Αέρας στο χαρτί (του Τάσου Μιχαηλίδη)

0
678

 

 

 

του Τάσου Μιχαηλίδη

 

Το βιβλίο του λογοτέχνη και μεταφραστή Γιάννη Βαλούρδου Αέρας στο χαρτί (Air on Paper) (2019), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα. Ο Γιάννης Βαλούρδος έχει ήδη διανύσει με συνέπεια μια πορεία στα ελληνικά γράμματα, καθώς είναι η ενδέκατη ποιητική του συλλογή, έχοντας, την ίδια στιγμή, στο ενεργητικό του μεταφράσεις σημαντικών κειμένων της παγκόσμιας γραμματείας, όπως Η δίκη του Κάφκα (Γράμματα, 1991· Ελευθεροτυπία, 2006) και Η κυρία Νταλαγουέη (Γράμματα, 1990, 2010) σε συνεργασία με τη Δέσποινα Κερεβάντη που υπογράφει και εδώ τη μετάφραση της συλλογής.

Η θητεία του αυτή στη μετάφραση κορυφαίων λογοτεχνικών έργων και η επίμοχθη αναμέτρηση με το καφκικό πρότυπο, τη μοντερνιστική γραφή της Γουλφ και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Εμπεδοκλής, Αναξιμένης, Ηράκλειτος, Πλάτωνας κ.α.) επηρέασε και τη λογοτεχνική του ταυτότητα. Η γραφή του Βαλούρδου διαμορφώνει ένα κρυπτικό και πολυεπίπεδο νοηματικά σύμπαν, όσο και τα πρότυπα με τα οποία διαλέγεται: Ηράκλειτος, Κάφκα, Καμύ. Μάλιστα, στο σύνολο του έργου του εντοπίζουμε ευθείες αναφορές στην φιλοσοφία του Ηράκλειτου και του Πλάτωνα,[1] ενώ όχι σπάνια, η οδυνηρή προσπάθεια του ανθρώπου για συγκρότηση νοήματος σε έναν χαοτικό, απαθή κόσμο παραπέμπει στην πρόσληψη του σισύφειου μύθου από τον Καμύ.

Ορισμένα από τα βιβλία του Βαλούρδου αντιστέκονται σθεναρά στην ειδολογική διάκριση, καθώς ανοίγονται σε έναν χώρο ποιητικής πρόζας, διαμορφώνοντας ένα σύνθετο και υβριδικό σώμα αφήγησης. Ο συγγραφέας, σε αυτές τις περιπτώσεις, συνθέτει τον αφηγηματικό του ρυθμό μέσω της μείξης μιας λυρικής και εικονοκλαστικής ποιητικής γραφής, με τη συνειρμικότητα της εκτεταμένης χρήσης του εσωτερικού μονολόγου και την κρυπτικότητα της αλληγορικής δύναμης, που δίνει στα έργα του ο διάλογος με το μυθιστόρημα του παράλογου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συλλογή Ο κ. Κ.Π.Ρ. στα σύννεφα και στη βροχή, (Απόπειρα, 2017), ενώ η μυστηριώδη καφκική φιγούρα του Κ.Π.Ρ. εμφανίζεται και σε άλλα έργα.

Ενδεικτικά, διαβάζουμε στη συλλογή Αθόρυβα άλογα (2017):

«Όμως κάθε φορά που ο κ. Κ.Π.Ρ. νομίζει ότι βρίσκει

κάποια άκρη στα δικά του, παρασυρμένος από τη δια-

δικασία του γραψίματος,

ο ύπνος με το σκοτάδι του και τα όνειρα,

έπειτα όταν ξυπνάει, όλα γύρω, πράγματα, ορυκτά,

φυτά, ζώα,

οι ευμετάβλητες διαθέσεις της φύσης, [….]

όλα αυτά συμπλέκονται μεταξύ τους, και με τον ίδιο,

σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, από ένα σημείο και μετά,

συγχέει τις μορφές που ακροβατούν μέσα του με τα κα-

θρεφτίσματα των μορφών του έξω κόσμου, […]» (Αθόρυβα άλογα, σ. 74.)

 

Άλλες φορές ο ποιητικός λόγος του είναι διαυγέστερος ειδολογικά, διάχυτος από έναν εσωστρεφή λυρισμό και μια αποσυναρμολογημένη αφηγηματικότητα. Σε αυτές τις συλλογές η ποίησή του προβάλλεται στιβαρή στο ελλειπτικό της σχήμα, σχεδόν χρησμολογική, όπως στη συλλογή Αέρας στο χαρτί (2018).[2] Η πολυσημία και η ενάργεια του ύφους του υπηρετείται και ενισχύεται από την ικανότητά του να δομεί εικόνες που εμπλέκουν όλες τις αισθήσεις και διατηρούν άρρηκτο το συνδηλωτικό περιεχόμενό τους. Παρά τη συνειρμική τους δύναμη, εντάσσονται στον γενικότερο συνήθως νοηματικό άξονα.

