. Μια πληρέστερη συλλογή ποιημάτων του έχει ήδη μεταφραστεί και ετοιμάζεται για έκδοση στα ρωσικά στη Μόσχα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ
[Το σημείωμα, το οποίο δεν φέρει τίτλο στη σ. 7, τιτλοφορείται στον πίνακα περιεχομένων (σ. 77): «Ο Γιάννης Μότσιος», ενώ κάτω από τον ψευδότιτλο της σ. [3] παρατίθεται η αφιέρωση: Στη μνήμη του Πατέρα μου.]
7
Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1954 στον Κορυδαλλό του Πειραιά. Έξη χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, στο Παγκράτι, όπου ο μικρός διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Μαθητής του Δημοτικού ακόμα, άρχισε να δείχνει ζωηρότατο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Διάβαζε με πάθος και συχνά έγραφε κι ο ίδιος. Η έφεσή του αυτή δυνάμωσε στα χρόνια που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Τα μαθητικά του πρωτόλεια εκείνης της εποχής περιλαβαίνουν πολλά ποιήματα κι αρκετά κεφάλαια ενός μυθιστορήματος που δεν τέλειωσε. Χάρη στην εργατικότητά του, στην άμεση επαφή του με αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, που τους διάβαζε στο πρωτότυπο, και στην άγρυπνη παρακολούθηση των πιο σύγχρονων ρευμάτων στην ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία που την μελετούσε στα αγγλικά και στα γαλλικά, η εξέλιξη της γραφής του ήταν πολύ γοργή. Βρισκόταν στην έκτη τάξη του γυμνασίου όταν έκρινε πως ήταν καιρός να δώσει έργο του στη δημοσιότητα. Όμως δεν έσπευσε. Σεμνότατα έστειλε τα χειρόγραφα του πρώτου βιβλίου του και ρωτούσε αν άξιζαν τίποτε. Ο διευθυντής του Διογένη που τα διάβασε, έκρινε πως είχε μπροστά του το ξεκίνημα ενός ρωμαλέου ταλέντου κι όχι μόνο ενθάρρυνε τον νεαρό ποιητή, αλλά κι αποφάσισε να κάνει ο ίδιος την έκδοση.
Έτσι, τον Ιούλιο του 1972 κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή με τίτλο «Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης». Λίγες μέρες πριν, είχε πάρει το απολυτήριο από το 7ο Γυμνάσιο Αρρένων και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, μετά την επιτυχία του στις εισαγωγικές εξετάσεις, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Σπούδαζε, παρέδιδε μαθήματα για βιοπορισμό και έγραφε. Το Δεκέμβριο του 1973 εκδόθηκε από τον «Διογένη» η δεύτερη συλλογή του με τίτλο «Τόξα και Μίμηση Βίων».
Δεν πρόφτασε να ετοιμάσει ο ίδιος τρίτο βιβλίο για έκδοση. Η συλλογή «Πρόωρο Ηλιοβασίλεμα» είναι μια επιλογή από τα κατάλοιπά του. Πέθανε στις 2 του Δεκέμβρη του 1974 σε ηλικία είκοσι χρόνων. Ήταν το μοναδικό παιδί των γονιών του.
Αναγγέλλοντας τον πρόωρο θάνατο η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» έγραψε:
«Οι καλοί πεθαίνουν νέοι. Μόλις 21 ετών πέθανε χθες ο ποιητής Ιωάννης Λεοντακιανάκος – από συγκοπή καρδιάς. Έπασχε παιδιόθεν από μυοπάθεια… Παρ’ όλα αυτά σπούδαζε φιλολογία κι έγραφε ποίηση. Στις δυο συλλογές του –“Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης” (1972) και “Τόξα και μίμηση βίων” (1973)– ο κριτικός Κώστας Κουλουφάκος είχε ξεχωρίσει μια μεγάλη ελπίδα της νεώτερης ποίησης. Ο Γιάννης Λεοντακιανάκος κηδεύεται απόψε στην πατρίδα του, την Αρεόπολη Μάνης. Στη μνήμη του, ας είναι αυτοί οι στίχοι από τη δεύτερη –και τελευταία, φευ!– συλλογή του:
ΝΕΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ανασαίνω.
Πιάνω τα ζαρκάδια σου και ψιχαλίζει.
Τοξότες σκαρφαλωμένοι στη σκηνή. Κοιτούν.
Πέρα μακριά ο θάνατος σχίζει κομμάτια το ηλιοβασίλεμα.
Οι γυναίκες γδύνονται και φορούν σταυροδρόμια με φαντάρους.
…………………………………………………………………….
Μεταξύ μας. Το δειλινό που έχουμε είναι της Κατοχής.»
