Του Μάρκου Χατζή
Προ ημερών επισκέφθηκα μαζί με ένα φίλο μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο αναζητώντας κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο. Προχωρώντας στα δεξιά μας ένας ολόκληρος τοίχος παρουσίαζε τις προτάσεις του βιβλιοπωλείου όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία. Καίτοι θεωρώ τον εαυτό μου σχετικά μορφωμένο και γνώστη της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, διαπίστωσα έκπληκτος ότι δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν από τους προτεινόμενους τίτλους η τους συγγραφείς τους. Ταυτόχρονα παρατήρησα το εξής παράδοξο: μία πρωτοφανής ομοιομορφία χαρακτήριζε τα εν λόγω βιβλία: ίδιος αριθμός σελίδων, παραπλήσιο εξώφυλλο σε έντονες αποχρώσεις, ουχί του γκρι αλλά του σιελ, του ροζ ενίοτε και του κόκκινου της φωτιάς, παρόμοιοι τίτλοι, φέροντες ανεξίτηλα σημάδια από τα βέλη του έρωτος ή εμποτισμένους από τα μυστήρια της λαγγεμένης Ανατολής και τους καημούς των χαμένων πατρίδων. Οποία έκπληξις όταν έπεσε το μάτι μου στους εκδότες! Μήπως η εκδοτική παραγωγή εν Ελλάδι είχε συρρικνωθεί εν μία νυκτί και δεν περιελάμβανε πλέον παρά δύο ονόματα, το πολύ τρία; Ο φίλος μου μού ψιθύρισε στο αυτί: «Είναι τρομακτικό με τι ταχύτητα εξαπλώνεται ε; Σαν άγνωστος θανατηφόρος ιός. Πριν από δυο χρόνια, κάλυπτε το μισό τοίχο, πριν από πέντε τρία μόλις ράφια. Λέγαμε πως πρόκειται για κάποιο αμελητέο ποσοστό, εσύ ήσουν μάλιστα πεπεισμένος πως με τη σωστή καθοδήγηση και προτροπή εκ μέρους των υπαλλήλων το κοινό αυτό θα μετακινιόταν σταδιακά προς άλλου είδους αναγνώσματα. Ε λοιπόν διαψεύστηκες εντελώς! Το φαινόμενο όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά παίρνει διαστάσεις πανδημίας. Έτσι που πάμε σε λίγα χρόνια το καλό βιβλίο θα κηρυχτεί παράνομο και θα πουλιέται στη μαύρη αγορά!»
Απαντώντας στον κύριο που δημοσίευσε προ ημερών στο site σας το άρθρο «Η δυσκολία να είσαι νέος λογοτέχνης», θα έλεγα πως συμφωνώ σε όλα πλην του τίτλου όπου απλώς θα αφαιρούσα τη λέξη νέος. Σήμερα γνωστοί συγγραφείς δυσκολεύονται να εκδώσουν το βιβλίο τους, η κατάσταση δε είναι ακόμα χειρότερη για τους ποιητές. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούριο. Ο καλός συγγραφέας σε πολλές ιστορικές περιόδους εβάλλετο από την εξουσία –πολιτική, οικονομική και θρησκευτική – βιβλία καίγονταν και εξακολουθούν να καίγονται στην πυρά. Σε άλλους καιρούς όμως, λιγότερο χαλεπούς, είχε ενίοτε σύμμαχό του τον εκδότη του με τον οποίο κάποιες φορές δημιουργούσαν σχέση ολόκληρης ζωής. Σε άλλους καιρούς, δημοσιογράφοι και κριτικοί διατηρούσαν την αξιοπιστία τους και ο βιβλιοπώλης ήταν γνώστης και πολύτιμος σύμβουλος. Σήμερα, πλην ευτυχώς ορισμένων εξαιρέσεων, ο εκδότης διαχειρίζεται το «προϊόν» με όρους μάρκετινγκ και αντίληψη πανομοιότυπη με εκείνη του χονδρέμπορα ή του μεγαλομανάβη (προτιμώνται τα μεγάλα μεγέθη όπως στα καρπούζια και τα μεταλλαγμένα σχήματα-τετραγωνισμένα ροδάκινα, «στρογγυλεμένα» βιβλία). «Καλό το βιβλίο σου αλλά δεν θέλει τέτοια η αγορά», είναι το μότο. Και ποιος ακριβώς τη διαμορφώνει την αγορά; Όχι ο συγγραφέας – nègre που γράφει κατά παραγγελίαν επιλέγοντας θέματα πιασάρικα και χαϊδεύοντας τα αυτιά του κοινού; Όχι ο εκδότης που προωθεί ή απορρίπτει; Όχι τα έντυπα που προβάλλουν ή αποσιωπούν; Όχι ο βιβλιοπώλης που κοστολογεί τους πάγκους και τα ράφια του; Ω αφελή αναγνώστη που διατηρείς την ψευδαίσθηση ότι μπαίνεις σ’ ένα βιβλιοπωλείο και επιλέγεις μόνο σου το βιβλίο που θα πάρεις!