«Χωρίς

τίτλους και

τα κεφάλαια

του τοπίου,

ακουμπισμένο

στην άμμο,

της θάλασσας

[…]

η αύρα

ξεφυλλίζει

τον τόμο

με τη μνημειακή ζωγραφική,

χαϊδεύει το πρόσωπο

των παιδιών

κοιτάζουν

ανάμεσα στις σελίδες,

 

δεν βιάζονται

να φτάσουν

στο τέλος.» (Αέρας στο χαρτί, σ. 28)

 

«Κάποτε

την πρώτη κιόλας μέρα

στη θάλασσα

το μετάξι

κυματίζει χαμηλά

πάνω απ’ το νερό

βαθύ μπλε

όπως πιάνεις το βελούδο

και μένει στα δάχτυλα.» («Δεδομένα 2», Αθόρυβα άλογα, σ. 21)

 

Την ίδια στιγμή, οι εικόνες του πλουτίζουν το κείμενο με μια δωρική ρυθμικότητα, η οποία απελευθερώνει τη φαντασία και τη γλώσσα από τους φραγμούς της επικοινωνιακής της χρηστικότητας και παραπέμπει σε ένα διαρκές άλλο, σε μια άφατη χώρα, σ’ ένα τοπίο άπειρων δυνατοτήτων και συμπλεύσεων σκέψεων, λέξεων, ονείρων και τραυμάτων. Έναν χώρο πάντα εσωτερικό, δύσβατο ακόμα και από τις αισθήσεις μας.

Διαβάζουμε στο ποίημα «Εκ του φυσικού» από τη συλλογή Ψαρίσια αντικειμενικότητα (2017)[3]:

«Πέρα από τη μνήμη που θυμάται και τη μνήμη

που ξεχνάει αρχίζει η παράξενη χώρα.

Εκεί όπου οι δρόμοι διασχίζουν τα σπίτια, και μο-

ναδικό περιεχόμενο των σπιτιών είναι ο κ. Κ.Π.Ρ. που

διασχίζει τους δρόμους.

Προχωράει από το ένα σπίτι στο άλλο, εφόσον

όμως διασχίζει τους δρόμους και οι δρόμοι διασχί-

ζουν τα σπίτια, επιστρέφει διαρκώς στην ίδια στιγ-

μη:

τότε που ένας γδούπος πίσω τον έκανε να γυρί-

σει για να κοιτάξει και τυφλώθηκε από την αντανά-

κλαση του ήλιου.[…]

Αν ο κ. Κ.Π.Ρ. σταματήσει να κινείται στην παρά-

ξενη χώρα, θα καθηλωθεί στο υπόγειο κτίσμα. Πα-

νύψηλο, χωμένο ως την κορφή κάτω από την επι-

φάνεια.» (Ψαρίσια αντικειμενικότητα, σ. 13, 26)

 

Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά που θα προσεγγίσουμε και με αφορμή την παρουσίαση της πρόσφατης δουλειάς του, απαντώνται σε όλη του τη διαδρομή και αποτελούν έναν οδηγό αναγνωστικής προσέγγισης της γραφής του.

Έτσι, ο αναγνώστης βυθίζεται σταδιακά σε ένα ιδιωτικό σύμπαν σημείων και συμβόλων, που μετατρέπονται σε υλικά διαμόρφωσης μιας αποστεωμένης αφήγησης, η οποία έχει χάσει τα περιττά στολίδια και τις χωροχρονικές λεπτομέρειες. Αυτή η ιδιότυπη μορφή των κειμένων του, που ενέχει συχνά χαρακτήρα ψυχαφήγησης, εισάγει απευθείας σε ένα εσωτερικό τοπίο, σε ένα νεφελώδη συνειδησιακό κόσμο, αισθητοποιώντας μια επίμονη και επώδυνη υπαρξιακή αγωνία υψηλής τάσης, η οποία ηλεκτρίζει τον αναγνώστη και τον υποβάλλει συγκινησιακά σε έναν χώρο γυμνό κι ερημικό.

Διαβάζουμε ενδεικτικά στη Σχεδία (2004)[4] την περιγραφή του συμβολικού χώρου της καφκικής σχεδίας που πλέει στη μεγάλη θάλασσα και καταφτάνουν «τσούρμο άνθρωποι προκειμένου να καταθέσουν στην προϊσταμένη αρχή τον προβληματισμό τους»:[5]

«Τώρα επέπλεε μόνο μια μεγάλη σχεδία,

Επάνω ο σκελετός τσίγκινης παράγκας,

η αίθουσα της γραμματείας,

η καρέκλα με τα ροδάκια,

το γραφείο,

μια ψηλή αρχειοθήκη σε λεπτή βάση,

[…]

η ελαφριά μυρωδιά της μούχλας […]». (Η σχεδία, σ. 10.)

 

Το πλήθος και οι άνθρωποι, όπως και αποσπασματικά στοιχεία του αστικού και φυσικού τοπίου προβάλλονται ως ψηφίδες ευρύτερων κοινωνικών καταστάσεων και ψυχικών γεγονότων, σκιές και είδωλα της ανθρώπινης μοναξιάς, συναρθρώνοντας το εσωτερικό κενό.

«Έβλεπε τα ουράνια σώματα. Ακόμη και μέσα στο φως

του ήλιου.