[Το σημείωμα συνοδεύεται από φωτογραφία του Ιωάννη Λεοντακιανάκου, ενώ στο εξώφυλλο και στη σελίδα τίτλου υπάρχει η ένδειξη: Η έκδοση αυτή | αφιερώνεται | στη μνήμη του | από τους γονείς του | ΗΛΙΑ και ΠΟΤΟΥΛΑ.]
8
[Ο πρόλογος:]
Οι «Ανυποχώρητοι» του Νίκου Αθανασίου είναι ένα χρονικό των τυχών της πατρίδας μας, έτσι όπως βιώθηκαν από ένα άτομο που από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.
Ο Αθανασίου δεν αφηγείται περιστατικά της προσωπικής του ζωής. Απλούστατα γιατί δεν θέλησε αλλά και δεν μπόρεσε να έχει προσωπική ζωή. Επί εξήντα ολόκληρα χρόνια, από δεκαέξι-δεκαεφτά χρόνων παληκαράκι, κάθε ώρα του βίου του, ήταν αφιερωμένη στο όραμα της ζωής του.
Αυτά που ανιστορεί είναι οι περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος αρχίζοντας από τους διωγμούς που εγκαινιάστηκαν με το ιδιώνυμο του 1929 και φτάνοντας ώς την απήχηση που έχει η Περεστρόικα του 1989 στην ψυχή ενός άδολου αγωνιστή.
Γιατί ο Αθανασίου δεν υπήρξε μόνο ανυποχώρητος, όπως και μια σειρά άλλοι που τις φωτογραφίες τους δημοσιεύει στις σελίδες του βιβλίου του. Υπήρξε και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανιδιοτελής και η αφήγησή του καταπλήσσει για την ανθρωπιά και την σεμνότητά της.
Ιδιαίτερα αξίζει να εξαρθεί η προσφορά του στην δημιουργία του αντιστασιακού κινήματος στην Θεσσαλία.
Χρησιμοποιώντας δημιουργικά τις λίγες γνώσεις που είχε αποκτήσει με τα μαθήματα κατά την εκτόπισή του στη Φολέγανδρο και μελετώντας επιτόπια την κατάσταση στην κατεχόμενη από τους Γερμανοϊταλούς πατρίδα μας συνέλαβε την ιδέα πως ο αγώνας έπρεπε, στις συνθήκες εκείνες, να έχει εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, κι αυτό σε μιαν εποχή που ούτε ΕΑΜ ούτε άλλη αντιστασιακή δράση υπήρχε.
Κι αναπτύσσοντας σα γνήσιος κομμουνιστής πρωτοβουλία έγινε ο πρωτοπόρος θεμελιωτής της Αντίστασης σ’ όλο το Θεσσαλικό χώρο. Έτσι έχουμε μιαν ακόμα μαρτυρία πως το έπος της Αντίστασης δεν οφείλεται στη λεγόμενη «Ακροναυπλιώτικη φρουρά» αλλά υπήρξε έργο αγωνιστών που το έσκασαν από τους τόπους της εξορίας.
Κ. ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ
[Το σημείωμα στο οπισθόφυλλο, συνοδευόμενο από φωτογραφία του Νίκου Αθανασίου:]
Ο Νίκος Αθανασίου γεννήθηκε στην Καρδίτσα, στη Δυτική Θεσσαλία. Νεαρός ακόμα, μόλις είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, αναμίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κίνημα, στο οποίο αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του. Αρχικά εντάχθηκε σαν συνδικαλιστικό και οργανωτικό στέλεχος στην Ο.Κ.Ν.Ε. και σε συνέχεια στο ΚΚΕ.
Προτού καλά καλά γίνει είκοσι χρόνων εγνώρισε διώξεις, συλλήψεις, καταδίκες, φυλακές και εξορίες, δίχως να βαρύνεται με κανένα παράπτωμα. Παραπτώματα το αστικό κράτος θεωρούσε την άσκηση των δικαιωμάτων του ως ενεργού και συνειδητοποιημένου πολίτη.
Στην αρχή της Κατοχής δραπέτευσε, μαζί με τους άλλους συνεξορίστους του από τη Φολέγανδρο και φτάνοντας στην πατρίδα του την Καρδίτσα επιδόθηκε με δική του πρωτοβουλία στην διοργάνωση Αντίστασης προς τους κατακτητές, ιδρύοντας του Εθνικό Μέτωπο Δυτικής Θεσσαλίας, που αργότερα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία. Υπήρξε ένα από τα πιο δραστήρια στελέχη του Αντιστασιακού αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση γνώρισε καινούργιες διώξεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις που διάρκεσαν 20 περίπου χρόνια.