Σε κάποιο άλλο άρθρο του site σας, διάβασα πως η Ελλάδα δεν διαθέτει λογοτεχνία του φανταστικού πέραν της σχετιζομένης με την αρχαία γραμματεία και το δημοτικό τραγούδι. Ο αρθρογράφος φαίνεται να γνωρίζει καλά τους ανάλογους ξένους συγγραφείς ενώ αγνοεί εξαιρετικά δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού που δεν εντάσσονται στις προαναφερθείσες κατηγορίες. Έχει διαβάσει άραγε «Το φύλλο» του Β. Βασιλικού για να αλιεύσω ένα εκ των πολλών; Μήπως η άγνοια των νεοτέρων οφείλεται ακριβώς στη γενικότερη απαξίωση της ελληνικής λογοτεχνίας στην οποία καταλήγουν με όλα αυτά που βλέπουν γύρω τους; Μήπως τα οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν την αισθητική του Jumbo, την αισθητική της γατούλας Barbie και του ανεγκέφαλου Ρόμποκοπ σε όλα τα επίπεδα; Μήπως η ευθύνη βαραίνει όλους μας κάθε φορά που κάνουμε μια τέτοια επιλογή, κάθε φορά που επιλέγουμε το φτηνό-ευτελές και το διατυμπανίζουμε αυτάρεσκα νομίζοντας ότι έτσι γινόμαστε trendy; Ενόσω μας καταπίνει σιγά σιγά μια τεράστια ασημαντότητα, η ροζ φούσκα του κιτς που αντιμετωπίζει τους πνευματικούς ανθρώπους σαν εξάμβλωμα, είδος παρωχημένο και άρα περιττό, μήπως κάποιοι έχουν αρχίσει να αποστηθίζουν σελίδες από τα καλά βιβλία πριν αυτά συρθούν στην πυρά που σήμερα ονομάζεται πολτοποίηση;
Αγαπητέ κύριε Χατζή,
Δε νομίζω πως μπορεί κανείς να διαφωνήσει με όσα σχολιάζετε (με την παρατήρηση μόνο πως το ίδιο το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης, έχοντας επιβραβεύσει δυστυχώς σε γενικές γραμμές αυτή την τακτική “συγγραφέων”, εκδοτών και βιβλιοπωλείων).
Όσο για το σχόλιό μου για την απουσία της λογοτεχνίας του φανταστικού στην ελληνική λογοτεχνία – δεν αγνοώ το «Το φύλλο» π.χ., και δεν ισχυρίσθηκα πως αυτή η απουσία είναι πλήρης. To σχόλιό μου ήταν αυτό ακριβώς: πως τα παραδείγματα είναι μάλλον μεμονωμένα και δεν θεωρείται πως ανήκουν σε κάποιο «ρεύμα» μα γίνονται αντιληπτά ως περίπου sui generis, ενώ και πολλά από αυτά (το έργο της κ. Ζατέλη, π.χ.) είναι πολύ πιο κοντά στην αλληγορία, ή στον αποκαλούμενο μαγικό ρεαλισμό. Δεν επεκτάθηκα παραπάνω για λόγους συντομίας, και οπωσδήποτε όχι λόγω διάθεσης απαξίωσης.