Στη μια μεριά η έρημος. Στην άλλη, η έρημος. Άλλη με-

ριά δεν είχε. Μόνο ο βράχος ξεχώριζε, εκεί που ήταν μα-

ζεμένο πιο πολύ το κίτρινο. […]». («Ουράνια σώματα», Λήθινος κολυμβητής, σ. 61)[6]

 

Μέσα σε αυτό το ρευστό φόντο, τοποθετεί μοναχικές φιγούρες, πρόσωπα-σύμβολα, αρχέτυπα πνευματικής ανησυχίας και αισθητικής έκφρασης (στρατιώτης, ο κ. Κ.Π.Ρ. κ.α.), οι οποίοι πρωταγωνιστούν, περιστρέφονται και μετεωρίζονται ως πλάνητες, ενσαρκώσεις συνειδησιακών φορτίσεων και αδιεξόδων. Η ανθρώπινη παρουσία συχνά τέμνει η μία την άλλη με ξαφνικά αγγίγματα και εκβιασμένες συναντήσεις από τη στιγμιαία μεγέθυνση της ανάγκης για υπέρβαση της υπαρξιακής μόνωσης, όπως φαίνεται στα δύο παρακάτω αποσπάσματα από τη συλλογή Αθόρυβα άλογα:

«κάθε φορά που ο ένας

αποστρέφεται

εγκαταλείπει

χάνει

τον άλλον

στον ανελέητο ήλιο

το σώμα μας

παραδίδεται

με μοναδική επιθυμία

τη διάσπαση

κρυμμένη σε ενότητες

μικρότερες ανάμεσα

στους αναρίθμητους κόκκους

της άμμου […]».

(«Έρημος», Αθόρυβα άλογα, σ. 45)

«Παρά το διάχυτο αίσθημα της απογύμνωσης,

αποξένωσης,

την πίκρα της απογοήτευσης από την απώλεια

των ψευδαισθήσεων […]

πιστεύουμε ότι μπορούμε ακόμη να πιστεύουμε

[…] βρισκόμαστε πάλι

[…] για να ακροαστούμε στοργικά

ο ένας την εξιστόρηση του άλλου». («Μεταφορά»,  Αθόρυβα άλογα, σ. 52, 54)

Τα πρόσωπά του κινούνται εξπρεσιονιστικά στο ποτάμι της ροής μιας υποτυπώδους πλοκής, που αντανακλά τον εσωτερικό κόσμο τους και συγκροτεί μύθους με την πλατωνική έννοια. Κάθε αφηγηματικό σχήμα είναι μια αλληγορική εξεικόνιση σπαραγμάτων συνείδησης και ο αναγνώστης καλείται να αναπλάσει την αποδομημένη ολότητα ως διαρκές καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό και υπαρξιακό ζητούμενο και όραμα. Ο δέκτης καλείται να επαναπροσδιορίσει, μέσω της δικής του ερμηνείας, την ανθρώπινη φύση και τα όρια της γλωσσικής διαύγειας, αποκωδικοποιώντας τις λεκτικές ακροβασίες και τις ξαφνικές χρωματικές αναλαμπές σε ένα κιαροσκούρο χώρο.

«[…] Χωρίς φως και σκοτάδι δεν υπάρ-

χει οθόνη.

[…] μια ξέχειλη θάλασσα,

[…] μια υδάτινη μάζα,

[…] μια άχρονη συνάθροιση όλων των ναυτικών,

[…] παντού τα φύκια, η αργή χορογραφία γύρω από

τις πέτρες του βυθού, σχεδόν ακίνητες· […]».

(«Η αναγκαιότητα των πραγμάτων», Σε ξένη γλώσσα, σ. 24, 26)[7]

 

Ωστόσο, η γνήσια αναμέτρηση με πολύπτυχες εκδοχές θανάτου ως έκφραση μιας πάλης για δημιουργία νοήματος, αλλά και η αυθεντικότητα της εμπύρετης ανησυχίας για την εφεύρεση, αν όχι ανακάλυψη, μιας κάποιας τάξης στη ρευστότητα των αισθήσεων, της μνήμης, του χρόνου και των φυσικών στοιχείων βοηθά τον Βαλούρδο να διατηρήσει ακέραια τον αισθητικό χαρακτήρα της γραφής του, παρά το έντονο φιλοσοφικό της υπόβαθρο. Η αφήγησή του είναι συγχρόνως έκφραση μιας ποιητικής φωνής και γέννημα ενός αφηγητή που αναζητά στην εξύφανση ροής μια μορφή συγκρότησης νοήματος.

Η συλλογή Αέρας στο χαρτί: μια πρώτη προσέγγιση

Η συλλογή Αέρας στο χαρτί (2018) αποτελεί μια δίγλωσση έκδοση: στις σελίδες 9-43 έχουμε την ελληνόγλωσση εκδοχή και στις σελίδες 49-83 ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου από τη Δέσποινα Κερεβάντη, η οποία μεταφέρει στα αγγλικά ακέραια τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη γραφή του Βαλούρδου. Η ποίησή του και σε αυτή τη συλλογή είναι ελευθερόστιχη, νοηματικά πυκνή και διακρίνεται από έντονη φιλοσοφική διάσταση. Η σημασιολογική της δύναμη οφείλεται εν πολλοίς και στις μεστές εικόνες που συρράβουν στο άθροισμά τους το αισθητικό και νοηματικό όλον, συγκροτώντας στη χαλαρή τους σύνδεση μια δυναμική πολυσημική αφήγηση.

Αυτή η τεμαχισμένη, αλλά υπαρκτή ροή ιστορίας διαρθρώνεται χωρίς φανερή αρχή και τέλος, συμφωνώντας ή υπακούοντας στις φιλοσοφικές αρχές των προσωκρατικών περί της συνεχούς και αέναης πορείας. Επιπλέον, η ελλειπτικότητα κι ευλυγισία στον στίχο που σχεδόν αισθητοποιεί τη νοηματική λειτουργία του τίτλου Αέρας στο χαρτί, παραμένει ένα βασικό χαρακτηριστικό όλης της ποιητικής του πορείας, εντείνοντας αυτή την αίσθηση χρησμού και αινίγματος που δίνουν συχνά οι στίχοι του:

«Καιρός

να

καταλάβουμε

όσα

έχουμε

μάθει». (Αέρας στο χαρτί, σ. 9)

 

«Κάποια

από όσα

δεν έγιναν,

δεν γίνονται,

δεν θα γίνουν,

δεν τα ξέρουμε

ούτε θα ακούσουμε

ποτέ κάτι γι’ αυτά». (Αέρας στο χαρτί, σ. 17)

 

Η συλλογή ξεκινά με αποσπάσματα από τον Αναξιμένη και τον Εμπεδοκλή, οριοθετώντας τις φιλοσοφικές καταβολές του και τη νοηματική πρόσληψη των τεσσάρων στοιχείων της φύσης που επανέρχονται συχνά στη ροή του κειμένου.

  1. «Οἷον ἡ ψυχὴ ἡ ἡμετέρα ἀὴρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶς,

καὶ ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει» (Αναξιμένης, απόσπ. 2)

 

  1. «[…] τοτὲ μὲν γὰρ ἓν ηὐξήθη μόνον εἶναι ἐκ πλεόνων,

τοτὲ δ᾽ αὖ διέφυ πλέον᾽ ἐξ ἑνὸς εἶναι,

πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γαῖα καὶ ἠέρος ἄπλετον ὕψος, […]» (Εμπεδοκλής, απόσπ. 56)

 

Το στοιχείο αυτό της πρόταξης ενός αποφθέγματος ή αποσπάσματος από κάποιο έργο – συνήθως της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (βλ. Ο κότσυφας στο τηγάνι, 2014) ή σημαντικού συγγραφέα του λογοτεχνικού κανόνα  (βλ. Αθόρυβα άλογα, 2017)[8] ή σύγχρονου θεωρητικού (βλ. Ευκάλυπτος, 2015)– εντοπίζεται και σ’ άλλα βιβλία του. Επιπλέον, τα ποιήματα της συλλογής, αν και απλώνονται σε ξεχωριστές σελίδες, μοιάζουν να αποτελούν ένα ενιαίο σώμα, ενώ ο τίτλος της επαναλαμβάνεται ως τίτλος επιμέρους ενότητας στη σελίδα 29: ενότητα που ολοκληρώνεται με το τέλος της συλλογής.

Η ποίηση του Βαλούρδου αποτελεί μια εμφατική δήλωση της συνέχειας και της αέναης δημιουργίας της φιλοσοφικής σκέψης της αρχαίας γραμματείας. Ο μόνος πραγματικός φόβος, το μόνο τέλος, είναι η ανθρώπινη προβολή του εφιάλτη της ακινησίας και της στασιμότητας.[9] Ο κίνδυνος της παύσης του ανέμου, του αέρα, της ζωογόνου αρχής του όλου κατατρύχει τον άνθρωπο κάθε εποχής. Τίποτε δεν ακυρώνεται και δεν διαχωρίζεται πραγματικά, τίποτε δεν παλιώνει χωρίς ίχνη, δεν πεθαίνει χωρίς απογόνους στο παρόν, στο μέλλον, σύμφωνα με την ποιητική πρόσληψη της ζωής από τον Βαλούρδο. Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται, θολώνει, αποταμιεύεται, λησμονιέται μέσα μας και γύρω μας, αλλά συνεχίζει να υπάρχει, να συγκροτεί το σήμερα και το αυριανό χθες του κόσμου.

Η συνείδηση είναι μια απόπειρα ταξινόμησης των όλων και μια μορφή ερμηνείας της συγκρότησης των επιμέρους, μια στιγμιαία αφήγηση του αθροίσματος των περασμένων στιγμών. Κάθε γεγονός και όνειρο ή προσδοκία είναι ένα ψηφίο του παρόντος στις λέξεις του.

«Η μια

στιγμή

πάνω στην

άλλη

κάθε

στιγμή

που κοιταζόμαστε

στον καθρέφτη

[…]

αφανείς διαδικασίες

γυάλινο ρεύμα

[…]

κι ό,τι

γράφει

ξεγράφεται

 

όσο το

ένα

παρελθόν

πήζει

στο ίζημα

των παλαιότερων

(παρελθόντων)

επίπεδα

πολλαπλασιάζονται […]». (Αέρας στο χαρτί, σ. 18-19)

 

Ο χώρος διαμορφώνεται αναγκαστικά σε σύνδεση με τον χρόνο ή μέσω του χρόνου. Τα πάντα είναι οργανικά δεμένα, ύλη και πνεύμα, παρελθόν και μέλλον, άτομο και κοινωνία. Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης αποτελούν τις βασικές αρχές κάθε ύπαρξης, ενυπάρχουν και διαθλώνται στην ανθρώπινη νόηση και αίσθηση.[10] Λειτουργούν ως πυρηνικές αρχές που μας σμιλεύουν σε νέες μορφής ύλης και πνεύματος, ένα ακόμα κομμάτι στο σύνολο και το ποτάμι της ζωής.

Αυτή η διαπίστωση δεν αλλοτριώνει την αυτονομία, ούτε την αξία της πάλης του ατόμου που στον ορισμένο χώρο και χρόνο παλεύει, για να δώσει σχήμα μέσα του στη ζωή. Αγωνιά να βρει νόημα και να οργανώσει έναν μύθο αρχής για τη δική του αρχή και πορεία. Οι δικές του διεκδικήσεις, αντιστάσεις, διατυπώσεις, ερωτήσεις συναποτελούν το Ένα και έχουν μερίδιο στην ροή της αφήγησης του κόσμου. Είμαστε αυτόσχημες φωνές, με ενεργό ρόλο στον κοινό μας διάλογο. Τίποτε δεν έχει συμβεί, χωρίς να έχει αντίκτυπο στο σχήμα των άλλων.