«Η δυσκολία να είσαι νέος λογοτέχνης», θα έλεγα πως συμφωνώ σε όλα πλην του τίτλου όπου απλώς θα αφαιρούσα τη λέξη νέος.” Αγαπητέ Μάρκο, είμαι ο κύριος με τον οποίο συμφωνείς, και όχι για λόγους ευγένειας οφείλω να ομολογήσω πως συμφωνώ κι εγώ μαζί σου. Οι εκδοτικοί που λες είναι όντως 4-5 και η λογοτεχνεία περιορίζεται στη γυναικεία παραλίας και τους ατελέσφορους έρωτες. Για τις χαμένες πατρίδες δε με πειράζει (κάποιους τους αγγίζει το θέμα) αρκεί να είναι καλογραμμένο φυσικά. Ο αρχικός τίτλος του άρθρου είναι “μια χαμένη γενιά αναζήτά εκδότη” και μπορείς να το βρεις στον προσωπικό μου ιστότοπο:http://alexandroskefalas.blogspot.gr/
Η επιλογή τίτλου είναι θέμα της συντακτικής ομάδας του site. Ούτε εγώ θεωρούμε “νέος” με την αυστηρή έννοια του όρου(τόσο ηλικιακα-είμαι 35-όσο και ΄συγγραφικά μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο μου μυθιστόρημα, ενώ το τέταρτο, ένα παραμύθι, μια συλλογή διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή αναζητούν τον εκδοτικό τους δρόμο). Φυσικά, τα όσα γράφω απευθύνονται όχι μόνο σε νέους λογοτέχνες αλλά και όσους λόγω των χαλεπών καιρών που διανύουμε συναντάν δυσκολίες στην έκδοση των έργων τους. Χαίρομαι που υπάρχουν ομοιδεατες εκεί έξω και που επιτέλους συζητούν φανερά τα όσα μας συμβαίνουν.
Επειδή κυκλοφορεί και η miranda.v… λογοτεχνία εννοούσα (επιμελήτρια πρέπει να είναι…:-)κεκτημένη πληκτρολόγηση sorry…
Έχω βαρεθεί να ακούω από ανθρώπους των γραμμάτων πως φταίει το αναγνωστικό κοινό, το χαμηλό επίπεδο, η κρίση και όλες οι πληγές του σύγχρονου κόσμου όταν μιλάμε για την ελληνική λογοτεχνία. Σαφώς φταίει το χαμηλό επίπεδο αλλά στην τελική ποιος το διαμορφώνει;;; Πόσοι συγγραφείς (γυναίκες και άνδρες)δεν επιδίδονται στα ιστορικά και μοντέρνα ρομάντζα, να πούμε ονόματα; Και οκ καλά είναι κι αυτά για να περάσει την ώρα της η κουρασμένη νοικοκυρά που θέλει να χαλαρώσει αλλά να μην προβάλλεται αυτό το είδος ως σοβαρή λογοτεχνία. Το κακό ξεκινά φυσικά από τους εκδοτικούς που εκδίδουν σχεδόν αποκλειστικά πλέον τέτοια σκουπίδια. Συνεχίζεται από το έντυπο και περιοδικό τύπο που τα προωθεί και τελειώνει με τις σχετικές εκπομπές που τα προβάλλουν. Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός που μια γυναικεία εκπομπή στην κρατική τηλεόραση είχε αφιέρωμα σε τρεις γυναίκες συγγραφείς ρομάντζων. Δείτε την στο youtube και θα καταλάβετε για τι επίπεδο μιλάμε… Οι εκδοτικοί, ο έντυπος και περιοδικός τύπος και η κρατική τηλεόραση δεν απαρτίζονται από πνευματικούς ανθρώπους μήπως;