«[…]

σε κάθε αναχώρηση

επιστροφή

[…]

η νύχτα

κοιμίζει απόκοσμα

το δάσος

[…]

κι αυτές οι μεγαλύτερες

σχεδόν αφηρημένες

οντότητες

οι πολιτείες

διαστέλλονται, διαχέονται

οριζόντια,

καθ’ ύψος,

[…] προσπαθούν να στερεωθούν

στον χώρο, στον χρόνο

να εξαπλωθούν

με τις ιδέες […]». (Ό.π., σ. 11-12)

 

Ποίημα οι λέξεις μας, οι πράξεις μας, οι διαψεύσεις μας, οι επιθυμίες μας, καθετί που αφαιρείται ή προστίθεται επηρεάζει τον ρυθμό και το νόημα του όλου. Κάθε μας στιγμή συνιστά μέρος της αναδιατύπωσης της πραγματικότητας στις συνειδήσεις των επόμενων και στα χαρακτηριστικά της νέας σύνθεσής της. Είτε γιατί ο άνθρωπος φιλτράρει τον εαυτό του μέσω συλλογικών αντιλήψεων που κληρονομεί ως έτοιμα υλικά στην αναγνώριση του ειδώλου του είτε γιατί κάθε νέα ταξινόμηση της μορφής του κόσμου εμπεριέχει τις ρήξεις και συγκολλήσεις στιγμών του παρελθόντος, σύμφωνα με τον ποιητικό λόγο του Βαλούρδου. Αυτή η αίσθηση ενέχει ταυτοχρόνως την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία του ποιητή, εφόσον καμιά όψη ή αλήθεια δεν είναι χωρίς αντίβαρο στο ποιητικό του σύμπαν.

«[…] μας παρηγορεί

η σκέψη

ότι

με τη γραμμένη

και μυστική ιστορία

του καθενός

αυξάνονται αδιάκοπα

τα γεγονότα

η ιστορία του μικρού μας κόσμου

μεγαλώνει

ο ευρύτερος κόσμος

όπου ανήκουμε,

[…]

μεγαλώνει

ο κήπος.» (Αέρας στο χαρτί, σ. 33)

 

Συγκεκριμένα, παρά την αίσθηση συνέχειας και παρηγοριάς που δημιουργεί αυτός ο ζωογόνος άνεμος, ο ποιητής δικαιούται να αγωνιά και να μάχεται για τη βεβαιότητα της υπόστασής του, υποφέροντας από την υπόμνηση ματαιότητας και βασανιζόμενος από τη διαρκή παρουσία του φόβου ακύρωσης και απώλειας της ύπαρξής του. Η αίσθηση αυτής της αέναης δημιουργίας και επανασύνθεσης, δηλαδή, δεν γκρεμίζει τον τρόμο της σβέσης της ατομικότητας. Συνεπώς, παρηγορείται και δεν θεραπεύεται ο πόνος του θανάτου, όταν η συνείδηση του ανθρώπου ως ζώντος οργανισμού και ως δημιουργικού ατόμου παλεύει να διατυπώσει γλωσσικά, με τα εργαλεία δηλαδή της φύσης του, την αναδιάταξη της ολότητας, την παροδική ερμηνεία του «εγώ» του, για να θυμηθούμε τους ψυχαναλυτικούς όρους.

Ανάλογος και ο προβληματισμός, χρησμός, ευχή, ειρωνεία που διαβάζουμε στη συλλογή Σε ξένη γλώσσα, για τη δύναμη και τα αδιέξοδα της γλώσσας, για την πρόσληψη της γλώσσας ως έναν εσωτερικό χώρο βίωσης της μνήμης και του χρόνου:

«Με τη γλώσσα — σαν στο σπίτι σου.

[…] Μετά τη γλώσσα — ίσως κάποτε ο απώτατος κ.

Κ.Π.Ρ. του παρελθόντος προλάβει τον κ. Κ.Π.Ρ. του

απώτατου μέλλοντος.» («Πρόλογος», Σε ξένη γλώσσα, σ. 10)

 

Με λίγα λόγια, στο ποιητικό σύμπαν του Βαλούρδου, αυτή η ενστικτώδης κατανόηση της μεγάλης ροής εκμηδενίζει τον εγωκεντρισμό της ανθρώπινης φύσης, αν και δεν τον εμποδίζει να βιώνει την ανάγκη για γνώση κι έκφραση ως φάρμακο της υπαρξιακής του αγωνίας. Η ενόραση και αναστοχαστική δυνατότητα στην πορεία του λειτουργεί συνάμα ως πληγή μόνωσης ή κενού και ως αυταπόδεικτη ένδειξη ένωσης, επιχείρημα ισορροπίας της ανησυχαστικής μας φύσης με τον νόμο της ζωής.

Ο αέρας στο έργο του είναι μεταφορική δήλωση της ποιητικής ορμής του ανθρώπου, εκφρασμένη μέσω της όποιας προσπάθειας και πάλης να διατυπώσει νόημα και θέση, έστω κι αν γνωρίζει εκ προοιμίου το  πεπερασμένο των κατορθωμάτων του. Το ίδιο το ποίημα συνιστά την προσπάθεια ισορροπίας του ποιητή με την ιδιότυπη θνητότητα και με την ιδιότυπη αιωνιότητα της φύσης μας. Η πίστη του στις φιλοσοφικές αρχές δεν έχει ιερατική βάση, αλλά έχει ιεροτελεστική υπόσταση, λειτουργώντας ως απόπειρα αυτοκυριαρχίας. Το κρυμμένο ποιητικό εγώ είναι αρχέτυπο μιας άλλης, πιο συμπαντικής και υπαρξιακής οδύσσειας (βλ. Η σχεδία, 2004).

Κατ’ επέκταση, στην ποίηση του Βαλούρδου η θέση περί αέναης δημιουργίας και επαναπροσδιορισμού της υλικότητας και πνευματικότητας στην αφομοιωτική δύναμη της χρονικότητας, η πλήρης δηλαδή υποταγή του χώρου στην πνοή του χρόνου δεν είναι μια φιλοσοφική θέση μεταφυσικής θεώρησης, αλλά έχει κοινωνικές, υπαρξιακές και ποιητολογικές διαστάσεις. Η γνώση της επανασυγκρότησης των πάντων δίνοντας καινή μορφή στο καθετί που υπήρξε ή δεν μπόρεσε να ειπωθεί και να υπάρξει (δήλωση που υπονοεί τη συνεισφορά της ψυχικής συγκρότησης του κάθε ατόμου στο σύνολο της μεγάλης σύνθεσης) είναι μια λογοτεχνική ενσάρκωση της ποίησης που αναδύεται ως ορμή ζωής, ως αίτιο δημιουργίας, ως οργανική συνέπεια της γλώσσας. Το κάθε ποίημα του κόσμου συμβάλλει στη διατύπωση της ποιητικής σύνθεσης του ανθρώπινου γένους σ’ ένα οικουμενικό αλφάβητο, για να εκφραστεί ο εσώτερος πόνος και η εσώτερη χαρά, για να δώσει ανθρώπινους καρπούς με νέο σχήμα ([…] οι νεαροί καρποί/στον κήπο/με τις λεμονιές»)[11]. Είναι η αναμονή για τη γέννηση ενός νέου, πιο ολοκληρωμένου διαλόγου, με όλα:

«Τότε ίσως

γράψουμε

τα ποιήματα

που ονειρευτήκαμε

στις πιο ιδιαίτερες

στιγμές

του προφορικού

λόγου.» (Αέρας στο χαρτί, σ. 26)

 

Η φωνή μας, η ανάγκη να μιλήσουμε, είναι η συνεπαγωγή του ουρανού, της γης, της θάλασσας ως ενιαίο σώμα, ένα ακόμα φωνήεν που θροΐζει στα παράθυρα μιας πνευματικής άνοιξης, καταμεσής της πόλης και του κήπου (δήλωση μιας θεολογικής μακαριότητας και μιας φιλοσοφικής αταραξίας).

«Μαρμαρωμένη

θα ήταν, αλήθεια,

η πόλη

δίχως αέρα, μα τον Θεό,

δεν θα είχαμε φωνή, άψυχοι,

δεν θα ακούγαμε

ο ένας τον άλλο

ούτε τον εαυτό μας.» (Ό.π., σ. 41)

 

Έτσι, ο αέρας στην ποιητική ύλη του Βαλούρδου δηλώνει την πνοή ζωής με την όποια θεολογική καταβολή της έννοιας. Αποτελεί το γλωσσικό είδωλο της ανθρώπινης σκέψης και συγκίνησης, την άρρητη βεβαιότητα ότι αν τίποτε δεν έχει τέλος,[12] δεν έχει και απαραίτητα για τον Βαλούρδο συγκροτημένο λόγο αρχής. Η σκέψη αυτή υποδηλώνει, όχι χωρίς πικρία, το αίσθημα ματαιότητας που επισκιάζει συνεχώς τον αγώνα του στρατιώτη να παρηγορεί την ψυχή του κόσμου με το ανέμισμα των χρωμάτων της ανάλαφρης βεντάλιας. Μια εικόνα που παραπέμπει με τη λεπτότητά της και τις πυκνές της σημασιολογήσεις στη ζωγραφική του Ματίς και στην ιαπωνική παράδοση.

Το μοτίβο του στρατιώτη, ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο-αρχέτυπο του ανθρώπου-δημιουργού στο ποιητικό σύμπαν του Βαλούρδου, είναι μια ενσάρκωση θεματοφύλακα της ανθρώπινης γνώσης, ένα πρόσωπο-καθήκον, ταυτισμένο με την αποστολή του, χωρίς να λείπει η δραματικότητα της αρχαίας τραγωδίας στη φύση του. Είναι μια προσωποποίηση του ανθρώπου-δημιουργού, ο οποίος άδικα ή δικαιωμένα (δεν φαίνεται να παίρνει σαφείς απαντήσεις για τις προσπάθειές του) διερευνά στις αφηγήσεις του τα όρια της αρχής του και της συνέχειάς του.

«[…] όπου είχαμε στείλει

τον στρατιώτη

να διαπιστώσει

αν είναι τόπος πραγματικός

και να επιστρέψει,

[…]

με ένα μαγικό ποίημα,

αντί γι’ αυτό

κρατούσε τη βεντάλια

[…]

ώσπου την άνοιξε

κι άνοιξαν

τα ζωγραφισμένα ράμφη

των πουλιών

[…]

ακούσαμε το κελάηδισμα

που είχαμε να ακούσουμε

αιώνες». (Ό.π., σ. 29-30)

 

Η πάλη του είναι μια μάχη με τη γλώσσα να διασταλεί ο κόσμος της βίωσης και όρασής του, φωτίζοντας τα σχήματα του κόσμου με τον αέρα (=πνοή) της βεντάλιας του. Το καθήκον του είναι μια αποστολή εμβάθυνσης στον ρευστό χώρο της συγκόλλησης των στιγμών, των γεγονότων, της αστάθμητης μνήμης του χρόνου και συνιστά στο ποιητικό σύμπαν του Βαλούρδου μια πράξη εγγενούς γενναιότητας της ανθρώπινης φύσης.

«Ο στρατιώτης

[…]

ξύπνησε

πρόσφερε

τη μαγική βεντάλια

για να διασκεδάσει

τον πόνο.» (Ό.π., σ. 37)

 

Μια συντελεσμένη επανάληψη εκδήλωσης του θάρρους και ταυτόχρονα της ματαιότητας του ανθρώπου να παλεύει, να βιώνει, να διεκδικεί ως έλλογο ον, μια κατάσταση διαχρονίας της μορφής του και της μορφής της αφήγησής/ερμηνείας του απέναντι στο χωνευτήρι και μεγάλο ποιητή που λέγεται Χρόνος. Χρόνος που καταστρέφει, για να δημιουργήσει και δημιουργεί, για να σκοτώσει σχήματα και εικόνες, ήχους και φωνές.[13]

Τα σύμβολα στην ποίηση του Βαλούρδου, επομένως, κατανοούνται ευκρινώς μόνο δια της επανάληψης, προσεγγίζονται δια της αρχαίας σκέψης, της δυτικής παράδοσης και της διαχρονικής συγκίνησης που προκαλεί στον άνθρωπο η αναμέτρηση του αναστήματός μας με τα μεγαθέματα του θανάτου, της υστεροφημίας, της ζωής, της γλώσσας.

Σε τελική ανάλυση, στο έργο του, όπως και στη συγκεκριμένη συλλογή, επανέρχονται οι εξής θεματικές: τι διασώζουμε και τι διασώζεται, πώς και γιατί ν’ αντισταθούμε σ’ ένα αμετάκλητο τέλος, ποια είναι συνεπής στάση μπροστά στο δέος και την πικρία που προκαλεί η θνητότητα και η συσσώρευση των στιγμών («[…] επειδή δεν κατέχουμε/ τίποτα,/ κυρίως τον εαυτό μας, […]». Ό.π., σ. 33). Πικρία που ψηλώνει τον ανήφορο της σισύφειας ανάβασης ενός δημιουργού, ενός υπεύθυνου πολίτη στη μεγάλη κοινωνία των ανθρώπων, ενός αξιοπρεπούς ανθρώπου απέναντι στην τρομακτική σκιά του τέλους της υπόστασης με την οποία μας γνωρίζουμε.

«Θαμπωμένοι

κι άλλο

από τη λάμψη του καρπού

καθώς ωρίμαζε

τον κόψαμε

στα δύο

με το μαχαίρι.» (Ό.π., σ. 32)

 

Ηχεί το ίδιο επώδυνο ερώτημα του ποιητή σε όλες σχεδόν τις συλλογές του για τη δυνατότητα ή μη της γλώσσας να διασώσει ή να αποτυπώσει την ανθρώπινη αλήθεια:

«Λύνεται το πρόβλημα της γλώσσας

με τη γλώσσα;

Μπορεί να λυθεί το αίνιγμα του ανθρώπου

από τον άνθρωπο;» (Σε ξένη γλώσσα, σ. 14)

 

Και ίσως το πιο επώδυνο συμπέρασμα στην ποίηση του Βαλούρδου, είναι η αδυναμία να κατανοήσουμε το εύρος και το αληθινό αντιφέγγισμα των στιγμών, της γεύσης, των ήχων, της εικόνας των όσων βίωσε ο καθένας μας («[…] σκόρπια/ στην/ άμμο/ η θύελλα/ της προσωπογραφίας.». Αέρας στο χαρτί, σ. 27). Η επιθυμία (και από την άλλη, ο συνεχής φόβος για τη μη ικανοποίησή της) να προγευτούμε τον πραγματικό αντίκτυπο της διαδρομής μας μέσω της αποτίμησης, έστω και μερικής, της παρακαταθήκης, των σημαδιών που αφήνουμε στην άμμο για τους επόμενους, του αέρα που φύσηξε το δικό μας πέρασμα στο ποτάμι του χρόνου. Τι αφήσαμε, για να φτιάξουμε, για να συμβάλουμε στην κατασκευή της πλάσης που θα γνωρίσουν οι άλλοι, όσοι δεν θα γνωρίσουμε. Σκέψη ταυτόχρονα παρήγορη και τρομακτική, η πίστη στη συνέχεια, που προϋποθέτει την απώλειά μας.

«[…] Κρατάει

έναν καθρέφτη

χειρός,

[…]

ίσως

[…] μια στρογγυλή βεντάλια

ανοιχτή,

εκτός κι αν είναι

κρυστάλλινη σφαίρα.» (Αέρας στο χαρτί, σ. 39)

 

Η ποίησή του εξαιτίας της πυκνότητάς της που κερδίζει βάρος στην αφαίρεση και στην «αέρινη μορφή» της φυσά αέρα στα χαρτιά του και ξυπνά στον κάθε αναγνώστη τις ευαισθησίες των δικών του αγώνων, των προσωπικών του φόβων. Άρα, η ποίηση του Βαλούρδου με την ιδιαίτερη γραμματική και σύνταξη των σταθερών συμβόλων της, τις αινιγματικές κωδικοποιήσεις της, τις θυελλώδεις εντάσεις που εσωκλείει η γραφή του κάτω από την επιφανειακή ανάγκη για ισορροπία και νηφάλια αποδοχή διατηρεί έναν ασίγαστο διάλογο με τον ανήσυχο αναγνώστη.

Η ίδια η δυναμική των διακειμένων του συνεισφέρει σε αυτή τη μονίμως ανοιχτή επαναπροσέγγιση των έργων, καθώς αναγκάζει τον αναγνώστη να γυρίσει πίσω αιώνες, να ερμηνεύσει σπουδαία κείμενα ως προϋπόθεση ουσιαστικότερης συνάντησης με το έργο του, να πιάσει το νήμα της κατανόησης πολύ πριν αρχίσει ο στρατιώτης να ανεμίζει χρώματα με τις βεντάλιες της πνοής του. Γιατί, όπως αναφέρει ο ποιητής, κλείνοντας τη συλλογή:

«το βιβλίο

του

αέρα

και

όλα

τα

βιβλία

κάθε

ένα

είναι

ένα

κεφάλαιο

του

ενός

βιβλίου, […]». (Ό.π., σ. 43).

 

info: Γιάννης Βαλούρδος,Αέρας στο χαρτί (Air on Paper)εκδόσεις Απόπειρα

 

(*) O Τάσος Μιχαηλίδης είναι Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Διδάσκων  στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης, ΠΑΔΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. για παράδειγμα την εισαγωγή στη νουβέλα «Στολή κηδείας», που είναι και ο τίτλος της συλλογής, όπου παραθέτει το απόσπασμα του Πλάτωνα από τον Φαίδρο: «[…] μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, ἅτε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό, οὔποτε λήγει κινούμενον». Πλάτωνος, Φαίδρος, 245c5-246a2. Στο Γιάννης Βαλούρδος (2015). Στολή κηδείας, Αθήνα: Απόπειρα, σ. 20.

[2]  Ενδεικτικά, διαβάζουμε:

  • «χωρίς/ να/ είναι/ παρίσταται». Γιάννης Βαλούρδος (2017). Αθόρυβα άλογα, Αθήνα: Απόπειρα, σ. 34.
  • «Περνούσαν/ τα αθόρυβα άλογα/ όλη νύχτα/ κανείς δεν ξύπνησε/ ούτε ρώτησε τι μεταφέρουν». Ό.π., σ. 56.

[3] Γιάννης Βαλούρδος (2017). Ψαρίσια Αντικειμενικότητα, Αθήνα: Απόπειρα.

[4] Γιάννης Βαλούρδος (2004), Η σχεδία, Αθήνα: Απόπειρα.

[5] Από την υπόθεση της συλλογής Η σχεδία (Απόπειρα, 2004) που παρατίθεται στο εσώφυλλο του βιβλίου.

[6] Γιάννης Βαλούρδος (2014). Λήθινος κολυμβητής, Αθήνα: Απόπειρα.

[7] Γιάννης Βαλούρδος (2017). Σε ξένη γλώσσα. In Foreign Language, Αθήνα: Απόπειρα.

[8] «Πιάσε με αν μπορείς καθώς περνώ και/προσπάθησε να λύσεις το αίνιγμα της/ευτυχίας που σου προτείνω. (Προυστ). Γ. Βαλούρδος, Αθόρυβα άλογα, ό.π., σ. 7.

[9]  Διαβάζουμε αυτόν τον επώδυνο φόβο και πικρία:

  • «Δεν φυσάει/ποτέ/σ’ αυτήν την περιοχή/του χρόνου». Αέρας στο χαρτί, ό.π., σ. 17.
  • «Κάποτε/όμως/είχε/κι ο άνεμος/ ψυχή». Ό.π., σ. 20.
  • «Ακόμη/ πιο/ θνητοί/ από τότε,[…]». Ό.π., σ. 21.
  • «Ακίνητος/έμενε ο ουρανός/άδειος από σύννεφα/ούτε στο βάθος/ φυσούσε/ οι αιώνες/ κυλούσαν δίχως αλλαγή […]». Ό.π., σ. 29.

[10] Ο ίδιος προβληματισμός εντοπίζεται και στη συλλογή Σε ξένη γλώσσα: «[…] Το παρελθόν συμβαίνει πάντοτε πριν και υπάρ/-χει μόνο στη μνήμη./ Έξω η μνήμη δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο μέσα./ […] Το παρελθόν υπάρχει μόνο στο παρόν». «Η αναγκαιότητα των πραγμάτων», Σε ξένη γλώσσα, ό.π., σ. 16.

[11] Αέρας στο χαρτί, ο.π., σ. 31.

[12] «[…] ούτε/ ανάμεσα/ στις/ γραμμές/ είναι/ γραμμένο/ ένα/ τέλος.».  Ό.π., σ. 43.

[13] «[…] ο άνεμος/ όταν τον στέλνει ο αέρας,/ κατά κύματα, […]/ και προστάζει τα πελάγη,/ να στείλουν έξω τις φουρτούνες/ να σκεπάσουν/ τους δρόμους,/ χωρίς έπειτα/ να τραβήξουν πίσω το νερό.» Ό.π., σ. 13.

Προηγούμενο άρθροΚαλοκαιρινός Σαίξπηρ (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΈνας λακανικός ήρωας, ένας φίλος (της Μάρθας Κουτσιούμπα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